Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 118 (ΡΙΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
᾿Αλληλούϊα.
1 (Μασ. 119) ΜΑΚΑΡΙΟΙ οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου. 1 (Μασ. 119) Μακάριοι είναι οι άμεμπτοι και ανεπίληπτοι εις τας πορείας της ζωής των. Αυτοί, οι οποίοι ζουν και πορεύονται σύμφωνα με τον νόμον του Κυρίου. 1 Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εἱς τὴν διαγωγήν των καὶ εἱς τὸν δρόμον τῆς ζωῆς των εἶναι ἄμεμπτοι, οἱ ὁποῖοι βαδίζουν καὶ συμπεριφέρονται σύμφωνα μὲ τὸν νόμον τοῦ Κυρίου.
2 μακάριοι οἱ ἐξερευνῶντες τὰ μαρτύρια αὐτοῦ· ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ἐκζητήσουσιν αὐτόν. 2 Μακάριοι είναι αυτοί, που ερευνούν με ενδιαφέρον και μελετούν με ευλάβειαν τας μαρτυρίας και τα θελήματα του Κυρίου, δια να τα γνωρίσουν και τα εφαρμόσουν εις την ζωήν των. Αυτοί με όλην των την καρδίαν θα αναζητήσουν και θα ανεύρουν τον Κυριον. 2 Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μὲ ἐνδιαφέρον καὶ εὐλάβειαν ἐξετάζουν τὰς μαρτυρίας τοῦ Κυρίου, ἵνα μανθάνοντες αὐτὰς συμμορφωθοῦν πρὸς ταύτας. Αὐτοὶ μὲ ὅλην των τὴν καρδίαν θὰ ζητήσουν νὰ εὔρουν καὶ νὰ γνωρίσουν αὐτὸν τὸν ἴδιον.
3 οὐ γὰρ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ ἐπορεύθησαν. 3 Δεν είναι μακάριοι οι αμαρτωλοί· διότι αυτοί εργάζονται και εφαρμόζουν εις την ζωήν των την παρανομίαν και δεν ζουν σύμφωνα με τας εντολάς του Θεού. 3 Διότι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται τὴν ἀνομίαν, δὲν ἐπορεύθησαν εἰς τὰς ὁδοὺς τὰς δεικνυομένας ἀπὸ τὸν νόμον τοῦ Κυρίου καὶ εἶναι ἀδύνατον αὐτοὶ νὰ εὔρουν καὶ νὰ πλησιάσουν αὐτόν.
4 σὺ ἐνετείλω τὰς ἐντολάς σου τοῦ φυλάξασθαι σφόδρα. 4 Συ, έδωσες τας εντολάς σου εις ημάς, δια να τας τηρήσωμεν με κάθε προσοχήν και ακρίβειαν. 4 Σὺ παρήγγειλες καὶ ἔδωκες εἱς ἡμᾶς τὰς ἐντολάς σου διὰ νὰ τὰς φυλάξωμεν καὶ τὰς τηρήσωμεν μὲ πᾶσαν προθυμίαν καὶ ἀκρίβειαν.
5 ὄφελον κατευθυνθείησαν αἱ ὁδοί μου τοῦ φυλάξασθαι τὰ δικαιώματά σου. 5 Είθε να ευοδωθούν αι πορείαι και αι προσπάθειαί μου, στο να φυλάττω με ακρίβειαν τα προστάγματά σου. 5 Εἴθε νὰ συμμορφωθῇ καὶ νὰ κατευθυνθῇ ἡ διαγωγὴ καὶ ἡ ὅλη μου συμπεριφορά, ὥστε νὰ φυλάττω τὰ προστάγματά σου, τῶν ὁποίων τὴν τήρησιν δικαιούσαι ν’ ἀξιοῖς παρ' ἡμῶν.
6 τότε οὐ μὴ αἰσχυνθῶ ἐν τῷ με ἐπιβλέπειν ἐπὶ πάσας τὰς ἐντολάς σου. 6 Τοτε δεν θα εντροπιασθώ, όταν με προσοχήν και ευλάβειαν έχω εστραμμένα τα βλέμματά μου εις όλας τας εντολάς σου. 6 Τότε καὶ μόνον δὲν θὰ καταληφθῶ ἀπὸ ἐντροπήν, ὅταν μὲ προσοχὴν καὶ μὲ φόβον καὶ μὲ ἀπόφασιν εὐλαβῆ ἔχω ἐστραμμένα τὰ βλέμματά μου εἰς ὅλας τὰς ἐντολάς σου διὰ νὰ τὰς τηρῶ.
7 ἐξομολογήσομαί σοι ἐν εὐθύτητι καρδίας ἐν τῷ μεμαθηκέναι με τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου. 7 Θα σε δοξολογώ με ειλικρίνειαν καρδίας, όταν θα έχω μάθει και θα προσπαθώ να εφαρμόζω τας εντολάς της δικαιοσύνης σου. 7 Θὰ σὲ δοξάζω καὶ θὰ σὲ ἀνυμνῶ μὲ εὐθύτητα καὶ εἰλικρίνειαν καρδίας, ὅταν θὰ ἔχω μάθει τὰς ἐντολάς, μὲ τὰς ὁποίας ἐν πάσῃ δικαιοσύνῃ θὰ κρίνῃς τοὺς ἀνθρώπους.
8 τὰ δικαιώματά σου φυλάξω· μή με ἐγκαταλίπῃς ἕως σφόδρα. - 8 Θέλω με όλην μου την καρδιά να φυλάξω τας εντολάς σου, συ δέ, Κυριε, ποτέ μη με εγκαταλείψης εις την προσπάθειάν μου αυτήν. 8 Ποθῶ νὰ φυλάξω τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ δικαιώματά σου· μὴ μὲ ἀφήσῃς ἀβοήθητον οὐδ' ἐπὶ μίαν στιγμὴν καὶ ἀσφαλῶς διὰ τῆς βοηθείας σου θὰ ἐπιτύχω τοῦτο.
9 ᾿Εν τίνι κατορθώσει νεώτερος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ; ἐν τῷ φυλάξασθαι τοὺς λόγους σου. 9 Με ποιόν τρόπον θα κατορθώση και θα επιτύχη ο νεώτερος εις την ζωήν του; Μονον όταν τηρή τους λόγους σου. 9 Διὰ τίνος μέσου θὰ ἐπιτύχῃ εἰς τὴν ζωήν του ὁ νέος καὶ θὰ κατορθώσῃ νὰ προφυλαχθῇ ἀπὸ κάθε κίνδυνον καὶ παγίδα κατ’ αὐτήν; Διὰ τῆς ἀκριβοῦς τηρήσεως τῶν λόγων σου.
10 ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου ἐξεζήτησά σε· μὴ ἀπώσῃ με ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου. 10 Με όλην μου την καρδίαν σε ανεζήτησα, Κυριε, μη παραχωρήσης να απομακρυνθώ από τας εντολάς σου. 10 Μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν καὶ μὲ πόθον πολὺν σὲ ἐζήτησα. Μὴ μὲ ἀφήσῃς νὰ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ τὰς ἐντολάς σου, ἀλλὰ διατήρησόν με ἐν τῇ ὑπακοῇ αὐτῶν.
11 ἐν τῇ καρδίᾳ μου ἔκρυψα τὰ λόγιά σου, ὅπως ἂν μὴ ἁμάρτω σοι. 11 Εις τα βάθη της καρδίας μου, ως πολύτιμον θησαυρόν, έκρυψα τα λόγιά σου, δια να μη αμαρτάνω απέναντί σου. 11 Εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας μου ὡς πολύτιμον καὶ ἀσύλητον θησαυρὸν ἔκρυψα τὰ θεῖα σοῦ λόγια, ἵνα ἐνθυμούμενος πάντοτε ταῦτα μὴ ὑποπέσω εἰς ἁμαρτίαν τινα ἐνώπιόν σου.
12 εὐλογητὸς εἶ, Κύριε· δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου. 12 Δοξασμένος είσαι, Κυριε· δίδαξέ με σαφέστερον και βαθύτερον τας εντολάς σου. 12 Εἶσαι, Κύριε, ἄξιος νὰ εὐλογῆσαι καὶ νὰ δοξάζεσαι. Διὰ τοῦ φωτισμοῦ σου δίδαξόν με τὰς ἐντολάς σου, τῶν ὁποίων τὴν τήρησιν δικαιούσαι ν’ ἀξιοῖς ἀπὸ ὅλουςμας.
13 ἐν τοῖς χείλεσί μου ἐξήγγειλα πάντα τὰ κρίματα τοῦ στόματός σου. 13 Με τα χείλη μου διεκήρυξα προς όλους όλας τας εντολάς σου, τας οποίας συ μας εδίδαξες. 13 Ὅλας τὰς ἐν τῷ νόμῳ σου κρίσεις καὶ ἀποφάνσεις σου, σύμφωνα μὲ τὰς ὁποίας θὰ μᾶς κρίνῃς, τὰς ἐξήγγειλα διὰ τῶν χειλέων μου καὶ διεκήρυξα αὐτὰς καὶ εἰς τοὺς ἄλλους.
14 ἐν τῇ ὁδῷ τῶν μαρτυρίων σου ἐτέρφθην ὡς ἐπὶ παντὶ πλούτῳ. 14 Βαδίζων και συμπεριφερόμενος σύμφωνα με τας εντολάς σου, εδοκίμασα τέρψεις, ως εάν ήμην κάτοχος όλου του πλούτου της γης. 14 Βαδίσας καὶ πολιτευθεὶς σύμφωνα μὲ τὰς ἐν τῷ νόμῳ μαρτυρίας σου, ᾐσθάνθην τέρψεις ὁποίας θὰ ἐδοκίμαζεν ἐκεῖνος, ποὺ θὰ ἐγίνετο κάτοχος ὅλου τοῦ γηΐνου πλούτου.
15 ἐν ταῖς ἐντολαῖς σου ἀδολεσχήσω καὶ κατανοήσω τὰς ὁδούς σου. 15 Εις την μελέτην των εντολών σου θα επιδοθώ με χαράν και θα καταβάλλω κάθε προσπάθειαν να κατανοήσω τους δρόμους σου. 15 Τὰς ἐντολάς σου θὰ μελετήσω καὶ εἰς αὐτὰς θὰ ἐντρυφήσω καὶ θὰ κατανοήσω τὰς ὁδοὺς καὶ τὰ προστάγματά σου, συμφώνως πρὸς τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ συμμορφώνωμεν τὴν διαγωγήν μας.
16 ἐν τοῖς δικαιώμασί σου μελετήσω, οὐκ ἐπιλήσομαι τῶν λόγων σου. - 16 Θα μελετήσω με όλην την δύναμιν του νου και της καρδίας μου τα προστάγματά σου. Δεν θα λησμονήσω ποτέ τα λόγια σου. 16 Θὰ συγκεντρώσω τὸν νοῦν μου εἰς τὰ παραγγέλματα, τὰ ὁποῖα δικαιωματικῶς νομοθετεῖς εἰς ἡμᾶς. Δὲν θὰ λησμονήσω ποτὲ τοὺς νόμους σου.
17 ᾿Ανταπόδος τῷ δούλῳ σου· ζήσομαι καὶ φυλάξω τοὺς λόγους σου. 17 Ανταπόδος εις εμέ τον δούλον σου τας δωρεάς σου ανάλογα με τον ζήλον, που έχω προς μελέτην των εντολών σου. Ετσι θα ζήσω και θα φυλάξω εγώ τους λόγους σου. 17 Ἀντάμειψον τὸν ζῆλον τοῦτον τοῦ δούλου σου· δός μου ζωὴν καὶ προστάτευσέ με κατὰ τῶν ἐπαπειλούντων με κινδύνων, καὶ πλήρης εὐγνωμοσύνης θὰ φυλάξω καὶ ἐγὼ τοὺς λόγους σου.
18 ἀποκάλυψον τοὺς ὀφθαλμούς μου, καὶ κατανοήσω τὰ θαυμάσια ἐκ τοῦ νόμου σου. 18 Απομάκρυνε κάθε επισκίασμα και κάμε καθαρούς και φωτεινούς τους οφθαλμούς της ψυχής μου, και τότε εγώ θα κατανοήσω βαθύτερον το θαυμάσιον περιεχόμενον του Νομου σου. 18 Ἀπομάκρυνε κάθε κάλυμμα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς μου, καὶ δός μοι φωτισμὸν διανοίας ἵνα κατανοήσω δι' αὐτοῦ τὸ θαυμαστὸν βάθος τῆς σοφίας καὶ χρησιμότητος τοῦ νόμου σου.
19 πάροικος ἐγώ εἰμι ἐν τῇ γῇ· μὴ ἀποκρύψῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ τὰς ἐντολάς σου. 19 Προσωρινός και παρεπίδημος είμαι εγώ εις την γην αυτήν. Μη αποκρύψης, λοιπόν, από εμέ τας εντολάς σου. 19 Προσωρινὸς εἶμαι εἰς τὴν γῆν, διὰ τῆς τηρήσεως δὲ τῶν ἐντολῶν σου θὰ ὁδηγηθῶ ἀσφαλῶς εἰς τὴν πραγματικὴν καὶ αἰωνίαν πατρίδα. Μὴ ἀποκρύψῃς λοιπὸν ἀπ’ ἐμοῦ τὰς ἐντολάς σου, ἀλλὰ φώτισέ με να ἐμβαθύνω εἰς αὐτάς.
20 ἐπεπόθησεν ἡ ψυχή μου τοῦ ἐπιθυμῆσαι τὰ κρίματά σου ἐν παντὶ καιρῷ. 20 Από φλογερόν πόθον πλημμυρίζει η ψυχή μου, στο να επιθυμή να γνωρίζη, να εφαρμόζη και να απολαμβάνη την μελέτην των εντολών σου εις όλας τας περιστάσεις της ζωής της. 20 Σφοδρὸν πόθον ἔχει ἡ ψυχή μου διὰ νὰ ἐπιθυμῇ καὶ διὰ νὰ ἀπολαμβάνῃ πάντοτε καὶ εἰς πάντα καιρὸν τὴν μελέτην καὶ τήρησιν τῶν ἐντολῶν σου, ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ὁποίων θὰ μᾶς κρίνῃς.
21 ἐπετίμησας ὑπερηφάνοις· ἐπικατάρατοι οἱ ἐκκλίνοντες ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου. 21 Επέπληξες τους αλαζόνας και υπερηφάνους, που δεν καταδέχονται να γνωρίσουν και εφαρμόσουν τον Νομον σου. Κατηραμένοι είναι εκείνοι, οι οποίοι παρεκκλίνουν από την τήρησιν των εντολών σου. 21 Ἐπέπληξας καὶ κατέκρινας τοὺς ὑπερηφάνους, οἵτινες καταφρονοῦν καὶ δὲν ὑπακούουν εἰς τὰ προστάγματά σου· ἐπικατάρατοι εἶναι ἀπὸ σὲ ὅσοι παρεκκλίνουν ἀπὸ τὰς ἐντολάς σου.
22 περίελε ἀπ᾿ ἐμοῦ ὄνειδος καὶ ἐξουδένωσιν, ὅτι τὰ μαρτύριά σου ἐξεζήτησα. 22 Αφαίρεσε και απομάκρυνε από εμέ ονειδισμούς και εξευτελισμούς εκ μέρους των εχθρών μου, διότι εγώ με πόθον πολύν ανεζήτησα και ηθέλησα να γνωρίσω τας εντολάς σου. 22 Σήκωσε τοὺς ὀνειδισμοὺς καὶ τὰς ἐξουδενώσεις, μὲ τὰς ὁποίας ζητοῦν νὰ μὲ ἐξευτελίσουν οἱ ὑπερήφανοι. Εὐπροσώπησόν με, διότι μὲ πόθον πολὺν ἐζήτησα τὴν ἐφαρμογὴν καὶ πιστὴν τήρησιν τῶν ἐν τῷ νόμῳ μαρτυρίων σου.
23 καὶ γὰρ ἐκάθισαν ἄρχοντες καὶ κατ᾿ ἐμοῦ κατελάλουν, ὁ δὲ δοῦλός σου ἠδολέσχει ἐν τοῖς δικαιώμασί σου. 23 Διότι πονηροί άρχοντες εκάθησαν εις συνέδριον και εις σύσκεψιν, και κατεφέρθησαν εναντίον μου. Εγώ όμως ο δούλος σου με ενδιαφέρον και ευλάβειαν εμελετούσα συνεχώς τα προστάγματά σου. 23 Σοῦ ἀπευθύνῳ τὴν παράκλησιν αὐτήν, διότι ἄρχοντες καὶ ἡγεμόνες τῆς γῆς ἐκάθισαν εἰς συνέδριον κατ’ ἐμοῦ καὶ ὡμίλουν ἐναντίον μου περιϋβρίζοντες καὶ ζητοῦντες τὴν ἐξουδένωσίν μου. Ἐγὼ ὅμως ὁ ἀφωσιωμένος δοῦλος σου τὸν νοῦν μου ὁλόκληρον εἶχον προσηλωμένον εἰς τὰ προστάγματά σου, τῶν ὁποίων τὴν τήρησιν δικαιοῦσαι νὰ ἀξιοῖς παρ’ ἡμῶν.
24 καὶ γὰρ τὰ μαρτύριά σου μελέτη μού ἐστι, καὶ αἱ συμβουλίαι μου τὰ δικαιώματά σου. - 24 Πράγματι, ευλαβής πάντοτε μελέτη μου έχουν γίνει αι μαρτυρίαι, τας οποίας η Γραφή μας δίδει δια σέ, τα δε προστάγματά σου είναι οι πολύτιμοι σύμβουλοί μου. 24 Εἶναι γεγονὸς ὅτι αἱ μαρτυρίαι, ποὺ μᾶς δίδεις εἰς τὰς Γραφάς, εἶναι διαρκὴς μελέτη μου, καὶ τὰ δικαιώματά σου εἶναι πηγὴ ἀπὸ τὴν ὁποίαν νουθετοῦμαι καὶ λαμβάνω συμβουλάς.
25 ᾿Εκολλήθη τῷ ἐδάφει ἡ ψυχή μου· ζῆσόν με κατὰ τὸν λόγον σου. 25 Από το βάρος της θλίψεως και του πόνου μου έπεσα λιπόθυμος και αναίσθητος· εκολλησα στο έδαφος. Κανείς δεν ημπορεί να με βοηθήση. Συ όμως, Κυριε, σύμφωνα με τας υποσχέσεις σου δώσε μου ζωήν. 25 Ἡ ζωή μου κατέπεσεν ἀπὸ τὴν πολλὴν θλῖψιν εἰς τὸ χῶμα καὶ δι’ ἀνθρωπίνης δυνάμεως εἶναι ἀδύνατον ν’ ἀποσπασθῇ ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ τάφου. Ζωογόνησέ με σύμφωνα μὲ τὰς ἐπαγγελίας ποὺ περιέχονται εἰς τὸν λόγον σου.
26 τὰς ὁδούς μου ἐξήγγειλα, καὶ ἐπήκουσάς μου· δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου. 26 Εξωμολογήθην προς σε όλας εν γένει τας πράξεις μου και την πορείαν της ζωής μου. Συ δέ με ήκουσες. Διδαξε εις εμέ τας εντολάς σου, δια να τας γνωρίσω και συμμορφωθώ προς αυτάς. 26 Τὴν συμπεριφοράν μου καὶ ὅλας ἐν γένει τὰς πράξεις μου καὶ τὰς ἀνάγκας μου σοῦ τὰς ἐξωμολογήθην, καὶ σὺ ηὐδόκησας νὰ μὲ ἀκούσῃς· δίδαξόν με διὰ τοῦ φωτισμοῦ σου τὰ δικαιώματά σου, ὥστε τελείως νὰ συμμορφωθῶ πρὸς αὐτά, ἀπαλλασσόμενος καὶ παντὸς ἐξ ἀγνοίας παραπτώματός μου.
27 ὁδὸν δικαιωμάτων σου συνέτισόν με, καὶ ἀδολεσχήσω ἐν τοῖς θαυμασίοις σου. 27 Συνέτισέ με, σύμφωνα με την σοφίαν των διδαγμάτων σου, και εγώ θα εντρυφώ μελετών τα θαυμάσια έργα σου. 27 Συνέτισέ με ὥστε νὰ βαδίζω πάντοτε τὴν ὁδὸν τῶν ἐντολῶν, τὰς ὁποίας δικαιωματικῶς ζητεῖς ἀπὸ ἡμᾶς νὰ τηρῶμεν. Καὶ τότε ἔχων τὴν σύνεσιν ταύτην θὰ καταγίνωμαι εἰς τὴν μελέτην τῶν θαυμασίων σου, μὴ παρασυρόμενος ἀπὸ τὴν ἀπατηλὴν ματαιότητα.
28 ἐνύσταξεν ἡ ψυχή μου ἀπὸ ἀκηδίας· βεβαίωσόν με ἐν τοῖς λόγοις σου. 28 Από νυσταγμόν και ατονίαν κατελήφθη η ψυχή μου λόγω της αθυμίας, που δημιουργεί η θλίψις. Ενίσχυσέ με με τα λόγιά σου και απάλλαξέ με από αυτήν την κατάστασιν. 28 Ἐχαλαρώθη καὶ κατελήφθη ἀπὸ νυσταγμὸν ἡ ψυχή μου λόγῳ τῆς χαυνώσεως, τὴν ὁποίαν προκαλεῖ ἡ θλῖψις καὶ μικροψυχία. Ἐνθάρρυνέ με σὺ καὶ στήριξέ με διὰ τῶν λόγων σου, ἐνισχύων τὴν ἀτονίαν τῆς ψυχῆς μου.
29 ὁδὸν ἀδικίας ἀπόστησον ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ τῷ νόμῳ σου ἐλέησόν με. 29 Καθε δρόμον αδικίας, συμπεριφοράν αμαρτωλήν και παράνομον, απομάκρυνέ την από εμέ. Με την γνώσιν δε και το φως του Νομου σου ελέησέ με και ενίσχυσέ με. 29 Ἀπομάκρυνε ἀπὸ ἐμὲ πᾶσαν συμπεριφορὰν ἄδικον· ἀπομάκρυνέ με ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐλέησέ με φωτίζων με ἵνα κατανοῶ τὸν νόμον σου, καὶ ἐνισχύων με ἵνα συμμορφοῦμαι πρὸς αὐτόν.
30 ὁδὸν ἀληθείας ᾑρετισάμην καὶ τὰ κρίματά σου οὐκ ἐπελαθόμην. 30 Εξέλεξα και επροτίμησα με όλην μου την καρδίαν τον δρόμον της ιδικής σου αληθείας. Δια τούτο και τας εντολάς σου, που είναι η αλήθεια, δεν τας ελησμόνησα. 30 Ἐπόθησα καὶ ἐπροτίμησα τὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς, τὸν ὁποῖον μᾶς δεικνύει ἡ ἀλήθεια τοῦ νόμου σου, καὶ δὲν μοῦ ἔφυγαν ποτὲ ἀπὸ τὴν μνήμην αἱ τῆς πανσόφου σοῦ κρίσεως ἐντολαί, ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ὁποίων θὰ μᾶς κρίνῃς.
31 ἐκολλήθην τοῖς μαρτυρίοις σου, Κύριε· μή με καταισχύνῃς. 31 Προσεκολλήθην, Κυριε, με την καρδιάν μου εις τας εντολάς σου, αι οποίαι μαρτυρούν το μεγαλείον σου αλλά και τον δρόμον της πορείας μας. Μη με αφήσης και κατεντροπιασθώ ενώπιον των ανθρώπων. 31 Προσεκολλήθην, Κύριε, μὲ πόθον καὶ θεῖον ἔρωτα εἰς τὰς μαρτυρίας, τὰς ὁποίας μᾶς παρέχεις διὰ τοῦ νόμου σου καὶ τῶν ἐπαγγελιῶν σου· μὴ μὲ ἀφήσῃς ἀβοήθητον, διὰ νὰ μὴ παραβαίνω αὐτὰς καὶ ἐντροπιάζωμαι.
32 ὁδὸν ἐντολῶν σου ἔδραμον, ὅταν ἐπλάτυνας τὴν καρδίαν μου. - 32 Οταν απήλλαξες την καρδίαν μου από την στενοχωρίαν της θλίψεως και έδωσες εις αυτήν άνεσιν και χαράν, τότε έτρεξα ακούραστος και χαρούμενος τον δρόμον των εντολών σου. 32 Ὅταν εἰς τὴν στενοχωρημένην μου καρδίαν ἔδωκες τὴν εὐρυχωρίαν τῆς παρηγορίας καὶ ἐνισχύσεώς σου, τότε ἀκούραστος ἔτρεξα εἰς τὸν δρόμον τῶν ἐντολῶν σου.
33 Νομοθέτησόν με, Κύριε, τὴν ὁδὸν τῶν δικαιωμάτων σου, καὶ ἐκζητήσω αὐτὴν διαπαντός. 33 Φανέρωσέ μου, Κυριε, τον δρόμον των εντολών σου και θα ζητώ με πόθον να βαδίζω πάντοτε αυτόν. 33 Φανέρωσέ μου, Κύριε, διὰ τοῦ φωτισμοῦ σου, τὴν ὁδὸν τῶν ἐντολῶν σου καὶ θὰ ζητήσω μὲ ἀπόφασιν στερεὰν νὰ βαδίζω πάντοτε εἰς αὐτήν.
34 συνέτισόν με, καὶ ἐξερευνήσω τὸν νόμον σου καὶ φυλάξω αὐτὸν ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου. 34 Δος μου σύνεσιν και θα ερευνώ, δια να μανθάνω λεπτομερέστερον και βαθύτερον τον Νομον σου, και θα τον εφαρμόζω με όλην μου την καρδίαν. 34 Δός μου τὴν σύνεσιν τῆς χάριτός σου καὶ θὰ ἐμβαθύνω δι’ αὐτῆς εἰς τὸν νόμον σου πρὸς πλήρη κατανόησιν αὐτοῦ καὶ μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν θὰ τὸν φυλάξω.
35 ὁδήγησόν με ἐν τῇ τρίβῳ τῶν ἐντολῶν σου, ὅτι αὐτὴν ἠθέλησα. 35 Οδήγησέ με, λοιπόν, συ στον δρόμον των εντολών σου, διότι αυτόν επόθησε η ψυχή μου και ηθέλησε. 35 Ὁδήγησόν με εἰς τὸν δρόμον τῶν ἐντολῶν σου, φωτίζων με καὶ βοηθῶν πάντοτε ἵνα βαδίζω εἰς αὐτόν, διότι τὸν δρόμον αὐτὸν ἠγάπησα καὶ μὲ τὴν καρδίαν μου ἠθέλησα.
36 κλῖνον τὴν καρδίαν μου εἰς τὰ μαρτύριά σου καὶ μὴ εἰς πλεονεξίαν. 36 Καμε την καρδίαν μου να αισθάνεται κλίσιν, πόθον και αγάπην εις τας εντολάς σου και οχι εις την πλεονεξίαν και την αγάπην του πλούτου. 36 Ἔμπνευσον σὺ εἰς τὴν καρδίαν μου κλίσιν καὶ ἔρωτα πρὸς τὰς μαρτυρίας, ποὺ μᾶς παρέχεις ἐν τῷ νόμῳ σου, καὶ ἐνίσχυσέ την νὰ μὴ κλίνῃ πρὸς τὴν πλεονεξίαν καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ πλούτου, ὁ ὁποῖος πάντοτε καθιστᾷ ἀχόρταστον αὐτήν.
37 ἀπόστρεψον τοὺς ὀφθαλμούς μου τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητα, ἐν τῇ ὁδῷ σου ζῆσόν με. 37 Στρέψε αλλού τα μάτια της ψυχής μου, δια να μη ίδω και επιθυμήσω τα μάταια και προσωρινά και επιβλαβή του κόσμου αυτού. Βοήθησέ με να πορεύωμαι καθ' όλην μου την ζωήν τον δρόμον των εντολών σου. 37 Στρέψε μακρὰν τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς μου διὰ νὰ μὴ ἴδω καὶ νὰ μὴ ἐπιθυμήσω τὰ μάταια καὶ παροδικὰ ἀγαθὰ καὶ ἐπινοήματα τῶν προσκολλημένων εἰς τὴν ὕλην ἀνθρώπων, καὶ δός μοι νὰ ζήσω εἰς τὸν δρόμον τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν σου.
38 στῆσον τῷ δούλῳ σου τὸ λόγιόν σου εἰς τὸν φόβον σου. 38 Ασάλευτον και ανεπισκίαστον εγκαθίδρυσε μέσα εις την καρδίαν του δούλου σου τον λόγον σου, δια να αυξηθή έτσι η προς σε ευλάβειά μου. 38 Ἀπόδειξόν μοι διὰ τῶν πραγμάτων τὸ ἀσάλευτον καὶ βέβαιον τῶν ἐν τοῖς θείοις σου ἀποφθέγμασιν ὑποσχέσεων, καὶ στήριξόν με εἰς τὴν πρὸς αὐτὰς ἐμπιστοσύνην, ἵνα αὐξηθῇ ἐπὶ μᾶλλον ὁ φόβος μου καὶ ἡ εὐλάβειά μου πρὸς σέ.
39 περίελε τὸν ὀνειδισμόν μου, ὃν ὑπώπτευσα· ὅτι τὰ κρίματά σου χρηστά. 39 Διώξε μακρυά από εμέ τας λοιδωρίας και τας ύβρεις των εχθρών μου, τας οποίας διαισθάνομαι και δειλιάζω. Ζητώ δε από σε τούτο, διότι αι κρίσεις σου είναι πάντοτε ωφέλιμοι και ευεργετικαί δι' ημάς. 39 Ἀπομάκρυνε ἀπὸ ἐμὲ τὰς ὕβρεις καὶ τοὺς χλευασμούς, τοὺς ὁποίους μὲ βλέμμα γεμᾶτον δειλίαν παρακολουθῶ νὰ μοῦ ἀπευθυνοῦν οἱ ἐχθροί μου διὰ τὴν συμμόρφωσίν μου πρὸς τὸν νόμον σου. Ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὴν δειλίαν καὶ τὸν δισταγμὸν αὐτόν, διότι τὰ παραγγέλματά σου, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα θὰ μᾶς κρίνῃς, φέρουν τιμὴν καὶ εὐτυχίαν εἰς τοὺς τηροῦντας αὐτά.
40 ἰδοὺ ἐπεθύμησα τὰς ἐντολάς σου· ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ζῆσόν με. - 40 Ιδού, επόθησα τας εντολάς σου. Συ, που είσαι δίκαιος, περιφρούρησε και παράτεινε την ζωήν μου. 40 Ἰδοὺ ἐπεθύμησα καὶ ἐπόθησα τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν σου. Ὡς δίκαιος ποὺ εἶσαι, δός μου βοήθειαν καὶ ζωὴν καὶ μὴ μὲ ἀφίνῃς νὰ θανατωθῶ ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴν τῶν ἐχθρῶν μου καὶ ἀπὸ τὰς παγίδας τῆς ἁμαρτίας.
41 Καὶ ἔλθοι ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ ἔλεός σου, Κύριε, τὸ σωτήριόν σου κατὰ τὸν λόγον σου. 41 Είθε να έλθη εις εμέ, Κυριε, το έλεός σου και δι' αυτού να σωθώ σύμφωνα με τον ιδικόν σου λόγον και την υπόσχεσίν σου. 41 Καὶ εἴθε νὰ ἔλθῃ ἐπ’ ἐμοῦ τὸ ἔλεός σου. Κύριε, καὶ δι’ αὐτοῦ νὰ σωθῶ σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσίν σου.
42 καὶ ἀποκριθήσομαι τοῖς ὀνειδίζουσί μοι λόγον, ὅτι ἤλπισα ἐπὶ τοῖς λόγοις σου. 42 Και τότε θα είμαι εις θέσιν να δίδω απάντησιν εις εκείνους, οι οποίοι με εμπαίζουν και με υβρίζουν, διότι θα έχω στηρίξει τας ελπίδας μου εις την αξιοπιστίαν των λόγων σου. 42 Καὶ τότε θὰ ἔχω νὰ δώσω ἀπάντησιν καὶ ἀπολογίαν εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μὲ περιγελοῦν, ἐπειδὴ ἐστήριξα τὰς ἐλπίδας μου εἰς τοὺς λόγους καὶ τὰς ὑποσχέσεις σου.
43 καὶ μὴ περιέλῃς ἐκ τοῦ στόματός μου λόγον ἀληθείας ἕως σφόδρα, ὅτι ἐπὶ τοῖς κρίμασί σου ἐπήλπισα. 43 Ποτέ μη αφαιρέσης από το στόμα μου, Κυριε, τον λόγον της αληθείας σου και το θάρρος να ομολογώ αυτήν. Διότι εγώ εις τας ιδικάς σου δικαίας κρίσεις και αποφάσεις έχω ελπίσει. 43 Καὶ μὴ ἀφαιρέσῃς ἀπὸ τὸ στόμα μου, ἀλλὰ χάρισε εἰς αὐτὸ ἰσχυροτάτην καὶ ἀνδρικωτάτη ὁμολογίαν τῆς ἀληθείας τοῦ νόμου σου καὶ τῶν κριμάτων σου, διότι εἰς αὐτὰ ἐστήριξα ὁλόκληρον τὴν ἐλπίδα μου.
44 καὶ φυλάξω τὸν νόμον σου διαπαντός, εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος. 44 Ετσι από σε βοηθούμενος θα τηρήσω καθ' όλον το διάστημα της ζωής μου τον Νομον σου, στον αιώνα και στους αιώνας των αιώνων. 44 Καὶ οὕτω βοηθούμενος καὶ ἐμπνεόμενος ἀπὸ σὲ θὰ φυλάξω τὸν νόμον σου διαπαντός, καθ’ ὅλους τοὺς ἀτελευτήτους αἰῶνας.
45 καὶ ἐπορευόμην ἐν πλατυσμῷ, ὅτι τὰς ἐντολάς σου ἐξεζήτησα. 45 Εβαδιζα την πορείαν της ζωής μου με άνεσιν και ηρεμίαν, διότι εζήτησα με πόθον να εφαρμόζω τας εντολάς σου. 45 Καὶ δὲν ἐδοκίμασα καμμίαν στενοχώριαν, ἀλλ’ ἐβάδιζον καὶ διηρχόμην τὰς ἡμέρας μου μὲ εὐρυχωρίαν ἀνακουφίσεως καὶ εἰρήνης, διότι ἐζήτησα μὲ πόθον τὴν ἐφαρμογὴν τῶν ἐντολῶν σου.
46 καὶ ἐλάλουν ἐν τοῖς μαρτυρίοις σου ἐναντίον βασιλέων καὶ οὐκ ᾐσχυνόμην. 46 Ωμιλούσα περί των εντολών σου ενώπιον των βασιλέων και δεν ησθανόμην καμμίαν εντροπήν, κανένα δισταγμόν. 46 Καὶ ὡμίλουν περὶ τῶν ἐν τῷ νόμῳ μαρτυριῶν σου καὶ ἐντολῶν σου ἔμπροσθεν βασιλέων καὶ δὲν ἐνετρεπόμην, ἀλλὰ μετὰ πάσης παρρησίας ἐλάλουν πρὸς αὐτούς.
47 καὶ ἐμελέτων ἐν ταῖς ἐντολαῖς σου, ἃς ἠγάπησα σφόδρα. 47 Επέμενα εις την μελέτην των εντολών σου, τας οποίας πάρα πολύ ηγάπησα. 47 Καὶ ἐνετρύφων ἐν τῇ μελέτῃ τῶν ἐντολῶν σου, τὰς ὁποίας ἠγάπησα διαπύρως.
48 καὶ ἦρα τὰς χεῖράς μου πρὸς τὰς ἐντολάς σου ἃς ἠγάπησα, καὶ ἠδολέσχουν ἐν τοῖς δικαιώμασί σου. - 48 Με πολλήν ευλάβειαν και ιερόν πόθον εσήκωσα τα χέρια μου προς τα βιβλία, που περιέχουν τας εντολάς σου, τας οποίας ηγάπησα και εις την μελέτην των δικαιωμάτων σου εγώ εντρυφούσα. 48 Καὶ ἐσήκωσα τὰς χεῖράς μου μετ’ εὐλαβείας καὶ πολλοῦ πόθου πρὸς τὰς ἐντολάς σου, διὰ τὰς ὁποίας μὲ κατέλαβε ἔρως καὶ ἀγάπη σφοδρά, καὶ ἐπὶ ὤρας ὁλοκλήρους ἀπερροφώμην μελετῶν καὶ σκεπτόμενος τὰ δικαιώματά σου.
49 Μνήσθητι τῶν λόγων σου τῷ δούλῳ σου, ὧν ἐπήλπισάς με. 49 Ενθυμήσου τας υποσχέσεις σου προς εμέ τον δούλον σου, εις τας οποίας εγώ έχω στηρίξει τας ελπίδας μου. 49 Ἐνθυμήσου τὰς ὑποσχέσεις ποὺ ἔδωκες εἰς ἐμὲ τὸν δοῦλον σου περὶ τῆς διασώσεώς μου, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἐστήριξα τὰς σαλευομένας ἄλλοτε ἐλπίδας μου καὶ ἀνεπτέρωσας αὐτάς.
50 αὕτη με παρεκάλεσεν ἐν τῇ ταπεινώσει μου, ὅτι τὸ λόγιόν σου ἔζησέ με. 50 Η υπόσχεσίς σου αυτή με παρηγόρησεν εις τας περιπετείας και θλίψεις της ζωής μου, διότι αυτός ο λόγος σου εχάρισε και περιεφρούρησε την ζωήν μου. 50 Αὕτη ὑπῆρξε παρηγορία καὶ στηριγμὸς εἰς τὴν ἐκ τῶν συμφορῶν καὶ κινδύνων ταπείνωσή μου, ἡ ἐκ τῆς πείρας μου πληροφορία, ὅτι τὴν ζωήν μου καὶ κατὰ τὸ παρελθὸν ἐχρεώστουν εἰς τὸν ἅγιον σου λόγον.
51 ὑπερήφανοι παρηνόμουν ἕως σφόδρα, ἀπὸ δὲ τοῦ νόμου σου οὐκ ἐξέκλινα. 51 Αλαζονικοί και αδιάντροποι άνθρωποι ασυστόλως καταπατούσαν τον Νομον σου. Εγώ όμως δεν παρεξέκλινα από αυτόν. 51 Ἄνθρωποι, μὴ λογαριάζοντες ἐν τῇ ὑπερηφανείᾳ καὶ ἀλαζονείᾳ των κανένα, διέπραττον συνεχῶς καὶ ἀφόβως παρανομίας, ἐγὼ ὅμως οὐδὲ κατὰ κεραίαν δὲν παρεξέκλινα ἀπὸ τὸν νόμον σου.
52 ἐμνήσθην τῶν κριμάτων σου ἀπ᾿ αἰῶνος, Κύριε, καὶ παρεκλήθην. 52 Ενεθυμήθην πάντοτε τας αιωνίας και δικαίας κρίσεις και εντολάς σου, Κυριε, και εις αυτάς ευρήκα παρηγορίαν. 52 Ἐνεθυμήθην τὰ αἰώνια τοῦ νόμου σου κρίματα, Κύριε, τὰ ἀπ’ αἰώνων δοθέντα εἰς τοὺς προγόνους μας καὶ διὰ μέσου τῶν αἰώνων μυριάκις ἐπιβεβαιωθέντα δι’ ἀμοιβῶν τῶν δικαίων καὶ τιμωρίας τῶν ἁμαρτωλῶν, καὶ παρηγορήθην εἰς τὰς δοκιμασίας μου.
53 ἀθυμία κατέσχε με ἀπὸ ἁμαρτωλῶν τῶν ἐγκαταλιμπανόντων τὸν νόμον σου. 53 Αποκαρδίωσις και μελαγχολία με κατελάμβανεν, όταν έβλεπα τους αμαρτωλούς, αυτούς οι οποίοι εγκατέλιπον τον Νομον σου. 53 Ἀθυμία πολλὴ μὲ κατέλαβεν, ὅταν ἔβλεπα τοὺς ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι ἐγκατέλειπον καὶ ἠθέτουν τὸν νόμον σου, διὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὰς ἁμαρτωλάς των κλίσεις.
54 ψαλτὰ ἦσάν μοι τὰ δικαιώματά σου ἐν τόπῳ παροικίας μου. 54 Εις τον τόπον, όπου εξόριστος κατοικούσα, έψαλλα τα προστάγματά σου, Κυριε, και τίποτε άλλο. 54 Δὲν ἔψαλλον ἄλλο τι εἰς τὸν τόπον τῆς ξενιτείας καὶ ἐξορίας μου παρὰ τὰ προστάγματα, τῶν ὁποίων τὴν τήρησιν παρ' ἠμῶν δικαίως ἀξιοῖς. Αὐτὰ ἦσαν τὰ μόνα ᾄσματα ποὺ ἔψαλλον πρὸς διασκέδασιν τῶν θλίψεών μου.
55 ἐμνήσθην ἐν νυκτὶ τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, καὶ ἐφύλαξα τὸν νόμον σου. 55 Οχι μόνον κατά την ημέραν αλλά και κατά την νύκτα ενεθυμούμην, Κυριε, το πάντιμον Ονομά σου, και αυτή η ανάμνησις με ενίσχυσε και εφύλαξα τον Νομον σου. 55 Ἐνεθυμήθην κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς νυκτὸς τὸ ὄνομά σου, Κύριε, καὶ ἡ ἐνθύμησις αὐτὴ μὲ προητοίμασε καὶ μὲ διέθεσεν, ὥστε ἐφύλαξα τὸν νόμον σου·
56 αὕτη ἐγενήθη μοι, ὅτι τὰ δικαιώματά σου ἐξεζήτησα. - 56 Ποθος, που εγεννήθη μέσα μου και συνεχής προσπάθειά μου, ήτο αυτή, να επιζητώ και να προσπαθώ να εφαρμόζω τα δικαιώματά σου. 56 ἄλλοι ἐσχεδίαζαν ἀλλα κατὰ τὴν νύκτα καὶ εἰς ἄλλας προέβησαν ἀποφάσεις καὶ ἐνεργείας. Ἀλλ’ ὁ ἰδικός μου πόθος καὶ ἡ ἰδική μου προσπάθεια καὶ ἐνέργεια ὑπῆρξεν αὕτη, τὸ νὰ ζητῶ ἐξ ὅλης καρδίας ὅπως μάθω καὶ φυλάξω τὰ δικαιώματά σου.
57 Μερίς μου εἶ, Κύριε, εἶπα τοῦ φυλάξασθαι τὸν νόμον σου. 57 Συ είσαι, Κυριε, η κληρονομική μερίς μου· δια τούτο εγώ απεφάσισα και είπα να φυλάττω πάντοτε τον Νομον σου. 57 Μερίδιον κληρονομίας μου καὶ ἀτίμητος πλοῦτος μου εἶσαι, Κύριε. Διὰ τοῦτο, ἵνα μὴ χωρισθῶ ἀπὸ σοῦ, ἔλαβον τὴν ἀπόφασιν καὶ ὑπεσχέθην νὰ φυλάξω τὸν νόμον σου.
58 ἐδεήθην τοῦ προσώπου σου ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου· ἐλέησόν με κατὰ τὸ λόγιόν σου. 58 Παρεκάλεσα με όλην μου την καρδίαν το άγιον πρόσωπόν σου. Ελέησέ με σύμφωνα με τας υποσχέσεις, που μας έχεις δώσει. 58 Παρεκάλεσα ἐκ βάθους καρδίας τὸ πρόσωπόν σου· ἐλέησόν με σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσίν σου.
59 διελογισάμην τὰς ὁδούς σου καὶ ἐπέστρεψα τοὺς πόδας μου εἰς τὰ μαρτύριά σου. 59 Με τον νουν μου εσκεπτόμην πάντοτε τους δρόμους, τους οποίους εχάραξε το άγιον θέλημά σου, και χάρις στους ευλαβείς αυτούς διαλογισμούς επανέφερα τους πόδας μου στο θέλημά σου και συνεμόρφωσα την ζωήν μου προς αυτό. 59 Τὸν νοῦν μου προσήλωσα εἰς τὸ νὰ γνωρίσω καὶ διακρίνω καλύτερα τοὺς δρόμους τῆς ἀρετῆς, τοὺς ὁποίους ὁ νόμος σου καθορίζει. Τί ζητεῖς καὶ τί θέλεις νὰ πράττω, αὐτὸ ἦτο ὁ διαρκὴς λογισμός μου. Καὶ συνέπεια τούτου ὑπῆρξεν, ὅτι ἐπανέφερα τοὺς πόδας μου εἰς τὰ μαρτύριά σου καὶ συνεμόρφωσα κατὰ πάντα τὴν ζωήν μου πρὸς αὐτά.
60 ἡτοιμάσθην καὶ οὐκ ἐταράχθην τοῦ φυλάξασθαι τὰς ἐντολάς σου. 60 Προετοιμάσθηκα καταλλήλως εν όψει ενδεχομένων πειρασμών και δεν εκλονίσθην εις την απόφασίν μου να τηρήσω τας εντολάς σου. 60 Προητοιμάσθην διὰ καταλλήλων σκέψεων καὶ ἀποφάσεων καὶ δὲν ἠσθάνθην κλονισμὸν καὶ ἀμφιταλάντευσιν τινα διὰ νὰ φυλάξω τὰς ἐντολάς σου.
61 σχοινία ἁμαρτωλῶν περιεπλάκησάν μοι, καὶ τοῦ νόμου σου οὐκ ἐπελαθόμην. 61 Αι παγίδες και αι επιβουλαί των αμαρτωλών, ως άλλα σχοίνινα δίκτυα, περιεπλέχθησαν επάνω μου. Αλλά εγώ ούτε τότε δεν ελησμόνησα τον Νομον σου. 61 Αἱ ἐπιβουλαὶ καὶ συκοφαντίαι τῶν ἁμαρτωλῶν ὡς ἄλλα σχοινία παγιδευτικῶν δικτύων περιεπλέχθησαν εἰς ἐμέ, ἀλλὰ δὲν ἐλησμόνησα οὐδὲ κατὰ τὰς ὥρας αὐτὰς τῶν κατ’ ἐμοῦ ἐπιβουλῶν τὰς ὑποχρεώσεις ποὺ μοῦ ἐπιβάλλει ὁ νόμος σου.
62 μεσονύκτιον ἐξηγειρόμην τοῦ ἐξομολογεῖσθαί σοι ἐπὶ τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου. 62 Κατά το μεσονύκτιον εξυπνούσα, εσηκωνόμην από την κλίνην μου, δια να σε ανυμνολογήσω και σε δοξάσω δια τας δικαίας κρίσεις σου και ενεργείας σου. 62 Πλήρης δὲ εὐγνωμοσύνης ἐσηκωνόμην τὸ μεσονύκτιον ἀπὸ τὴν κλίνην μου διὰ νὰ σὲ δοξολογήσω καὶ σὲ ἀνυμνήσω διὰ τὰ ἐν τῷ νόμῳ σου δίκαια παραγγέλματα, διὰ τῆς τηρήσεως τῶν ὁποίων ἐσώθην ἐκ τῶν παγίδων.
63 μέτοχος ἐγώ εἰμι πάντων τῶν φοβουμένων σε καὶ τῶν φυλασσόντων τὰς ἐντολάς σου. 63 Είμαι και εγώ ένας από όλους εκείνους, οι οποίοι σε ευλαβούνται, Κυριε, και προσπαθούν να φυλάττουν τας εντολάς σου. 63 Οὐδεμίαν σχέσιν καὶ συμμετοχὴν ἔχω μετὰ τῶν παρανόμων· φιλίας καλλιεργῶ καὶ συνάπτω σχέσεις μὲ ὅλους ὅσοι σὲ φοβοῦνται καὶ φυλάσσουν τὰς ἐντολάς σου.
64 τοῦ ἐλέους σου, Κύριε, πλήρης ἡ γῆ· τὰ δικαιώματά σου δίδαξόν με. - 64 Από τα έργα της φιλανθρωπίας και αγαθότητός σου είναι γεμάτη η γη. Διδαξέ με περισσότερον και αναλυτικώτερον, δια να γνωρίσω βαθύτερον τα δικαιώματά σου. 64 Ἀπὸ τὸ ἔλεός σου, Κύριε, εἶναι γεμάτη ὅλη ἡ γῆ, διότι σὺ εὐσπλαγχνίζεσαι καὶ εὐεργετεῖς ὅλα τὰ πλάσματά σου· ἐλλεησον λοιπὸν καὶ ἐμὲ καὶ δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου, ὥστε καὶ διὰ τῆς πλήρους τούτων ἐφαρμογῆς νὰ τὰ μάθω καὶ νὰ καταστήσω ταῦτα κτῆμα μου.
65 Χρηστότητα ἐποίησας μετὰ τοῦ δούλου σου, Κύριε, κατὰ τὸν λόγον σου. 65 Αγαθότητα και ευεργεσίας έδειξες και έπραξες προς τον δούλον σου, Κυριε, σύμφωνα με την υπόσχεσίν σου. 65 Ἐδείχθης ἀγαθὸς καὶ εὐεργετικός, Κύριε, πρὸς τὸν δοῦλον σου, συμφώνως πρὸς τὰς ἐν ταῖς Γραφαῖς ὑποσχέσεις σου.
66 χρηστότητα καὶ παιδείαν καὶ γνῶσιν δίδαξόν με, ὅτι ταῖς ἐντολαῖς σου ἐπίστευσα. 66 Διδαξέ με καλωσύνην και ευεργετικότητα, αληθινήν παιδείαν και γνώσιν, διότι εγώ ακλονήτως επίστευσα εις τας εντολάς σου. 66 Τὴν καλωσύνην καὶ εὐεργετικότητα καὶ τὴν διὰ τῆς παιδαγωγίας σου σοφίαν καὶ σύνεσιν καὶ τελείαν τοῦ νόμου σου γνῶσιν δίδαξόν με, διότι ἐπίστευσα εἰς τὰς ἐντολάς σου καὶ ἐπόθησα ἀκριβὴς τηρητλής των νὰ ἀναδειχθῶ.
67 πρὸ τοῦ με ταπεινωθῆναι ἐγὼ ἐπλημμέλησα, διὰ τοῦτο τὸ λόγιόν σου ἐφύλαξα. 67 Πριν δια της πατρικής σου διαπαιδαγωγήσεως εγώ ταπεινωθώ, είχα αμαρτήσει ενώπιόν σου. Δια τούτο τώρα εσυνετίσθην και εφύλαξα τους λόγους σου. 67 Προτοῦ νὰ ταπεινωθῶ διὰ τῆς δοκιμασίας καὶ θλίψεως, ἐγὼ ἡμάρτησα. Ἀλλὰ διότι ἐπαιδαγωγήθην καὶ ἐταπεινώθην ὑπὸ τῆς θλίψεως, δι’ αὐτὸ ἐφύλαξα τὰς ἐντολάς σου.
68 χρηστὸς εἶ σύ, Κύριε, καὶ ἐν τῇ χρηστότητί σου δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου. 68 Πανάγαθος, Κυριε, και ευεργετικός είσαι συ. Και σύμφωνα με την καλωσύνην σου και μακροθυμίαν αυτήν δίδαξέ με τας εντολάς σου. 68 Γεμᾶτος ἀγαθότητα καὶ καλωσύνην εἶσαι σύ, Κύριε· καὶ ἐν τῇ καλωσύνῃ σου αὐτῇ παραβλέπων τὰ ὅσα ἔπταισα ἐνώπιόν σου δίδαξόν με τὰς ἐντολάς σου φωτίζων με καὶ ἐνισχύων με, ὥστε ὄχι μόνον νὰ τὰς ἐννοῶ, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰς φυλάττω πλήρως.
69 ἐπληθύνθη ἐπ᾿ ἐμὲ ἀδικία ὑπερηφάνων, ἐγὼ δὲ ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου ἐξερευνήσω τὰς ἐντολάς σου. 69 Πολλάς και μεγάλας αδικίας έχουν διαπράξει εναντίον μου αλαζονικοί και εγωπαθείς άνθρωποι. Εγώ όμως παρ' όλα αυτά θα ερευνώ, θα μελετώ και θα μανθάνω πάντοτε τας εντολάς σου. 69 Πλῆθος πολὺ ἀδικημάτων διέπραξαν κατ' ἐμοῦ οἱ ὑπερήφανοι, οἱ περιφρονοῦντες τὸν νόμον σου καὶ τὴν δικαιοσύνην σου· ἐγὼ ὅμως δὲν ἐσκέφθην νὰ τοὺς ἀνταποδώσω κακά, ἀλλὰ μὲ ὅλην τὴν καρδίαν μου ἐξήτασα καὶ ἐμελέτησα τὰς ἐντολάς σου, διὰ νὰ φυλάξω αὐτάς.
70 ἐτυρώθη ὡς γάλα ἡ καρδία αὐτῶν, ἐγὼ δὲ τὸν νόμον σου ἐμελέτησα. 70 Οπως σκληρύνεται το γάλα, όταν γίνεται τυρί, έτσι εσκληρύνθη και επωρώθη η καρδία των αλαζονικών και εγωπαθών. Εγώ όμως εμελετούσα και θα μελετώ τον Νομον σου. 70 Ὅπως τὸ γάλα, ὅταν πήγνυται εἰς τυρόν, σκληρύνεται, οὕτως ἐπωρώθη καὶ ἡ καρδία των, ἐγὼ ὅμως ἐμελέτησα τὸν νόμον σου, διὰ νὰ ἔχω αὐτὸν παντοτεινὸν ὁδηγόν μου.
71 ἀγαθόν μοι ὅτι ἐταπείνωσάς με, ὅπως ἂν μάθω τὰ δικαιώματά σου. 71 Ευεργετικόν και σωτήριον υπήρξε δι' εμέ το γεγονός, ότι δια της πατρικής σου παιδαγωγίας και των θλίψεων με εταπείνωσες, δια να μάθω έτσι καλύτερα τας εντολάς σου. 71 Εὐεργετικὸν καὶ σωτηριῶδες ὑπῆρξε δι' ἐμὲ τὸ ὅτι διὰ τῶν θλίψεων μὲ ἐταπείνωσες, διότι διὰ τῆς παιδαγωγίας σου ταύτης ὠδηγήθην εἰς τὸ νὰ μάθω τὰ δικαιώματά σου.
72 ἀγαθός μοι ὁ νόμος τοῦ στόματός σου ὑπὲρ χιλιάδας χρυσίου καὶ ἀργυρίου. - 72 Ο ιδικός σου Νομος, που εβγήκεν από το πανάγιον στόμα σου, είναι ασυγκρίτως προτιμότερος εις εμέ από θησαυρούς χρυσίου και αργυρίου. 72 Πολύτιμος θησαυρὸς εἶναι δι’ ἐμὲ ὁ νόμος, τὸν ὁποῖον τὸ στόμα σου ὥρισε, καὶ τὸν προτιμῶ πολὺ περισσότερον ἀπὸ χιλιάδας καὶ σωροὺς χρυσῶν καὶ ἀργυρῶν νομισμάτων.
73 Αἱ χεῖρές σου ἐποίησάν με καὶ ἔπλασάν με· συνέτισόν με καὶ μαθήσομαι τὰς ἐντολάς σου. 73 Τα χέριά σου με εδημιούργησαν από το χώμα. Αυτά με διέπλασαν και μου έδωσαν μορφήν και σώμα. Δος μου, λοιπόν και σύνεσιν δια να μάθω βαθύτερον και ευρύτερον τας εντολάς σου. 73 Αἱ χεῖρες σου μὲ ἐποίησαν καὶ μὲ ἔπλασαν· μόρφωσόν μου καὶ τὸν νοῦν πληρῶν αὐτὸν συνέσεως, ὁπότε θὰ μάθω ἐν τῇ ἐφαρμογῇ τὰς ἐντολάς σου καὶ θὰ ἀναδειχθῶ πραγματικὴ εἰκὼν καὶ ὁμοίωμά σου.
74 οἱ φοβούμενοί σε ὄψονταί με καὶ εὐφρανθήσονται, ὅτι εἰς τοὺς λόγους σου ἐπήλπισα. 74 Οι πιστοί εις σέ, εκείνοι οι οποίοι σε ευλαβούνται, θα με ίδουν προκόπτοντα εις την αρετήν και θα ευφρανθούν. Διότι εγώ είχα στηρίξει και στηρίζω τας ελπίδας μου εις τα λόγια σου. 74 Οὕτω κατηρτισμένον καὶ προκόπτοντα θὰ μὲ ἴδουν ὅσοι σὲ φοβοῦνται καὶ θὰ εὐφρανθοῦν, διότι τὸ θαυμαστὸν αὐτὸ ἀποτέλεσμα ἐπῆλθε, ἐπειδὴ ἐστήριξα τὰς ἐλπίδας μου εἰς τοὺς λόγους σου.
75 ἔγνων, Κύριε, ὅτι δικαιοσύνη τὰ κρίματά σου, καὶ ἀληθείᾳ ἐταπείνωσάς με. 75 Εγνώρισα και έμαθα, Κυριε, ότι τα προστάγματα του Νομου σου είναι έκφρασις και πραγματοποίησις της δικαιοσύνης. Δικαίως δε και επωφελώς δι' εμέ με εταπείνωσες δια των θλίψεων. 75 Ἔμαθα, Κύριε, διὰ τῆς παιδαγωγίας σου, ὅτι τὰ ἐν τῷ νόμῳ προστάγματά σου ἐνσαρκώνουν καὶ ἐκφράζουν τὴν δικαιοσύνην καὶ κατὰ τὰς ἀπαιτήσεις τῆς ἀληθείας ἐπέτρεψας νὰ ταπεινωθῶ καὶ νὰ ἐμπέσω εἰς θλίψεις.
76 γενηθήτω δὴ τὸ ἔλεός σου τοῦ παρακαλέσαι με κατὰ τὸ λόγιόν σου τῷ δούλῳ σου. 76 Τωρα όμως ας έλθη η ευσπλαγχνία σου να με παρηγορήση σύμφωνα με την υπόσχεσιν, την οποίαν έχεις δώσει στον δούλον σου. 76 Ἀλλ’ εἶναι καιρὸς νὰ παρέλθῃ τὸ ποτήριον τῆς δοκιμασίας σου· ἂς ἔλθῃ τώρα πλέον τὸ ἔλεός σου καὶ ἡ εὐσπλαγχνία σου νὰ μὲ παρηγορήσουν σύμφωνα πρὸς τὴν ὑπόσχεσιν, τὴν ὁποίαν ἔδωκας εἰς τὸν δοῦλον σου.
77 ἐλθέτωσάν μοι οἱ οἰκτιρμοί σου, καὶ ζήσομαι, ὅτι ὁ νόμος σου μελέτη μού ἐστιν. 77 Ας έλθουν, λοιπόν, εις εμέ οι οικτιρμοί σου και έτσι εγώ θα διαφύγω θανασίμους κινδύνους και θα ζήσω, διότι ο Νομος σου είναι μελέτη μου. 77 Ἂς ἔλθουν εἰς ἐμὲ οἱ οἰκτιρμοί σου διὰ νὰ μοῦ δώσουν ζωήν, διότι καὶ μέσα εἰς τὰς θλίψεις μου δὲν σὲ ἐλησμόνησα, ἀλλ’ ὁ νόμος σου ἀποτελεῖ τὴν διαρκῆ σκέψιν καὶ ἀπασχόλησιν τοῦ νοῦ μου.
78 αἰσχυνθήτωσαν ὑπερήφανοι, ὅτι ἀδίκως ἠνόμησαν εἰς ἐμέ· ἐγὼ δὲ ἀδολεσχήσω ἐν ταῖς ἐντολαῖς σου. 78 Ας κατεντροπιασθούν οι αλαζονικοί και εγωπαθείς, διότι, χωρίς εγώ να τους δώσω καμμίαν αφορμήν, χωρίς να τους αδικήσω εις τίποτε, παρανομούν εναντίον μου. Εγώ όμως, απολύτως ήσυχος, θα εντρυφώ συχνά εις την μελέτην του Νομου σου. 78 Ἂς καταισχυνθοῦν οἱ ὑπερήφανοι, οἱ ἀγερώχως καὶ σκληρῶς πρὸς ἐμὲ συμπεριφερόμενοι, διότι ἀδίκως καὶ ἀναιτίως παρανομοῦν εἰς βάρος μου, ἐγὼ δὲ ὅπως εἰς τὸ παρελθὸν οὕτω καὶ εἰς τὸ μέλλον δὲν θὰ ἀπαοχολοῦμαι ἀπὸ αἰσθήματα μίσους καὶ ἐκδικήσεως κατ’ αὐτῶν, ἀλλὰ θὰ ἐντρυφῶ ἐν τῇ μελέτῃ τῶν ἐντολῶν σου.
79 ἐπιστρεψάτωσάν με οἱ φοβούμενοί σε καὶ οἱ γινώσκοντες τὰ μαρτύριά σου. 79 Από τον εξευτελισμόν αυτόν των υπερηφάνων ας διδαχθούν και ας επιστρέψουν προς εμέ, όσοι προηγουμένως εδειλίασαν και απεμακρύνθησαν και οι οποίοι εν τούτοις σε ευλαβούνται, Κυριε, και γνωρίζουν τας εντολάς σου. 79 Ἂς ἐνθαρρυνθοῦν ἐκ τῆς καταισχύνῃς τῶν ὑπερηφάνων καὶ ἂς ἐπιστρέψουν πρὸς ἐμὲ ὅσοι ἐκ δειλίας ἀπεμακρύνθησαν προσκαίρως ἀπ' ἐμοῦ, ἀλλ’ οἱ ὁποῖοι σὲ φοβοῦνται καὶ γνωρίζουν τὰς ἐν τῷ νόμῳ μαρτυρίας καὶ ἐντολάς σου.
80 γενηθήτω ἡ καρδία μου ἄμωμος ἐν τοῖς δικαιώμασί σου, ὅπως ἂν μὴ αἰσχυνθῶ. - 80 Είθε η καρδία μου, με τον ιδικόν σου φωτισμόν, να γίνη άμεμπτος και ακεραία εις την τήρησιν των εντολών σου, δια να μη εντροπιασθώ και εγώ, όπως οι υπερήφανοι. 80 Εἴθε ἡ καρδία μου νὰ γίνῃ διὰ τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς ἐνισχύσεώς σου ἄμεμπτος ἐν τῇ τηρήσει τῶν δικαιωμάτων σου, διὰ νὰ μὴ ἐντροπιασθῶ ὡς παραβάτης καὶ ἔνοχος, οὔτε ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων οὔτε ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ κριτηρίου σου.
81 ᾿Εκλείπει εἰς τὸ σωτήριόν σου ἡ ψυχή μου, εἰς τοὺς λόγους σου ἐπήλπισα. 81 Απέκαμεν η ψυχή μου να σε παρακαλή και να περιμένη από σε την σωτηρίαν μου. Εν τούτοις εγώ στους λόγους σου έχω στηρίξει τας ελπίδας μου. 81 Ἀπέκαμεν ἡ ψυχή μου προσμένουσα τὴν παρὰ σοῦ σωτηρίαν· ἐν τούτοις δὲν ἔπαυσα νὰ στηρίζω τὴν ἐλπίδα μου εἰς τοὺς λόγους καὶ τὰς ὑποσχέσεις σου.
82 ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου εἰς τὸ λόγιόν σου λέγοντες· πότε παρακαλέσεις με; 82 Ητόνησαν και κοντεύουν να σβήσουν οι οφθαλμοί μου από την μελέτην των λόγων και των υποσχέσεών σου και με κάνουν συνεχώς να λέγω· Ποτε, Κυριε, θα με παρηγορήσης; 82 Κινδυνεύουν νὰ χάσουν τὸ φῶς των οἱ ὀφθαλμοί μου ἀπὸ τὴν προσήλωσίν των εἰς τὰς ἐπαγγελίας τοῦ ἀλανθάστου λόγου σου καὶ μὲ ἀναγκάζουν νὰ διερωτῶμαι: Πότε λοιπὸν θὰ μὲ παρηγόρησης;
83 ὅτι ἐγενήθην ὡς ἀσκὸς ἐν πάχνῃ· τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐπελαθόμην. 83 Εκακουχήθηκα πάρα πολύ. Εγινα κατάξηρος σαν το ασκί, που εσκληρύνθη εις την παγωνιάν και την πάχνην. Εν τούτοις ούτε προς στιγμήν δεν ελησμόνησα τα δικαιώματά σου. 83 Τόσον πολὺ ἐκακουχήθην καὶ ἐταλαιπωρήθην, ὥστε ἔγινα κατάξηρος καὶ σκασμένος, ὅπως ὁ ἀσκὸς τὸν ὁποῖον ἔπηξε καὶ ἐσκλήρυνε ἡ πάχνη καὶ ἡ παγωνιά. Δὲν ἐλησμόνησα ὅμως οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν τὰ δικαιώματά σου.
84 πόσαι εἰσὶν αἱ ἡμέραι τοῦ δούλου σου; πότε ποιήσεις μοι ἐκ τῶν καταδιωκόντων με κρίσιν; 84 Ποσαι είναι ακόμη αι ημέραι της ζωής του δούλου σου; Ολίγαι. Ποτε, λοιπόν, συ θα αναλάβης την υπόθεσίν μου, θα εκφέρης και θα εφαρμόσης την δικαίαν σου κρίσιν εναντίον εκείνων, που με καταδιώκουν; 84 Πόσαι εἶναι αἱ ἡμέραι τοῦ δούλου σοῦ; Ὠλιγόστευσαν αὖται πολύ. Πότε θὰ ἐπέμβῃς διὰ να κάμῃς ὑπὲρ ἐμοῦ κρίσιν ἐκείνων ποὺ μὲ καταδιώκουν, ὥστε νὰ ἀπολαύσω καὶ ἐγὼ ὀλίγην εἰρήνην καὶ ἀνάπαυσιν κατὰ τὰς ἐναπομένουσας εἰς ἐμὲ ἡμέρας;
85 διηγήσαντό μοι παράνομοι ἀδολεσχίας, ἀλλ᾿ οὐχ ὡς ὁ νόμος σου, Κύριε. 85 Φλυαρίας και ματαιότητας μου διηγούντο οι παράνομοι. Αυτά όμως δεν είναι δυνατόν κατά κανένα τρόπον να συγκριθούν με τον Νομον σου, Κυριε. 85 Φλυαρίας ἀνοήτων σκέψεων τῆς ματαίας τῶν διανοίας μου ἀνέπτυξαν καὶ ἐξέθεσαν ἄνθρωποι παράνομοι, διὰ νὰ μὲ ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸ καθῆκον, ἀλλ’ αὐτὰ ποὺ μοῦ εἶπαν δὲν δύνανται οὐδὲ κἀν νὰ συγκριθοῦν πρὸς τὸν νόμον σου, Κύριε.
86 πᾶσαι αἱ ἐντολαί σου ἀλήθεια· ἀδίκως κατεδίωξάν με, βοήθησόν μοι. 86 Ολαι αι ιδικαί σου εντολαί είναι αλήθεια. Αδίκως αυτοί με κατεδίωξαν. Συ, λοιπόν, που μισείς την αδικίαν και αγαπάς την αλήθειαν, σπεύσε να με βοηθήσης και να με προστατεύσης. 86 Ἀντιθέτως πρὸς τὰς φλυαρίας καὶ τὰ ψεύδη τῆς ἀπάτης ποὺ μοῦ εἶπον αὐτοί, αἱ ἐντολαί σου ὅλαι εἶναι ἀλήθεια καὶ φῶς· ἀδίκως αὐτοὶ μὲ κατεδίωξαν, σὺ λοιπὸν ποὺ μισεῖς τὴν ἀδικίαν, σπεῦσον εἰς βοήθειαν καὶ προστασίαν μου.
87 παρὰ βραχὺ συνετέλεσάν με ἐν τῇ γῇ, ἐγὼ δὲ οὐκ ἐγκατέλιπον τὰς ἐντολάς σου. 87 Ολίγον ακόμη και οι μανιώδεις εχθροί μου θα με απετελείωναν και θα με έρριπταν νεκρόν κάτω εις την γην. Εγώ όμως δεν εγκατέλειψα ούτε παρέβην τας εντολάς σου. 87 Ὁ κατ’ ἐμοῦ διωγμός των ἦτο τόσον μανιώδης καὶ ἐξοντωτικός, ὥστε παρ' ὀλίγον νὰ μὲ ἀποτελειώσουν ἐν τῇ γῇ καὶ νὰ μὲ ἐξαφανίσουν ἐξ αὐτῆς· ἐγὼ ὅμως δὲν ἐγκατέλιπον οὐδὲ ἠθέτησα τὰς ἐντολάς σου.
88 κατὰ τὸ ἔλεός σου ζῆσόν με, καὶ φυλάξω τὰ μαρτύρια τοῦ στόματός σου. - 88 Συμφωνα με το άπειρον έλεός σου γλύτωσέ με από τους φοβερούς αυτούς κινδύνους και περιφρούρησε την ζωήν μου. Εγώ δέ, πλήρης ευγνωμοσύνης δια την σωτηρίαν μου, θα φυλάξω ακόμη περισσότερον τας εντολάς, που προέρχονται από το άγιον στόμα σου. 88 Εἶσαι ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος· σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὸ ἔλεός σου γλύτωσέ με ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς αὐτοὺς κινδύνους καὶ δῶσε μου ζωήν· καὶ τότε πλήρης εὐγνωμοσύνης διὰ τὴν σωτηρίαν σου ἐγὼ θὰ προσκολληθῶ ἀκόμη περισσότερον εἰς σὲ καὶ θὰ φυλάξω τὰς μαρτυρίας καὶ τὰς ἐντολὰς τοῦ στόματός σου.
89 Εἰς τὸν αἰῶνα, Κύριε, ὁ λόγος σου διαμένει ἐν τῷ οὐρανῷ. 89 Ο λόγος σου, Κυριε, παραμένει αναλλοίωτος και αιώνιος στον ουρανόν, διότι έχει έδραν και πηγήν του σε τον ουράνιον Θεόν. 89 Ὁ λόγος σου, Κύριε, ἔχει αἰώνιον κῦρος, διότι τὴν προέλευσίν του καὶ τὰ θεμέλιά του δὲν τὰ ἔχει εἰς τὴν εὐμετάβλητον ματαιότητα τοῦ παρόντος κόσμου, ἀλλ’ εἰς τὸν αἰώνιον καὶ ἀναλλοίωτον πνευματικὸν κόσμον τοῦ οὐρανοῦ.
90 εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν ἡ ἀλήθειά σου· ἐθεμελίωσας τὴν γῆν καὶ διαμένει. 90 Η αλήθειά σου παραμένει αμετακίνητος από γενεάς εις γενεάν. Εθεμελίωσες αυτήν ασφαλή, όπως την γην, η οποία δια τούτο παραμένει. 90 Ἡ ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ ἀποκαλυφθεῖσα εἰς ἡμᾶς ἀλήθειά σου παραμένει ἀδιάσειστος διὰ μέσου τῶν γενεῶν διδάσκουσα καὶ φρονηματίζουσα ταύτας, διότι εἶναι ἀλήθεια ἰδική σου, ὁ ὁποῖος ἐθεμελίωσας τὴν γῆν καὶ διαμένει αὕτη χωρὶς κανεὶς νὰ δύναται νὰ τὴν ταράξῃ.
91 τῇ διατάξει σου διαμένει ἡμέρα, ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά. 91 Συ έδωσες την παντοδύναμον προσταγήν σου και παραμένει η ημέρα. Διότι όλα όσα υπάρχουν είναι δούλα και υποτεταγμένα στο άγιον θέλημά σου. 91 Δυνάμει τοῦ προστακτικοῦ λόγου, τὸν ὁποῖον εἶπες σύ, παραμένει ἡ ἡμέρα. Διότι ὅλα ὅσα ὑπάρχουν δουλικῶς ὑπακούουν εἰς σέ, δι' αὐτὸ δὲ καὶ διατηροῦνται, διότι δουλικῶς ἐμμένουν εἰς τοὺς φυσικοὺς νόμους, ποὺ ὤρισες σύ.
92 εἰ μὴ ὅτι ὁ νόμος σου μελέτη μού ἐστι, τότε ἂν ἀπωλόμην ἐν τῇ ταπεινώσει μου. 92 Εάν ο Νομος σου δεν ήτο προσφιλής μελέτη και εντρύφημά μου, εγώ θα εχανόμην εξ ολοκλήρου ανάμεσα εις τας περιπετείας και τας θλίψεις, που τόσον πολύ με είχαν ταπεινώσει. 92 Ἐὰν ὁ νόμος σου δὲν ἦτο προσφιλὴς καὶ παρηγορητικὴ μελέτη μου, θὰ ἐχανόμην ὁλοτελῶς ἐν μέσῳ τῶν θλίψεων ποὺ τόσον πολὺ μὲ ἐταπείνωσαν.
93 εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἐπιλάθωμαι τῶν δικαιωμάτων σου, ὅτι ἐν αὐτοῖς ἔζησάς με. 93 Εις τον αιώνα δεν θα ξεχάσω τα δικαιώματά σου, διότι δια μέσου αυτών συ μου έδωκες και διετήρησες την ζωήν μου. 93 Δὲν θὰ ξεχάσω ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα τὰ δικαιώματά σου, διότι διὰ τῆς παρηγορίας καὶ ἐνισχύσεως τὴν ὁποίαν μὲ αὐτὰ μοῦ ἔδιδες, μὲ ἐζωοποίησας.
94 σός εἰμι ἐγώ, σῶσόν με, ὅτι τὰ δικαιώματά σου ἐξεζήτησα. 94 Ιδικός σου άνθρωπος, ιδικός σου δούλος είμαι εγώ, Κυριε. Σώσε με, διότι τας εντολάς σου με πολύν πόθον εζήτησα και ηρεύνησα να μάθω. 94 Ἰδικός σου δοῦλος εἶμαι ἐγώ, σῶσόν με· μὴ μὲ ἀφίνῃς ἀπροστάτευτον, διότι μὲ ὅλην τὴν καρδίαν μου ἐζήτησα νὰ μάθω καὶ νὰ φυλάξω τὰ δικαιώματά σου.
95 ἐμὲ ὑπέμειναν ἁμαρτωλοὶ τοῦ ἀπολέσαι με· τὰ μαρτύριά σου συνῆκα. 95 Με παρεμόνευσαν με πολλήν υπομονήν οι αμαρτωλοί, δια να με εξοντώσουν. Αλλ' εγώ προς τον Νομον σου είχα εστραμμένην την προσοχήν και την διάνοιάν μου. 95 Μὲ παρεμόνευσαν οἱ ἁμαρτωλοὶ διὰ νὰ μὲ ἐξοντώσουν ἀλλ’ ἐγὼ πρὸς τὰς μαρτυρίας τοῦ νόμου σου εἶχον ἐστραμμένην ὅλην τὴν προσοχήν μου.
96 πάσης συντελείας εἶδον πέρας· πλατεῖα ἡ ἐντολή σου σφόδρα. - 96 Είδα ότι όλα αυτά, που οι άνθρωποι τα θεωρούν τέλεια, πλούτη και δόξαν και τα άλλα αγαθά του κόσμου τούτου, είδα να έχουν ένα τέλος. Η εντολή σου όμως εκτείνεται εις απέραντον χρονικόν διάστημα, αναλλοίωτος και έγκυρος. 96 Πὰν ὅ,τι θεωροῦν οἱ ἄνθρωποι τέλειον καὶ εἰς πλοῦτη καὶ εἰς δόξαν καὶ εἰς εὐτυχίαν εἶδον νὰ ἔχῃ πέρας καὶ τέλος. Ἡ ἐντολή σου ἔχει πλάτη χρόνου καὶ διαρκείας καὶ γνώσεως καὶ ἀνέσεως ἀπέραντα καὶ χαρίζει εἰς τοὺς τηρητάς της αἰωνίαν καὶ ἀνέκφραστον εὐτυχίαν.
97 ῾Ως ἠγάπησα τὸν νόμον σου, Κύριε· ὅλην τὴν ἡμέραν μελέτη μού ἐστιν. 97 Ποσον πολύ ηγάπησα πράγματι τον Νομον σου, Κυριε! Ολην την ημέραν αυτός είναι η μελέτη μου και το εντρύφημά μου. 97 Πόσον τῷ ὄντι ἠγάπησα τὸν νόμον σου, Κύριε, καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν ἐντρυφῶ ἐν τῇ μελέτῃ του.
98 ὑπὲρ τοὺς ἐχθρούς μου ἐσόφισάς με τὴν ἐντολήν σου, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα ἐμή ἐστιν. 98 Με ανέδειξες σοφώτερον από τους εχθρούς μου, με το να με διδάξης την εντολήν σου, διότι αυτή παραμένει πάντοτε κτήμα μου, γνώσις και σοφία μου. 98 Μὲ ἔκαμες σοφώτερον ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου, διδάξας με τὴν ἐντολήν σου· καὶ ἡ σοφία μου αὐτὴ ὀφείλεται εἰς τὸ ὅτι διὰ τῆς μελέτης καὶ ἐφαρμογῆς τῆς ἐντολῆς σου ἔγινεν αὕτη αἰώνιον καὶ ἀναφαίρετον κτῆμα μου.
99 ὑπὲρ πάντας τοὺς διδάσκοντάς με συνῆκα, ὅτι τὰ μαρτύριά σου μελέτη μού ἐστιν. 99 Εξεπέρασα όλους τους διδασκάλους μου εις γνώσιν και σοφίαν και σύνεσιν, διότι τα μαρτύρια του Νομου σου είναι η προσφιλής μελέτη μου. 99 Ὅλους τοὺς διδασκάλους μου, ποὺ μοῦ ἐδίδασκον τὴν γνῶσιν καὶ σοφίαν τοῦ κόσμου, τοὺς ὑπερέβην εἰς γνῶσιν καὶ εἰς σύνεσιν, διότι αἱ μαρτυρίαι τοῦ νόμου σου εἶναι ἡ προσφιλὴς μελέτη μου.
100 ὑπὲρ πρεσβυτέρους συνῆκα, ὅτι τὰς ἐντολάς σου ἐξεζήτησα. 100 Απέκτησα σύνεσιν πολύ μεγαλυτέραν και από τους γεροντοτέρους μου, διότι εγώ με πόθον πολύν εζήτησα να μάθω και να εφαρμόσω τας εντολάς σου. 100 Τοὺς γεροντοτέρους μου, οἱ ὁποῖοι προβάλλουν τὴν πεῖραν των ὡς πηγὴν σοφίας, τοὺς ἐξεπέρασα εἰς σύνεσιν καὶ γνῶσιν, διότι τὰς ἐντολάς σου μὲ πόθον πολὺν ἐζήτησα νὰ μάθω καὶ νὰ ἐφαρμόσω.
101 ἐκ πάσης ὁδοῦ πονηρᾶς ἐκώλυσα τοὺς πόδας μου, ὅπως ἂν φυλάξω τοὺς λόγους σου. 101 Επροφύλαξα τον εαυτόν μου, ώστε να μη βαδίσω ποτέ δρόμους πονηρίας. Και ηγωνίσθην εξ αντιθέτου να φυλάξω όλας τας εντολάς σου. 101 Προεφύλαξα τὸν ἑαυτόν μου νὰ μὴ βαδίσω ποτὲ ὁδὸν πονηράν· ἠμπόδισα τὸν ἑαυτόν μου ἀπὸ τοῦ νὰ διαπράξῃ οἱανδήποτε ἁμαρτίαν, ὥστε νὰ ἀποδειχθῶ ἀκριβῆς καὶ τέλειος τηρητὴς τῶν λόγων σου.
102 ἀπὸ τῶν κριμάτων σου οὐκ ἐξέκλινα, ὅτι σὺ ἐνομοθέτησάς με. 102 Από τας εντολάς σου δεν παρεξέκλινα, διότι αναγνωρίζω ότι συ τας ενομοθέτησες προς καθοδήγησίν μου. 102 Ἀπὸ τὰς ἐντολάς, τὰς ὁποίας ἡ σοφία σου μᾶς ὥρισε, καὶ ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ὁποίων θὰ μᾶς κρίνῃς, δὲν παρεξέκλινα, διότι οὐχὶ ἄνθρωπος, ἀλλὰ σὺ ὁ ἴδιος ἐνομοθέτησας ταύτας εἰς ἐμέ.
103 ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου. 103 Ποσον γλυκέα και ευχάριστα είναι τα λόγιά σου στον λάρυγγά μου! Οταν τα προφέρω δια του στόματός μου, είναι γλυκύτερα παρά πάνω από το μέλι. 103 Πόσον γλυκέα εἶναι τὰ θεῖα σου λόγια εἰς τὴν μελετῶσαν αὐτὰ ψυχήν μου καὶ εἰς τὸν ἐκφωνοῦντα αὐτὰ λάρυγγά μου. Εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερα ἀπὸ ὅ,τι τὸ μέλι εἶναι εἰς τὸ στόμα μου.
104 ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου συνῆκα· διὰ τοῦτο ἐμίσησα πᾶσαν ὁδὸν ἀδικίας. - 104 Μελετών τας εντολάς σου επήρα σύνεσιν και σοφίαν. Φωτισμένος δε από αυτάς εμίσησα κάθε δρόμον αδικίας, στον οποίον πλανώνται οι αμαρτωλοί άνθρωποι. 104 Σύνεσιν πολλὴν καὶ σοφίαν ἔλαβον ἀπὸ τὴν μελέτην καὶ τήρησιν τῶν ἐντολῶν σου· δι' αὐτὸ ἐμίσησα πάντα δρόμον ἀδικίας, εἰς τὸν ὁποῖον πλανῶνται οἱ ἀγνοοῦντες σὲ καὶ τὸν νόμον σου.
105 Λύχνος τοῖς ποσί μου ὁ νόμος σου καὶ φῶς ταῖς τρίβοις μου. 105 Φωτοβόλος λύχνος εις την πορείαν της ζωής μου είναι, ο Νομος σου. Φως πλούσιον στους δρόμους μου. 105 Ὁ νόμος σου εἶναι φῶς καθοδηγοῦν με διὰ νὰ πολιτεύωμαι ὀρθῶς καὶ ἀπροσκόπτως, ὅπως καὶ ὁ λύχνος φωτίζει ἐν καιρῷ νυκτὸς ἵνα μὴ σκοντάπτουν οἱ πόδες μου. Ὁ θεῖος σου οὗτος λύχνος εἶναι φῶς ποὺ φωτίζει τὰς ὁδοὺς τῆς ζωῆς μου.
106 ὤμοσα καὶ ἔστησα τοῦ φυλάξασθαι τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου. 106 Ωρκίσθην και ανέλαβα την υποχρέωσιν να τηρώ ακριβώς τας εντολάς του Νομου σου. 106 Ἐνόρκως ὑπεσχέθην καὶ ἐμπράκτως ἐπεκύρωσα τὸν ὅρκον μου, περὶ τοῦ ὅτι θὰ τηρῶ ἐπακριβῶς τὰς δικαίας κρίσεις τοῦ νόμου σου καὶ τῶν ἐντολῶν σου.
107 ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα· Κύριε, ζῆσόν με κατὰ τὸν λόγον σου. 107 Μεγάλας ταλαιπωρίας και ταπεινώσεις υπέστην από τους εχθρούς μου. Κυριε, σύμφωνα με την υπόσχεσίν σου, περιφρούρησε την κινδυνεύουσαν ζωήν μου. 107 Ὑφίσταμαι μεγάλας καὶ ἀγρίας ταπεινώσεις ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου. Ζωοποίησέ με σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσίν σου.
108 τὰ ἑκούσια τοῦ στόματός μου εὐδόκησον δή, Κύριε, καὶ τὰ κρίματά σου δίδαξόν με. 108 Δέξου, Κυριε, με ευμένειαν τας δοξολογίας και εκφράσεις ευγνωμοσύνης, τας οποίας με όλην μου την καρδίαν αναπέμπω προς σε. Διδαξέ με ευρύτερον και βαθύτερον τας εντολάς της δικαιοσύνης σου. 108 Τὰς δοξολογίας καὶ εὐχαριστίας, ποὺ μὲ ὅλην μου τὴν θέλησιν προσφέρω διὰ τοῦ στόματός μου εἰς σέ, δέχθητι εὐμενῶς, Κύριε, καὶ βλέπων τὴν εὐγνώμονα διάθεσίν μου δίδαξόν με βαθύτερον τὰ προστάγματά σου, διὰ τῶν ὁποίων θὰ μᾶς κρίνῃς.
109 ἡ ψυχή μου ἐν ταῖς χερσί σου διαπαντός, καὶ τοῦ νόμου σου οὐκ ἐπελαθόμην. 109 Η ζωη μου ευρίσκεται πάντοτε εις τα χέρια σου. Εγώ δέ ποτέ δεν ελησμόνησα να μελετώ και να εφαρμόζω τον Νομον σου. 109 Ἡ ψυχή μου εἶναι πάντοτε εἰς τὰς χεῖρας σου καὶ δὲν ἐλησμόνησα ποτὲ τὸν νόμον σου. Κάτεχέ με λοιπὸν ὑπὸ τὴν προστασίαν σου καὶ διεύθυνέ με, ὅπου σὺ θέλεις.
110 ἔθεντο ἁμαρτωλοὶ παγίδα μοι, καὶ ἐκ τῶν ἐντολῶν σου οὐκ ἐπλανήθην. 110 Οι αμαρτωλοί μου έστησαν παγίδας, εγώ όμως δεν επλανήθην και δεν απεμακρύνθην από τας εντολάς σου. 110 Οἱ ἁμαρτωλοὶ μοῦ ἔστησαν παγίδα καὶ ἐμηχανεύθησαν δόλους κατ’ ἐμοῦ, ἐγὼ ὅμως ἀντιθέτως πρὸς αὐτοὺς δὲν ἐπλανήθην ἀπὸ τὰς ἐντολάς σου, ἀλλ’ ἐνέμεινα πιστῶς εἰς τὴν τήρησιν αὐτῶν.
111 ἐκληρονόμησα τὰ μαρτύριά σου εἰς τὸν αἰῶνα, ὅτι ἀγαλλίαμα τῆς καρδίας μού εἰσιν. 111 Κληρονομία μου και αναφαίρετος περιουσία μου έγιναν τα μαρτύριά σου. Διότι, αυτά αποτελούν την ευφροσύνην και αγαλλίασαν της καρδίας μου. 111 Αἱ ἐν τῷ νόμῳ σου μαρτυρίαι ἐγένοντο κληρονομία μου ἀναφαίρετος καὶ αἰωνία, διότι ἐνεχάραξα αὐτὰς εἰς τὴν καρδίαν μου καὶ εἶναι δι’ αὐτὴν πηγὴ ἀγαλλιάσεως καὶ εὐφροσύνης.
112 ἔκλινα τὴν καρδίαν μου τοῦ ποιῆσαι τὰ δικαιώματά σου εἰς τὸν αἰῶνα δι᾿ ἀντάμειψιν. - 112 Εστρεψα με όλην μου την διάθεσιν την καρδίαν μου, στο να εφαρμόζω τας εντολάς σου πάντοτε. Διότι οι τηρηταί αυτών θα αμειφθούν. 112 Ἔδωκα σταθερὰν κλίσιν εἰς τὴν καρδίαν μου μὲ τὴν ἀπόφασιν νὰ ἐκτελῶ τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ δικαιώματά σου διαρκῶς καὶ ἀπαύστως, ὥστε νὰ ἀπολαύσω καὶ τῆς ἀνταμοιβῆς, ἥτις θὰ δοθῇ εἰς τοὺς τηρητάς των.
113 Παρανόμους ἐμίσησα, τὸν δὲ νόμον σου ἠγάπησα. 113 Ανθρώπους παρανόμους εμίσησα, τον δε Νομον σου ηγάπησα. 113 Τοὺς μὴ ἐμμένοντας εἰς τὴν τήρησιν τοῦ νόμου σου, ἀλλ' ἀθετοῦντας αὐτὸν τοὺς ἀπεστράφην καὶ τοὺς ἐμίσησα, ἠγάπησα δὲ μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν τὸν νόμον σου, τὸν ὁποῖον αὐτοὶ παραβαίνουν.
114 βοηθός μου, καὶ ἀντιλήπτωρ μου εἶ σύ· εἰς τοὺς λόγους σου ἐπήλπισα. 114 Βοηθός και προστάτης μου είσαι συ, Κυριε. Εγώ δε στους λόγους και τας υποσχέσεις και τας εντολάς σου έχω στηρίξει τας ελπίδας μου. 114 Εἶσαι σὺ ὁ βοηθός μου καὶ ὁ ὑποβαστάζων με προστάτης· ὁλόκληρον τὴν ἐλπίδα μου ἐστήριξα εἰς τοὺς λόγους καὶ τὰς ὑποσχέσεις σου.
115 ἐκκλίνατε ἀπ᾿ ἐμοῦ, πονηρευόμενοι, καὶ ἐξερευνήσω τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ μου. 115 Φυγετε μακράν από εμέ οι άνθρωποι, οι οποίοι μελετάτε και αγαπάτε και πράττετε την πονηρίαν. Εγώ δε θα ερευνήσω βαθύτερον και θα μάθω σαφέστερον τας εντολάς του Θεού μου. 115 Φύγετε μακρὰν ἀπὸ ἐμὲ ὅσοι ἐσυνηθίσατε νὰ πράττετε τὸ πονηρόν, καὶ ἐλεύθερος τότε ἀπὸ τὰ ἐμπόδιά σας θὰ μελετῶ καὶ θὰ ἐμβαθύνω εἰς τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ μου, ἀπὸ τὸν ὁποῖον σεῖς μὲ τὰ ἔργα καὶ τὰς διαθέσεις σας ἀπεξενώθητε.
116 ἀντιλαβοῦ μου κατὰ τὸ λόγιόν σου, καὶ ζῆσόν με, καὶ μὴ καταισχύνῃς με ἀπὸ τῆς προσδοκίας μου. 116 Απλωσε το προστατευτικό σου χέρι πιάσε με και συγκράτησέ με, σύμφωνα με την υπόσχεσίν σου. Σώσε και περιφρούρησε την ζωήν μου από τους κινδύνους και μη με εντροπιάσης σχετικώς με τας ελπίδας, που έχω στηρίξει εις σέ. 116 Ἔκτεινον τὴν προστατευτικὴν χεῖρα σου καὶ ὑποβάστασόν με σύμφωνα μὲ τὴν ἀψευδῆ σου ὑπόσχεσιν· καὶ ἀπομάκρυνον κάθε κίνδυνον ἐπαπειλοῦντα τὴν ζωήν μου· δός μοι ζωὴν καὶ μὴ μὲ ἐντροπιάσῃς ἀρνούμενος τὴν βοήθειαν καὶ σωτηρίαν, τὴν ὁποίαν γεμᾶτος ἐλπίδα περιμένω νὰ μοῦ στείλῃς.
117 βοήθησόν μοι, καὶ σωθήσομαι καὶ μελετήσω ἐν τοῖς δικαιώμασί σου διαπαντός. 117 Βοήθησέ με, διότι με την ιδικήν σου βοήθειαν θα σωθώ από τους κινδύνους και έτσι ασφαλής και απερίσπαστος θα μελετώ πάντοτε τας εντολάς σου. 117 Βοήθησόν με ἐν μέσῳ τῶν παγίδων καὶ τῶν κινδύνων, ὑπὸ τῶν ὁποίων κυκλοῦμαι. Καὶ ὅταν ἔχω σὲ βοηθόν, ἀσφαλῶς θὰ σωθῶ καὶ θὰ ἀφιερώσω τότε τὴν ζωήν μου εἰς τὸ νὰ μελετῶ πάντοτε τὰς ἐν τῷ νόμῳ σου ἐντολάς, ἵνα καὶ τελειότερον συμμορφοῦμαι πρὸς αὐτάς.
118 ἐξουδένωσας πάντας τοὺς ἀποστατοῦντας ἀπὸ τῶν δικαιωμάτων σου, ὅτι ἄδικον τὸ ἐνθύμημα αὐτῶν. 118 Εξουθένωσες και εξηυτέλισες όλους εκείνους, οι οποίοι απεμακρύνθησαν από τας εντολάς σου, διότι οι διαλογισμοί της διανοίας των και αι επιθυμίαι της καρδίας των ήσαν άδικοι. 118 Ἐξηυτέλισας καὶ ἐξεμηδένισας ὅλους ὅσοι ἀποστατοῦν ἀπὸ τὰς ἐντολάς σου, καὶ ἀντιτίθενται εἰς αὐτάς, διότι ὅσα συνέλαβον καὶ ἐσχεδίασαν κατὰ νοῦν εἶναι ἀπατηλὰ καὶ σαθρά.
119 παραβαίνοντας ἐλογισάμην πάντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς· διὰ τοῦτο ἠγάπησα τὰ μαρτύριά σου. 119 Ηρεύνησα με τον νουν μου, εσκέφθην και είδα ότι παρέρχονται όλοι οι αμαρτωλοί της γης και εξαφανίζονται. Δια τούτο εγώ ηγάπησα τον Νομον σου, ο οποίος αποτελεί σωτηρίαν και ασφάλειαν. 119 Ἔβαλα μὲ τὸν νοῦν μου ἕνα πρὸς ἕνα ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς καὶ τοὺς εἶδα νὰ διαβαίνουν καὶ νὰ ἀφανίζωνται ὅλοι. Δι' αὐτὸ δὲ καὶ ἐγὼ ἠγάπησα καὶ προοεκολλήθην εἰς τὰς μαρτυρίας τοῦ νόμου σου, διότι μόνον ὅσοι φυλάττουν αὐτὸν δὲν θὰ ἑξαφανισθοῦν.
120 καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου· ἀπὸ γὰρ τῶν κριμάτων σου ἐφοβήθην. - 120 Καρφωσε και νέκρωσε δια του αγίου φόβου σου τα προς την αμαρτίαν κλίνοντα μέλη της σαρκός μου. Ζητώ αυτήν την χάριν, διότι με τρομάζουν αι εναντίον της αμαρτίας τιμωρίαι σου. 120 Κάρφωσε καὶ νέκρωσε διὰ τοῦ φόβου σου τὰ μέλη τῆς σαρκός μου, ὥστε νὰ μὴ ἐνεργοῦν οὐδέποτε τὴν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ νὰ εἶναι πάντοτε σὰν μὲ καρφιὰ σταυρωμένα ὡς πρὸς αὐτήν. Σοῦ ἀπευθύνω τὴν παράκλησιν αὐτήν, διότι μὲ τρομάζουν αἱ κατὰ τῆς ἁμαρτίας κρίσεις καὶ τιμωρίαι σου καὶ δι’ αὐτὸ δὲν θέλω ποτὲ νὰ εὑρεθῶ ἔνοχος ἀπέναντί σου.
121 ᾿Εποίησα κρῖμα καὶ δικαιοσύνην· μὴ παραδῷς με τοῖς ἀδικοῦσί με. 121 Επεδίωξα την ευθύτητα και δικαιοσύνην, την οποίαν συ θέλεις. Δια τούτο μη με παραδώσης εις τα χέρια των εχθρών μου, που με αδικούν. 121 Προσεπάθησα νὰ ἐξομοιωθῶ πρὸς σὲ καὶ κατὰ τὰς ἀσθενεῖς μου δυνάμεις ἐπεδίωξα τὴν εὐθύτητα καὶ τὴν δικαιοσύνην. Μὴ μὲ ἀφίνῃς λοιπὸν νὰ περιέλθω αἰχμάλωτος εἰς τὴν ἐξουσίαν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι μὲ ἀδικοῦν.
122 ἔκδεξαι τὸν δοῦλόν σου εἰς ἀγαθόν· μὴ συκοφαντησάτωσάν με ὑπερήφανοι. 122 Δια το καλόν μου και προς ασφάλειάν μου πάρε κάτω από την προστασίαν σου εμέ τον δούλον σου, ώστε να μη τολμήσουν να διατυπώσουν εναντίον μου συκοφαντίας οι υπερήφανοι και αν διατυπώσουν, να μη γίνουν αυταί πιστευταί. 122 Λέβε τὸν δούλον σου ὑπὸ τὴν προστασίαν σου καὶ γενοῦ ἀσφάλεια εἰς ἐμὲ πρὸς τὸ καλάν μου, ἵνα μὴ συκοφαντηθῶ ὑπὸ τῶν ὑπερηφάνων καὶ πέσω θῦμα τῶν ἀσυνειδήτων ἐκβιασμῶν των.
123 οἱ ὀφθαλμοί μου ἐξέλιπον εἰς τὸ σωτήριόν σου καὶ εἰς τὸ λόγιον τῆς δικαιοσύνης σου. 123 Απέκαμαν τα μάτια μου περιμένοντα την σωτηρίαν από σέ, και την εκπλήρωσιν της δικαίας υποσχέσεώς σου. 123 Ἀπέκαμαν οἱ ὀφθαλμοί μου περιμένοντες πότε θὰ ἀποσταλῇ ἡ παρὰ σοῦ σωτηρία καὶ πότε θὰ ἐκπληρωθῇ ἡ σύμφωνα μὲ τὴν δικαιοσύνην σου δοθεῖσα ὑπόσχεσίς σου.
124 ποίησον μετὰ τοῦ δούλου σου κατὰ τὸ ἔλεός σου καὶ τὰ δικαιώματά σου δίδαξόν με. 124 Σε ικετεύω να φερθής προς εμέ, τον δούλόν σου, σύμφωνα με το έλεός σου, όχι σύμφωνα με τας ιδικάς μου πράξεις. Δια να ευαρεστώ δε πάντοτε εις σέ, δίδαξέ με ακόμη περισσότερον τας εντολάς σου. 124 Μεταχειρίσου με σύμφωνα μὲ τὸ ἄπειρον ἔλεός σου καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὰς πράξεις μου. Διὰ νὰ γίνουν δὲ αὗται κατὰ πάντα ἀρεσταὶ εἰς σέ, δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου.
125 δοῦλός σού εἰμι ἐγώ· συνέτισόν με, καὶ γνώσομαι τὰ μαρτύριά σου. 125 Ιδικός σου δούλος είμαι εγώ. Δος μου λοιπόν, Κυριε, σοφίαν και σύνεσιν, δια να γνωρίσω και μάθω τας εντολάς σου. 125 Εἶμαι δοῦλος σου καὶ θέλω νὰ ἀνήκω ἐξ ὁλοκλήρου εἰς σέ. Διάνοιξον τὸν νοῦν μου καὶ σόφισον αὐτόν, καὶ τότε διὰ τοῦ φωτισμοῦ σου τούτου θὰ μάθω πληρέστερον τὰς ἐν τῷ νόμῳ μαρτυρίας σου.
126 καιρὸς τοῦ ποιῆσαι τῷ Κυρίῳ· διεσκέδασαν τὸν νόμον σου. 126 Εφθασε δια τον Κυριον ο καιρός να αντιδράση και να εφαρμόση δικαιοσύνην εναντίον των εχθρών μου. Αυτοί κατεπάτησαν και κατεξέσχισαν τον Νομον σου. 126 Εἶναι καιρός, Κύριε, νὰ δράσῃς καὶ νὰ κάμῃς ἐκδίκησιν ὑπὲρ τῶν δούλων σου, διότι οἱ παράνομοι καὶ ἀσεβοῦντες κατὰ σοῦ παρεβίασαν καὶ κατεξέσχισαν τὸν νόμον σου.
127 διὰ τοῦτο ἠγάπησα τὰς ἐντολάς σου ὑπὲρ χρυσίον καὶ τοπάζιον. 127 Η πονηρία και η κακότης εκείνων με έκαμε να αγαπήσω ακόμη περισσότερον τας εντολάς σου περισσότερον από το χρυσάφι και τους πολύτιμους λίθους. 127 Ἡ ἀσεβής των ὅμως συμπεριφορὰ διήγειρεν ἐπὶ μᾶλλον τὸν ὑπὲρ τοῦ νόμου σου ζῆλον μου, καὶ διὰ τοῦτο ἠγάπησα αὐτὸν περισσότερον ἀπὸ τὸν χρυσὸν καὶ τοὺς πολυτίμους λίθους.
128 διὰ τοῦτο πρὸς πάσας τὰς ἐντολάς σου κατωρθούμην, πᾶσαν ὁδὸν ἄδικον ἐμίσησα. - 128 Δια τούτο συνεμορφούμην προς όλας τας εντολάς σου, εμίσησα δε κάθε άδικον πράξιν. 128 Διότι δὲ τόσον πολὺ ἠγάπησα τὸν νόμον σου, συνεμορφούμην πρὸς ὅλας τὰς ἐντολάς σου καὶ ἐμίσησα πάντα δρόμον ὁδηγοῦντα πρὸς τὴν ἀδικίαν.
129 Θαυμαστὰ τὰ μαρτύριά σου· διὰ τοῦτο ἐξηρεύνησεν αὐτὰ ἡ ψυχή μου. 129 Βαθύν θαυμασμόν μου προκαλούν αι εντολαί, που υπάρχουν στον Νομον σου. Δια τούτο η ψυχή μου τας ηρεύνησε και τας εμελέτησε με πόθον. 129 Αἱ ἐν τῷ θείῳ νόμῳ σου μαρτυρίαι προκαλοῦν τὸν θαυμασμὸν διὰ τὰς ἀληθείας, τὰς ὁποίας ἀποκαλύπτουν, καὶ διὰ τὴν παρηγορίαν καὶ τὸν φωτισμόν, τὸν ὁποῖον μεταδίδουν. Δι’ αὐτὸ μὲ πόθον πολὺν ἐζήτησα αὐτὰς καὶ προσεπάθησε πάντοτε νὰ ἐμβαθήνῃ εἰς ταύτας ἡ ψυχή μου.
130 ἡ δήλωσις τῶν λόγων σου φωτιεῖ καὶ συνετιεῖ νηπίους. 130 Η φανέρωσις και η ανάλυσις των εντολών σου φωτίζει και συνετίζει και αυτούς ακόμη τους απλοϊκούς ανθρώπους. 130 Ἡ φανέρωσις καὶ ἡ διὰ τῆς ἀναπτύξεως ἀποσαφήνισις τῶν λόγων σου, ὥστε νὰ γίνουν ταῦτα καταληπτά, θὰ φωτίσῃ καὶ θὰ καταστήσῃ σοφοὺς καὶ συνετοὺς τοὺς ἁπλοῦς καὶ ἀκάκους.
131 τὸ στόμα μου ἤνοιξα καὶ εἵλκυσα πνεῦμα, ὅτι τὰς ἐντολάς σου ἐπεπόθουν. 131 Ηνοιξα το στόμα μου και εισέπνευσα τον ζωογόνον αέρα. Ετσι ελαχτάρησα και λαχταρώ τας εντολάς σου. 131 Ἤνοιξα ἀσθμαίνων τὸ στόμα μου καὶ προσπαθῶ νὰ ἑλκύσω καὶ νὰ εἰσπνεύσω ἀέρα· ἔχω σφοδροτάτην ἐπιθυμίαν καὶ πόθον θερμόν, ἅτινα ἔχουν ἀνάγκην ταχείας καὶ ἐπειγούσης ἰκανοποιησεως· φλέγομαι ὑπὸ τῆς δίψης τῶν προσταγμάτων σου, καὶ ὁ πόθος μου αὐτὸς διὰ νὰ μάθω καὶ ἐφαρμόσω τὰς ἐντολάς σου, ἔχει τὸν ἀντίκτυπον αὐτὸν καὶ εἰς τὸ σῶμα μου.
132 ᾿Επίβλεψον ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με κατὰ τὸ κρίμα τῶν ἀγαπώντων τὸ ὄνομά σου. 132 Ριξε ένα σπλαγχνικό βλέμμα εις εμέ και ελέησέ με, σύμφωνα με την αξιόπιστον υπόσχεσίν σου να προστατεύης εκείνους, που σέβονται και αγαπούν το Ονομά σου. 132 Ρῖψε εὐσπλαγχνικὸν τὸ βλέμμα σου καὶ εἰς ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με σύμφωνα μὲ τὴν δικαίαν καὶ ἀμετάκλητον ἀπόφασίν σου νὰ προστατεύῃς ὅλους ὅσοι σὲ ἀγαποῦν, εἰς τοὺς ὁποίους ἡ ἀγαθότης σου ἔδωκε τὸ δικαίωμα να ἐλπίζουν πάντοτε ἐπὶ τῶν εὐσπλάγχνων διαθέσεών σου.
133 τὰ διαβήματά μου κατεύθυνον κατὰ τὸ λόγιόν σου, καὶ μὴ κατακυριευσάτω μου πᾶσα ἀνομία. 133 Κατεύθυνε την ζωήν και τα έργα μου σύμφωνα με το λόγιόν σου, ώστε καμμία παρανομία να μη κυριεύση την ψυχήν μου. 133 Συμμόρφωσε τὰς πράξεις μου καὶ ὅλην τὴν συμπεριφοράν μου πρὸς τὰς ἐντολάς σου καὶ οὕτως ἂς μὴ μὲ αἰχμαλωτίσῃ καὶ κυριεύσῃ οἱαδήποτε ἀνομία.
134 λύτρωσαί με ἀπὸ συκοφαντίας ἀνθρώπων, καὶ φυλάξω τὰς ἐντολάς σου. 134 Γλύτωσέ με από συκοφαντίας ανθρώπων και εγώ θα φυλάξω τας εντολάς σου. 134 Γλύτωσέ με ἀπὸ τὰς ψευδεῖς κατηγορίας τῶν συκοφαντούντων με ἀνθρώπων, καὶ ἐλεύθερος τότε ἀπὸ τὰς δυσκολίας καὶ τὰ ἐμπόδια καὶ ἀπὸ τὴν θλῖψιν καὶ στενοχώριαν τῶν συκοφαντιῶν θὰ φυλάξω τὰς ἐντολάς σου.
135 τὸ πρόσωπόν σου ἐπίφανον ἐπὶ τὸν δοῦλόν σου καὶ δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου. 135 Ας επιλάμψη και ας φωτίση εμέ τον δούλόν σου η αγαθότης και η καλωσύνη του προσώπου σου· δίδαξέ με τα προστάγματά σου. 135 Ἂς ἐπιλάμψῃ ἡ εὐμένεια καὶ ἡ εὐδοκία τοῦ προσώπου σου εἰς ἐμὲ τὸν δοῦλον σου· κατάπεμψον τὰς χαρίτας τοῦ προσώπου σου εἰς ἐμέ· καὶ δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου, ὥστε κατανοῶν αὐτὰ βαθύτερον νὰ συμμορφωθῶ πρὸς ταῦτα πλήρως.
136 διεξόδους ὑδάτων κατέδυσαν οἱ ὀφθαλμοί μου, ἐπεὶ οὐκ ἐφύλαξα τὸν νόμον σου. - 136 Εις τα αφθόνως αναβλύζοντα δάκρυά μου εβυθίσθησαν τα μάτια μου· και τούτο, διότι δεν ετήρησα πάντοτε τον Νομον σου. 136 Εἰς ποταμοὺς δακρύων ἐβυθίσθησαν τὰ μάτια μου καὶ κρουνηδὸν ἔρρευσαν τὰ δάκρυά μου, ἐπειδὴ συνῃσθάνθην ἐν συντριβῇ τὴν ἐνοχήν μου, ὅταν κάποτε δὲν ἐφύλαξα τὸν νόμον σου.
137 Δίκαιος εἶ, Κύριε, καὶ εὐθεῖαι αἱ κρίσεις σου. 137 Δικαιος είσαι, Κυριε, και αι αποφάσεις σου είναι ορθαί και ευθείαι. 137 Δίκαιος εἶσαι, Κύριε· καὶ ὅ,τι σὺ ἀποφασίζεις εἶναι ὀρθόν, ἀλάνθαστον καὶ εὐθές.
138 ἐνετείλω δικαιοσύνην τὰ μαρτύριά σου καὶ ἀλήθειαν σφόδρα. 138 Τα προστάγματά σου, Κυριε, τα οποία ως εντολάς έδωσες εις ημάς, είναι απολύτως δίκαια και αληθινά. 138 Αἱ μαρτυρίαι, τὰς ὁποίας μᾶς ἔδωκας ὡς νόμον καὶ ὡς ἐντολάς, ἵνα τὰς τηρῶμεν, εἶναι δικαιοσύνη ἄμεμπτος καὶ ἀλήθεια ἁγνοτάτη.
139 ἐξέτηξέ με ὁ ζῆλός σου, ὅτι ἐπελάθοντο τῶν λόγων σου οἱ ἐχθροί μου. 139 Με έλυωσεν ωσάν κερί ο ζήλός μου δια την δόξαν του Ονόματός σου, διότι οι εχθροί μου ελησμόνησαν εντελώς τας εντολάς σου. 139 Ὁ ὑπὲρ τῆς δόξης σου θερμὸς καὶ φλογερὸς ζῆλος μου μὲ ἔκαμε νὰ λυώσω ὡς κηρός, διότι εἶδα ὅτι οἱ ἐχθροί μου ἐλησμόνησαν καὶ δὲν ἔδωκαν καμμίαν προσοχὴν εἰς τοὺς λόγους τῶν ἐντολῶν σου.
140 πεπυρωμένον τὸ λόγιόν σου σφόδρα, καὶ ὁ δοῦλός σου ἠγάπησεν αὐτό. 140 Είναι όμως άφρονες, διότι τα λόγιά σου είναι ολοκάθαρα και απαστράπτοντα, όπως το χρυσάφι, το οποίον εκαθαρίσθη στο πυρωμένο καμίνι. Δια τούτο εγώ ο δούλος σου τα ηγάπησα. 140 Ἀλλὰ πόσον εἶναι ἄφρονες! Διότι ὁ λόγος σου, τὸν ὁποῖον περιεφρόνησαν, εἶναι ἀκίβδηλος καὶ ἄδολος καὶ ἁγνὸς καὶ ἀπὸ πᾶσαν πλάνην ἀνόθευτος, ὅπως ὁ χρυσὸς ποὺ ἐκαθαρίσθη εἰς τὸ πῦρ, δι’ αὐτὸ καὶ ὁ ταπεινός σου δοῦλος ἠγάπησεν αὐτόν.
141 νεώτερος ἐγώ εἰμι καὶ ἐξουδενωμένος· τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐπελαθόμην. 141 Μικρός κατά την ηλικίαν, καταφρονημένος και εξουδενωμένος είμαι μέσα εις την κοινωνίαν. Αλλά τας εντολάς σου ποτέ δεν τας ελησμόνησα. 141 Εἶμαι ἄσημος ἐγὼ καὶ μικρὸς καὶ περιφρονημένος, ὀσονδήποτε ὅμως καὶ ἂν περιφρονοῦμαι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, δὲν ἐλησμόνησα ποτὲ τὰς ἐντολάς σου, εἰς τὰς ὁποίας εὗρον παρηγορίαν καὶ ἐνίσχυσιν ἐν μέσῳ τῶν καταφρονήσεων.
142 ἡ δικαιοσύνη σου δικαιοσύνη εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ὁ νόμος σου ἀλήθεια. 142 Η δικαιοσύνη σου, Κυριε, είναι δικαοσύνη αιωνία και αναλλοίωτος και ο Νομος σου είναι αυτή αύτη η αλήθεια. 142 Ἡ δικαιοσύνη σου εἶναι αἰωνία, εἰς πᾶσαν δὲ ἐποχὴν καὶ ὑπὸ πάντων τῶν ἐναρέτων καὶ ἐχεφρόνων θὰ εὑρίσκεται ἐν τοῖς πράγμασι καὶ θὰ ὁμολογῆται ὡς δικαιοσύνη ἄμεμπτος καὶ ἐν πᾶσιν ἀκριβῆς, καὶ ὁ νόμος σου θὰ ἀποδεικνύεται ὡς ἀπόλυτος καὶ ἀδιάψευστος ἀλήθεια.
143 θλίψεις καὶ ἀνάγκαι εὕροσάν με· αἱ ἐντολαί σου μελέτη μου. 143 Με ευρήκαν θλίψεις και ανάγκαι, αλλά αι εντολαί σου, Κυριε, ήσαν πάντοτε μελέτη και παρηγορία μου. 143 Μὲ ηὗραν θλίψεις καὶ στενοχωρίαι καὶ ἀνάγκαι πιεστικαὶ αἱ ἐντολαί σου εἶναι ἡ παρηγοροῦσα καὶ ἐνισχύουσά με σπουδὴ καὶ μελέτη.
144 δικαιοσύνη τὰ μαρτύριά σου εἰς τὸν αἰῶνα· συνέτισόν με, καὶ ζήσομαι - 144 Τα προστάγματά σου είναι δίκαια, αιώνια και αναλλοίωτα. Συνέτισέ με δια μέσου αυτών, ώστε να ζήσω εγώ σύμφωνα με το άγιον θέλημά σου. 144 Αἱ μαρτυρίαι τοῦ στόματός σου εἶναι πάντοτε ἡ ἔκφρασις τῆς αἰωνίας δικαιοσύνης καὶ ὁ δι' αὐτῶν συνετισθεὶς θὰ ζήσῃ αἰωνίως. Δὸς λοιπὸν καὶ εἰς ἐμὲ τὴν σύνεσιν ταύτην καὶ θὰ ζήσω.
145 ᾿Εκέκραξα ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου· ἐπάκουσόν μου, Κύριε, τὰ δικαιώματά σου ἐκζητήσω. 145 Με όλην μου την καρδία έκραξα προς σέ· άκουσε και κάμε δεκτήν, Κυριε, την προσευχήν μου. Εγώ δε θα ζητήσω να μάθω και να κατανοήσω τας εντολάς σου. 145 Μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν ἐδεήθην καὶ ἐφώναξα μετὰ κραυγῆς ἰσχυράς· ἄκουσε καὶ κάνε δεκτήν, Κύριε, τὴν δέησίν μου, ὁπότε καὶ ἐγὼ ἀπαλλασσόμενος τῶν ἐμποδιζόντων με πειρασμῶν μὲ πόθον πολὺν θὰ ἐπιδοθῶ εἰς τὴν γνῶσιν καὶ τήρησιν τῶν δικαιωμάτων σου.
146 ἐκέκραξά σοι· σῶσόν με, καὶ φυλάξω τὰ μαρτύριά σου. 146 Εκραξα προς σέ, Κυριε· σώσε και περιφρούρησε την ζωήν μου, που κινδυνεύει, και εγώ θα φυλάξω τας εντολάς σου. 146 Ἐφώναξα ἰσχυρῶς παρακαλῶν σε, Κύριε· σῶσόν με ἀπὸ τοὺς περιστοιχίζοντάς με κινδύνους, καὶ θὰ φυλάξω διὰ τῆς χάριτός σου τὰς ἐν τῷ νόμῳ μαρτυρίας σου.
147 προέφθασα ἐν ἀωρίᾳ καὶ ἐκέκραξα, εἰς τοὺς λόγους σου ἐπήλπισα. 147 Πολύ ενωρίς, πριν περάση η νύκτα, εγώ εσηκώθηκα και προσηυχήθην με κραυγήν προς σε, διότι ήλπισα εις τα λόγια σου. 147 Προέλαβον προτοῦ νὰ διαλυθοῦν τὰ σκότη τῆς νυκτὸς καὶ ἐσηκώθην ἐνωρὶς καὶ πρόωρα ἀπὸ τὴν κλίνην καὶ σὲ παρεκάλεσα μετὰ φωνῆς ἰσχυρᾶς· εἰς τὰς ὑποσχέσεις ποὺ περιέχονται εἰς τοὺς λόγους σου ἐστήριξα τὴν ὅλην ἐλπίδα μου.
148 προέφθασαν οἱ ὀφθαλμοί μου πρὸς ὄρθρον τοῦ μελετᾶν τὰ λόγιά σου. 148 Ηνοιξαν τα μάτια μου πολύ ενωρίς, ενώ ακόμη ήτο βαθύς όρθρος, δια να μελετήσω τους λόγους σου. 148 Ἐπρόλαβον τὰς αὐγὰς τῆς ἡμέρας καὶ ἠγρύπνησαν οἱ ὀφθαλμοί μου εἰς τὸν καιρὸν τοῦ πρωϊνοῦ σκότους διὰ νὰ μελετοῦν τὰ λογία σου.
149 τῆς φωνῆς μου ἄκουσον, Κύριε, κατὰ τὸ ἔλεός σου, κατὰ τὸ κρῖμά σου ζῆσόν με. 149 Ακουσε, Κυριε, την φωνήν της δεήσεώς μου, σύμφωνα με την ευσπλαγχνίαν σου, και κατά την δικαίαν σου απόφασιν περιφρούρησε και παράτεινε την ζωήν μου. 149 Ἄκουσε, Κύριε, τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου σύμφωνα μὲ τὴν εὔσπλαγχνον διάθεσιν ποὺ ἔχεις νὰ ἐλεῆς τοὺς δούλους σου· δός μου ζωήν, σύμφωνα μὲ τὴν ἀπόφασιν, τὴν ὁποίαν ἀνέκαθεν ἔχεις λάβει νὰ δεικνύῃς ἔλεος εἰς τοὺς πιστούς σου.
150 προσήγγισαν οἱ καταδιώκοντές με ἀνομίᾳ, ἀπὸ δὲ τοῦ νόμου σου ἐμακρύνθησαν. 150 Οι εχθροί μου, που αδίκως και παραλόγως με καταδιώκουν, με επλησίασαν, δια να με εξοντώσουν. Αυτοί όμως ευρίσκονται μακράν από το άγιον θέλημά σου. 150 Αὐτοὶ ποὺ μὲ καταδιώκουν, χωρὶς νὰ διστάζουν πᾶσαν παράβασιν τοῦ νόμου σου νὰ ἀποτολμήσουν πρὸς ἐξόντωσίν μου, μὲ ἐπλησίασαν, ἀπὸ τὸν νόμον σου δὲ ἐμακρύνθησαν καὶ εἶναι διατεθειμένοι πᾶσαν παρανομίαν νὰ μετέλθουν εἰς βάρος μου.
151 ἐγγὺς εἶ, Κύριε, καὶ πᾶσαι αἱ ὁδοί σου ἀλήθεια. 151 Αλλά συ, Κυριε, είσαι κοντά μου. Ολοι δε οι τρόποι ενεργείας σου προς ημάς τους ανθρώπους είναι δίκαιοι και αληθινοί. 151 Ἀλλὰ σύ, Κύριε, εἶσαι πλησίον μου καὶ ὅπως σὺ εἶσαι ἡ ἀπόλυτος ἀλήθεια, οὕτω καὶ οἱ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τρόποι σου ἐπὶ τῆς ἀληθείας βασίζονται καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔχω πεποίθησιν εἰς τὸ ἀληθὲς καὶ βέβαιον τῶν ὑποσχέσεών σου, τῶν ἀναφερομένων εἰς τὴν σωτηρίαν τῶν ἐλπιζόντων ἐπὶ σέ.
152 κατ᾿ ἀρχὰς ἔγνων ἐκ τῶν μαρτυρίων σου, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα ἐθεμελίωσας αὐτά. - 152 Απ' αρχής εγώ, Κυριε, εγνώρισα και κατενόησα τα μαρτύριά σου και επείσθην απολύτως, ότι αι εντολαί σου έχουν αιώνια τα θεμέλιά των. 152 Παλαιόθεν καὶ ἀπ’ ἀρχῆς γνωρίζω ἀπὸ τὰς ἐν τῇ Γραφῇ μαρτυρίας σου, ὅτι αὗται εἶναι τόσον ἀληθεῖς καὶ δίκαιαι, ὥστε δὲν πρόκειται να διαψευσθοῦν καὶ νὰ χάσουν τὸ κῦρος των ποτέ, ἀλλ’ εἶναι θεμελιωμένοι ἀπὸ σὲ διὰ να εἶναι αἰώνιαι.
153 ῎Ιδε τὴν ταπείνωσίν μου καὶ ἐξελοῦ με, ὅτι τοῦ νόμου σου οὐκ ἐπελαθόμην. 153 Ιδε την καταφρόνησιν και την εξουθένωσιν, εις την οποίαν με έχουν ρίξει οι εχθροί μου, και σπεύσε να με βγάλης από αυτήν, διότι εγώ δεν ελησμόνησα ποτέ τον Νομον σου. 153 Ἴδε εἰς ποίαν ταπείνωσιν καὶ εἰς ποῖον ἐξευτελισμὸν μὲ κατέρριψαν οἱ ἐχθροί μου. Λυπήσου με καὶ σπεῦσον νὰ μὲ ἀπαλλάξῃς, διότι δὲν ἐλησμόνησα τὸν νόμον σου, ὅπως τὸν ἐλησμόνησαν οἱ ἐχθροί μου.
154 κρῖνον τὴν κρίσιν μου καὶ λύτρωσαί με· διὰ τὸν λόγον σου ζῆσόν με. 154 Συ, ωσάν δίκαιος που είσαι, κρίνε με δικαιοσύνην την υπόθεσίν μου και απάλλαξέ με από τους εχθρούς μου. Συμφωνα δε με την υπόσχεσίν σου περιφρούρησε και παράτεινε την ζωήν μου. 154 Κάμε κρίσιν ἐπὶ τῆς δικαίας ὑποθέσεωςμου καὶ γενοῦ Λυτρωτὴς καὶ Σωτήρ μου· διὰ τὰς ἐν τῷ λόγῳ σου περιλαμβανομένας ὑποσχέσεις ζωοποίησόν με.
155 μακρὰν ἀπὸ ἁμαρτωλῶν σωτηρία, ὅτι τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐξεζήτησαν. 155 Η σωτηρία των δικαίων είσαι συ. Η σωτηρία όμως των αμαρτωλών είναι μακράν, είναι ανύπαρκτος, διότι δεν εζήτησαν να μελετήσουν και να καταμάθουν τας εντολάς σου. 155 Εἶναι μακρὰν ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἡ σωτηρία, διότι τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ καθήκοντα, τῶν ὁποίων τὴν τήρησιν δικαιούσαι ν’ ἀξιοῖς ἀπὸ ἡμᾶς, δὲν τὰ ἐπόθησαν οὔτε τὰ ἐλογάριασαν.
156 οἱ οἰκτιρμοί σου πολλοί, Κύριε· κατὰ τὸ κρῖμά σου ζῆσόν με. 156 Τα ελέη σου, Κυριε, είναι πολλά. Συμφωνα με την εύσπλαγχνον κρίσιν σου περιφρούρησε και παράτεινε την ζωήν μου. 156 Οἱ οἰκτιρμοί σου εἶναι πολλοὶ καὶ ἡ εὐσπλαγχνία σου μεγάλη, Κύριε· συμφώνως πρὸς τὴν φιλάνθρωπον καὶ φιλεύσπλαγχνον κρίσιν σου δός μου ζωήν.
157 πολλοὶ οἱ ἐκδιώκοντές με καὶ θλίβοντές με· ἐκ τῶν μαρτυρίων σου οὐκ ἐξέκλινα. 157 Πολλοί είναι οι εχθροί μου, που με καταδιώκουν και με καταθλίβουν. Εγώ όμως ποτέ δεν παρεξέκλινα από τας εντολάς σου. 157 Εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ μὲ διώχνουν καὶ μὲ στενοχωροῦν προκαλοῦντες εἰς ἐμὲ θλίψεις μεγάλας· ἀλλ’ ὅμως ἐγὼ δὲν ἀπεμακρύνθην οὐδ’ ἐπ’ ἐλάχιστον ἀπὸ τὰς μαρτυρίας σου.
158 εἶδον ἀσυνετοῦντας καὶ ἐξετηκόμην, ὅτι τὰ λόγιά σου οὐκ ἐφυλάξαντο. 158 Είδα ασυνέτους ανθρώπους να απορρίπτουν τας εντολάς σου και έλυωνα από τον πόνον, διότι αυτοί δεν ετήρησαν τα λόγια σου. 158 Εἶδον αὐτοὺς ποὺ ἀπωθοῦν τὴν σύνεσιν, τὴν ὁποίαν ὁ φόβος σου καὶ ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν σου ἐμπνέει, καὶ ἀπὸ τὸν ζῆλον καὶ τὴν θλῖψιν μου ἔλυωνα, διότι δὲν ἐφύλαξαν τὰ θεῖα σου λόγια.
159 ἴδε, ὅτι τὰς ἐντολάς σου ἠγάπησα· Κύριε, ἐν τῷ ἐλέει σου ζῆσόν με. 159 Ιδε όμως, Κυριε, ότι εγώ ηγάπησα με όλην μου την καρδίαν τας εντολάς σου. Κυριε, κατά το μέγα έλεός σου, χάρισέ μου ασφαλή και μακράν την ζωήν. 159 Ἴδε πόσον ἠγάπησα τὰς ἐντολάς σου· Κύριε, δεῖξε καὶ πρὸς ἐμὲ τὸ ἔλεός σου καὶ δῶσε μου ζωήν.
160 ἀρχὴ τῶν λόγων σου ἀλήθεια, καὶ εἰς τὸν αἰῶνα πάντα τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου. - 160 Αρχή, βάσις και περιεχόμενον των λόγων σου είναι η αλήθεια και όλαι αι κρίσεις της δικαιοσύνης σου είναι αιώνιοι και αμετάθετοι. 160 Θεμέλιον καὶ περίληψις τῶν λόγων σου εἶναι ἡ ἀλήθεια, καὶ αἱ κρίσεις τῆς δικαιοσύνης σου ὅλαι εἶναι αἰώνιαι καὶ ἀμετάθετοι καὶ κανεὶς δὲν δυναταὶ νὰ ἀνατρέψῃ αὐτάς.
161 ῎Αρχοντες κατεδίωξάν με δωρεάν, καὶ ἀπὸ τῶν λόγων σου ἐδειλίασεν ἡ καρδία μου. 161 Αρχοντες ασεβείς με κατεδίωξαν χωρίς λόγον και αφορμήν. Δεν τους εφοβήθην. Από τους λόγους σου μόνον εδειλίασεν η καρδία μου, μήπως τυχόν και τους παραβώ. 161 Ἄρχοντες ἀλλόθρησκοι μὲ κατεδίωξαν ἀναιτίως, ἀλλὰ δὲν ἐφοβήθην αὐτοὺς καὶ μόνον ἀπὸ τοὺς λόγους σου ἐδειλίασεν ἡ καρδία μου, φοβηθεῖσα μήπως ἀθετοῦσα αὐτοὺς ἐμπέσῃ εἰς τὸ φοβερόν σου κρίμα.
162 ἀγαλλιάσομαι ἐγὼ ἐπὶ τὰ λόγιά σου ὡς ὁ εὑρίσκων σκῦλα πολλά. 162 Εγώ θα χαρώ τόσον πολύ από την μελέτην, την αποδοχήν και εφαρμογήν των λόγων σου, ωσάν ο νικητής εκείνος ο οποίος ευρίσκει πολλά και πολύτιμα λάφυρα. 162 Τόσον μεγάλην ἀγαλλίασιν μοῦ φέρει ἡ ἀνάγνωσις καὶ ἐφαρμογὴ τῶν λόγων σου, ὅσην αἰσθάνεται καὶ μαχητής, ὁ ὁποῖος εὑρίσκει λάφυρα πολλά.
163 ἀδικίαν ἐμίσησα καὶ ἐβδελυξάμην, τὸν δὲ νόμον σου ἠγάπησα. 163 Εμίσησα και εσιχάθηκα την αδικίαν. Τον δε Νομον σου ηγάπησα. 163 Ἐμίσησα καὶ ἐκ βάθους ἐσιχάθην πᾶσαν ἀδικίαν, ἠγάπησα δὲ τὸν νόμον σου, τὸν ὁποῖον θέλγομαι μελετῶν καὶ εὐφραίνομαι ἐφαρμόζων.
164 ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ᾔνεσά σε ἐπὶ τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου. 164 Πολλές φορές κατά το διάστημα της ημέρας σε εδοξολόγησα δια τας δικαίας κρίσεις σου. 164 Πολλάκις κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἡμέρας σὲ ἐδοξολόγησα διὰ τὰς δικαίας κρίσεις τῆς νομοθεσίας σου καὶ τῶν ἀνταποδόσεών σου.
165 εἰρήνη πολλὴ τοῖς ἀγαπῶσι τὸν νόμον σου, καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς σκάνδαλον. 165 Ειρήνη πολλή βασιλεύει εις την καρδίαν εκείνων, που αγαπούν και φυλάττουν τον Νομον σου. Δεν υπάρχει εις αυτούς σκάνδαλον, που να σκοντάπτουν επάνω του, να τους αναταράσση και να τους κλονίζη. 165 Εἰρήνη πολλὴ κυριαρχεῖ εἰς τὴν ψυχὴν ἐκείνων, ποὺ ἀγαποῦν καὶ φυλάττουν τὸν νόμον σου, καὶ οὔτε ἀπὸ πειρασμόν τινα κλονίζονται, οὔτε ἐν τῇ ἀρετῇ σκοντάπτουν.
166 προσεδόκων τὸ σωτήριόν σου, Κύριε, καὶ τὰς ἐντολάς σου ἠγάπησα. 166 Παντοτε, Κυριε, από σε επερίμενα την σωτηρίαν, και τας εντολάς σου ηγάπησα. 166 Ἀκλόνητος εἰς τὴν πρὸς σὲ ἐλπίδα ἐπερίμενα, Κύριε, τὴν παρὰ σοῦ σωτηρίαν, καὶ ἐν τῷ μεταξὺ ἠγάπησα τὰς ἐντολάς σου, προσπαθῶν πάντοτε να τηρῶ αὐτάς.
167 ἐφύλαξεν ἡ ψυχή μου τὰ μαρτύριά σου καὶ ἠγάπησεν αὐτὰ σφόδρα. 167 Η ψυχή μου εφύλαξε τας εντολάς σου, διότι θερμότατα τας έχει αγαπήσει. 167 Ἐφύλαξεν ἡ ψυχή μου τὰς ἐν τῷ νόμῳ μαρτυρίας σου καὶ ἡ τήρησις αὕτη ἐνίσχυσε τὸν πρὸς αὐτὰς ἔρωτά μου, ὁ ὁποῖος ἤναψε εἰς τὴν καρδίαν μου σφοδρός.
168 ἐφύλαξα τὰς ἐντολάς σου καὶ τὰ μαρτύριά σου, ὅτι πᾶσαι αἱ ὁδοί μου ἐναντίον σου, Κύριε. - 168 Εφύλαξα τας εντολάς σου και τα μαρτύριά σου, Κυριε, διότι έχω την συναίσθησιν ότι όλαι αι πορείαι της ζωής μου ευρίσκονται ενώπιόν σου. 168 Ἐφύλαξα τὰς ἐντολὰς καὶ τὰς μαρτυρίας σου, διότι συνησθανόμην, ὅτι ὁλόκληρος ἡ συμπεριφορά μου καὶ κάθε τι ποὺ σκέπτομαι ἡ ἐνεργῷ εἶναι ἐκτεθειμένα εἰς τὸ ὄμμα σου. Κύριε, καὶ παρακολουθεῖς αὐτά.
169 ᾿Εγγισάτω ἡ δέησίς μου ἐνώπιόν σου, Κύριε· κατὰ τὸ λόγιόν σου συνέτισόν με. 169 Ας πλησιάση, λοιπόν, ενώπιον του θρόνου της μεγαλωσύνης σου η δέησίς μου, Κυριε, και σύμφωνα με την ρητήν υπόσχεσίν σου ότι ακούεις τας προσευχάς μας, δος μου σύνεσιν και φωτισμόν. 169 Ἂς πλησιάσῃ ἡ δέησίς μου πρὸ τοῦ θρόνου σου καὶ ἂς φθάσῃ εἰς σέ. Κύριε· δός μου σύνεσιν καὶ σοφίαν καὶ σώζουσαν γνῶσιν σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσίν σου, ὅτι θὰ φωτίζῃς τοὺς ἐπικαλουμένους σέ.
170 εἰσέλθοι τὸ ἀξίωμά μου ἐνώπιόν σου, Κύριε· κατὰ τὸ λόγιόν σου ῥῦσαί με. 170 Είθε να φθάση εις σέ, Κυριε, η ιερά αυτή αξίωσίς μου. Κυριε, σύμφωνα με την υπόσχεσίν σου, γλύτωσέ με από τους διαφόρους κινδύνους, που απειλούν την ζωήν μου. 170 Εἴθε νὰ φθάσῃ μέχρι σοῦ. Κύριε, ἡ ἐπίμονος ἀξίωσις τῆς προσευχῆς μου, ἡ λέγουσα· σύμφωνα μὲ τὴν εἰς τὸν ἀψευδῆ λόγον σου ὑπόσχεσίν σου, γενοῦ ρύστης μου καὶ σωτήρ μου.
171 ἐξερεύξαιντο τὰ χείλη μου ὕμνον, ὅταν διδάξῃς με τὰ δικαιώματά σου. 171 Είθε από την καρδίαν και τα χείλη μου να αναβλύζουν πλούσιοι ύμνοι εις δόξαν σου. Και τούτο θα γίνη, όταν με διδάξης τα προστάγματά σου. 171 Θὰ ἀναβλύσῃ καὶ θὰ ἀναπηδήσῃ ἀπὸ τὰ χείλη μου συνεχὴς καὶ ἀκατάπαυστος ὕμνος, ὅταν θὰ μὲ διδάξῃς τὴν γνῶσιν καὶ τὴν τήρησιν τῶν δικαιωμάτων σου.
172 φθέγξαιτο ἡ γλῶσσά μου τὰ λόγιά σου, ὅτι πᾶσαι αἱ ἐντολαί σου δικαιοσύνη. 172 Είθε η γλώσσά μου να ομιλή και να διαλαλή πάντοτε τα λόγια σου, διότι όλαι αι εντολαί σου είναι δίκαιαι και ορθαί. 172 Εἴθε ἡ γλῶσσα μου νὰ ἀποκτήσῃ τὴν ἕξιν ὅπως λέγῃ πάντοτε τὰ θεῖα σοῦ λόγια, διότι ὅλαι αἱ ἐντολαί σου ἐκφράζουν καὶ διδάσκουν τὸ δίκαιον καὶ τὴν ἀρετήν.
173 γενέσθω ἡ χείρ σου τοῦ σῶσαί με, ὅτι τὰς ἐντολάς σου ᾑρετισάμην. 173 Ας απλωθή προς εμέ το προστατευτικό σου χέρι, δια να με σώσης, διότι εγώ, υπέρ πάντα τα άλλα, επροτίμησα και ηγάπησα τας εντολάς σου. 173 Ἂς ἀπλωθῇ ἐπάνω μου ἡ παντοδύναμος χείρ σου διὰ νὰ μὲ σώσῃ, διότι τὰς ἐντολάς σου ἐπροτίμησα ἀπὸ κάθε γήϊνον καὶ εἰς αὐτὰς εὐηρεστήθην.
174 ἐπεπόθησα τὸ σωτήριόν σου, Κύριε, καὶ ὁ νόμος σου μελέτη μού ἐστι. 174 Με όλην μου την καρδίαν επόθησα την σωτηρίαν, την οποίαν συ, Κυριε, δίδεις, και ο Νομος σου είναι παντοτεινή μου μελέτη. 174 Ἐπόθησα μὲ ὅλην μου τὴν καρδίαν τὴν σωτηρίαν, τὴν ὁποίαν σύ, Κύριε, παρέχεις, καὶ δι’ αὐτὸ μελετῶ διαρκῶς τὸν νόμον σου, ἵνα συμμορφούμενος πρὸς αὐτὸν ἐπιτύχω ταύτην.
175 ζήσεται ἡ ψυχή μου καὶ αἰνέσει σε, καὶ τὰ κρίματά σου βοηθήσει μοι. 175 Χαρις εις την ιδικήν σου προστασίαν θα ζήσω και θα σε υμνώ, αι δε δίκαιαι κρίσεις σου θα με βοηθήσουν. 175 Διὰ τῆς προστασίας καὶ χάριτός σου θὰ ζήσῃ ἡ ψυχή μου καὶ θὰ σὲ ὑμνήσῃ εὐγνωμόνως, καὶ θὰ μὲ βοηθήσουν αἱ σοφαὶ καὶ ἀγαθαὶ κρίσεις καὶ βουλαὶ τῆς προνοίας σου.
176 ἐπλανήθην ὡς πρόβατον ἀπολωλός· ζήτησον τὸν δοῦλόν σου, ὅτι τὰς ἐντολάς σου οὐκ ἐπελαθόμην. 176 Επλανήθην, Κυριε, σαν απολωλός πρόβατον, μη με αφήσης· αναζήτησε εμέ τον δούλον σου, διότι ποτέ εγώ δεν ελησμόνησα τας εντολάς σου. 176 Ἐπλανήθην καὶ ἐγὼ σὰν τὸ χαμένον πρόβατον· μὴ μὲ ἐγκαταλίπῃς, ἀλλὰ ζήτησον νὰ εὕρῃς ἐμὲ τὸν δοῦλον σου, διότι ὀσονδήποτε καὶ ἂν ἐπλανήθην, δὲν ἐξέχασα τὰς ἐντολάς σου.