Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Ψαλμὸς ᾠδῆς, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ σαββάτου. | 1 | 1 |
2 (Μασ. 92) ΑΓΑΘΟΝ τὸ ἐξομολογεῖσθαι τῷ Κυρίῳ καὶ ψάλλειν τῷ ὀνόματί σου, ῞Υψιστε, | 2 (Μασ. 92) Ευχαριστον και ωφέλιμον είναι, εις εμέ να δοξάζω σε τον Κυριον και να υμνολογώ το πάντιμον όνομά σου, ω Υψιστε. | 2 Επωφελὲς ἅμα καὶ γλυκύ, καλὸν καὶ πρέπον εἶναι νὰ δοξολογῇ τις τὸν Κύριον καὶ να ψάλλῃ ὕμνον εἰς τιμὴν τοῦ ὀνόματός σου, Ὕψιστε, |
3 τοῦ ἀναγγέλλειν τῷ πρωΐ τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου κατὰ νύκτα | 3 Να διαλαλώ ημέραν και νύκτα την ευσπλαγχνίαν σου, την φιλαλήθειάν σου και την αξιοπιστίαν σου εις τας υποσχέσεις σου. | 3 διὰ νὰ διακηρύττῃ καὶ ἀναγγέλλῃ ἀνὰ τὸν κόσμον καθ’ ἑκάστην πρωΐαν τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν σου, καὶ κατὰ τὴν νύκτα τὴν ἀξιοπιστίαν καὶ φιλαλήθειαν, τὴν ὁποίαν δεικνύεις ἐν τῇ τηρήσει τῶν ὑποσχέσεών σου. |
4 ἐν δεκαχόρδῳ ψαλτηρίῳ μετ᾿ ᾠδῆς ἐν κιθάρᾳ. | 4 Με ψαλτήριον δεκάχορδον, με άσμα το οποίον θα το συνοδεύη η κιθάρα, | 4 Νὰ συνοδεύῃ δὲ τὸν διὰ τῆς φωνῆς του ψαλλόμενον ὕμνον μὲ δεκάχορδον ψαλτήριον, μὲ ἔντεχνον ἁρμονίαν διὰ κιθάρας. |
5 ὅτι εὔφρανάς με, Κύριε, ἐν τοῖς ποιήμασί σου, καὶ ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν σου ἀγαλλιάσομαι. | 5 διότι συ, Κυριε, μου δίδεις χαράν και ευφροσύνην, με γεμίζεις αγαλλίασιν με τα θαυμαστά έργα των χειρών σου. | 5 Διότι μὲ ηὔφρανας, Κύριε, μὲ τὰ ποιήματά σου καὶ ἀπὸ τὰ ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῶν ἀνθρώπων ἔργα τῶν χειρῶν σου καὶ τῆς προνοίας σου πληροῦμαι ἱκανοποιήσεως καὶ ἀγαλλιάσεως. |
6 ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου Κύριε· σφόδρα ἐβαθύνθησαν οἱ διαλογισμοί σου. | 6 Ποσον μεγαλειώδη και αξιοθαύμαστα είναι, Κυριε, τα έργα σου! Βαθείς και ανεξερεύνητοι είναι οι διαλογισμοί σου και αι αποφάσεις σου. | 6 Πόσον μεγάλα καὶ θαυμαστὰ εἶναι τὰ ἔργα σου, Κύριε· καθ' ὑπερβολὴν βαθεῖαι καὶ ἀνεξερεύνητοι εἶναι αἱ σκέψεις καὶ οἱ σοφοί σου τρόποι, κατὰ τοὺς ὁποίους κυβερνᾷς τὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων. |
7 ἀνὴρ ἄφρων οὐ γνώσεται, καὶ ἀσύνετος οὐ συνήσει ταῦτα. | 7 Ανθρωπος όμως, τον οποίον ο αμαρτωλός βίος έκαμεν άφρονα, δεν ημπορεί να γνωρίση τα θαυμάσια αυτά έργα σου. Και ασύνετος, εξ αιτίας του σκοτισμού της αμαρτίας, δεν είναι εις θέσιν να τα κατανοήση. | 7 Ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον ὁ ὑλόφρων βίος κατέστησε ἄφρονα, δὲν δύναται νὰ γνωρίσῃ τὰ θαυμάσιά σου ταῦτα, καὶ ἐκεῖνος ποὺ στερεῖται τῆς φρονήσεως, τὴν ὁποίαν ὁ φόβος σου ἐμπνέει καὶ εἶναι ὡς ἐκ τούτου ἀσύνετος, δὲν δύναται νὰ ἐννοήσῃ αὐτά. |
8 ἐν τῷ ἀνατεῖλαι ἁμαρτωλοὺς ὡσεὶ χόρτον καὶ διέκυψαν πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, ὅπως ἂν ἐξολοθρευθῶσιν εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος. | 8 Οι ασύνετοι αμαρτωλοί φυτρώνουν ταχέως και αυξάνουν και ανθοφορούν, ωσάν τον χόρτον. Ολοι οι εργάται της ανομίας σηκώνουν την κεφαλήν και υψώνονται· ματαίως όμως, διότι το κατάντημά των θα είναι ο αιώνιος όλεθρος. | 8 Ὅταν οἱ ἀμαρτωλοὶ εὐτυχοῦν καὶ ἐκβλαστάνουν ταχέως καὶ ἀφθόνως ὡς ὁ χόρτος, καὶ ὅταν ὡς ἄνθος ἐκφύωνται ἐκ τῆς γῆς καὶ γίνωνται περιφανεῖς ὅλοι ὅσοι ἐργάζονται τὴν ἀνομίαν, μὴ λησμονῇς ὅτι τοῦτο γίνεται διὰ νὰ ἐξολοθρευθοῦν καὶ ἐξοντωθοῦν διὰ παντός, εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος. |
9 σὺ δὲ ῞Υψιστος εἰς τὸν αἰῶνα, Κύριε· | 9 Συ όμως, Κυριε, παραμένεις ο μόνος Υψιστος Θεός στους αιώνας των αιώνων. | 9 Σὺ ὅμως, Κύριε, κάθησαι ἐν οὐρανοῖς ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ ἐν ἰσχύϊ τὰ πάντα κυβερνῶν. Καὶ παραμένεις Ὕψιστος εἰς τὸν αἰῶνα. |
10 ὅτι ἰδοὺ οἱ ἐχθροί σου, Κύριε, ἰδοὺ οἱ ἐχθροί σου ἀπολοῦνται, καὶ διασκορπισθήσονται πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, | 10 Ιδού, οι εχθροί σου, Κυριε, το πιστεύω και το διακηρύττω, ιδού οι εχθροί σου οπωσδήποτε θα καταστραφούν και θα διασκορπισθούν ανά τα διάφορα σημεία όλοι, όσοι εργάζονται την ανομίαν. | 10 Διότι ἰδοὺ οἱ ἐχθροί σου, Κύριε· ἰδοὺ οἱ ἐχθροί σου θὰ ἐξαφανισθοῦν, καὶ θὰ διασκορπισθοῦν ὅλοι ὅσοι ἐργάζονται τὴν ἀνομίαν. |
11 καὶ ὑψωθήσεται ὡς μονοκέρωτος τὸ κέρας μου καὶ τὸ γῆράς μου ἐν ἐλαίῳ πίονι· | 11 Εξ αντιθέτου η ιδική μου όμως δύναμις θα υψωθή, θα ενισχυθή, όπως του ισχυρού μονρκέρωτος, και τα γηράματά μου, χάρις εις τας ιδικάς σου δωρεάς, θα είναι θαλερά, όπως το σώμα που αλείφεται με παχύ έλαιον. | 11 Τουναντίον δὲ ἐμοῦ θὰ ὑψωθῇ ἀήττητος ἡ ἰσχύς μου, σὰν τὴν δύναμιν ἀγρίου ζώου, ἥτις ἐπὶ του ἑνὸς καὶ μόνου κέρατός του συγκεντροῦται, καὶ τὸ γῆρας μου θὰ διατηρηθῇ θαλερὸν διὰ τῶν θείων σου χαρίτων, τὰς ὁποίας ὡς ἁγνὸν καὶ νωπὸν ἔλαιον θὰ ἐκχύνῃς εἰς ἐμέ. |
12 καὶ ἐπεῖδεν ὁ ὀφθαλμός μου ἐν τοῖς ἐχθροῖς μου, καὶ ἐν τοῖς ἐπανισταμένοις ἐπ᾿ ἐμὲ πονηρευομένοις ἀκούσατε τὸ οὖς μου. | 12 Το μάτι μου θα ιδή με δικαίαν ικανοποίησιν τον όλεθρον των εχθρών μου και το αυτί μου θα ακούση την τιμωρίαν των πονηρών εχθρών μου, οι οποίοι επαναστατούν εναντίον μου. | 12 Καὶ εἶμαι βέβαιος, ὅτι θὰ ἐπίδῃ ὁ ὀφθαλμός μου μεθ' ἰκανοποιήσεως ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν μου, καὶ θὰ ἀκούσῃ τὸ οὖς μου πραγματοποιούμενον τὸν πόθον μου διὰ τοὺς ἐξεγειρομένους καὶ ἐπαναστατοῦντας κατ' ἐμοῦ πονηρευομένους. |
13 δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει, ὡσεὶ ἡ κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνῳ πληθυνθήσεται. | 13 Ομως ο δίκαιος άνθρωπος θα ανθίζη πάντοτε, όπως ο φοίνιξ· θα αυξηθή και θα πληθυνθή, όπως τα κέδρα του Λιβάνου. | 13 Ὁ δίκαιος θὰ ἀνθήσῃ ὡς ὁ ἀειθαλὴς καὶ μηδέποτε μαραινόμενος φοῖνιξ, ὡς ἡ ἐν τῷ Λιβάνῳ ὑπερύψηλος καὶ πολύρριζος κέδρος θὰ αὐξηθῇ. Οὕτω θαλερὸς καὶ εὐτυχὴς θὰ παραμένῃ ὁ εὐσεβὴς καὶ δίκαιος. |
14 πεφυτευμένοι ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐξανθήσουσιν· | 14 Φυτευμένοι οι δίκαιοι στον οίκον του Κυρίου, εις τας ιεράς αυλάς του Θεού μου, θα ανθίζουν και θα καρποφορούν τας αρετάς. | 14 Φυτευμένοι οἱ δίκαιοι εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου θὰ ἐξανθήσουν καὶ θὰ καρποφορήσουν εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Θεοῦ μας, ἐνταῦθα μὲν καρποφοροῦντες τὴν ἀρετήν, ἐν ταῖς οὐρανίαις δὲ αὐλαῖς ἀπολαύοντες τῶν καρπῶν ταύτης. |
15 ἔτι πληθυνθήσονται ἐν γήρει πίονι καὶ εὐπαθοῦντες ἔσονται τοῦ ἀναγγεῖλαι | 15 Και στο βαθύ ακόμη γήρας των θα προκόπτουν εις αρετήν και καλά έργα, θα είναι θαλεροί και ακμαίοι, δια να αναγγέλλουν πάντοτε τα μεγαλεία του Θεού. | 15 Ἀκόμη καὶ κατὰ τὸ βαθὺ καὶ ἔσχατον γῆρας των θὰ προκύπτουν καὶ θὰ καρποφοροῦν ὑπεραφθόνως καὶ θὰ εἶναι θαλεροὶ καὶ ἀκμαῖοι διὰ νὰ ἀναγγέλλουν καὶ διακηρύττουν, |
16 ὅτι εὐθὴς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ οὐκ ἔστιν ἀδικία ἐν αὐτῷ. | 16 Διότι ο Κυριος ο Θεός μας είναι δίκαιος και ευθύς και δεν υπάρχει εις αυτόν καμμία αδικία. | 16 ὅτι εἶναι δίκαιος καὶ εὐθὺς ὁ Κύριος καὶ Θεός μας καὶ δὲν ὑπάρχει ἀδικίᾳ ἐν αὐτῷ. |