Σάββατο, 27 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:34
Δύση: 20:12
Σελ. 19 ημ.
118-248
16ος χρόνος, 5915η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 43 (ΜΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος· τοῖς υἱοῖς Κορὲ εἰς σύνεσιν ψαλμός. 1 1
2 (Μασ. 44) Ο ΘΕΟΣ, ἐν τοῖς ὠσὶν ἡμῶν ἠκούσαμεν, καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν ἀνήγγειλαν ἡμῖν ἔργον, ὃ εἰργάσω ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν, ἐν ἡμέραις ἀρχαίαις. 2 (Μασ. 44) Με τα αυτιά μας, ω Θεέ, ηκούσαμεν, όταν ακόμη είμεθα παιδιά, και οι πατέρες μας σύμφωνα με την εντολήν σου μας διηγήθησαν το θαυμαστόν έργον, το οποίον συ εις εκείνας τας ημέρας των έκαμες. 2 Μὲ τὰ αὐτιά μας, ὦ Θεέ, ἠκούσαμεν, ὅταν ἤμεθα ἀκόμη μικρὰ παιδιὰ καὶ οἱ πατέρες μας σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολήν, ποὺ τοὺς ἔδωκες, μᾶς ἀφηγήθησαν τὸ θαυμαστὸν ἔργον, τὸ ὁποῖον εἰργάσθης κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὑπὸ τὰ ὄμματά των, κατὰ τὰς παλαιὰς καὶ ἀλησμονήτους ἐκείνας ἡμέρας.
3 ἡ χείρ σου ἔθνη ἐξωλόθρευσε, καὶ κατεφύτευσας αὐτούς, ἐκάκωσας λαοὺς καὶ ἐξέβαλες αὐτούς. 3 Η παντοδύναμος δεξιά σου εξωλόθρευσε τα κατοικούντα την Χαναάν αμαρτωλά ειδωλολατρικά έθνη και κατεφύτευσας εις την Χαναάν ως μονίμους κατοίκους της αυτούς. Ετιμώρησες εν τη δικαιοσύνη σου λαούς ασεβείς και τους εξεδίωξες από την γην της Επαγγελίας. 3 Ἡ ἀκαταγώνιστος δύναμις τῆς χειρός σου ἐξωλόθρευσε τὰ κατοικοῦντα ἐν τῇ γῇ Χαναὰν εἰδωλολατρικὰ ἔθνη καὶ ἐγκατέστησας τοὺς πατέρας μας ἐκεῖ ὡς ἄλλο ριζοβολημένον δένδρον, ἐκακοποίησας λαοὺς ἀσεβεῖς καὶ τοὺς ἐξεδίωξας ἀπὸ τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας.
4 οὐ γὰρ ἐν τῇ ῥομφαίᾳ αὐτῶν ἐκληρονόμησαν γῆν, καὶ ὁ βραχίων αὐτῶν οὐκ ἔσωσεν αὐτούς, ἀλλ᾿ ἡ δεξιά σου καὶ ὁ βραχίων σου καὶ ὁ φωτισμὸς τοῦ προσώπου σου, ὅτι ηὐδόκησας ἐν αὐτοῖς. 4 Οι πρόγονοί μας δεν κατέκτησαν με την ρομφαίαν των ως κληρονομίαν των παντοτεινήν την γην Χαναάν. Δεν τους έσωσε κατά τας μάχας εναντίον των ειδωλολατρικών εθνών η δύναμις του βραχίονός των, αλλά η παντοδύναμος δεξιά σου, Κυριε, και ο ιδικός σου βραχίων, η προσωπική σου εμφάνισις και εύνοια, αυτά τους έσωσαν. Διότι συ από τον εαυτόν σου ευδόκησες να τους προσφέρης την γην Χαναάν. 4 Διότι οὐχὶ μὲ τὴν ρομφαίαν, διὰ τῆς ὁποίας ἐμάχοντο, κατέκτησαν οἱ προπάτορές μας ὡς μόνιμον κληρονομίαν των τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, καὶ δὲν ἔσωσεν αὐτοὺς εἰς τὰς μάχας των κατὰ τῶν ἐθνῶν ἡ δύναμις τοῦ βραχίονός των, ἀλλ' ἡ δεξιά σου χεὶρ καὶ ὁ ἰδικός σου βραχίων καὶ ὁ ἀπὸ τοῦ ἱλαροῦ καὶ προστατευτικοῦ προσώπου σου προερχόμενος φωτισμὸς καὶ ἡ χαροποιοῦσα εὔνοιά σου, αὐτὰ τοὺς ἔσωσαν, διότι τοὺς ἠγάπησες καὶ εὐηρεστήθης νὰ προστατεύσῃς καὶ εὐεργετήσῃς αὐτούς.
5 σὺ εἶ αὐτὸς ὁ Βασιλεύς μου καὶ ὁ Θεός μου ὁ ἐντελλόμενος τὰς σωτηρίας ᾿Ιακώβ· 5 Συ ο ίδιος είσαι και σήμερον ο ιδικός μου βασιλεύς και Θεός, ο οποίος διέταξες και επραγματοποιήθησαν νικηφόροι πόλεμοι του Ισραήλ κατά το παρελθόν. 5 Σὺ ὁ ἴδιος, ὅστις ἦσο βασιλεὺς καὶ Θεὸς ἐκείνων, εἶσαι καὶ ἰδικός μου βασιλεὺς καὶ Θεός, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς ἐντολῆς καὶ προσταγῆς σου ἐχάρισας τὰς νίκας καὶ τὰς σωτηρίας εἰς τὸν ἀπὸ τοῦ Ἰακὼβ καταγόμενον λαόν σου.
6 ἐν σοὶ τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν κερατιοῦμεν καὶ ἐν τῷ ὀνόματί σου ἐξουδενώσομεν τοὺς ἐπανισταμένους ἡμῖν. 6 Δια σου και τώρα θα συντρίψωμεν και θα καταβάλωμεν τους εχθρούς μας και εν τω ονόματί σου θα εκμηδενίσωμεν εκείνους, οι οποίοι επέρχονται εναντίον μας. 6 Διὰ τῆς ἰσχύος καὶ βοηθείας σου θὰ διαπεράσωμεν ὡσὰν μὲ δυνατὰ κέρατα καὶ θὰ καταβάλωμεν τοὺς ἐχθρούς μας, καὶ ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομά σου καὶ μὲ τὴν πεποίθησίν μας ἀκλόνητον εἰς αὐτὸ θὰ ἐκμηδενίσωμεν ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐξεγείρονται ἐναντίον μας.
7 οὐ γὰρ ἐπὶ τῷ τόξῳ μου ἐλπιῶ, καὶ ἡ ρομφαία μου οὐ σώσει με· 7 Δεν στηρίζω εγώ σήμερον τας ελπίδας μου στο τόξον μου, ούτε πιστεύω ότι η ρομφαία μου θα με σώση, αλλά Συ θα με σώσης. 7 Διότι δὲν θὰ στηρίξω τὴν ἐλπίδα μου εἰς τὸ τόξον, μὲ τὸ ὁποῖον πολεμῶ, καὶ δὲν θὰ μὲ σώσῃ ἡ σπάθη, τὴν ὁποίαν φέρω ἐπὶ τῶν χειρῶν μου.
8 ἔσωσας γὰρ ἡμᾶς ἐκ τῶν θλιβόντων ἡμᾶς καὶ τοὺς μισοῦντας ἡμᾶς κατῄσχυνας. 8 Διότι και στο παρελθόν συ μας διέσωσες από εκείνους, οι οποίοι μας κατέθλιβαν, και κατεξηυτέλισες εκείνους, οι οποίοι μας εμισούσαν. 8 Διότι ἐκ τοῦ παρελθόντος γνωρίζω, ὅτι σὺ μᾶς ἔσωσας ἀπὸ τοὺς ξένους ποὺ μᾶς ἔθλιβον καὶ μᾶς κατεπίεζον, καὶ σὺ παρέδιδες εἰς ἐπαίσχυντον ἧτταν ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐμίσουν.
9 ἐν τῷ Θεῷ ἐπαινεθησόμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ ἐν τῷ ὀνόματί σου ἐξομολογηθησόμεθα εἰς τὸν αἰῶνα. (διάψαλμα). 9 Εις σέ, λοιπόν, τον παντοδύναμον και πανάγαθον Θεόν θα καυχώμεθα όλας τας ημέρας της ζωής μας και θα δοξολογούμεν την παντοδυναμίαν σου ακαταπαύστως. 9 Θὰ καυχηθῶμεν καθ’ ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μας διότι τοιοῦτον ἔχομεν Θεὸν καὶ θὰ δοξάζωμεν τὸ ὄνομά σου ἀκαταπαύστως εἰς τὸν αἰῶνα.
10 νυνὶ δὲ ἀπώσω καὶ κατῄσχυνας ἡμᾶς καὶ οὐκ ἐξελεύσῃ, ὁ Θεός, ἐν ταῖς δυνάμεσιν ἡμῶν. 10 Τωρα όμως μας έσπρωξες μακρυά σου και μας εντρόπιασες εις τα μάτια των άλλων λαών. Δεν εκστρατεύεις πλέον, ω Θεέ μου, μαζή με τας στρατιωτικάς δυνάμεις μας. 10 Τώρα ὅμως μᾶς ἔσπρωξες μακράν σου καὶ μᾶς κατεντρόπιασες καὶ δὲν θὰ ἐξέλθῃς πλέον, ὦ Θεέ, μετὰ τῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων μας, σύμμαχος καὶ προστάτης καὶ ἀρχηγός μας.
11 ἀπέστρεψας ἡμᾶς εἰς τὰ ὀπίσω παρὰ τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν, καὶ οἱ μισοῦντες ἡμᾶς διήρπαζον ἑαυτοῖς. 11 Παρεχώρησες να γυρίσωμεν νικημένοι τις πλάτες προ των εχθρών μας και εκείνοι, που μας εμισούσαν, μας ελαφυραγωγούσαν, δια να θησαυρίζουν εις βάρος μας. 11 Παρεχώρησας νὰ στρέψωμεν νικημένοι τὰ νῶτα πρὸ τῶν ἐχθρῶν μας καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐμίσουν μᾶς ἐλαφυραγώγουν πρὸς θησαυρισμόν των.
12 ἔδωκας ἡμᾶς ὡς πρόβατα βρώσεως καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσι διέσπειρας ἡμᾶς· 12 Μας παρέδωκες στους εχθρούς μας σαν πρόβατα προωρισμένα εις σφαγήν και εις βρώσιν. Μας διεσκόρπισες μεταξύ των ειδωλολατρικών εθνών αιχμαλώτους. 12 Μᾶς παρέδωκας εἰς τοὺς ἐχθρούς μας σὰν πρόβατα προωρισμένα νὰ σφαγοῦν καὶ καταφαγωθοῦν, καὶ μᾶς διεσκόρπισας αἰχμαλώτους μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρικῦν ἐθνῶν.
13 ἀπέδου τὸν λαόν σου ἄνευ τιμῆς, καὶ οὐκ ἦν πλῆθος ἐν τοῖς ἀλαλάγμασιν αὐτῶν. 13 Επέτρεψες να πωληθή ο λαός σου δια το τίποτε, σαν άχρηστοι και χωρίς καμμίαν αξίαν δούλοι. Και όλα αυτά, καθ' ον χρόνον δεν ήτο πολύ το πλήθος εκείνων, οι οποίοι με αλαλαγμούς επετέθησαν εναντίον μας και μας κατενίκησαν. 13 Ἐπέτρεψας νὰ πωληθῇ ὁ λαός σου ἀντὶ μηδαμινοῦ τιμήματος, σὰν ἄχρηστοι καὶ χωρὶς καμμίαν ἀξίαν δοῦλοι καὶ ἐπάθαμεν ὅλα αὐτὰ εἰς καιρὸν ποὺ δὲν ἦτο πολὺ τὸ πλῆθος ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι μὲ ἀλαλαγμοὺς ἐπέπεσαν καθ’ ἡμῶν καὶ μᾶς κατενίκησαν.
14 ἔθου ἡμᾶς ὄνειδος τοῖς γείτοσιν ἡμῶν, μυκτηρισμὸν καὶ χλευασμὸν τοῖς κύκλῳ ἡμῶν· 14 Παρεχώρησες να γίνωμεν εμπαιγμός στους γειτονικούς μας λαούς. Χλευασμός και περίγελως εις τα τριγύρω από ημάς έθνη. 14 Παρεχώρησας νὰ γίνωμεν ὄνειδος εἰς τοὺς γειτονικούς μας λαούς, χλεύη καὶ περιγέλως καὶ ἐμπαιγμὸς εἰς τὰ τριγύρω μας ἔθνη, τοὺς Ἐδωμίτας, Ἀμμωνίτας καὶ Μωαβίτας.
15 ἔθου ἡμᾶς εἰς παραβολὴν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, κίνησιν κεφαλῆς ἐν τοῖς λαοῖς. 15 Παροιμιώδης κατήντησεν η τρομερά κατάπτωσίς μας μεταξύ των ειδωλολατρικών εθνών, των οποίων οι λαοί κινούν εμπαικτικώς τας κεφαλάς των δια την καταστροφήν μας. 15 Κατήντησε παροιμιώδης καὶ μῦθος ἡ κατάπτωσις καὶ ταπείνωσίς μας εἰς τὰ στόματα τῶν ἐθνικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ περιπτώσεων μεγάλου ἐξευτελισμοῦ καὶ δυστυχίας λέγουν: Ἔπαθον ὁποῖα καὶ οἱ Ἰσραηλῖται. Καὶ οἱ πλέον μεμακρυσμένοι λαοὶ κινοῦν τὰς κεφαλάς των οἰκτείροντες καὶ ἐλεεινολογοῦντες ἠμᾶς.
16 ὅλην τὴν ἡμέραν ἡ ἐντροπή μου κατεναντίον μού ἐστι, καὶ ἡ αἰσχύνη τοῦ προσώπου μου ἐκάλυψέ με 16 Καθ' όλην αυτήν την περίοδον, ο εξευτελισμός του ταπεινωμένου λαού ευρίσκεται προ των οφθαλμών μου και η έντροπή μου έχει απλωθή και έχει σκεπάσει το πρόσωπόν μου 16 Ἡμέρα δὲν παρέρχεται, κατὰ τὴν ὁποίαν νὰ μὴ εἶναι ἐμπρός μου ἡ ἐντροπή, ποὺ αἰσθάνομαι δι’ ἐμὲ καὶ τὸ ἔθνος μου, καὶ ἡ καταισχύνῃ, ποὺ μὲ ἀναγκάζει νὰ ρίπτω κάτω κατακόκκινον τὸ πρόσωπόν μου, μὲ κατεπλάκωσε καὶ μὲ ἐσκέπασεν ὁλόκληρον,
17 ἀπὸ φωνῆς ὀνειδίζοντος καὶ καταλαλοῦντος, ἀπὸ προσώπου ἐχθροῦ καὶ ἐκδιώκοντος. 17 Και τούτο εξ αιτίας των εμπαιγμών από εκείνους, οι οποίοι μας υβρίζουν και μας περιφρονούν, εξ αιτίας της καταφρονήσεως, η οποία διαγράφεται έντονα στο πρόσωπον και το βλέμμα των εχθρών μας και των καταδιωκόντων ημάς. 17 λόγῳ τῆς ὀνειδιστικῆς καὶ περιφρονητικῆς φωνῆς τοῦ καθενὸς ποὺ μᾶς ὑβρίζει καὶ μᾶς κατηγορεῖ, λόγῳ τοῦ ἀγριωποῦ καὶ γεμάτου περιφρόνησιν προσώπου καὶ τῶν λοξῶν βλεμμάτων τοῦ ἐχθροῦ καὶ του καταδιώκοντος ἡμᾶς.
18 ταῦτα πάντα ἦλθεν ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ οὐκ ἐπελαθόμεθά σου καὶ οὐκ ἠδικήσαμεν ἐν τῇ διαθήκῃ σου, 18 Ολα αυτά τα δεινά εξέσπασαν εναντίον μας, και όμως ημείς δεν σε ελησμονήσαμεν. Δεν κατεπατήσαμεν τον νόμον σου και την διαθήκην σου. 18 Ὅλα αὐτὰ τὰ δεινὰ ἐπῆλθον καθ’ ἡμῶν, καὶ ὅμως δὲν σὲ ἐλησμονήσαμεν, καὶ δὲν παρεβιάσαμεν τὴν διαθήκην, ποὺ συνῆψας μετὰ τοῦ Ἀβραάμ.
19 καὶ οὐκ ἀπέστη εἰς τὰ ὀπίσω ἡ καρδία ἡμῶν καὶ ἐξέκλινας τὰς τρίβους ἡμῶν ἀπὸ τῆς ὁδοῦ σου. 19 Η καρδία μας δεν απεμακρύνθη από σέ. Συ όμως, Κυριε, επέτρεψες με τας θλίψεις αυτάς να χάσωμεν τον δρόμον μας και να παρεκκλίνωμεν από τον ιδικόν σου δρόμον. 19 Καὶ δὲν ἐστράφη πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ μακρὰν ἀπὸ σὲ ἡ καρδία μας· καὶ ἐξ αἰτίας τῶν ἀλγεινῶν, ποὺ ἐπέτρεψας νὰ μᾶς συμβοῦν, μᾶς ἀφῆκες νὰ χάσωμεν τὸν δρόμον μας καὶ νὰ ἐκτραπῶμεν ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου εὐθεῖαν ὁδόν.
20 ὅτι ἐταπείνωσας ἡμᾶς ἐν τόπῳ κακώσεως, καὶ ἐπεκάλυψεν ἡμᾶς σκιὰ θανάτου. 20 Διότι μας εταπείνωσες στον τόπον αυτόν της ταλαιπωρίας και υποδουλώσεως. Εκεί μας εκάλυψεν η ζοφερά σκια του θανάτου. 20 Διότι μᾶς ἐταπείνωσας εἰς τόπον κακοπαθείας καὶ ὑποδουλώσεως καὶ ὡς ἄλλο σάβανον μᾶς ἐκάλυψαν τὰ σκότη καὶ οἱ κίνδυνοι τοῦ θανάτου.
21 εἰ ἐπελαθόμεθα τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καὶ εἰ διεπετάσαμεν χεῖρας ἡμῶν πρὸς Θεὸν ἀλλότριον, 21 Εάν είχαμεν λησμονήσει το όνομα του Θεού μας, εάν είχαμεν υψώσει ικετευτικάς τας χείρας προς άλλον θεόν ψευδή ειδωλολατρικόν, 21 Ἐὰν εἴχαμεν λησμονήσει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας καὶ ἐὰν ἐσηκώσαμεν ἱκετευτικὰς τὰς χεῖρας μας πρὸς Θεὸν ξένον καὶ ψευδῆ,
22 οὐχὶ ὁ Θεὸς ἐκζητήσει ταῦτα; αὐτὸς γὰρ γινώσκει τὰ κρύφια τῆς καρδίας. 22 ο Θεός μας δεν θα είχε αντιληφθή τούτο και δεν θα μας εζητούσε τον λόγον; Αυτός γνωρίζει και τα πλέον απόκρυφα αισθήματα και βουλεύματα των καρδιών μας. 22 δὲν θὰ ἀντελαμβάνετο τοῦτο ὁ Θεός, διὰ νὰ μᾶς ζητήσῃ ἀκριβῆ λόγον διὰ τὴν εἰδωλολατρίαν μας ταύτην; Ἀσφαλῶς ναί. Διότι αὐτὸς γνωρίζει καὶ τὰς ἀποκρύφους σκέψεις καὶ διαθέσεις πάσης καρδίας.
23 ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. 23 Αλλ' ημείς, Κυριε, προς χάριν σου υφιστάμεθα θανάσιμα μαρτύρια όλην την ημέραν. Εθεωρήθημεν ως πρόβατα συρόμενα εις την σφαγήν. 23 Ἀλλ’ ἠμεῖς ὄχι μόνον τοιοῦτον τι δὲν ἐπράξαμεν, ἀλλὰ μαρτυροῦμεν διὰ τὸ ὄνομά σου. Διότι ἕνεκα τῆς πρὸς σὲ πίστεώς μας ὑφιστάμεθα κατὰ πρόθεσιν θάνατον καθημερινῶς, ἕτοιμοι πάντοτε νὰ ἀποθάνωμεν διὰ σέ. Ἐθεωρήθημεν σὰν πρόβατα συρόμενα πρὸς σφαγήν.
24 ἐξεγέρθητι· ἱνατί ὑπνοῖς, Κύριε; ἀνάστηθι καὶ μὴ ἀπώσῃ εἰς τέλος. 24 Σηκω επάνω. Διατί φαίνεται ότι κοιμάσαι, Κυριε; Σηκω και μη μας σπρώχνης μακρυά από κοντά σου, δια να μη καταστραφώμεν εξ ολοκλήρου. 24 Σήκω ἐπάνω διὰ νὰ κάμῃς ἐκδίκησιν καὶ νὰ μᾶς βοηθήσῃς, Κύριε. Διατὶ φαίνεσαι σὰν νὰ κοιμᾶσαι, ἀδιαφόρων διὰ τὸ κατάντημά μας; Σήκω καὶ μὴ μᾶς σπρώχνῃς ἀπὸ κοντά σου ὡς ἀνεπιθυμήτους καὶ ἀπεχθεῖς εἰς τὸ διηνεκές.
25 ἱνατί τὸ πρόσωπόν σου ἀποστρέφεις; ἐπιλανθάνῃ τῆς πτωχείας ἡμῶν καὶ τῆς θλίψεως ἡμῶν; 25 Διατί γυρίζεις αλλού το πρόσωπόν σου; Λησμονείς την δυστυχίαν και την θλίψιν μας; 25 Διατὶ στρέφεις μὲ ἀδιαφορίαν ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν σου διὰ νὰ μὴ μᾶς βλέπῃς; Διατὶ λησμονεῖς τὴν ἀθλιότητά μας καὶ τὴν θλῖψιν μας;
26 ὅτι ἐταπεινώθη εἰς χοῦν ἡ ψυχὴ ἡμῶν, ἐκολλήθη εἰς γῆν ἡ γαστὴρ ἡμῶν. 26 Σπλαγχνίσου μας, Κυριε, διότι η ζωη μας κατέπεσεν στο χώμα του τάφου. Η κοιλία μας εκολλήθη στο έδαφος και εποδοπατήθημεν από τους εχθρούς μας. 26 Θλιβόμεθα πολύ. Διότι κατέπεσεν εἰς τὸ χῶμα ἐξηντλημένη ἡ ψυχή μας καὶ ἐκόλλησαν εἰς τὴν γῆν τὰ σπλάγχνα μας λόγῳ τῆς καταπιέσεως καὶ καταπατήσεως, ποὺ ὑφιστάμεθα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας.
27 ἀνάστα, Κύριε, βοήθησον ἡμῖν καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου. 27 Σηκω, Κυριε, βοήθησέ μας, και γλύτωσέ μας εις δόξαν του αγίου σου Ονόματος. 27 Σήκω, Κύριε· βοήθησέ μας καὶ ἐλευθέρωσέ μας, διὰ τὸ ὄνομά σου καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν σου.