Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
Τῷ Δαυΐδ. | | |
1 (Μασ. 104) ΕΥΛΟΓΕΙ, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον. Κύριε ὁ Θεός μου, ἐμεγαλύνθης σφόδρα, ἐξομολόγησιν καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω | 1 (Μασ. 104) Δοξολόγει ακατάπαυστα, ω ψυχή μου, τον Κυριον. Κυριε και Θεέ μου, ασύγκριτον και άφθαστον είναι το μεγαλείον σου. | 1 Εὐλόγει καὶ δόξαζε, ὦ ψυχή μου, τὸν Κύριον. Κύριε, τὸν ὁποῖον ἔχω καὶ λατρεύω ὡς μόνον Θεόν μου, ἀπεδείχθης καὶ ἐφανερώθης καθ’ ὑπερβολὴν μέγας ἐν τῇ μαρτυρούσῃ τὴν παντοδυναμίαν καὶ πανσοφίαν σου δημιουργίᾳ σου. Αἶνον καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύθης, |
2 ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον, ἐκτείνων τὸν οὐρανὸν ὡσεὶ δέρριν· | 2 Ως άλλο ιμάτιον περιεβλήθης την δόξαν και μεγαλοπρέπειαν. Σέ, που ακτινοβολείς ολόγυρά σου το φως, ωσάν να το έχης ενδυθή ως ένδυμα· απλώνστον ουρανόν από το ένα άκρον του ορίζοντος έως στο άλλο, ωσάν πολύτιμον δερμάτινον κάλυμμα σκηνής. | 2 ρίπτων τριγύρω σου τὸ φῶς καὶ περιβαλλόμενος αὐτὸ ὡς ἱμάτιον καὶ ἑξαπλώνων ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ἄκρου τοῦ ὁρίζοντος εἰς τὸ ἄλλο τὸν ἔναστρον οὐρανὸν ὡς σκηνὴν δερματίνην. |
3 ὁ στεγάζων ἐν ὕδασι τὰ ὑπερῷα αὐτοῦ, ὁ τιθεὶς νέφη τὴν ἐπίβασιν αὐτοῦ, ὁ περιπατῶν ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων· | 3 Ο Κυριος είναι εκείνος, ο οποίος στεγάζει τα ανώτερα στρώματα του ουρανού με ύδατα νεφών, αυτός που επιβαίνει επάνω εις τα νέφη ως εις πολυτελή ταχέα άρματα· αυτός που περιπατεί ταχέως φερόμενος επάνω εις τας πτέρυγας των ανέμων. | 3 Αὐτὸς εἶναι ποὺ μὲ τὰ ὕδατα τῶν νεφῶν στεγάζει τὰ ἀνώτερα μέρη τοῦ οὐρανίου στερεώματος· ὁ ὁποῖος κατέστησε τὰ ἐλαφρὰ καὶ ταχέως κινούμενα νέφη ἅρμα, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐπιβαίνει καὶ περιπατεῖ φερόμενος ἐπὶ τῶν πτερύγων τῶν ἀνέμων, διευθύνων καὶ ἅρμα καὶ ἀνέμους κατὰ τὴν κυρίαρχον βούλησίν του. |
4 ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ πυρὸς φλόγα. | 4 Αυτάς είναι εκείνος, ο οποίος έπλασε τους αγγέλους ταχείς ως τους ανέμους και τους ασωμάτους λειτουργούς του δραστηρίους και φωτεινούς σαν την φλόγα του πυρός. | 4 Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔπλασε τοὺς ἀγγέλους του τόσον ταχεῖς καὶ λεπτοὺς ὡς οἱ ἄνεμοι καὶ τοὺς ὑπηρετοῦντας αὐτὸν ἀΰλους λειτουργούς του μὲ δραστικὴν ἐνέργειαν καὶ φωτεινὴν λαμπρότητα σὰν τοῦ πυρὸς τὴν φλόγα. |
5 ὁ θεμελιῶν τὴν γῆν ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν αὐτῆς, οὐ κλιθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος. | 5 Αυτός είναι εκείνος, ο οποίος εστερέωσεν ασφαλή την γην επί θεμελιών απαρασαλεύτων, ώστε ποτέ στον αιώνα να μη κλονισθή. | 5 Αὐτὸς εἶναι ὁ ὁποῖος ἐθεμελίωσε τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ἀσφαλῶν βάσεών της, δὲν θὰ κλίνῃ δεξιὰ ἢ ἀριστερά, καὶ δὲν θὰ ταλαντευθῇ οὐδὲ θὰ κλονισθῇ ἀπὸ αὐτὰς οὐδέποτε εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας. |
6 ἄβυσσος ὡς ἱμάτιον τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ, ἐπὶ τῶν ὀρέων στήσονται ὕδατα· | 6 Αβυσσος υδάτων την σκεπάζει ως ιμάτιον, και επάνω εις τα όρη έχουν σταθή υπό την μορφήν χιόνος τα ύδατα. | 6 Ἡ ἄβυσσος τῶν ὑδάτων ἄλλοτε ἐσκέπαζεν αὐτὴν ὁλόκληρον, καὶ ὡς ἄλλο ἱμάτιον ἦτο αὐτὴ τὸ περιβόλαιόν της, καὶ ἐπ’ αὐτῶν δὲ τῶν ὀρέων της ἵσταντο ὕδατα καὶ κατεκάλυπτον αὐτά. |
7 ἀπὸ ἐπιτιμήσεώς σου φεύξονται, ἀπὸ φωνῆς βροντῆς σου δειλιάσουσιν. | 7 Οταν όμως αντηχήση η προσταγή σου, Κυριε, τα ύδατα θα υποχωρήσουν, θα φύγουν, θα κατεβούν εις τας πεδιάδας, θα καταλήξουν εις τας θαλάσσας. Η βροντερά φωνή σου τα αναγκάζει να αποχωρήσουν και να φανή η ξηρά. | 7 Ἀλλ’ ἀντήχησεν ἡ προσταγή σου· καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιτιμητικὴν κραυγήν σου πεφοβισμένα τὰ ὕδατα φεύγουν, ἀπὸ τὴν βροντώδη φωνήν σου δειλιοῦν καὶ ἀποχωροῦν διὰ να ἀποκαλυφθῇ ἡ ξηρά. |
8 ἀναβαίνουσιν ὄρη καὶ καταβαίνουσι πεδία εἰς τὸν τόπον ὃν ἐθεμελίωσας αὐτά· | 8 Ανυψώνονται τα όρη προς τα άνω και αι πεδιάδες φέρονται προς τα κάτω, το καθένα στους τόπους, όπου συ τα εθεμελίωσες. | 8 Ἀναφαίνονται ἤδη ἀναβαίνοντα πρὸς τὰ ἄνω ὑψηλὰ τὰ ὅρη καὶ ἀποκαλύπτονται οἱονεὶ καταβαίνουσαι πρὸς τὰ κάτω αἱ πεδιάδες· οὕτω δὲ καὶ βουνὰ καὶ πεδιάδες περιορίζονται εἰς τὸν τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον ἐθεμελίωσας καὶ ἐστερέωσας αὐτά. |
9 ὅριον ἔθου, ὃ οὐ παρελεύσονται, οὐδὲ ἐπιστρέψουσι καλύψαι τὴν γῆν. | 9 Εθεσες όριον ανάμεσα εις την θάλασσαν και την ξηράν, το οποίον τα ύδατα της θαλάσσης δεν θα υπερβούν, ούτε θα επιστρέψουν πλέον να κατακλύσουν την γην. | 9 Ἔθεσας σύνορον μεταξὺ τῶν θαλασσῶν καὶ τῆς γῆς, τὸ ὁποῖον, ὁσονδήποτε καὶ ἂν ἀφρίζουν τὰ κύματά των, δὲν θὰ τὸ ὑπερπηδήσουν, οὔτε θὰ ἐπιστρέψουν διὰ νὰ καλύψουν καὶ πάλιν τὴν γῆν. |
10 ὁ ἐξαποστέλλων πηγὰς ἐν φάραγξιν, ἀνὰ μέσον τῶν ὀρέων διελεύσονται ὕδατα· | 10 Αυτός είναι, που έστειλε και καθόρισε τας πηγάς να αναβλύζουν ανάμεσα εις τας φάραγγας και έτσι δια μέσου των ορέων διέρχονται τα ύδατά των. | 10 Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἐξαποστέλλει τὰς πηγὰς νὰ ρέουν μέσα εἰς τὰς φάραγγας καὶ τὰς στενὰς κοιλάδας, διὰ μέσου τῶν ὀρέων διέρχονται τὰ ὕδατά των. |
11 ποτιοῦσι πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, προσδέξονται ὄναγροι εἰς δίψαν αὐτῶν· | 11 Τα ύδατα αυτά ποτίζουν τα θηρία της υπαίθρου και οι άγριοι όνοι σβήνουν την δίψαν των εις αυτά. | 11 Τὰ ἄφθονα αὐτὰ νερὰ θὰ ποτίσουν ὅλα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ. Θὰ τὰ δεχθοῦν καὶ θὰ τὰ πίουν εὐχαρίστως οἱ ἄγριοι ὄνοι κατὰ τὴν δίψαν των πρὸς κατάσβεσιν αὐτῆς. |
12 ἐπ᾿ αὐτὰ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσει, ἐκ μέσου τῶν πετρῶν δώσουσι φωνήν. | 12 Επάνω εις τα δένδρα, που φυτρώνουν και μεγαλώνουν πλησίον εις τα ύδατα, τα πτηνά του ουρανού κτίζουν τας φωλεάς των και από τους γύρω βράχους σκορπίζουν το κελάδημά των. | 12 Εἰς τοὺς θάμνους καὶ τὰ δένδρα, ποὺ φύονται παρὰ τὰς ὄχθας αὐτῶν, θὰ κατασκηνώσουν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ἀπὸ τὰς τριγύρω πέτρας θὰ ἀναδώσουν τὸ χαρωπὸν κελάδημά των ὡς ὕμνον πρὸς τὸν Προνοητὴν τῶν πάντων Θεόν. |
13 ποτίζων ὄρη ἐκ τῶν ὑπερῴων αὐτοῦ, ἀπὸ καρποῦ τῶν ἔργων σου χορτασθήσεται ἡ γῆ. | 13 Ο Κυριος είναι, που ποτίζει τα ξηρά βουνά με τας βροχάς του ουρανού. Από την βροχήν, που είναι έργον των χειρών σου, Κυριε, θα χορταίνη πάντοτε η γη. | 13 Αὐτὸς εἶναι, ὁ ὁποῖος ποτίζει τὰ ξηρὰ ὄρη μὲ τὰς βροχὰς ποὺ πίπτουν ἀπὸ τὸ στερέωμα, τὸ ὁποῖον σὰν ὑπερῷα καὶ ἐπουράνιον στέγην ἤπλωσεν ὁ Θεὸς ὑπεράνω τῆς γῆς. Ἀπὸ τὴν βροχήν, ἥτις εἶναι καρπὸς τῶν ἔργων σου, θὰ χορταίνῃ ἡ γῆ. |
14 ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῖς κτήνεσι καὶ χλόην τῇ δουλείᾳ τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἐξαγαγεῖν ἄρτον ἐκ τῆς γῆς· | 14 Ο Κυριος είναι, που διατάσσει χαι αναβλαστάνει από την γην το χόρτον δια τα φυτοφάγα ζώα και η χλόη δια την εξυπηρέτησιν των αναγκών του ανθρώπου, ώστε να βγάζη η γη και να προμηθεύεται ο άνθρωπος από αυτήν άρτον, | 14 Αὐτὸς εἶναι, ὁ ὁποῖος ἐκβλαστάνει ἀπὸ τὴν γῆν χόρτον διὰ τὴν διατροφὴν τῶν κτηνῶν, καὶ ἥμερον καὶ χλοερὰν φυτείαν πρὸς ἐξυπηρέτησιν τῶν ἀναγκῶν τῶν ἀνθρώπων, |
15 καὶ οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου τοῦ ἱλαρῦναι πρόσωπον ἐν ἐλαίῳ, καὶ ἄρτος καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει. | 15 αλλά και οίνον που ευφραίνει την καρδίαν του ανθρώπου. Ελαιον προς τροφήν, ώστε να γίνεται ιλαρόν το πρόσωπον του ανθρώπου και άρτον, ο οποίος θα στηρίζη την καρδίαν του. | 15 ὥστε νὰ ἐξάγῃ ὁ ἄνθρωπος ἄρτον ἀπὸ τὴν γῆν καὶ οἶνον, ὁ ὁποῖος εὐφραίνει τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου· ὥστε νὰ ἱλαρύνῃ καὶ ἁπαλύνῃ μὲ ἔλαιον τὸ πρόσωπόν του ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς ἐπαλείψεως αὐτοῦ καὶ νὰ στηρίζῃ ὁ ἄρτος τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου, παρέχων δύναμιν καὶ ἐνίσχυσιν εἰς τὸ σῶμα του. |
16 χορτασθήσονται τὰ ξύλα τοῦ πεδίου, αἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου, ἃς ἐφύτευσας. | 16 Θα χορτάσουν από ύδατα τα δένδρα της υπαίθρου, όπως και αι πελώριοι κέδροι του Λιβάνου, τας οποίας συ ο ίδιος ο Θεός εφύτευσες. | 16 Θὰ χορτασθοῦν μὲ τὴν βροχὴν καὶ αὐτὰ τὰ ἐπὶ τῶν ὑψηλῶν ὀρέων δένδρα, αἱ πελώριαι κέδροι τοῦ Λιβάνου, περὶ τῆς αὐξήσεως τῶν ὁποίων καμμίαν φροντίδα δὲν κατέβαλεν ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐφύτευσας ταύτας σύ. |
17 ἐκεῖ στρουθία ἐννοσσεύσουσι, τοῦ ἐρωδιοῦ ἡ οἰκία ἡγεῖται αὐτῶν. | 17 Εις τους κλάδους των δένδρων τα μικρά στρουθία στήνουν τας φωλεάς των, επάνω δε από αυτάς προεξέχει υψηλότερα κτισμένη η φωλεά του τσικνιά (αστερίου). | 17 Ἐκεῖ, εἰς τοὺς κλάδους τῶν δένδρων, στρουθία μικρὰ στήνουν τὰς φωλεάς των, μεταξὺ δὲ αὐτῶν τοῦ ἐρωδιοῦ (τοῦ τσικνιᾶ) ἡ φωλεὰ προεξέχει ὑψηλότερον ἐκτισμένη. |
18 ὄρη τὰ ὑψηλὰ ταῖς ἐλάφοις, πέτρα καταφυγὴ τοῖς λαγωοῖς. | 18 Τα υψηλά χλοερά βουνά ώρισεν ο Κυριος ως τόπον κατοικίας των ελάφων, τα δε πετρώδη άδενδρα μέρη ως καταφύγιον των λαγωών. | 18 Τὰ ὑψηλὰ ὅρη ὥρισεν ὡς τόπον διαμονῆς τῶν ἐλάφων καὶ τῶν ἀγρίων αἰγῶν, τὰς πέτρας δὲ ὡς καταφύγιον τῶν λαγωῶν. |
19 ἐποίησε σελήνην εἰς καιρούς, ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσιν αὐτοῦ. | 19 Ο Κυριος εδημιούργησε την σελήνην, δια να προσδιορίζη τας εποχάς. Ο ήλιος γνωρίζει το σημείον, στο οποίον θα δύση. | 19 Ἐποίησεν ὁ Κύριος τὴν σελήνην πρὸς προσδιορισμὸν τῶν ἐποχῶν καὶ τῶν καιρῶν τοῦ ἔτους καὶ τῶν ἑορτῶν, ὁ ἥλιος δὲ ὡς νὰ ἦτο διὰ νοῦ προικισμένος, γνωρίζει καὶ τὴν ὥραν καὶ τὸ σημεῖον τῆς δύσεώς του. |
20 ἔθου σκότος, καὶ ἐγένετο νύξ· ἐν αὐτῇ διελεύσονται πάντα τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ. | 20 Συ, Κυριε, έθεσες το σκοτάδι και γίνεται νύκτα. Κατά το διάστημα αυτής τριγυρίζουν εις τα δάση και τας πεδιάδας τα άγρια θηρία και αναζητούν την τροφήν των. | 20 Καθώρισας σὺ νὰ ἐπέρχεται σκότος καὶ δι' αὐτὸ γίνεται νύξ· κατ’ αὐτὴν θὰ περιφέρωνται ἐλευθέρως ὅλα τὰ θηρία τοῦ δάσους. |
21 σκύμνοι ὠρυόμενοι τοῦ ἁρπάσαι καὶ ζητῆσαι παρὰ τῷ Θεῷ βρῶσιν αὐτοῖς. | 21 Εξέρχονται ανά τα δάση βρυχώμενα τα μικρά των λεόντων, δια να αρπάσουν την λείαν των και ο βρυχηθμός των είναι δέησις προς τον Θεόν, δια να τους δώση τροφήν. | 21 Τὰ μικρὰ τῶν λεόντων βρυχῶνται διὰ νὰ ἀρπάσουν καὶ διὰ νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν Θεὸν φαγητὸν πρὸς κορεσμὸν τῆς πείνης των. |
22 ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος, καὶ συνήχθησαν καὶ εἰς τὰς μάνδρας αὐτῶν κοιτασθήσονται. | 22 Οταν ανατέλλη ο ήλιος, τα άγρια θηρία συγκεντρώνονται εις τις σπηλιές των, δια να κοιμηθούν. | 22 Ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος καὶ ἰδοὺ πάντα τὰ θηρία συνηθροίσθησαν καὶ εἰς τὰς μάνδρας καὶ τὰ σπήλαιά των θὰ κοιμηθοῦν. |
23 ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐπὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὴν ἐργασίαν αὐτοῦ ἕως ἑσπέρας. | 23 Τοτε, περί την ανατολήν του ηλίου, εξέρχεται ο άνθρωπος στο έργον του. Θα ασχοληθή με τας εργασίας του έως την εσπέραν. | 23 Τότε δὲ μὲ τὰς πρώτας αὐγὰς τῆς ἡμέρας θὰ ἐξέλθῃ ἐκ τῆς κατοικίας του ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸ ἔργον αὐτοῦ καὶ θὰ ἐνασχοληθῇ εἰς τὴν ἐργασίαν του μέχρι τῆς ἑσπέρας. |
24 ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας, ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς σου. | 24 Ποσον μεγαλειώδη είναι, Κυριε, τα έργα σου! Ολα τα εδημιούργησες με άπειρον σοφίαν. Η γη είναι γεμάτη από τα πολυάριθμα κτίσματά σου, που μαρτυρούν την πανσοφίαν, την παντοδυναμίαν και την αγαθότητά σου. | 24 Πόσον μεγάλα καὶ θαυμαστὰ εἶναι τὰ ἔργα σου, Κύριε· ὅλα καὶ τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα καὶ τὰ ἄγρια καὶ τὰ ἥμερα, καὶ τὰ ὅρη καὶ τὰς πεδιάδας, ὅλα ἀνεξαιρέτως μὲ σοφίαν τὰ ἐδημιούργησας· ἐγέμισεν ἡ γῆ ἀπὸ τὰ κτίσματά σου. |
25 αὕτη ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη καὶ εὐρύχωρος, ἐκεῖ ἑρπετά, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, ζῷα μικρὰ μετὰ μεγάλων· | 25 Εμπρός μας απλώνεται αυτή η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος. Εκεί υπάρχουν αναρίθμητα ψάρια, εντός αυτής ζουν και κινούνται μικρά και μεγάλα ζώα. | 25 Ἰδοὺ καὶ ἡ θάλασσα αὐτή, ἡ μεγάλη καὶ πλατεῖα εἰς ἔκτασιν καὶ χῶρον. Ἐκεῖ ὑπάρχουν ἰχθύες καὶ ἑρπετὰ ἀναρίθμητα εἰς πλῆθος, ἐντὸος αὐτῆς ζοῦν καὶ κινοῦνται ζῶα μικρὰ μαζὶ μὲ μεγάλα. |
26 ἐκεῖ πλοῖα διαπορεύονται, δράκων οὗτος, ὃν ἔπλασας ἐμπαίζειν αὐτῇ. | 26 Αυτήν διασχίζουν προς διαφόρους διευθύνσεις τα πλοία. Εκεί ζη το μέγα θαλάσσιον κήτος, το οποίον συ έπλασες τόσον ισχυρόν, ώστε να εμπαίζη τα κύματα της θαλάσσης. | 26 Ἐκεῖ διαπλέουν καὶ διασχίζουν αὐτὴν πλοῖα, φέροντα εἰς ἐπικοινωνίαν τὰς πλέον μεμακρυσμένας χώρας· ἐκεῖ ζῇ καὶ ὁ δράκων οὗτος, τὸ μέγα κῆτος, τὸ ὁποῖον ἔπλασας διὰ νὰ ἐμπαίζῃ τὴν θάλασσαν, ἀδιαφόρων πρὸς τὰς τρικυμίας της ἢ καὶ ἐκσφενδονίζων εἰς ὕψος τὰ ὕδατά της, ὅπως πράττει τοῦτο ἡ φάλαινα. |
27 πάντα πρὸς σὲ προσδοκῶσι, δοῦναι τὴν τροφὴν αὐτῶν εἰς εὔκαιρον. | 27 Ολα αυτά τα ζώα του ουρανού και της γης και της θαλάσσης από σε περιμένουν να τους δώσης εις την κατάλληλον ώραν την τροφήν των. | 27 Ὅλα τὰ ζῶα αὐτά, τὰ χερσαῖα καὶ τὰ θαλάσσια, ἀπὸ σὲ περιμένουν νὰ τοὺς δώσῃς τὴν τροφήν των εἰς τὴν κατάλληλον ὥραν. |
28 δόντος σου αὐτοῖς συλλέξουσιν, ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα, τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος. | 28 Οταν δε συ τους την δώσης εκείνα θα σπεύσουν να την συλλέξουν. Οταν εν τη αγαθότητί σου ανοίγης το πλουσιόδωρο χέρι σου, τα σύμπαντα γεμίζουν από τα αγαθά σου. | 28 Καὶ ὅταν σὺ δώσῃς ταύτην, θὰ σπεύσουν αὐτὰ νὰ τὴν συλλέξουν. Ὅταν σὺ θὰ ἀνοίξῃς τὴν χεῖρα σου, θὰ σκορπίσῃς τόσα ἀγαθά, ὥστε τὰ σύμπαντα θὰ γεμίσουν ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν εὐεργεσιῶν καὶ δωρεῶν σου. |
29 ἀποστρέψαντος δέ σου τὸ πρόσωπον ταραχθήσονται· ἀντανελεῖς τὸ πνεῦμα αὐτῶν, καὶ ἐκλείψουσι καὶ εἰς τὸν χοῦν αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν. | 29 Οταν όμως αποστρέψης το πρόσωπόν σου, θα καταλυφθούν τα πάντα από ταραχήν και τρόμον. Τους αφαιρείς την ζωογόνον πνοήν και σβήνουν από την ζωήν και επιστρέφουν στο χώμα, από το οποίον επλάσθησαν. | 29 Ἐὰν ὅμως ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου καὶ παύσῃς νὰ ἐνδιαφέρεσαι δι' αὐτά, ὅλα θὰ καταληφθοῦν ὑπὸ ταραχῆς καὶ τρόμου. Θὰ τοὺς ἀφαιρέσῃς τὴν ζωτικὴν πνοήν των καὶ ἀμέσως θὰ ἐκλείψουν καὶ θὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸν χοῦν, ἐκ τοῦ ὁποίου τὰ ἔπλασες. |
30 ἐξαποστελεῖς τὸ πνεῦμά σου, καὶ κτισθήσονται, καὶ ἀνακαινιεῖς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς. | 30 Αποστέλλεις όμως πάλιν εις αυτά το ζωογόνον πνεύμα σου και αναδημιουργούνται και τοιουτοτρόπως ξανακαινουργώνστο πρόσωπον της γης. | 30 Θὰ ἐξαποστείλῃς τὸ ζωοποιὸν καὶ δημιουργικὸν πνεῦμα σου ἐπὶ τῶν νεκρωθέντων καὶ θὰ κτισθοῦν ἀναδημιουργούμενα, καὶ θὰ ἀνακαινίσῃς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς. |
31 ἤτω ἡ δόξα Κυρίου εἰς τοὺς αἰῶνας, εὐφρανθήσεται Κύριος ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ· | 31 Ας είναι, λοιπόν, η δόξα του Κυρίου αιωνία και ο Κυριος ας ευφραίνεται βλέπων την σκοπιμότητα και ωραιότητα των θαυμασίων έργων του. | 31 Ἂς εἶναι ἡ δόξα τοῦ Κυρίου ἄπαυστος καὶ αἰωνία. Ἂς εὐφραίνεται ὁ Κύριος βλέπων, πόσον καλὰ καὶ ἐν πόσῃ σοφίᾳ ἔχουν ποιηθῇ τὰ ἔργα του. |
32 ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καὶ καπνίζονται. | 32 Ο Κυριος είναι τόσον ισχυρός, ώστε ρίπτει ένα βλέμμα εις την γην και την κάμνει να τρέμη. Εγγίζει μόνον τα όρη και εκείνα πυρακτώνονται και καπνίζονται. | 32 Αὐτὸς ποὺ ἐν μόνον βλέμμα του ρίπτει εἰς τὴν γῆν καὶ τὴν κάμνει νὰ τρέμῃ καὶ νὰ συνταράσσεται ἀπὸ σεισμούς· Αὐτὸς ποὺ ἀρκεῖ μόνον νὰ θίξῃ τὰ ὅρη καὶ ἀμέσως ταῦτα καπνίζονται ἀπὸ ἐκρήξεις τῶν ἡφαιστείων. |
33 ᾄσω τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω· | 33 Θα ψάλλω εις όλην μου την ζωήν προς τον Κυριον. Θα υμνολογώ τον Θεόν μου, εφ' όσον υπάρχω. | 33 Θὰ ᾄδω ᾄσματα αἴνου καὶ δοξολογίας εἰς τὸν Κύριον καθ’ ὅλην τὴν ζωήν μου, θὰ ψάλλω ὕμνους εἰς τὸν Θεόν μου, ἐφ’ ὅσον θὰ ὑπάρχω. |
34 ἡδυνθείη αὐτῷ ἡ διαλογή μου, ἐγὼ δὲ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ Κυρίῳ. | 34 Είθε να δοκιμάζω πάντοτε ιδιαιτέραν γλυκύτητα και χαράν, διαλεγόμενος προς τον Κυριον. Και θα ευφραίνωμαι δοξολογών αυτόν. | 34 Εἴθε νὰ ἀρέσῃ εἰς αὐτὸν ἡ διάλεξις καὶ τὸ ποίημά μου τοῦτο. Ἐγὼ δὲ θὰ εὐφραίνωμαι καὶ θὰ ἀπολαμβάνω ἄρρητον χαρὰν δοξολογῶν τὸν Κύριον καὶ ἐπικοινωνῶν πρὸς αὐτόν. |
35 ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἄνομοι, ὥστε μὴ ὑπάρχειν αὐτούς. εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον. | 35 Είθε να λείψουν εντελώς οι αμαρτωλοί από την γην και οι άνομοι, ώστε να μη υπάρχουν πλέον, αλλά να εξαφανισθούν εξ ολοκλήρου. Δοξολόγει συ, ω ψυχή μου, τον Κυριον. | 35 Εἴθε νὰ ἐκλίπουν οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τὴν γῆν καὶ οἱ ἄνομοι, ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχουν, ἀλλ’ οἱ πάντες νὰ ὑποταχθοῦν εἰς τὸν Θεὸν καὶ σύμφωνον μετὰ τῆς ὅλης φύσεως νὰ ἀναπέμπουν εἰς αὐτὸν αἶνον. Εὐλόγει καὶ σύ, ὦ ψυχή μου, τὸν Κύριον. |