Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 57 (ΝΖ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος· μὴ διαφθείρῃς· τῷ Δαυΐδ εἰς στηλογραφίαν. 1 1
2 (Μασ. 58) ΕΙ ΑΛΗΘΩΣ ἄρα δικαιοσύνην λαλεῖτε; εὐθείας κρίνετε οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων; 2 (Μασ. 58) Λαλείτε πράγματι και αληθεία, ω κριταί του Ισραήλ, και εφαρμόζετε δικαιοσύνην; Εκδίδετε σεις, υιοί των ανθρώπων, δικαίας αποφάσεις; 2 Εἶναι πραγματικῶς ἀληθὲς ὅτι λαλεῖτε τὸ δίκαιον, ὦ σεῖς παράνομοι κριταί; Ἐκφέρετε λοιπόν, ὦ ἄνθρωποι, δικαίας καὶ εὐθείας κρίσεις καὶ ἀποφάσεις;
3 καὶ γὰρ ἐν καρδίᾳ ἀνομίαν ἐργάζεσθε ἐν τῇ γῇ, ἀδικίαν αἱ χεῖρες ὑμῶν συμπλέκουσιν. 3 Οχι. Διότι με την καρδίαν και τον νουν σας επεξεργάζεσθε την αδικίαν εις την ιεράν χώραν της Παλαιστίνης. Τα δε χέρια σας εξυφαίνουν δολίας αδικίας εις βάρος των άλλων. 3 Ὄχι, δὲν λαλεῖτε δικαιοσύνην καὶ δὲν κρίνετε εὐθέως. Διότι ἐν τῇ καρδίᾳ σας σκέπτεσθε καὶ συλλογίζεσθε, πῶς θὰ ἐργασθῆτε ἐν τῇ γῇ τὴν ἀνομίαν, καὶ αἱ χεῖρες σας μὲ εὐφυεῖς καὶ περιτέχνους στρεψοδικίας, τὰς ὁποίας ἐπινοεῖτε, διαπράττουν ἀδικίας.
4 ἀπηλλοτριώθησαν οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ μήτρας, ἐπλανήθησαν ἀπὸ γαστρός, ἐλάλησαν ψευδῆ. 4 Οι αμαρτωλοί αυτοί δικασταί απεξενώθησαν από τον Θεόν, από την εποχήν ακόμη κατά την οποίαν συνελήφθησαν έμβρυα εις την μήτραν. Επλανήθησαν εκ κοιλίας μητρός, ελάλησαν και λαλούν συνεχώς ψέματα. 4 Ἀπεξενώθησαν ἀπὸ τὸν Θεὸν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἄδικοι αὐτοὶ κριταὶ ἀπ’ αὐτῆς τῆς στιγμῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν συνελήφθησαν ἐν τῇ μήτρᾳ, ἐπλανήθησαν εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἀδικίας, ἀφ’ ὅτου ἦσαν ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς μητρός των, αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἀνέκαθεν λέγουν ψεύματα.
5 θυμὸς αὐτοῖς κατὰ τὴν ὁμοίωσιν τοῦ ὄφεως, ὡσεὶ ἀσπίδος κωφῆς καὶ βυούσης τὰ ὦτα αὐτῆς, 5 Αγρία μανία τους κατέχει δια το κακόν, ώστε να ομοιάζουν με φίδια, με ασπίδα κωφήν, 5 Ὑπάρχει εἰς αὐτοὺς ἐπιμονὴ καὶ μανία, ὅπως χύσουν τὸ θανατηφόρον των δηλητήριον, ὅμοία πρὸς τὴν μανίαν τοῦ ὄφεως, ἐπίμονος κακία, ὡσὰν τῆς ἀσπίδος τῆς κωφῆς ἡ ὁποία κλείει τὰ ὦτα της
6 ἥτις οὐκ εἰσακούσεται φωνῆς ἐπᾳδόντων, φαρμάκου τε φαρμακευομένου παρὰ σοφοῦ. 6 που κλείει τα αυτιά της και δεν θέλει να ακούση τας γοητευτικάς ωδάς των μάγων, με τας οποίας ο πεπειραμένος γόης προσπαθεί να την καταπραΰνη. 6 καὶ ἀσυγκράτητος ὁρμᾷ νὰ χύσῃ τὸ δηλητήριόν της καὶ ἡ ὁποία δὲν θὰ ἀκούσῃ τὴν φωνὴν αὐτῶν, ποὺ μὲ γοητείας καὶ ἐπῳδὰς μαγικὰς προσπαθοῦν νὰ τὴν γοητεύσουν καὶ νὰ τὴν ἀποκοιμίσουν, ἀλλὰ ματαίως παρέχεται εἰς αὐτὴν ἡ ἐπῳδὸς ὡς φάρμακον πραϋντικόν, διὰ τοῦ ὁποίου σοφὸς καὶ πεπειραμένος γόης καὶ φαρμακεὺς ζητεῖ νὰ τὴν πραΰνῃ. Οὕτω καὶ αὐτοὶ πεισμόνως χύνουν τὸ δηλητήριον τῆς ἀδικίας καὶ κακοποιΐας των, μὴ ἀκούοντες καμμίαν συμβουλὴν καὶ δι' οὐδενὸς μέσου ἀναχαιτιζόμενοι ἢ καὶ πρὸς καιρὸν ἠσυχάζοντες.
7 ὁ Θεὸς συντρίψει τοὺς ὀδόντας αὐτῶν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν, τὰς μύλας τῶν λεόντων συνέθλασεν ὁ Κύριος· 7 Ο Θεός θα συντρίψη τα δόντια των ασεβών αυτών δικαστών μέσα στο στόμα των. Θα καταθρυμματίση τους οδόντας αυτών, οι οποίοι ώσαν άγριοι λέοντες επιζητούν να κατασπαράξουν και να αλέσουν τα θύματά των. 7 Εἶναι πλέον γεγονὸς τετελεσμένον, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ συντρίψῃ τοὺς ὀδόντας των μέσα εἰς τὸ στόμα των, θὰ συνθλάσῃ καὶ θὰ καταθραύσῃ ὁ Κύριος τοὺς τραπεζίτας τῶν ἀνόμων αὐτῶν κριτῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ δύναμιν καὶ σκληρότητα λεόντων ζητοῦν νὰ καταξεσχίσουν καὶ ἀλέσουν εἰς τὸ στόμα των ὅλους.
8 ἐξουδενωθήσονται ὡσεὶ ὕδωρ διαπορευόμενον· ἐκτενεῖ τὸ τόξον αὐτοῦ ἕως οὗ ἀσθενήσουσιν. 8 Θα σβήσουν, θα περάσουν, θα εξαφανισθούν σαν το νερό, το οποίον τρέχει ταχέως και δεν επιστρέφει. Ο Κυριος θα τεντώση το τόξον του, και θα ρίψη εναντίον αυτών τα βέλη του, μέχρις ότου εξασθενήσουν τελείως. 8 Θὰ παρέλθουν καὶ δὲν θὰ μείνῃ τίποτε ἀπὸ αὐτούς, ὅπως γρήγορα φεύγει τὸ νερὸν εἰς χειμωνιάτικον ποτάμι, τοῦ ὁποίου ἡ κοίτη ξηραίνεται μέχρι σταγόνος, ὅταν σταματήσουν αἱ βροχαί. Θὰ τεντώσῃ ὁ Κύριος τὸ τόξον του καὶ θὰ ἐξαποστείλῃ κατ’ αὐτῶν τὴν τιμωρητικὴν δύναμίν του μέχρις ὅτου παραλύσουν καὶ καταστοῦν ἀνίσχυροι.
9 ὡσεὶ κηρὸς τακεὶς ἀνταναιρεθήσονται· ἔπεσε πῦρ ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ οὐκ εἶδον τὸν ἥλιον. 9 Οπως λυώνει το κερί, έτσι και αυτοί θα λυώσουν, θα διαλυθούν και θα εξαφανισθούν. Φωτιά της οργής του Κυρίου θα πέση επάνω τους, θα κατακαούν και έτσι δεν θα ιδούν ποτέ το φως του ηλίου, θα παύσουν να υπάρχουν μεταξύ των ζώντων ανθρώπων. 9 Σὰν κηρὸς ποὺ ἔλειωσεν, οὕτω θὰ ἐξοντωθοῦν. Ἔπεσεν ἐπ’ αὐτῶν τὸ πῦρ τῆς θείας ὀργῆς καὶ τοὺς κατέκαυσε καὶ δὲν εἶδον πλέον τὸ φῶς τοῦ ἡλίου.
10 πρὸ τοῦ συνιέναι τὰς ἀκάνθας αὐτῶν τὴν ράμνον, ὡσεὶ ζῶντας, ὡσεὶ ἐν ὀργῇ καταπίεται αὐτούς. 10 Προτού αυξηθούν αι άκανθαι, ώστε να γίνουν ακανθώδεις θάμνοι, πριν εξανθίση και καρποφορήση εις κακά έργα η πονηρία αυτών, σαν με ασυγκράτητον κύμα οργής θα τους καταπίη η θεία δικαιοσύνη. 10 Προτοῦ νὰ αὐξηθοῦν αἱ ἄκανθαί των καὶ νὰ γίνουν παλίουρον, προτοῦ ἡ πονηρία των ἐξανθίσῃ καὶ καρποφορήσῃ, ὡς δι’ ἀσυγκρατήτου κύματος ὀργῆς θὰ τοὺς καταπίῃ, πρὶν ἢ ἀποθάνουν, ὅταν ἀκόμη θὰ εἶναι ζωντανοί τόσον πολὺ θὰ αἰσθανθοῦν τὴν σκληρότητα τῆς τιμωρίας.
11 εὐφρανθήσεται δίκαιος, ὅταν ἴδῃ ἐκδίκησιν· τὰς χεῖρας αὐτοῦ νίψεται ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἁμαρτωλοῦ. 11 Θα ευφρανθή ο δίκαιος όταν ίδη την θείαν αυτήν εκδίκησιν. Τοσον άφθονον θα χυθή το αίμα των αδίκων κριτών, ώστε εις αυτό θα νίψη τα χέρια του ο δίκαιος, ικανοποιημένος από την θείαν δικαιοσύνην. 11 Θὰ εὐφρανθῇ ὁ δίκαιος, ὅταν ἴδῃ τὴν θείαν αὐτὴν ἐκδίκησιν. Καὶ θὰ ρεύσῃ τόσον ἀφθόνως ἐκ τῆς ἐκδικήσεως ταύτης τὸ αἷμα τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὥστε ὁ δίκαιος θὰ νίψῃ τὰς χεῖρας του μέσα εἰς αὐτό. Θὰ λάβῃ δηλαδὴ ὁ δίκαιος πλήρη ἱκανοποίησιν παρὰ τοῦ Κυρίου διὰ τὰς γενομένας πρὸς αὐτὸν ἀδικίας.
12 καὶ ἐρεῖ ἄνθρωπος· εἰ ἄρα ἐστὶ καρπὸς τῷ δικαίῳ, ἄρα ἐστὶν ὁ Θεὸς κρίνων αὐτοὺς ἐν τῇ γῇ. 12 Και τότε κάθε άνθρωπος θα πη· Πράγματι υπάρχει στον δίκαιον η αμοιβή δια τα καλά του έργα. Πράγματι υπάρχει ο Θεός, ο οποίος κρίνει και κατακρίνει τους αδίκους κριτάς επάνω εις την γην. 12 Καὶ θὰ εἴπῃ τότε κάθε ἀνθρωπος· τῷ ὄντι ὑπάρχει καρπὸς καὶ ἀμοιβὴ εἰς τὸν δίκαιον διὰ τὴν ἀρετήν του. Ὑπάρχει ὄντως Θεός, ὁ ὁποῖος κρίνει τοὺς ἀδίκους κριτὰς ἐν τῇ γῇ.