Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
Ψαλμὸς τῷ ᾿Ασάφ. | | |
1 (Μασ. 79) Ο ΘΕΟΣ, ἤλθοσαν ἔθνη εἰς τὴν κληρονομίαν σου, ἐμίαναν τὸν ναὸν τὸν ἅγιόν σου, ἔθεντο ῾Ιερουσαλὴμ ὡς ὀπωροφυλάκιον. | 1 (Μασ. 79) Ω Θεέ, ειδωλολατρικά έθνη επήλθον, εναντίον της ιδικής σου κληρονομίας και κατεπλημμύρισαν την γην, εβεβήλωσαν τον άγιόν σου ναόν και μετέβαλαν την Ιερουσαλήμ εις ερείπια, ωσάν μίαν αχυροκαλύβην, η οποία είχε χρησιμεύσει δια την πρόχειρον συγκέντρωσιν των οπωρικών. | 1 Ω Θεέ, ἔθνη εἰδωλολατρικα ἦλθον καὶ ἐπέδραμον κατὰ τῆς κληρονομίας σου, ἐμόλυναν καὶ ἐβεβήλωσαν τὸν ἅγιον ναόν σου, διὰ τῶν καταστροφῶν των ἔκαμαν τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁμοίαν πρὸς πρόχειρον καλύβην ὀπωρικῶν καὶ φρούτων, σὰν ἐκείνας αἵτινες ἐγκαταλειπόμεναι μετὰ τὸ θέρος ἐρημοῦνται. |
2 ἔθεντο τὰ θνησιμαῖα τῶν δούλων σου βρώματα τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ, τὰς σάρκας τῶν ὁσίων σου τοῖς θηρίοις τῆς γῆς· | 2 Αφήκαν άταφα τα πτώματα των δούλων σου, τροφήν εις τα πτηνά του ουρανού, και τας σάρκας των ανθρώπων των αφωσιωμένων εις σέ, ως βοράν εις τα θηρία της γης. | 2 Ἀφῆκαν ἄταφα τὰ σώματά των ὑπ’ αὐτῶν κατασφαγέντων δούλων σου καὶ τὰ ἐξέθεσαν πρὸς βρῶσιν εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ· ἔρριψαν τὰς σάρκας των εἰς σὲ ἀφωσιωμένων εἰς τὰ θηρία τῆς γῆς, ἵνα καταβροχθισθοῦν ὑπ’ αὐτῶν. |
3 ἐξέχεαν τὸ αἷμα αὐτῶν ὡσεὶ ὕδωρ κύκλῳ ῾Ιερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἦν ὁ θάπτων. | 3 Αφθονον έχυσαν το αίμα των, ωσάν το νερό κύκλω από την Ιερουσαλήμ και κανείς δεν υπήρξε να τους θάψη. | 3 Ἔχυσαν ἀφθόνως τὸ αἷμα των καὶ ἔρρευσε τοῦτο γύρω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ σὰν νὰ ἦτο νερόν, καὶ δὲν ἔμεινε κανείς, ὅπως θάψῃ τοὺς κατασφαγέντας. |
4 ἐγενήθημεν ὄνειδος τοῖς γείτοσιν ἡμῶν, μυκτηρισμὸς καὶ χλευασμὸς τοῖς κύκλῳ ἡμῶν. | 4 Εγίναμεν περίγελως και εξευτελισμός στους γειτονικούς μας ειδωλολατρικούς λαούς, τους Μωαβίτας, τους Αμμωνίτας και τους Ιδουμαίους. Εγίναμεν χλευασμός και εμπαιγμός στους περικυκλούντας την χώραν μας αλλοφύλους. | 4 Ἐγίναμεν ὄνειδος καὶ περίγελως εἰς τοὺς γείτονάς μας λαούς, τοὺς Μωαβίτας, Ἀμμωνίτας καὶ Ἰδουμαίους, ἐγίναμεν περιπαιγμὸς καὶ χλευασμὸς εἰς τοὺς περικυκλοῦντας τὴν χώραν μας ἀλλοφύλους. |
5 ἕως πότε, Κύριε, ὀργισθήσῃ εἰς τέλος, ἐκκαυθήσεται ὡς πῦρ ὁ ζῆλός σου; | 5 Εως πότε, Κυριε, θα οργίζεσαι εναντίον μας, χωρίς και να έχη τελειωμόν η οργή σου; Εως πότε θα αναρριπίζεται ως φοβερά πυρκαϊά εναντίον μας η ζηλοτυπία σου; | 5 Ἕως πότε, Κύριε, θὰ ὀργίζεσαι καθ’ ἠμῶν, χωρὶς νὰ ἔχῃ τελειωμὸν ἡ ὀργή σου; Καὶ ἕως πότε θὰ ἀνάπτῃ ὡς πῦρ ἢ ζηλοτυπία, τὴν ὁποίαν σοῦ διηγείραμεν προσκυνήσαντες θεοὺς ἀλλοτρίους; |
6 ἔκχεον τὴν ὀργήν σου ἐπὶ τὰ ἔθνη τὰ μὴ γινώσκοντά σε καὶ ἐπὶ βασιλείας, αἳ τὸ ὄνομά σου οὐκ ἐπεκαλέσαντο, | 6 Στρέψε ορμητικήν την οργήν σου εναντίον των ειδωλολατρικών εθνών, τα οποία δεν σε αναγνωρίζουν ως Θεόν των, εναντίον των βασιλείων, τα οποία ποτέ δεν επεκαλέσθησαν το Ονομά σου. | 6 Ἔκχυσον τὴν ὀργήν σου κατὰ τῶν ἐθνῶν, τὰ ὁποῖα δὲν σὲ γνωρίζουν καὶ λατρεύουν ἀντὶ σοῦ τὰ εἴδωλα· ἔκχυσον τὴν ὀργήν σου ἐναντίον βασιλείων, τὰ ὁποῖα δὲν ἐπεκαλέσθησαν ποτὲ τὸ ὄνομά σου. |
7 ὅτι κατέφαγον τὸν ᾿Ιακώβ, καὶ τὸν τόπον αὐτοῦ ἠρήμωσαν. | 7 Τα έθνη και αι βασιλείαι αυταί κατέφαγαν τους απογόνους του Ιακώβ, ερήμωσαν την χώραν των. | 7 Διότι τὰ ἔθνη καὶ τὰ βασίλεια αὐτὰ κατέφαγον τοὺς ἀπογόνους τοῦ εὐλογημένου σου Ἰακώβ, καὶ μετέβαλον μὲ τὰς δῃώσεις των εἰς ἔρημον τὴν χώραν αὐτοῦ. |
8 μὴ μνησθῇς ἡμῶν ἀνομιῶν ἀρχαίων· ταχὺ προκαταλαβέτωσαν ἡμᾶς οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε, ὅτι ἐπτωχεύσαμεν σφόδρα. | 8 Μη ενθυμηθής, Κυριε, τας από αρχαιότατα χρόνια και μέχρι σήμερον συνεχιζομένας αμαρτίας μας. Ταχέως, πριν καταστραφώμεν, Κυριε, ας μας προλάβουν τα ελέη σου, διότι έχομεν περιπέσει εις αθλιωτάτην κατάστασιν. | 8 Μὴ ἐνθυμηθῇς καθ’ ἡμῶν τὰς παλαιὰς ἁμαρτίας τῶν προπατόρων μας· ταχέως καὶ ἄνευ ἀργοπορίας ἂς μᾶς προφθάσουν οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε, διότι ἐχάσαμεν τὸ πᾶν καὶ κατηντήσαμεν εἰς ἐσχάτην ἔνδειαν, ταπείνωσιν καὶ ἀθλιότητα. |
9 βοήθησον ἡμῖν, ὁ Θεός, ὁ σωτὴρ ἡμῶν· ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ρῦσαι ἡμᾶς καὶ ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν ἕνεκα τοῦ ὀνόματός σου, | 9 Ω Θεέ, συ ο οποίος είσαι ο Θεός μας, ο σωτήρ μας, βοήθησέ μας. Προς δόξαν του αγίου Ονόματός σου, Κυριε, γλύτωσέ μας από τους εχθρούς μας, συγχώρησε τας αμαρτίας μας δια το Ονομά σου, το οποίον διαλαλεί πάντοτε έλεος και ευσπλαγχνίαν. | 9 Ὦ Θεέ, ὅστις εἶσαι ὁ Σωτήρ μας, βοήθησέ μας, διὰ τὴν δόξαν τοῦ ὀνόματός σου, τὸ ὁποῖον λαμβάνουν ἀφορμὴν ἀπὸ τὴν ἰδικήν μας ταπείνωσιν καὶ ἐγκατάλειψιν νὰ βλασφημοῦν οἱ κατακτηταὶ καὶ οἱ γείτονές μας. Κύριε, σῶσε μας καὶ συγχώρησε τὰς ἁμαρτίας μας διὰ τὸ ὄνομά σου, τὸ ὁποῖον ὑπενθυμίζει πάντοτε εὐσπλαγχνίαν καὶ ἔλεος. |
10 μή ποτε εἴπωσι τὰ ἔθνη· ποῦ ἔστιν ὁ Θεὸς αὐτῶν; καὶ γνωσθήτω ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν ἡ ἐκδίκησις τοῦ αἵματος τῶν δούλων σου τοῦ ἐκκεχυμένου. | 10 Σώσε μας, δια να μη καταστραφώμεν και έπειτα οι ειδωλολατρικοί λαοί είπουν· Που είναι ο Θεός των; Ας γίνη φανερά και πασίγνωστος εις τα ειδωλολατρικά έθνη, δια να την ίδωμεν με τους οφθαλμούς μας τώρα που ζώμεν, η εκ μέρους σου δικαία τιμωρία των δια το χυθέν από αυτούς αίμα των δούλων σου. | 10 Σῶσε μας· μήπως εἴπουν οἱ ἐθνικοί· ποὺ εἶναι ὁ Θεός των; Καὶ ἂς γίνῃ φανερὰ καὶ γνωστὴ εἰς τὰ ἔθνη ὑπὸ τὰ ὄμματα ἠμῶν, τώρα ποὺ ζῶμεν καὶ θὰ τὴν βλέπωμεν μὲ τὰ μάτια μας, ἡ ἐκδίκησις, τὴν ὁποίαν θὰ κάμῃς διὰ τὸ αἷμα τῶν δούλων σου, τὸ ὁποῖον τόσον ἀσπλάγχνως καὶ ἀφθόνως ἔχει χυθῇ. |
11 εἰσελθέτω ἐνώπιόν σου ὁ στεναγμὸς τῶν πεπεδημένων, κατὰ τὴν μεγαλωσύνην τοῦ βραχίονός σου περιποίησαι τοὺς υἱοὺς τῶν τεθανατωμένων. | 11 Ο στεναγμός των αλυσοδεμένων αιχμαλώτων Ιουδαίων ας φθάση ενώπιόν σου, Κυριε. Και σύμφωνα με την μεγαλειώδη και παντοδύναμον ισχύν του βραχίονός σου, λάβε υπό την προστασίαν σου, σώσε και περιποιήσου τα παιδιά των φονευθέντων. | 11 Ἂς εἰσχωρήσῃ καὶ ἂς φθάσῃ μέχρι σοῦ ὁ στεναγμὸς τῶν ἁλυσοδεμένων αἰχμαλώτων μως, σύμφωνα δὲ μὲ τὴν μεγάλην καὶ ἀκατανίκητον δύναμιν τοῦ βραχίονός σου λάβε ὑπὸ τὴν κτῆσιν καὶ προστασίαν σου τοὺς υἱοὺς ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἔχουν θανατωθῆ. |
12 ἀπόδος τοῖς γείτοσιν ἡμῶν ἑπταπλασίονα εἰς τὸν κόλπον αὐτῶν τὸν ὀνειδισμὸν αὐτῶν, ὃν ὠνείδισάν σε, Κύριε. | 12 Ανταπόδωσε στους γειτονικούς μας λαούς τιμωρίαν πολλαπλασίαν εις τας καρδίας των και τον ονειδισμόν, με τον οποίον αυτοί σε ωνείδισαν, Κυριε. | 12 Ἀνταπόδοσε εἰς τοὺς γείτονάς μας λαοὺς τὸν ὀνειδισμόν, μὲ τὸν ὁποῖον σὲ ὠνείδισαν, Κύριε, ἑπταπλάσιον καὶ μυριοπλάσιον μέσα εἰς τοὺς κόλπους των, μέχρι σημείου ποὺ νὰ γεμίσουν καὶ νὰ ἐκχειλίσουν οὗτοι. |
13 ἡμεῖς δὲ λαός σου καὶ πρόβατα νομῆς σου ἀνθομολογησόμεθά σοι εἰς τὸν αἰῶνα, εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν ἐξαγγελοῦμεν τὴν αἴνεσίν σου. | 13 Ημείς δέ, οι οποίοι είμεθα ιδικός σου λαός και πρόβατα της ιδικής σου ποίμνης, θα σε ευχαριστούμεν και θα σε δοξάζωμεν πάντοτε, δια τας ευεργεσίας σου. Θα αναγγέλλωμεν εις όλας τας γενεάς την δόξαν σου. | 13 Ἀντιθέτως πρὸς αὐτοὺς ἡμεῖς εἴμεθα λαός σου καὶ πρόβατα τῆς βοσκῆς σου. Θὰ σὲ εὐχαριστήσωμεν καὶ μετ’ εὐγνωμοσύνης θὰ σὲ δοξολογήσωμεν διὰ τὰς δωρεάς σου ἀπαύστως καὶ αἰωνίως, καὶ θὰ ἐξαγγείλωμεν τὴν αἴνεσίν σου ἀπὸ τῆς μιᾶς γενεᾶς εἰς τὴν ἄλλην, ὥστε ἀκαταπαύστως διὰ μέσου τῶν γενεῶν νὰ ὑμνῆσαι καὶ νὰ δοξάζεσαι. |