Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39 (ΛΘ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ. 1 1
2 (Μασ. 40) ΥΠΟΜΕΝΩΝ ὑπέμεινα τὸν Κύριον, καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου 2 (Μασ. 40) Με πολλήν υπομονήν και ελπίδα κατά το διάστημα της θλίψεώς μου επερίμενα την βοήθειαν παρά του Κυρίου. Και ο Κυριος με επρόσεξεν, εδέχθη ευμενώς την δέησίν μου. 2 Μετ' ἐγκαρτερήσεως πολλῆς ἀνέμεινα τὴν βοήθειαν καὶ προστασίαν τοῦ Κυρίου, χωρὶς νὰ παύσω ἐλπίζων εἰς αὐτόν, καὶ ἔδωκε προσοχὴν εἰς ἐμὲ καὶ ἤκουσε τὴν δέησιν καὶ παράκλησίν μου.
3 καὶ ἀνήγαγέ με ἐκ λάκκου ταλαιπωρίας καὶ ἀπὸ πηλοῦ ἰλύος καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου καὶ κατηύθυνε τὰ διαβήματά μου 3 Με ανέσυρεν από τον λάκκον, όπου εταλαιπωρούμην, έβγαλε τα πόδια μου από το τέλμα, στο οποίον είχα βυθισθήήκαί κολλήσει, και τα ετοποθέτησεν στον στερεόν βράχον. Καθωδήγησεν έπειτα την πορείαν της ζωής μου στον ορθόν και ασφαλή δρόμον της προόδου. 3 Καὶ μὲ ἀνείλκυσεν ἀπὸ τὸν λάκκον, ὅπου ἐταλαιπωρούμην, καὶ ἀπὸ τὴν λάσπην τοῦ βούλκου, ὅπου δὲν ἠδυνάμην νὰ εὔρω ἔδαφος στερεὸν διὰ νὰ πατήσω, καὶ ἐστήριζεν ὀρθίους τοὺς πόδας μου, στερεώσας αὐτοὺς εἰς ἀσάλευτον πέτραν, καὶ μὲ ὡδήγησε νὰ βαδίζω εἰς εὐθὺν καὶ ἀπλανῆ δρόμον. Εἰς δυστυχίαν ἀφόρητον βυθισμένον, ὅπου ἐκινδύνευον να πνιγῶ, μὲ ἠλευθέρωσε καὶ μὲ ἠσφάλισε καὶ μὲ ἐνίσχυσε εἰς σταδιοδρομίαν λαμπρὰν καὶ ἀκούραστον.
4 καὶ ἐνέβαλεν εἰς τὸ στόμα μου ᾆσμα καινόν, ὕμνον τῷ Θεῷ ἡμῶν· ὄψονται πολλοὶ καὶ φοβηθήσονται καὶ ἐλπιοῦσιν ἐπὶ Κύριον. 4 Εθεσεν στο στόμα μου νέον άσμα, ύμνον δοξολογίας και ευχαριστίας προς αυτόν δια τας πολλάς, παλαιάς και νέας, ευεργεσίας του. Πολλοί άνθρωποι θα ιδούν τα θαυμαστά έργα του, θα ευλαβηθούν τον Κυριον και θα στηρίξουν εις αυτόν τας ελπίδας των. 4 Καὶ ἔβαλεν ἐντὸς τοῦ στόματός μου ἐκ τοῦ πλεονασμοῦ τῆς πρὸς αὐτὸν εὐγνωμοσύνης μου ὕμνον νέον, συνταχθέντα ἐπίτηδες διὰ τὰς νέας εὐεργεσίας τὰς γενομένας εἰς ἐμέ· ὕμνον τὸν ὁποῖον θὰ ψάλω εἰς τὸν Θεόν μας. Θὰ ἴδουν πολλοὶ τὰ ὅσα ὅ Θεὸς εἰργάσθη πρὸς σωτηρίαν μου καὶ θὰ καταληφθοῦν ἀπὸ εὐλαβῆ φόβον καὶ σεβασμὸν πρὸς αὐτόν, καὶ θὰ παρακινηθοῦν νὰ στηρίξουν τὴν ἐλπίδα των εἰς τὸν Κύριον.
5 μακάριος ἀνήρ, οὗ ἐστι τὸ ὄνομα Κυρίου ἐλπὶς αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐπέβλεψεν εἰς ματαιότητας καὶ μανίας ψευδεῖς. 5 Τρισευτυχισμένος και ευλογημένος είναι ο άνθρωπος, ο οποίος έχει την ελπίδα του στον Θεόν και δεν έρριξε τα μάτια του στον μάταιον πλούτον, εις την δόξαν, εις τας μανίας και εξάλλους ψευδοπροφητείας μάγων και μάντεων. 5 Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς ἐλπίδα του τὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν δύναμιν καὶ ἀγαθότητα, τὰ ὁποῖα ὑπονοεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, καὶ δὲν ἔρριψε τὸ βλέμμα του, οὐδὲ ἔδωκε προσοχὴν εἰς εἰδωλικὰς ματαιότητας καὶ εἰς μανίας καὶ ἐκστάσεις μαντικὰς καὶ ψευδεῖς.
6 πολλὰ ἐποίησας σύ, Κύριε ὁ Θεός μου, τὰ θαυμάσιά σου, καὶ τοῖς διαλογισμοῖς σου οὐκ ἔστι τίς ὁμοιωθήσεταί σοι· ἀπήγγειλα καὶ ἐλάλησα, ἐπληθύνθησαν ὑπὲρ ἀριθμόν. 6 Συ, Κυριε και Θεέ μου, πολλά θαυμαστά έργα έκαμες και κανείς από τους ανθρώπους η τους ψευδείς θεούς δεν ημπορεί να συγκριθή προς σέ, ως προς τας πανσόφους και παναγάθους σκέψεις και βουλάς σου. Ανήγγειλα και διελάλησα αυτάς. Υπερβαίνουν όμως κάθε αριθμόν και υπολογισμόν. 6 Ἀντιθέτως πρὸς τὰς ἀνισχύρους ταύτας τῶν εἰδώλων ματαιότητας, σὺ Κύριε, πολλὰ ἔχεις πράξει θαυμάσια καὶ ἔνδοξα ἔργα προνοίας ὑπὲρ τῶν ἐλπιζόντων εἰς σέ, καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς ὅμοιός σου ποὺ να δύναται νὰ συγκριθῇ πρὸς σὲ εἰς τὰς ὑπὲρ ἡμῶν προνοητικὰς σκέψεις καὶ βουλάς σου. Πολλάκις διηγήθην τὰ θαυμάσιά σου ταῦτα καὶ ὡμίλησα περὶ αὐτῶν, ἀλλ’ ὑπερβαίνουν εἰς πλῆθος πάντα ἀριθμὸν καὶ εἶναι ἀναρίθμητα.
7 θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας, σῶμα δὲ κατηρτίσω μοι· ὁλοκαυτώματα καὶ περὶ ἁμαρτίας οὐκ ἐζήτησας. 7 Γεμάτος ευγνωμοσύνην ηθέλησα να σου προσφέρω θυσίαν, αλλά συ ούτε αιματηράν ούτε αναίμακτον θυσίαν η άλλας προσφοράς ηθέλησες. Μου έδωσες τέλειον σώμα, προικισμένον με λογικήν και αθάνατον ψυχήν, δια να σου το προσφέρω ευάρεστον θυσίαν. Αυτό εζήτησες και όχι θυσίας ζώων καιομένας εξ ολοκλήρου στο θυσιαστήριον, ούτε εξιλαστήριους περί αμαρτίας θυσίας. 7 Ἐξ εὐγνωμοσύνης ἠθέλησα νὰ σοῦ προσφέρω θυσίας· ἀλλ’ οὔτε αἱματηρὰν θυσίαν, οὔτε ἀναίμακτον προσφορὰν καρπῶν ἢ ἄλλων δώρων ἠθέλησας. Μοῦ ἔδωκες δὲ τέλειον καὶ προικισμένον μὲ νοῦν σῶμα (Ἄλλη γραφή: Ὠτία = <ὑπακοὴν αἰτηθεὶς μόνον καὶ εὐλάβειαν ἐμαυτὸν προσήγαγον> (Ἀνώνυμος). <Τῇ ὑπακοῇ τῇ ἐμῇ ἠρκέσθης> (Θεοδωρος Μοψουεστίας), ὅπως καθαγιάζω τοῦτο διὰ τῆς πρὸς σὲ ὑπακοῆς· θυσίας κατακαιομένας ὁλοκλήρους ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ θυσίας ἐξιλαστικὰς προσφερομένας περὶ ἁμαρτίας δὲν ἐζήτησας.
8 τότε εἶπον· ἰδοὺ ἥκω, ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περὶ ἐμοῦ· 8 Οταν εγνώρισα το θέλημά σου και τι ζητείς από εμέ, τότε είπα· ιδού εγώ έρχομαι να τεθώ υπό τας διαταγάς σου. Εν περιλήψει εις τα βιβλίον του Νομου είναι γραμμένον δι' εμέ, πως θα ευαρεστήσω εις σέ. 8 Καὶ ὅταν ἀντελήφθην εἰς τί ἀρέσκεσαι καὶ τί ζητεῖς ἀπὸ ἐμέ, τότε εἶπον ἰδοὺ ἐγὼ ἔρχομαι, ἵνα τεθῶ εἰς τὰς διαταγάς σου. Εἰς τὸ ἐντυλισσόμενον εἰς ρόλον χειρόγραφον τῆς Γραφῆς ἔχει γραφῆ δι’ ἐμέ, πῶς θὰ εὐαρεστήσω εἰς σέ.
9 τοῦ ποιῆσαι τὸ θέλημά σου, ὁ Θεός μου, ἐβουλήθην καὶ τὸν νόμον σου ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου. 9 Πρέπει, δηλαδή, να εκτελώ το θέλημά σου, ω Θεέ μου. Επόθησα και ηθέλησα τον Νομον σου με όλην την καρδίαν μου, με όλα μου τα σπλάγχνα, Κυριε. 9 Δι’ αὐτὸ καὶ ἐγὼ ἠθέλησα καὶ ἀπεφάσισα νὰ ἐκτελέσω τὸ θέλημά σου, ὦ Θεέ μου, καὶ ἐπόθησα τὸν νόμον σου τόσον πολύ, ὥστε φέρω αὐτὸν ἐν μέσῳ τῶν σπλάγχνων μου, ἵνα τὴν ὅλην ὕπαρξίν μου ἐμπνέῃ καὶ κινῇ.
10 εὐηγγελισάμην δικαιοσύνην ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ· ἰδοὺ τὰ χείλη μου οὐ μὴ κωλύσω· Κύριε, σὺ ἔγνως. 10 Εκήρυξα πρας όλους, εις μεγάλας συγκεντρώσεις λαών, την δικαιοσύνην σου. Ιδού, ούτε ημπόδισα ούτε θα σφαλίσω ποτέ τα χείλη μου, να διακηρύττουν αυτά. Κυριε, συ γνωρίζστούτο. 10 Ἐπὶ πλέον ἐξήγγειλα δημοσίᾳ καὶ ἐν μεγάλῃ συνάξει τὸ χαρμόσυνον μήνυμα τῆς σωτηρίου δικαιοσύνης, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποίαν μᾶς κυβερνᾷς καὶ μᾶς σώζεις. Ἰδοὺ δὲν ἠμπόδισα οὐδὲ θὰ ἐμποδίσω τὰ χείλη μου, ὥστε να μὴ διακηρύξουν τὰς χάριτάς σου Κύριε, σὺ γνωρίζεις τοῦτο.
11 τὴν δικαιοσύνην σου οὐκ ἔκρυψα ἐν τῇ καρδίᾳ μου, τὴν ἀλήθειάν σου καὶ τὸ σωτήριόν σου εἶπα, οὐκ ἔκρυψα τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἀπὸ συναγωγῆς πολλῆς. 11 Ποτέ δεν έκρυψα μέσα εις την καρδίαν μου και δεν παρεσιώπησα την δικαιοσύνην σου. Αλλά την αλήθειαν των λόγων σου και την αξιοπιστίαν των υποσχέσεών σου και την σωτηρίαν, που μου εχάρισες, την ανήγγειλα. Δεν απέκρυψα το έλεός σου και την αλήθειάν σου από σύναξιν πολλού λαού. 11 Δὲν ἔκρυψα μέσα εἰς τὴν καρδίαν μου, ὥστε νὰ τὴν γνωρίζω μόνος ἐγώ, ἀλλὰ διελάλησα τὴν δικαιοσύνην σου, μὲ τὴν ὁποίαν πατάσσεις τὸ κακὸν καὶ προστατεύεις τοὺς ἀδικουμένους, ὡμίλησα καὶ ἀφηγήθην περὶ τῆς ἀληθείας σου, ἡ ὁποία διαλάμπει εἰς τὸ ἀψευδὲς τῶν ὑποσχέσεών σου καὶ εἰς τὴν πιστὴν τήρησιν αὐτῶν, καθὼς καὶ περὶ τῆς σωτηρίας, τὴν ὁποίαν διὰ τῆς βοηθείας καὶ προστασίας σου παρέχεις· δὲν ἐτήρησα σιγὴν καὶ δὲν ἀπέκρυψα τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἀπὸ σύναξιν πολυπληθῆ, ἀλλ’ ἐνώπιον αὐτῆς διεκήρυξα εὐγνωμόνως καὶ ἀνύμνησα αὐτά.
12 σὺ δέ, Κύριε, μὴ μακρύνῃς τοὺς οἰκτιρμούς σου ἀπ᾿ ἐμοῦ· τὸ ἔλεός σου καὶ ἡ ἀλήθειά σου διαπαντὸς ἀντιλάβοιντό μου. 12 Συ λοιπόν, Κυριε, μη απομακρύνης από εμέ το έλεός σου και την ευσπλαγχνίαν σου. Το έλεός σου και η αλήθειά σου ας με συγκρατούν και ας με ενισχύουν πάντοτε. 12 Σὺ δέ, Κύριε, ὅπως εἰς τὸ παρελθὸν μὲ ἠλέησας, οὕτω καὶ τώρα, μὴ ἀπομακρύνῃς ἀπὸ ἐμὲ τοὺς οἰκτιρμούς σου καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν σου. Τὸ ἔλεός σου καὶ ἡ φιλαλήθειά σου, ἡ ἀποδεικνυομένη εἰς τὴν πιστὴν τήρησιν τῶν ὑποσχέσεών σου, εἴθε πάντοτε νὰ μὲ ὑποστηρίζουν καὶ νὰ μὲ συγκρατοῦν.
13 ὅτι περιέσχον με κακά, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, κατέλαβόν με αἱ ἀνομίαι μου, καὶ οὐκ ἠδυνήθην τοῦ βλέπειν· ἐπληθύνθησαν ὑπὲρ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς μου, καὶ ἡ καρδία μου ἐγκατέλιπέ με. 13 Διότι με εκύκλωσαν πολλαί συμφοραί, αναρίθμητοι. Επεσαν επάνω μου αι τιμωρίαι δια τας ανομίας μου και κινδυνεύω να χάσω το φως των οφθαλμών μου. Αι αμαρτίαι μου επληθύνθησαν περισσότερον από τας τρίχας της κεφαλής μου και ο ιερός ενθουσιασμός και το σθένος της καρδίας μου με έχουν εγκαταλείψει. 13 Διότι μὲ ἐκύκλωσαν δυστυχίαι καὶ δεινὰ ἀναρίθμητα, ἔπεσαν ἐπάνω μου καὶ μὲ κατακρατοῦν αἱ ἀνομίαι μου, καὶ τόσον πολὺ πνίγομαι καὶ σκοτίζομαι ἀπὸ αὐτάς, ὥστε δὲν ἠμπορῶ νὰ βλέπω καὶ κινδυνεύω νὰ χάσω τὸ φῶς μου· ἔγιναν εἰς πλῆθος πολὺ περισσότεραι ἀπὸ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς μου καὶ ἡ καρδία μου ἔχασε τὸ θάρρος της καὶ τὴν αἰσθάνομαι νὰ μὲ ἐγκαταλείπῃ.
14 εὐδόκησον, Κύριε, τοῦ ρύσασθαί με· Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί μοι πρόσχες. 14 Ευδόκησε λοιπόν, Κυριε, να με λυτρώσης από την κατάστασιν αυτήν. Κυριε, σπεύσε εις την βοήθειάν μου. 14 Εὐδόκησον, Κύριε, νὰ μὲ ἀπολυτρώσῃς· Κύριε, μὴ ἀναβάλῃς, ἀλλὰ τρέξε γρήγορα εἰς τὴν βοήθειάν μου,
15 καταισχυνθείησαν καὶ ἐντραπείησαν ἅμα οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου τοῦ ἐξᾶραι αὐτήν· ἀποστραφείησαν εἰς τὰ ὀπίσω καὶ καταισχυνθείησαν οἱ θέλοντές μοι κακά· 15 Ας καταισχυνθούν και ας εντροπιασθούν όλοι μαζή αυτοί, που ζητούν να αφαιρέσουν την ζωήν μου. Ας στρέψουν πανικόβλητοι τα νώτα των και ας τραπούν κατεντροπιασμένοι εις φυγήν, όσοι θέλουν την συμφοράν μου και την καταστροφήν μου. 15 Εἴθε νὰ καταισχυνθοῦν καὶ νὰ ἐντροπιασθοῦν ὅλοι μαζὶ ὅσοι ζητοῦν τὴν ζωήν μου διὰ νὰ ἀφαιρέσουν καὶ ἀφανίσουν ταύτην. Ἂς ὀπισθοχωρήσουν καὶ ἂς ἐντροπιασθοῦν ὅσοι θέλουν νὰ εὐχαριστοῦνται εἰς τὴν δυστυχίαν μου καὶ τὴν ἀπώλειάν μου.
16 κομισάσθωσαν παραχρῆμα αἰσχύνην αὐτῶν οἱ λέγοντές μοι· εὖγε, εὖγε. 16 Ας πάρουν αμέσως ως μισθόν της κακότητός των την εντροπήν, αυτοί οι οποίοι επιχαίρουν δια τας συμφοράς μου και λέγουν εύγε, εύγε. 16 Ἂς ἀποκομίσουν ἀμέσως ὡς μισθὸν τῆς χαιρεκακίας των ἐντροπὴν καὶ ὄνειδος οἱ ἐπὶ τῇ δυστυχίᾳ μου λέγοντες· θαυμάσια, ὡραῖα!
17 ἀγαλλιάσθωσαν καὶ εὐφρανθήτωσαν ἐπὶ σοὶ πάντες οἱ ζητοῦντές σε, Κύριε, καὶ εἰπάτωσαν διαπαντός· μεγαλυνθήτω ὁ Κύριος, οἱ ἀγαπῶντες τὸ σωτήριόν σου. 17 Ας πλημμυρίσουν δε από αγαλλίασιν και χαράν κοντά σου εκείνοι, οι οποίοι σε ποθούν και σε επικαλούνται. Αυτοί, οι οποίοι σε αγαπούν και από σε περιμένουν και παίρνουν την σωτηρίαν των, ας λέγουν πάντοτε δοξασμένος ας είναι ο Κυριος. 17 Ἂς σκιρτήσουν ἀπὸ χαρὰν καὶ ἂς εὐφρανθοῦν διὰ τὴν ὑπὸ σοῦ παρεχομένην εἰς αὐτοὺς προστασίαν, ὅσοι σὲ ζητοῦν καὶ σὲ ἐπικαλοῦνται, Κύριε, καὶ ὅλοι ὅσοι ποθοῦν καὶ ἐπιθυμοῦν τὴν ἀπὸ τῆς βοηθείας σου σωτηρίαν, ἂς κράζουν πάντοτε καὶ ἀκαταπαύστως. Ἄς μεγαλύνεται καὶ ἂς δοξάζεται ὁ Κύριος.
18 ἐγὼ δὲ πτωχός εἰμι καὶ πένης, Κύριος φροντιεῖ μου. βοηθός μου καὶ ὑπερασπιστής μου εἶ σύ· ὁ Θεός μου, μὴ χρονίσῃς. 18 Εγώ δε είμαι πτωχός και άθλιος. Ελπίζω όμως και πιστεύω ακλόνητα ότι ο Κυριος θα φρρντίση δι' εμέ. Συ, Κυριε, είσαι βοηθός και υπερασπιστής μου. Μη αργοπορήσης να με βοηθήσης εις την περίστασίν μου αυτήν. 18 Ἐγὼ δὲ εἶμαι πτωχὸς καὶ ἄθλιος, ἀλλὰ δὲν ἀπελπίζομαι οὔτε δυσανασχετῷ, διότι εἶμαι βέβαιος, ὅτι ὁ Κύριος θὰ φροντίσῃ δι’ ἐμέ. Βοηθός μου καὶ ὑπερασπιστής μου εἶσαι σύ· ὦ Θεέ μου, μὴ βραδύνῃς, ἀλλὰ σπεῦσον εἰς βοήθειαν καὶ προστασίαν μου.