Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22 (ΚΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 (Μασ. 23) Κύριος ποιμαίνει με καὶ οὐδέν με ὑστερήσει. 1 (Μασ. 23) Ο Κυριος μου ως στοργικός ποιμήν με περιφρουρεί, με συντηρεί, με τρέφει. Τιποτε δεν θα μου λείψη. 1 Ο Κύριος ὡς ὁ καλὸς ποιμήν μου καὶ βοσκός μου λαμβάνει πρόνοιαν διὰ τὴν συντήρησιν καὶ διατροφήν μου καὶ τίποτε δὲν θὰ μοῦ λείψῃ.
2 εἰς τόπον χλόης, ἐκεῖ με κατεσκήνωσεν, ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως ἐξέθρεψέ με, 2 Εις πλουσίους χλοερούς βοσκοτόπους, εις τόπους ευφορίας και αναψυχής, εκεί με εγκατέστησε. Με τα ολοκάθαρα δροσερά νερά έσβησε την δίψαν μου και με ανεζωογόνησε. 2 Εἰς τόπους χλοερούς, ἐκεῖ μὲ ὡδήγησε διὰ νὰ κατασκηνώσω. Ἐφρόντισε αὐτὸς μετὰ στοργῆς νὰ ἔχω πάντοτε ἄφθονα καὶ ἐκλεκτὰ ἀγαθά, ποὺ τρέφουν τὸ σῶμά μου καὶ τὴν ψυχήν μου. Εἰς ὕδατα δροσερὰ καὶ εἰς τόπους σκιερούς, ἐκεῖ μὲ τρέφει καὶ μὲ ἀναπαύει.
3 τὴν ψυχήν μου ἐπέστρεψεν. ὡδήγησέ με ἐπὶ τρίβους δικαιοσύνης ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ. 3 Και έτσι εις την λιποψυχήσασαν ψυχήν μου επανέδωσε σφρίγος και ζωτικότητα. Με ωδήγησε στοργικώς στους ευθείς και χαρούμενους δρόμους της δικαιοσύνης, όχι δια την αξίαν μου αλλά δια το πανάγαθον Ονομά του. 3 Τὴν ἐξηντλημένην ἀπὸ τὸν κόπον, τὸν καύσωνα καὶ τὰς στερήσεις ψυχήν μου τὴν συνέφερε καὶ τὴν ἀνεζωογόνησε μὲ ὠδήγησε στοργικῶς εἰς τοὺς ὁμαλοὺς καὶ ἐυθεῖς τῆς ἀρετῆς δρόμους. Καὶ μὲ κατηύθυνεν εἰς αὐτοὺς ὄχι διότι ἐγὼ τὸ ἀξίζω, ἀλλὰ διότι εἶναι μέγα καὶ ἔνδοξον τὸ ὄνομά του ὡς εὐσπλάγχνου καὶ παναγάθου Προνοητοῦ καὶ Καθοδηγητοῦ.
4 ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ᾿ ἐμοῦ εἶ· ἡ ράβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου, αὗταί με παρεκάλεσαν. 4 Ακριβώς, διότι συ, Κυριε, είσαι ο στοργικός προστάτης μου και ποιμήν, εάν βαδίσω και περάσω δια μέσου σκοτεινών και αποκρήμνων περιοχών και εάν αντικρύσω τον θάνατον, δεν θα φοβηθώ μήπως πάθω κάτι κακόν, διότι συ θα είσαι μαζή μου. Διότι η ποιμαντική σου ράβδος, η βακτηρία σου, αυτή θα με στηρίζη, θα με εμψυχώνη, θα με παρηγορή. 4 Ὦ Κύριε, πλησίον σου εἶμαι ἀσφαλής. Διότι καὶ ἂν ἀκόμη διαβῶ χαράδρας σκοτεινὰς καὶ εὑρεθῶ ἀντιμέτωπος πρὸς αὐτὸν τὸν θάνατον, οἰουσδήποτε κινδύνους καὶ ἂν διατρέξω, δὲν θὰ φοβηθῶ νὰ πάθω κακόν τι. Διότι σὺ εἶσαι μαζί μου. Καὶ ἡ ποιμαντική σου ράβδος, ἄλλοτε ὡς μάστιξ παιδαγωγικὴ μὲ συγκρατεῖ εἰς τὴν ἀσφαλῆ τῆς ἀρετῆς ὁδὸν καὶ ἀπομακρύνει κάθε λῃστὴν καὶ λύκον ἀπ' ἐμοῦ, καὶ ἄλλοτε ὡς βακτηρία ὑποστηρίζουσα τὰ κατακοπιασμένα μέλη μου μὲ ἐνισχύει, καὶ καθίσταται οὕτω μέσον ἀνακουφίσεως καὶ παρηγορίας δι’ ἐμέ.
5 ἡτοίμασας ἐνώπιόν μου τράπεζαν, ἐξεναντίας τῶν θλιβόντων με· ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου, καὶ τὸ ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεὶ κράτιστον. 5 Συ, Κυριε, εν τη αγαθότητί σου ητοίμασες ενώπιόν μου τράπεζαν πλουσίων φαγητών απέναντι και εις πείσμα των εχθρών μου. Ηλειψας την κεφαλήν μου με ευώδες άρωμα, πριν κατακλιθώ στο δείπνον σου, και το ποτήριόν σου, με το οποίον με εκέρασες, ήτο γεμάτο από άριστον ευφραντικόν, μεθυστικόν ποτόν. 5 Ἀλλ’ ἡ οἰκειότης ποὺ μοῦ δείχνεις μὲ ἐνθαρρύνει νὰ σὲ παρομοιώσω καὶ πρὸς οἰκοδεσπότην καταδεκτικόν, ποὺ παρέχει εἰς ἐμὲ τὸν πτωχὸν καὶ εὐτελῆ πᾶσαν φιλοξενίαν. Μὲ κάμνεις ὁμοτράπεζον καὶ συνδαιτυμόνα σου. Ἡτοίμασας καὶ παρέθεσες ἐνώπιόν μου τράπεζαν πνευματικῶν κατὰ πρόσωπον ἐκείνων, ποὺ μὲ θλίβουν, οἱ ὁποῖοι, βλέποντες ποίας τιμῆς μὲ καταξιώνεις καὶ ποίας ἀσφαλείας ἀπολαύω πλησίον σου, θὰ καταντροπιασθοῦν. Μὲ μύρον ἤλειψες τὴν κεφαλήν μου προτοῦ ἀνακλιθῶ εἰς τὸ πλούσιον δεῖπνον σου καὶ ὅταν κατ’ αὐτὸ θὰ ἔλθῃ ἢ στιγμὴ νὰ πίω τὸ ποτήριον, ποὺ μοῦ παρέχεις, ὑπερεκχειλίζεται τοῦτο διὰ κρατίστου οἴνου. Πόσον δαψιλεῖς καὶ πανευφρόσυνοι εἶναι αἱ χάριτες καὶ ἀπολαύσεις, τὰς ὁποίας πλησίον σου ἀπολαμβάνει ἡ ψυχή μου!
6 καὶ τὸ ἔλεός σου καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, καὶ τὸ κατοικεῖν με ἐν οἴκῳ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν. 6 Το έλεος της στοργής σου θα με ακολουθή και θα με καταδιώκη με επιμονήν όλας τας ημέρας της ζωής μου και έτσι εγώ χαρούμενος και ευτυχής θα κατοικώ στον ναόν σου του Κυρίου μου, εις ατελεύτητον μακρότητα ημερών. 6 Καὶ τὸ ἔλεός σου θὰ μὲ καταδιώκῃ ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου καὶ ἡ χάρις σου θὰ ἐπιμένῃ νὰ ἐξευρίσκῃ ποικίλα μέσα, ὥστε καὶ φεύγοντα ακόμη νὰ μὲ συλλάβῃ εἰς τὸ δίκτυον τῆς σωτηρίας καὶ καταξιωθῶ οὕτω νὰ κατοικῶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου ἐπὶ χρόνον μακρὸν καὶ ἀτελεύτητον.