Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 139 (ΡΛΘ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ. 1 1
2 (Μασ. 140) ΕΞΕΛΟΥ με, Κύριε, ἐξ ἀνθρώπου πονηροῦ, ἀπὸ ἀνδρὸς ἀδίκου ρῦσαί με, 2 (Μασ. 140) Γλύτωσέ με, Κυριε, από πονηρόν άνθρωπον· από άδικον άνθρωπον σώσε με. 2 Γλύτωσέ με, Κύριε, ἀπὸ κάθε ἄνθρωπον πονηρόν, ἀπὸ κάθε ἄνθρωπον ἄδικον σῶσόν με·
3 οἵτινες ἐλογίσαντο ἀδικίαν ἐν καρδίᾳ, ὅλην τὴν ἡμέραν παρετάσσοντο πολέμους· 3 Αυτοί συνεχώς σκέπτονται από μέσα των και καταστρώνουν σχέδια να με αδικήσουν. Ολην την ημέραν προετοιμάζονται και ζητούν αφορμάς δι' έριδας και μάχας. 3 ἀπὸ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι μέσα εἰς τὰς καρδίας των σκέπτονται μόνον πῶς νὰ κάμνουν τὴν ἀδικίαν, καθ' ὅλην τὴν ἡμέραν ἀναζητοῦν ἀφορμὰς συγκρούσεων καὶ ἐρίδων καὶ γίνονται προκλητικοὶ σὰν νὰ παρατάσσωνται εἰς πολέμους.
4 ἠκόνησαν γλῶσσαν αὐτῶν ὡσεὶ ὄφεως, ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν. (διάψαλμα). 4 Ετρόχισαν την συκοφαντικήν των γλώσσαν, την έκαμαν ωσάν του φιδιού. Δηλητήριον οχιάς υπάρχει κάτω από τα χείλη των. 4 Ἐτρόχισαν τὴν συκοφαντικὴν γλῶσσαν των καὶ κατέστησαν αὐτὴν διὰ τῆς συκοφαντίας ὁμοίαν πρὸς τὴν γλῶσσαν ὄφεως, δηλητήριον ἐχιδνῶν καὶ ἀσπίδων ὑπάρχει κάτω ἀπὸ τὰ συκοφαντικὰ χείλη των.
5 φύλαξόν με, Κύριε, ἐκ χειρὸς ἁμαρτωλοῦ, ἀπὸ ἀνθρώπων ἀδίκων ἐξελοῦ με, οἵτινες διελογίσαντο τοῦ ὑποσκελίσαι τὰ διαβήματά μου· 5 Φυλαξέ με, Κυριε, από το χέρι αμαρτωλού ανθρώπου. Γλύτωσέ με από αδίκους ανθρώπους, οι οποίοι εσκέφθησαν να με ανατρέψουν και καταπατήσουν στο έδαφος. 5 Φύλαξέ με, Κύριε, ἀπὸ τὴν χεῖρα κάθε ἁμαρτωλοῦ καὶ συκοφάντου, γλύτωσέ με ἀπὸ ἀνθρώπους ἀδίκους καὶ ἐκβιαστάς, οἱ ὁποῖοι ἐσχεδίασαν μὲ τὸν νοῦν τους, πῶς δι' ἐνέδρας νὰ μὲ ἀνατρέψουν καὶ νὰ μοῦ προκαλέσουν πτῶσιν κατὰ τὴν ἀμέριμνον καὶ ἀνύποπτον πορείαν μου.
6 ἔκρυψαν ὑπερήφανοι παγίδα μοι καὶ σχοινία διέτειναν, παγίδα τοῖς ποσί μου, ἐχόμενα τρίβους σκάνδαλα ἔθεντό μοι. (διάψαλμα). 6 Εγωϊσταί και ιδιοτελείς άνθρωποι μου έστησαν κρυφά παγίδα. Ηπλωσαν, ωσάν σχοινία, τα δίκτυα της δολιότητός των, δια να παγιδεύσουν τα πόδια μου. Και πλησίον στον δρόμον, από τον οποίον θα επερνούσα, ετοποθέτησαν προσκόμματα, δια να σκοντάψω. 6 Οἱ περιφρονοῦντες τοὺς πάντας ὑπερήφανοι ἔστησαν κρυφίαν παγίδα διὰ νὰ μὲ συλλάβουν καὶ ἤπλωσαν ὡς ἄλλα σχοινία καὶ δίκτυα δολίας ἐπιβουλὰς διὰ νὰ παγιδεύσουν τοὺς πόδας μου καὶ ἐμπλέξουν τούτους εἰς αὐτάς, κατὰ μῆκος τοῦ δρόμου, ποὺ θὰ διέβαινον, ἔθεσαν προσκόμματα διὰ νὰ σκοντάψω ἐπ’ αὐτῶν καὶ κρημνισθῶ.
7 εἶπα τῷ Κυρίῳ· Θεός μου εἶ σύ, ἐνώτισαι, Κύριε, τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου. 7 Ενώπιον αυτού του κινδύνου είπα στον Κυριον· Συ είσαι ο Θεός μου. Ακουσε, Κυριε, και κάμε δεκτήν την φωνήν της δεήσεώς μου. 7 Πρὸ τῆς μεγάλης ταύτης ἐπιβουλῆς εἶπα πρὸς τὸν Κύριον· Σὺ καὶ μόνος σὺ εἶσαι ὁ Θεός μου· εὐδόκησον νὰ δεχθῇς εἰς τὰ ὦτα σου τὴν φωνὴν τῆς ἱκετευτικῆς προσευχῆς μου.
8 Κύριε, Κύριε, δύναμις τῆς σωτηρίας μου, ἐπεσκίασας ἐπὶ τὴν κεφαλήν μου ἐν ἡμέρᾳ πολέμου. 8 Κυριε, Κυριε, συ είσαι η δύναμις, δια της οποίας και μόνης εγώ θα σωθώ. Ερριψες την σκιαν της προστασίας σου, ως ισχυράν περικεφαλαίαν, επάνω στο κεφάλι μου κατά την ημέραν, που εκείνοι με επολεμούσαν. 8 Κύριε, Κύριε, εἶσαι ἡ ἀκαταγώνιστος δύναμις, ἡ ὁποία ἐργάζεται τὴν σωτηρίαν μου· ἔρριψας τὴν σκιὰν τῆς προστασίας σου, ὡς ἄλλην ἀπρόσβλητον περικεφαλαίαν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μου κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ πολέμου.
9 μὴ παραδῷς με, Κύριε, ἀπὸ τῆς ἐπιθυμίας μου ἁμαρτωλῷ· διελογίσαντο κατ᾿ ἐμοῦ, μὴ ἐγκαταλίπῃς με, μήποτε ὑψωθῶσιν. (διάψαλμα). 9 Μη με παραδώσης, Κυριε, εις τα χέρια αμαρτωλού, πράγμα το οποίον βαθύτατα αποστρέφομαι. Εκείνοι συνέλαβαν και κατέστρωσαν εναντίον μου σχέδια εξοντώσεως. Μη με εγκαταλίπης και επιτύχουν τα σχέδιά των, δια να μη υπερηφανευθούν απέναντι των ανθρώπων σου. 9 Μὴ μὲ παραδώσῃς καὶ τώρα, Κύριε, ἀντιθέτως πρὸς τὸν πόθον καὶ τὴν ἐπιθυμίαν μου εἰς χεῖρας ἁμαρτωλοῦ· συνέλαβον διὰ τῆς διανοίας των ἐξοντωτικὰ σχέδια κατ' ἐμοῦ. Μὴ μὲ ἐγκαταλίπῃς καὶ ἐπιτύχουν τὰ σχέδιά των, διότι φόβος ὑπάρχει νὰ ὑψωθοῦν, καὶ ἀγέρωχοι καθιστάμενοι νὰ καταστοῦν τρόμος τῶν ἐναρέτων.
10 ἡ κεφαλὴ τοῦ κυκλώματος αὐτῶν, κόπος τῶν χειλέων αὐτῶν καλύψει αὐτούς. 10 Ο αρχηγός της συμμορίας των εχθρών μου έχει αλαζονικώς υψωμένην την κεφαλήν του. Ομως επάνω των θα πέση και θα τους σκεπάση η δολιότης και η συκοφαντία του στόματός των. 10 Ὑψωμένη ὑπερηφάνως εἶναι ἡ κεφαλὴ αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ περιεκύκλωσαν. Θὰ ξαναπέσῃ ἐπ’ αὐτῶν καὶ θὰ τοὺς καλύψῃ ἡ σχεδιασθεῖσα μὲ κόπον καὶ πολλὴν σκέψιν ἀδικία, τὴν ὁποίαν τὰ χείλη των ἐξέθεσαν καὶ συνεβούλευσαν πρὸς ἐκτελεσιν.
11 πεσοῦνται ἐπ᾿ αὐτοὺς ἄνθρακες, ἐν πυρὶ καταβαλεῖς αὐτούς, ἐν ταλαιπωρίαις οὐ μὴ ὑποστῶσιν. 11 Θα πέσουν επάνω εις τα κεφάλια των αναμμένα κάρβουνα, θα τους ρίψης μέσα εις την φωτιάν, δεν θα ανθέξουν εις τας ταλαιπωρίας και τας τιμωρίας, που θα τους υποβάλης. 11 Θὰ πέσουν ἐπὶ τῶν κεφαλῶν των ἄνθρακες ἀναμμένοι· θὰ τοὺς καταρρίψῃς μέσα εἰς τὸ πῦρ· θὰ ἐμπέσουν εἰς βάσανα καὶ ταλαιπωρίας, τὰς ὁποίας δὲν θὰ δύνανται νὰ βαστάσουν, ἀλλὰ θὰ συντρίβουν ὑπὸ τὸ βάρος των.
12 ἀνὴρ γλωσσώδης οὐ κατευθυνθήσεται ἐπὶ τῆς γῆς, ἄνδρα ἄδικον κακὰ θηρεύσει εἰς διαφθοράν. 12 Ανθρωπος, ο οποίος έχει εριστικήν και συκοφαντικήν την γλώσσαν, δεν θα κατευοδωθή εις την γην αυτήν. Τον άδικον άνθρωπον θα τον κυνηγήσουν και θα τον συλλάβουν, ωσάν θήραμα, και θα τον οδηγήσουν εις την καταστροφήν αι ταλαιπωρίαι και αι συμφοραί. 12 Ἄνθρωπος ἔχων κακὴν καισυκοφαντικην γλῶσσαν δὲν θὰ προκόψῃ, οὔτε θὰ ἔχῃ καλὸν τέλος ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄδικον ἄνθρωπον θὰ συλλάβουν ὡς θήραμά των δυστυχίαι καὶ συμφοραί, αἵτινες θὰ προκαλέσουν τὴν καταστροφήν του.
13 ἔγνων ὅτι ποιήσει Κύριος τὴν κρίσιν τῶν πτωχῶν καὶ τὴν δίκην τῶν πενήτων. 13 Από το φως της διδασκαλίας σου και από την προσωπικήν μου πείραν, έμαθα και επείσθην, ότι ο Κυριος θα υπερασπίση την δικαίαν υπόθεσιν των πτωχών και θα αποδώση το δίκαιον στους εγκαταλελειμμένους και πτωχούς. 13 Ἡ πίστις καὶ ἡ πεῖρα μὲ ἐδίδαξαν, ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἐκφέρῃ τὴν ἀπόφασίν του διὰ τὴν δικαίαν ὑπόθεσιν τῶν πτωχῶν, καὶ θὰ ἐκδικήσῃ τὸ δίκαιον τῶν ἐγκαταλελειμμένων καὶ ἐλεεινῶν.
14 πλὴν δίκαιοι ἐξομολογήσονται τῷ ὀνόματί σου, κατοικήσουσιν εὐθεῖς σὺν τῷ προσώπῳ σου. 14 Οσον όμως και αν εις μερικάς περιστάσεις επικρατή αδικία, οι δίκαιοι θα θριαμβεύσουν τελικώς, θα δοξολογήσουν το όνομά σου, Κυριε. Οι δε ευθείς και ειλικρινείς θα κατοικούν ασφαλείς μαζή σου, Κυριε. 14 Ὅσον καὶ ἂν ἀργοπορῇ τοῦτο καὶ ἀπογοητεύωνται διὰ τοῦτο μερικοί, οἱ δίκαιοι ὅμως θὰ δοξολογήσουν τὸ ὄνομά σου καὶ οἱ εὐθεῖς θὰ συγκατοικῶσι μετὰ τοῦ προσώπου σου ἀκλόνητοι καὶ ἀπρόσβλητοι ἐκ πειρασμῶν καὶ συμφορῶν.