Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 51 (ΝΑ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος· συνέσεως τῷ Δαυΐδ· 1 1
2 ἐν τῷ ἐλθεῖν Δωὴκ τὸν ᾿Ιδουμαῖον καὶ ἀναγγεῖλαι τῷ Σαοὺλ καὶ εἰπεῖν αὐτῷ· ἦλθε Δαυΐδ εἰς τὸν οἶκον ᾿Αβιμέλεχ. 2 2
3 (Μασ. 52) ΤΙ ΕΓΚΑΥΧᾼ ἐν κακίᾳ, ὁ δυνατός, ἀνομίαν ὅλην τὴν ἡμέραν; 3 (Μασ. 52) Διατί αλαζονεύεσαι δια την κακίαν σου συ, ω δυνατέ, ώστε να διαπράττης ανομίας με θρασύτητα και να παραβαίνης όλην την ημέραν τον νόμον του Θεού; 3 Πρὸς τί ἀλαζονεύεσαι καὶ καυχᾶσαι διὰ τὴν κακίαν σου σύ, ὦ δυνατέ, ὥστε ἀσυστόλως νὰ ἐνεργῇς ἀνομίαν καὶ χωρὶς καμμίαν τύψιν νὰ παραβαίνῃς τὸν θεῖον νόμον καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν;
4 ἀδικίαν ἐλογίσατο ἡ γλῶσσά σου· ὡσεὶ ξυρὸν ἠκονημένον ἐποίησας δόλον. 4 Αδίκους λογισμούς της καρδίας σου ελάλησε το απύλωτον στόμα σου· ώσαν με ξυράφι ακονισμένον δια της γλώσσης σου ειργάσθης δολίως προς καταστροφήν του πλησίον. 4 Ἀδίκους λογισμοὺς καὶ ὀλεθρίας σκέψεις ἐλάλησεν ἡ γλῶσσά σου· σὰν ξυράφιον ἀκονισμένον καὶ πολὺ κοπτερὸν εἰργάσθης δι’ αὐτῆς δόλον ὀλέθριον κατὰ τοῦ πλησίον.
5 ἠγάπησας κακίαν ὑπὲρ ἀγαθωσύνην, ἀδικίαν ὑπὲρ τὸ λαλῆσαι δικαιοσύνην. (διάψαλμα). 5 Ηγάπησες την κακίαν και όχι την αγαθότητα. Επροτίμησες την δολιότητα και συκοφαντίαν από του να λαλής την αλήθειαν και την δικαιοσύνην. 5 Ἠγάπησας τὴν κακίαν καὶ δὲν ἠθέλησας νὰ εἶσαι ἀγαθὸς καὶ εὐεργετικὸς πρὸς τοὺς ὁμοίους σου· προετίμησας τὴν ἀδικίαν ἀπὸ τοῦ νὰ λαλῇς τὰ δίκαια καὶ ἀληθῆ.
6 ἠγάπησας πάντα τὰ ρήματα καταποντισμοῦ, γλῶσσαν δολίαν. 6 Επροτίμησες να λέγης λόγους, οι οποίοι φέρουν καταποντισμόν και όλεθρον, και να έχης γλώσσαν δολίαν και συκοφαντικήν εναντίον των άλλων. 6 Ἠγάπησας ὅλους τοὺς λόγους, οἱ ὁποῖοι προκαλοῦν τὴν ἐξόντωσιν καὶ τὸν καταποντισμὸν τοῦ πλησίον, μὲ ὅλην σου τὴν διάθεσιν ἠθέλησας νὰ ἔχῃς γλῶσσαν δολίαν, ἡ ὁποία κάτω ἀπὸ λόγους γλυκεῖς καὶ ὑποκριτικοὺς κρύπτει τὸ θανατηφόρον δηλητήριον κατὰ τοῦ καλοῦ ὀνόματος τῶν ὁμοίων σου.
7 διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς καθέλοι σε εἰς τέλος· ἐκτίλαι σε καὶ μεταναστεύσαι σε ἀπὸ σκηνώματός σου καὶ τὸ ρίζωμά σου ἐκ γῆς ζώντων. (διάψαλμα). 7 Δια τούτο ο Θεός θα σε κατακρημνίση, θα σε ξερριζώση εντελώς, θα σε μαδήση και θα σε γυμνώση από όλα όσα έχεις. Θα σε εκδιώξη και θα σε εξορίση από την πατρίδα σου, και αυτάς ακόμη τας ρίζας των απογόνων σου θα εξαφανίση εκ μέσου των ζώντων. 7 Πλὴν διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς θὰ σὲ καταστρέψῃ ὁλοτελῶς· θὰ σὲ ξερριζώσῃ ὡς πονηρὰν καὶ ἀγρίου χόρτου φυτείαν καὶ θὰ σὲ ἐκπατρίσῃ ἀπομακρύνων σε ἀπὸ τὸν τόπον τῆς κατοικίας σου, καὶ αὐτὰς ἀκόμη τὰς ρίζας σου θὰ ἀφανίσῃ ἀπὸ τὴν γῆν τῶν ζώντων.
8 ὄψονται δίκαιοι καὶ φοβηθήσονται καὶ ἐπ᾿ αὐτὸν γελάσονται καὶ ἐροῦσιν· 8 Θα ίδουν οι δίκαιοι την δικαίαν εκ μέρους του Θεού τιμωρίαν σου και θα φοβηθούν. Κατόπιν όμως θα γελάσουν με ικανοποίησιν και χαράν, διότι απεδόθη η πρέπουσα δικαιοσύνη και θα είπουν· 8 Θὰ ἴδουν οἱ δίκαιοι τὴν πτῶσιν του καὶ τὸν ἐξαφανισμόν του καὶ θὰ φοβηθοῦν διὰ τὴν ὑπὸ τῆς δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ αὐστηρὰν τιμωρίαν, ἀλλὰ καὶ θὰ γελάσουν δι’ αὐτὸν ἱκανοποιούμενοι ἀπὸ τὸν θρίαμβον τῆς θείας δικαιοσύνης. Καὶ θὰ εἴπουν:
9 ἰδοὺ ἄνθρωπος, ὃς οὐκ ἔθετο τὸν Θεὸν βοηθὸν αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἐπήλπισεν ἐπὶ τὸ πλῆθος τοῦ πλούτου αὐτοῦ καὶ ἐνεδυναμώθη ἐπὶ τῇ ματαιότητι αὐτοῦ. 9 Ιδού ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος δεν ηθέλησε τον Θεόν ως συμπαραστάτην και βοηθόν του, αλλά ήλπισεν στον πολύν πλούτον του. Εστήριξε και εμεγάλωσε την δύναμίν του επί ματαίων και εφημέρων πραγμάτων. 9 Ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δὲν ἔθεσε τὸν Θεὸν βοηθόν του, ἀλλ’ ἐστήριξε τὴν ἐλπίδα εἰς τὸ πλῆθος τοῦ πλούτου του καὶ ᾠκοδόμησε τὴν δύναμιν καὶ ἐπιρροήν του ἐπὶ τῆς ματαιότητός του.
10 ἐγὼ δὲ ὡσεὶ ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ· ἤλπισα ἐπὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος. 10 Εγώ όμως αντιθέτως θα είμαι μέσα στον οίκον του Κυρίου, όπως η κατάκαρπος ελαία. Εγώ εστήριξα τας ελπίδας μου στο έλεος του Θεού μου πάντοτε, στους αιώνας των αιώνων. 10 Ἀντιθέτως ἐγώ, σὰν ἐλαία ἀειθαλὴς καὶ γεμάτη καρπόν, εὑρίσκω ἀσφαλὲς καταφύγιον ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Κυρίου, καὶ παραμένω ἀχώριστος ἀπὸ τῆς μετ’ αὐτοῦ ἐπικοινωνίας καὶ ἐνισχύσεως. Ἐστήριξα τὴν ἐλπίδα μου ὄχι εἰς τὸν πλοῦτον καὶ εἰς τὴν ἀνθρωπίνην ἐπιρροήν, ἀλλ' ἐπὶ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ διὰ παντὸς καὶ εἰς τοὺς ἀτελευτήτους αἰῶνας.
11 ἐξομολογήσομαί σοι εἰς τὸν αἰῶνα, ὅτι ἐποίησας, καὶ ὑπομενῶ τὸ ὄνομά σου, ὅτι χρηστὸν ἐναντίον τῶν ὁσίων σου. 11 Κυριε, σε δοξολογώ και θα σε δοξολογώ πάντοτε, διότι έκαμες και θα κάμης δεκτά τα αιτήματά μου. Εις κάθε δε δυσκολίαν της ζωής μου θα περιμένω την ιδικήν σου επέμβασιν, διότι αυτή είναι πάντοτε αγαθοποιός και ευεργετική στους αφωσιωμένους προς σέ. 11 Κύριε, θὰ σὲ δοξολογῶ αἰωνίως, διότι ἐποίησας τὰ αἰτήματα τῆς προσευχῆς μου· καὶ εἰς πᾶσαν δυσχερῆ περίστασίν μου μετ' ἐγκαρτερήσεως θὰ ἀναμένω τὴν θείαν παρουσίαν καὶ ἐπέμβασίν σου, διότι ἐκδηλοῦται αὕτη εὐεργετικὴ εἰς τοὺς εἰς σὲ ἀφωσιωμένους δούλους σου.