Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 80 (Π)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῶν ληνῶν· ψαλμὸς τῷ ᾿Ασάφ. 1 1
2 (Μασ. 81) ΑΓΑΛΛΙΑΣΘΕ τῷ Θεῷ τῷ βοηθῷ ἡμῶν, ἀλαλάξατε τῷ Θεῷ ᾿Ιακώβ· 2 (Μασ. 81) Πλημμυρίσατε όλοι από αγαλλίασιν και χαράν δία τον Θεόν, που είναι βοηθός μας. Αλαλάξατε όλοι προς δόξαν του Θεού, τον οποίον επίστευε και ελάτρευε ο γενάρχης μας ο Ιακώβ. 2 Σκιρτήσατε ἀπὸ ἀγαλλίασιν ἐπὶ τῇ θείᾳ προστασίᾳ καὶ εὐχαριστήσατε τὸν Θεόν, τὸν βοηθόν μας, ἐπευφημήσατε εὐλαβῶς καὶ εὐγνωμόνως τὸν Θεὸν τοῦ Ἰακὼβ καὶ ψάλατε πρὸς δόξαν του ἐπινίκιον ὕμνον.
3 λάβετε ψαλμὸν καὶ δότε τύμπανον, ψαλτήριον τερπνὸν μετὰ κιθάρας· 3 Αρχίσατε να ψάλλετε σεις οι Λευίται, δώσατε στους τυμπανιστάς το τύμπανον και στους άλλους μουσικούς ψαλτήριον τερπνόν και κιθάραν, δια να συνοδεύουν τους ύμνους σας. 3 Ἀρχίσατε, ὦ Λευῖται, νὰ ψάλλετε, καὶ συγχρόνως δώσατε εἰς τοὺς μουσικοὺς τύμπανον, ψαλτήριον εὔηχον καὶ τερπνὸν μετὰ κιθάρας, ἵνα καὶ τὰ μουσικὰ ταῦτα ὄργανα συνοδεύουν τὴν ᾠδήν σας.
4 σαλπίσατε ἐν νεομηνίᾳ σάλπιγγι, ἐν εὐσήμῳ ἡμέρᾳ ἑορτῆς ὑμῶν· 4 Σεις οι ιερείς σαλπίσατε με την ιεράν σάλπιγγα κατά την πρώτην του εβδόμου μηνός Τισρή, κατά την εξόχως επίσημον ημέραν της μεγάλης εορτής σας. 4 Κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τοῦ Τισρῆ, πρώτου μηνὸς τοῦ πολιτικοῦ ἔτους, σαλπίσατε, ὦ ἱερεῖς, μὲ τὴν κερατίνην σάλπιγγα, κατὰ τὴν ἐξόχως χαρμόσυνον ἡμέραν τῆς ἑορτῆς σας.
5 ὅτι πρόσταγμα τῷ ᾿Ισραήλ ἐστι καὶ κρῖμα τῷ Θεῷ ᾿Ιακώβ. 5 Διότι η εορτή αυτή είναι πρόσταγμα του Θεού προς τον ισραηλιτικόν λαόν, εντολή του Θεού προς τους απογόνους του Ιακώβ. 5 Σαλπίσατε· διότι τὸ νὰ ἐορτάζεται χαρμοσύνως ἡ ἡμέρα αὐτὴ εἶναι πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ δοθὲν πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν Λαὸν καὶ ρητὴ ἀπόφασις καὶ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ.
6 μαρτύριον ἐν τῷ ᾿Ιωσὴφ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ ἐξελθεῖν αὐτὸν ἐκ γῆς Αἰγύπτου· γλῶσσαν, ἣν οὐκ ἔγνω, ἤκουσεν· 6 Τον Νομον αυτόν, που καθορίζει τας επισήμους εορτάς, έδωσεν ο Κυριος εν μέσω του λαού, των αδελφών του Ιωσήφ, όταν αυτοί έφυγαν ελεύθεροι από την Αίγυπτον. Τοτε αυτοί ήκουσαν γλώσσαν, την οποίαν ποτέ άλλοτε δεν είχαν γνωρίσει. 6 Τὸν νόμον αὐτόν, τὸν καθορίζοντα τὰς ἑορτάς, ὥρισεν ὁ Θεὸς ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰωσήφ, ὡς μαρτύριον μαρτυροῦν τὴν πρὸς αὐτὸν ἀγάπην καὶ προστασίαν του, ὅταν ἐξῆλθεν ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐκ τῆς χώρας τῆς Αἰγύπτου· τότε αὐτὸς ὁ Θεὸς ἐλάλησε πρὸς τὸν Ἰσραὴλ καὶ ἤκουσεν οὗτος γλῶσσαν, τὴν ὁποίαν δὲν ἐγνώριζε καὶ δὲν εἶχεν ἀκούσει ποτέ.
7 ἀπέστησεν ἀπὸ ἄρσεων τὸν νῶτον αὐτοῦ, αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἐν τῷ κοφίνῳ ἐδούλευσαν. 7 Ο Κυριος απήλλαξε την ράχιν των από τα βαρέα φορτία, και αι χείρες των, που εδούλευαν έως τότε εις τα κοφίνια δια την μεταφοράν πηλού, απηλευθερώθησαν. 7 Ἀπήλλαξε τὴν ράχιν τοῦ λαοῦ του ἀπὸ τοῦ νὰ σηκώνῃ φορτία κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, ὅτε αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἐδούλευσαν ἐν τῷ κοφίνῳ, διὰ τοῦ ὁποίου μετέφερε τὰ ἄχυρα καὶ τὸν πηλόν.
8 ἐν θλίψει ἐπεκαλέσω με, καὶ ἐρρυσάμην σε· ἐπήκουσά σου ἐν ἀποκρύφῳ καταιγίδος, ἐδοκίμασά σε ἐπὶ ὕδατος ἀντιλογίας. (διάψαλμα). 8 Εζήτησες την βοήθειάν μου, όταν ευρίσκετο υπό βάρος μεγάλης θλίψεως και εγώ σε εγλύτωσα από τας συμφοράς. Σε ήκουσα κρυμμένος στον γνόφον και τας αστραπάς της καταιγίδος. Σε εδοκίμασα τότε και συ έδειξες ποιός είσαι στο ύδωρ της αντιλογίας σου, τότε που εγόγγυσες εναντίον μου. 8 Μὲ ἐπεκαλέσθης, ὅτε εὐρίσκεσο ἐν θλίψει καὶ καταπιέσει, καὶ σὲ ἠλευθέρωσα, καὶ ἐπὶ τοῦ ὄρους Χωρήβ, κεκρυμμένος εἰς τὸν γνόφον καὶ τὰς βροντὰς σφοδρὰς θυέλλης, σὲ ἑπήκουσα. Σὲ ἐδοκίμασα καὶ ἐφάνης ποῖος εἶσαι ἐν Ραφιδείν, εἰς τὸ ὕδωρ τῆς ἀντιλογίας, ὅταν σὲ ἀφῆκα νὰ διψάσῃς ὀλίγον καὶ ἤρχισες ἀμέσως νὰ γογγύζῃς καὶ νὰ ἀντιλέγῃς κατ’ ἐμοῦ.
9 ἄκουσον, λαός μου, καὶ διαμαρτύρομαί σοι, ᾿Ισραήλ, ἐὰν ἀκούσῃς μου, 9 Ακουσε λαέ μου, την έντονον διαμαρτυρίαν μου και προτροπήν. Ισραηλιτικέ λαέ μου, εάν θα με ακούσης 9 Ἄκουσε, λαέ μου, τὴν ἔντονον διαμαρτυρίαν καὶ προτροπήν μου· λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, πόσον θὰ ἐπεθύμουν νὰ μὲ ἀκούσῃς.
10 οὐκ ἔσται ἐν σοὶ Θεὸς πρόσφατος, οὐδὲ προσκυνήσεις Θεῷ ἀλλοτρίῳ· 10 δεν θα πρέπει να υπάρχη εις σε άλλος νέος θεός, δεν πρέπει ποτέ να προσκυνήσης ξένον θεόν, 10 Ἐὰν μὲ ἀκούσῃς, δὲν θὰ ὑπάρχῃ μεταξὺ σοῦ λατρευόμενος θεὸς πρόσφατος, χθεσινῆς ἐπινοήσεως, οὔτε θὰ προσκυνήσῃς θεὸν ξένον, ὑπὸ ξένων λαῶν λατρευόμενον.
11 ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου ὁ ἀναγαγών σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου· πλάτυνον τὸ στόμα σου, καὶ πληρώσω αὐτό. 11 διότι εγώ είμαι ο Κυριος και Θεός σου, ο οποίος σε ηλευθέρωσα και σε καθωδήγησα από την γην της Αιγύπτου έως εις την Παλαιστίνην. Ανοιξε διάπλατα το στόμα σου, προσευχόμενος και δοξολογών εμέ, και εγώ θα ικανοποιήσω τα αιτήματά σου. 11 Διότι ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σου, ὁ ὁποῖος σὲ ἀνέβασα εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου. Ἄνοιξε πλατὺ τὸ στόμα σου καὶ θὰ τὸ γεμίσω. Οἰανδήποτε σωματικήν σου ἀνάγκην καὶ οἰονδήποτε πνευματικόν σου πόθον, θὰ σοῦ τὰ ἰκανοποιήσω πλήρως.
12 καὶ οὐκ ἤκουσεν ὁ λαός μου τῆς φωνῆς μου, καὶ ᾿Ισραὴλ οὐ προσέσχε μοι· 12 Ο λαός μου όμως δεν ήκουσε την φωνήν μου και οι Ισραηλίται δεν έδωσαν προσοχήν εις εμέ. 12 Καὶ δὲν ἤκουσεν ὁ λαὸς τὴν φωνήν μου καὶ ὁ Ἰσραὴλ δὲν ἔδωκε προσοχὴν εἰς ἐμέ.
13 καὶ ἐξαπέστειλα αὐτοὺς κατὰ τὰ ἐπιτηδεύματα τῶν καρδιῶν αὐτῶν, πορεύσονται ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν αὐτῶν. 13 Δια τούτο και εγώ τους αφήκα να πορεύωνται σύμφωνα με τας ενόχους επιθυμίας των αμαρτωλών καρδιών των, να πορεύωνται και να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την σκοτισμένην θέλησιν και διάθεσίν των. 13 Καὶ τοὺς ἀφῆκα λοιπὸν νὰ βαδίζουν κατὰ τὰς ἀρεσκείας καὶ τὰς ἐνόχους ἐπιθυμίας τῶν τυφλωμένων καρδιῶν των, θὰ πηγαίνουν καὶ θὰ συμπεριφέρωνται κατὰ τὰς ἐσκοτισμένας βουλὰς καὶ διαθέσεις των.
14 εἰ ὁ λαός μου ἤκουσέ μου, ᾿Ισραὴλ ταῖς ὁδοῖς μου εἰ ἐπορεύθη, 14 Εάν ο λαός μου με ήκουεν, εάν ο ισραηλιτικός λαός επορεύετο στους δρόμους μου, αμέσως 14 Ἐὰν ὁ λαός μου μὲ ἤκουε, ἐὰν ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐπορεύετο καὶ ἐβάδιζε κατὰ τὰς ἐντολάς μου,
15 ἐν τῷ μηδενὶ ἂν τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν ἐταπείνωσα καὶ ἐπὶ τοὺς θλίβοντας αὐτοὺς ἐπέβαλον ἂν τὴν χεῖρά μου. 15 και στο μηδέν θα είχα ταπεινώσει τους εχθρούς των και θα άπλωνα βαρείαν και τιμωρόν την χείρα μου εναντίον εκείνων, οι οποίοι τους καταθλίβουν και τους ταπεινώνουν. 15 εὐκόλως καὶ μὲ τὸ τίποτε θὰ εἶχον ταπεινώσει τοὺς ἐχθρούς των καὶ ἐπὶ τῶν καταπιεζόντων αὐτοὺς θὰ ἐπέβαλλον τιμωρὸν καὶ βαρεῖαν τὴν χεῖρα μου.
16 οἱ ἐχθροὶ Κυρίου ἐψεύσαντο αὐτῷ, καὶ ἔσται ὁ καιρὸς αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα. 16 Οι εχθροί του Κυρίου θα ηναγκάζοντο, έστω και υποκριτικώς, να δηλώσουν υποταγήν εις αυτόν, ενώ ο λαός του Ισραήλ θα έμενεν ειρηνικός και ευτυχής παντοτεινά. 16 Οἱ ἐχθροὶ τοῦ Κυρίου θὰ ἐξηναγκάζοντο νὰ ὑποκριθοῦν ὑποταγὴν εἰς αὐτὸν καὶ ὁ καιρὸς τῆς εὐδαιμονίας καὶ ἀκμῆς τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ θὰ διήρκει αἰωνίως.
17 καὶ ἐψώμισεν αὐτοὺς ἐκ στέατος πυροῦ καὶ ἐκ πέτρας μέλι ἐχόρτασεν αὐτούς. 17 Τοτε ο Θεός τους έθρεψεν εις την έρημον με το πλέον εκλεκτόν άλευρον του σίτου και τους εχόρτασε με άφθονον μέλι από την ξηράν και άγονον πέτραν. Ετσι και τώρα θα τους διέτρεφε και θα τους εχόρταινε, εάν υπήκουον εις τας εντολάς του. 17 Καὶ τότε ἐν τῇ ἐρήμῳ τοὺς διέθρεψεν ὁ Θεὸς μὲ τὸν ἀφρὸν τοῦ σίτου καὶ μὲ τὸ μέλι ἀπὸ τὰς ρωγμὰς τῶν βράχων τοὺς ἐχόρτασε. Οὕτω καὶ τώρα, ἐὰν ὁ λαὸς ὑπήκουε, θὰ διέτρεφε καὶ θὰ ἐχόρταζεν αὐτοὺς ὁ Κύριος.