Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 70 (Ο)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Τῷ Δαυΐδ· υἱῶν ᾿Ιωναδὰβ καὶ τῶν πρώτων αἰχμαλωτισθέντων.
1 (Μασ. 71) ΕΠΙ ΣΟΙ, Κύριε, ἤλπισα, μὴ καταισχυνθείην εἰς τὸν αἰῶνα. 1 (Μασ. 71) Εις σε Κυριε έχω στηρίξει και στηρίζω τας ελπίδας μου. Πιστεύω ότι ποτέ δεν θα εντροπιασθώ. 1 Εἰς σέ, Κύριε, ἐστήριξα τὰς ἐλπίδας μου· εἴθε νὰ μὴ ἐντροπιασθῶ ποτέ, μένων ἀβοήθητος ἀπὸ σὲ καὶ βλέπων διαψευδομένας τὰς ἐλπίδας μου ταύτας.
2 ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ῥῦσαί με καὶ ἐξελοῦ με, κλῖνον πρός με τὸ οὖς σου καὶ σῶσόν με. 2 Εν ονόματι της δικαιοσύνης σου και δια της δικαιοσύνης σου γλύτωσέ με και ελευθέρωσέ με από αδίκους πειρασμούς και κατατρεγμούς. Κλίνε το αυτί σου προς εμέ, άκουσε την προσευχήν μου και σώσε με. 2 Ἐν ὀνόματι τῆς δικαιοσύνης σου, ἡ ὁποία ἀποστρέφεται πᾶσαν ἀδικίαν, γλύτωσέ με καὶ ἐλευθέρωσέ με ἀπὸ τοὺς ἀδίκους πειρασμοὺς καὶ κατατρεγμούς. Πλησίασον πρός με τὸ οὖς σου καὶ εἰσακούων τῆς προσευχήν μου σῶσον με.
3 γενοῦ μοι εἰς Θεὸν ὑπερασπιστὴν καὶ εἰς τόπον ὀχυρὸν τοῦ σῶσαί με, ὅτι στερέωμά μου καὶ καταφυγή μου εἶ σύ. 3 Γινε εις εμέ Θεός υπερασπιστής και φρούριον απόρθητον, δια να με σώσης από τους κινδύνους. Διότι βράχος, επί του οποίου σταθερά στηρίζομαι, και ασφαλές καταφύγιόν μου είσαι συ. 3 Γενοῦ δι’ ἐμὲ Θεὸς ὑπερασπιστὴς καὶ φρούριον ὀχυρὸν καὶ ἀπόρθητον, διὰ νὰ μὲ σώσῃς· διότι πέτρα, ἐπὶ τῆς ὁποίας στερεῶς καὶ ἀκλονήτως στηρίζομαι, καὶ καταφύγιόν μου εἶσαι σύ.
4 ὁ Θεός μου, ρῦσαί με ἐκ χειρὸς ἁμαρτωλοῦ, ἐκ χειρὸς παρανομοῦντος καὶ ἀδικοῦντος· 4 Ω Θεέ μου, γλύτωσέ με από τα χέρια του κάθε αμαρτωλού. Από τα χέρια εκείνων, οι οποίοι παραβαίνουν τον Νομον σου και διαπράττουν αδικίας. 4 Ὦ Θεέ μου, ἐλευθέρωσέ με καὶ σῶσον με ἀπὸ τὰς χεῖρας παντὸς ἀνθρώπου ἁμαρτωλοῦ, ἀπὸ τὰς χεῖρας παντὸς περιφρονοῦντος τὸν νόμον σου καὶ ἀποτολμῶντος πᾶσαν ἀδικίαν.
5 ὅτι σὺ εἶ ἡ ὑπομονή μου, Κύριε· Κύριε, ἡ ἐλπίς μου ἐκ νεότητός μου, 5 Διότι συ, Κυριε είσαι εκείνος, από τον οποίον με υπομονήν περιμένω βοήθειαν. Συ είσαι η ελπίς μου από αυτών ακόμη των χρόνων της νεότητός μου. 5 Διότι σύ, Κύριε, εἶσαι, τοῦ ὁποίου τὴν βοήθειαν μεθ’ ὑπομονῆς περιμένω· Κύριε, σὺ εἶσαι, πρὸς τὸν ὁποῖον ἐλπίζω ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς νεότητός μου.
6 ἐπὶ σὲ ἐπεστηρίχθην ἀπὸ γαστρός, ἐκ κοιλίας μητρός μου σύ μου εἶ σκεπαστής· ἐν σοὶ ἡ ὕμνησίς μου διαπαντός. 6 Από τότε που ήμουν ακόμη έμβρυον, εις σε είχα στηριχθή. Από την κοιλίαν της μητρός μου συ ήσουνα και είσαι προστάτης και υπερασπιστής μου. Δια τούτο και εγώ ακαταπαύστως θα σε δοξολογώ. 6 Ἀφ' ὅτου ἤμην ἀκόμη ἔμβρυον εἰς τὴν γαστέρα, ἐπὶ σοῦ ἐστηρίχθην, ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου σὺ εἶσαι ὁ σκεπαστὴς καὶ προστάτης μου. Δι’ αὐτὸ πάντοτε καὶ ἀπαύστως θὰ σὲ ὑμνῶ.
7 ὡσεὶ τέρας ἐγενήθην τοῖς πολλοῖς, καὶ σὺ βοηθὸς κραταιός. 7 Ωσάν κάποιο παράδοξον φαινόμενον συμφορών εφάνηκα στους πολλούς. Εν μέσω όμως των δυστυχιών μου αυτών συ ήσουνα ο πανίσχυρος βοηθός μου. 7 Ὡς τέρας δυστυχίας καὶ ὡς ἐκπληκτικὸν φαινόμενον συμφορῶν ἐνεφανίσθην εἰς τοὺς πολλούς, ἀλλ’ ἐν μέσῳ τῶν δυστυχιῶν μου τούτων σὺ ὑπῆρξες βοηθός μου κραταιός.
8 πληρωθήτω τὸ στόμα μου αἰνέσεως, ὅπως ὑμνήσω τὴν δόξαν σου, ὅλην τὴν ἡμέραν τὴν μεγαλοπρέπειάν σου. 8 Ας γεμίση το στόμα μου από ύμνους, δια να υμνώ το μεγαλείον σου, όλην την ημέραν την θείαν σου μεγαλοπρέπειαν. 8 Ἂς γεμίσῃ λοιπὸν τὸ στόμα μου ἀπὸ τὴν αἴνεσίν σου, διὰ νὰ ἀνυμνῶ τὴν δόξαν σου καὶ καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν τὸ θεϊκόν σου μεγαλεῖον.
9 μὴ ἀπορρίψῃς με εἰς καιρὸν γήρως, ἐν τῷ ἐκλείπειν τὴν ἰσχύν μου μὴ ἐγκαταλίπῃς με. 9 Μη με εγκαταλείψης τώρα εις τα γηράματά μου. Τωρα που με αφήνουν αι σωματικαί μου δυνάμεις συ, Κυριε, μη με εγκαταλείψης. 9 Ὅπως δὲ καθ’ ὅλον μου τὸν βίον, ἀφ’ ὅτου συνελήφθην ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς μητρός μου, ὑπῆρξες προστάτης μου, οὕτω καὶ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ γήρατός μου μὴ μὲ ἀπορρίψῃς· ὅταν θὰ ὀλιγοστεύουν καὶ θὰ ἐκλείπουν αἱ σωματικαί μου δυνάμεις, μὴ μὲ ἐγκαταλίπῃς.
10 ὅτι εἶπαν οἱ ἐχθροί μου ἐμοὶ καὶ οἱ φυλάσσοντες τὴν ψυχήν μου ἐβουλεύσαντο ἐπὶ τὸ αὐτό 10 Διότι οι εχθροί μου, αυτοί που καιροφυλακτούν να αφαιρέσουν την ζωήν μου, συνεσκέφθησαν μεταξύ των 10 Διότι εἶπαν οἱ ἐχθροί μου περὶ ἐμοῦ καὶ οἱ παραφυλάσσοντες τὴν ζωήν μου, διὰ νὰ τὴν ἀφανίσουν, συνηθροίσθησαν εἰς συμβουλῶν καὶ συνεσκέφθησαν
11 λέγοντες· ὁ Θεὸς ἐγκατέλιπεν αὐτόν· καταδιώξατε καὶ καταλάβετε αὐτόν, ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ ρυόμενος. 11 και είπαν· Ο Θεός τον εγκατέλειψε. Καταδιώξατε, λοιπόν, αυτόν και συλλάβετέ τον, διότι δεν υπάρχει κανείς να τον γλυτώση από τα χέρια μας. 11 λέγοντες· ὁ Θεὸς τὸν ἐγκατέλιπε· καταδιώξατέ τον καὶ συλλάβετέ τον, θέσατε αὐτὸν ὑπὸ τὴν κατοχήν σας, διότι δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ τὸν γλυτώσῃ.
12 ὁ Θεός μου, μὴ μακρύνῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ· ὁ Θεός μου, εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες. 12 Ω Θεέ μου, μη απομακρύνεσαι από εμέ. Ω Θεέ μου, δώσε προσοχήν εις την κατάστασίν μου και σπεύσε να με βοηθήσης. 12 Ὦ Θεέ μου, μὴ φύγῃς μακρὰν ἀπ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἐλθὲ πλησίον μου· ὦ Θεέ μου, λάβε ἐνδιαφέρον καὶ σπεῦσον εἰς βοήθειάν μου.
13 αἰσχυνθήτωσαν καὶ ἐκλιπέτωσαν οἱ ἐνδιαβάλλοντες τὴν ψυχήν μου, περιβαλλέσθωσαν αἰσχύνην καὶ ἐντροπὴν οἱ ζητοῦντες τὰ κακά μοι. 13 Ας καταισχυνθούν και ας αφανισθούν εκείνοι, οι οποίοι επιβουλεύονται την ζωήν μου. Ας φορέσουν ωσάν ένδυμα την καταισχύνην και την εντροπήν εκείνοι, οι οποίοι σκέπτονται και επιζητούν την καταστροφήν μου. 13 Ἂς καταισχυνθοῦν καὶ ἂς ἀφανισθοῦν οἱ ἐπιβουλευόμενοι τὴν ζωήν μου, ἂς περιβληθοῦν ὡς ἄλλο ἔνδυμα αἰσχύνην καὶ ἐντροπὴν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν νὰ ἐπιφέρουν κατ’ ἐμοῦ κακὰ καὶ καταστροφήν.
14 ἐγὼ δὲ διαπαντὸς ἐλπιῶ ἐπὶ σὲ καὶ προσθήσω ἐπὶ πᾶσαν τὴν αἴνεσίν σου. 14 Εγώ δε συνεχώς και ακαταπαύστως θα έχω τας ελπίδας μου εις σε και κοντά εις τας άλλας αινέσεις και δοξολογίας, που σου ανέπεμψα, θα προσθέσω και νέαν υμνολογίαν προς δόξαν του Ονόματός σου. 14 Ἐγὼ δὲ πάντοτε καὶ ἀπαύστως μέχρι τῆς ἐσχάτης μου ἀναπνοῆς θὰ ἐλπίζω εἰς σὲ καὶ θὰ προσθέτω διαρκῶς νέαν αἴνεσιν καὶ ὕμνον εἰς ὅλας τοῦ παρελθόντος τὰς αἰνέσεις, τὰς ὁποίας σοῦ ἀπηύθυνα.
15 τὸ στόμα μου ἐξαγγελεῖ τὴν δικαιοσύνην σου, ὅλην τὴν ἡμέραν τὴν σωτηρίαν σου, ὅτι οὐκ ἔγνων γραμματείας. 15 Οταν συ θα με σώσης από αυτούς, που απειλούν την ζωήν μου, τότε το στόμα μου θα διαλαλήση την δικαιοσύνην σου αυτήν προς όλους. Ολην την ημέραν θα διακηρύττω την σωτηρίαν, την οποίαν συ στέλλεις. Προφορικώς θα εξαγγέλλω την ευγνωμοσύνην μου προς σέ, διότι εγώ δεν είμαι γραμματεύς δια να συγγράψω βιβλία και να καταγράφω εις αυτά τα θαυμαστά έργα σου. 15 Τὸ στόμα μου θὰ ἀναγγέλλει καὶ θὰ διακηρύττῃ τὴν δικαιοσύνην σου, διὰ τῆς ὁποίας πατάσσεις πᾶσαν ἀδικίαν καὶ προστατεύεις πάντα ἀδικούμενον· ὅλην τὴν ἡμέραν θὰ διακηρύττω τὴν σωτηρίαν, τὴν ὁποίαν διὰ τῆς βοηθείας καὶ προστασίας σου παρέχεις εἰς τοὺς ἐλπίζοντας ἐπὶ σέ. Θὰ περιορισθῶ δὲ νὰ ἐξαγγέλλω γενικῶς τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν σωτηρίαν σου, διότι αὗται εἶναι ἀναρίθμητοι, ἐγὼ δὲ δὲν εἶμαι γραμματεὺς καὶ δὲν ἔμαθα νὰ κρατῶ εἰς κατάλογον ἀπαριθμήσεις, ὥστε ἐν εἰδικῷ τόμῳ καὶ συγγράμματι νὰ ἐξαριθμῶ τὸ πλῆθος τῶν θαυμαστῶν ἐκδηλώσεων τῆς δικαιοσύνης σου καὶ τῶν σωτηρίων ἐπεμβάσεών σου.
16 εἰσελεύσομαι ἐν δυναστείᾳ Κυρίου· Κύριε, μνησθήσομαι τῆς δικαιοσύνης σοῦ μόνου. 16 Θα εισέλθω εις την εξιστόρησιν όλων των θαυμαστών έργων, που έκαμεν η παντοδυναμία του Κυρίου. Ναι, Κυριε, θα ενθυμηθώ την δικαιοσύνην σου, διότι συ είσαι ο απόλυτος και μόνος δίκαιος. 16 Θὰ εἰσέλθω εἰς τὴν ἀφήγησιν τῶν ὅσων ἐξετέλεσεν ἡ ἄμαχος δύναμις καὶ ἰσχὺς τοῦ Κυρίου· Κύριε, θὰ ἐνθυμοῦμαι τὴν δικαιοσύνην σου, ὁ ὁποῖος εἶσαι ὁ μόνος δίκαιος.
17 ὁ Θεός, ἃ ἐδίδαξάς με ἐκ νεότητός μου, καὶ μέχρι τοῦ νῦν ἀπαγγελῶ τὰ θαυμάσιά σου. 17 Ω Θεέ μου, θα αναγγείλω και θα διαλαλήσω τας θαυμαστάς επεμβάσεις της προστασίας σου, με τας οποίας με εδίδαξες από την νεότητά μου μέχρι σήμερα να ελπίζω εις την προστασίαν σου. 17 Θεέ μου, θὰ ἀναγγέλλω καὶ θὰ διακηρύττω τὰς θαυμαστὰς ἐπεμβάσεις τῆς προστασίας σου, μὲ τὰς ὁποίας μὲ ἐδίδαξες ἀπὸ τὴν νεότητά μου μέχρι τῆς ὥρας ταύτης νὰ ἐλπίζω εἰς σέ.
18 καὶ ἕως γήρως καὶ πρεσβείου, ὁ Θεός, μὴ ἐγκαταλίπῃς με, ἕως ἂν ἀπαγγελῶ τὸν βραχίονά σου τῇ γενεᾷ πάσῃ τῇ ἐπερχομένῃ, 18 Και μέχρι των γηρατείων μου και μέχρι της πλέον προχωρημένης ηλικίας μου, ω Θεέ μου, μη με εγκαταλείψης, μέχρις ότου διαλαλήσω την προστασίαν της παντοδυνάμου δεξιάς σου εις κάθε γενεάν, η οποία επακολουθεί. 18 Καὶ μέχρι τοῦ γήρατος καὶ τῶν πολὺ προχωρημένων χρόνων τῆς ζωῆς μου μὴ μὲ ἐγκαταλίπῃς, ἀλλὰ διατήησέ με ἐν τῇ ζωῇ μὲ ἀκεραίας τὰς δυνάμεις μου, μέχρις ὅτου ἐξαγγείλω καὶ εἰς ὅλην τὴν ἐπερχομένην γενεὰν τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ βραχίονός σου.
19 τὴν δυναστείαν σου καὶ τὴν δικαιοσύνην σου. ὁ Θεός, ἕως ὑψίστων ἃ ἐποίησας μεγαλεῖα· ὁ Θεός, τίς ὅμοιός σοι; 19 Μα εξαγγείλω την ακατανίκητον δύναμίν σου, την άπειρον δικαιοσύνην σου. Ω Θεέ, μέχρι των υψίστων και απεριορίστων περιοχών του ουρανίου κόσμου φθάνουν τα μεγαλεία τα οποία έκαμες. Ο Θεός, ποιός όμοιος υπάρχει προς σέ; 19 Μέχρις ὅτου διακηρύξω πόσον ἀκαταγώνιστος καὶ μεγάλη εἶναι ἡ δύναμίς σου καὶ πόσον θαυμαστὴ εἶναι ἡ δικαιοσύνη σου. Ὦ Θεέ μου, φθάνουν μέχρι τῶν ὑψίστων περιοχῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ εἶναι πολὺ μεγάλα καὶ ὑψηλὰ τὰ ὅσα ἐποίησας εἰς ἐμὲ τὸν ταπεινόν σου δοῦλον· ὦ Θεέ μου, ποῖος εἶναι ὅμοιός σου;
20 ὅσας ἔδειξάς μοι θλίψεις πολλὰς καὶ κακάς, καὶ ἐπιστρέψας ἐζωοποίησάς με, καὶ ἐκ τῶν ἀβύσσων τῆς γῆς πάλιν ἀνήγαγές με. 20 Ποσας και πόσας θλίψεις, βαρείας και οδυνηράς, μου έστειλες! Πλην έστρεψες προς εμέ στοργικόν το βλέμμα σου και την αγάπην σου, και με ανεζωογόνησες, και από τα απύθμενα βάθη της γης πάλιν με ανεβίβασες. 20 Πόσας μοῦ ἔδειξας θλίψεις! Πολλαὶ καὶ κακαὶ ἦσαν αὗται. Δὲν μὲ ἐγκατέλιπες ὅμως. Ἀλλ’ ἐπιστρέψας μετὰ στοργῆς καὶ πάλιν πρὸς ἐμὲ μὲ ἐζωογόνησας καὶ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς γῆς πάλιν μὲ ἀνύψωσας.
21 ἐπλεόνασας ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν μεγαλωσύνην σου καὶ ἐπιστρέψας παρεκάλεσάς με καὶ ἐκ τῶν ἀβύσσων τῆς γῆς πάλιν ἀνήγαγές με. 21 Πλουσίαν έδειξες εις εμέ την μεγαλειώδη συγκατάβασίν σου, διότι συ επιστραφείς με επαρηγόρησες. Και από τα κατώτατα βάθη των συμφορών, όπου είχα βυθισθή, πάλιν με επανέφερες εις την επιφάνειαν. 21 Ἐπέδειξας ἐπ’ ἐμοῦ πλειστάκις καὶ ἐν πλεονασμῷ τὸ μεγαλεῖον τῆς δυνάμεως καὶ συγκαταβάσεώς σου καὶ ἐπιστρέψας πλησίον μου μὲ ἐπαρηγόρησας καὶ ἀπὸ τὰ τρίσβαθα τῆς γῆς πάλιν μὲ ἀνύψωσας.
22 καὶ γὰρ ἐγὼ ἐξομολογήσομαί σοι ἐν σκεύει ψαλμοῦ τὴν ἀλήθειάν σου, ὁ Θεός· ψαλῶ σοι ἐν κιθάρᾳ, ὁ ἅγιος τοῦ ᾿Ισραήλ. 22 Δια τούτο και εγώ θα υμνολογήσω με μουσικά όργανα την αξιοπιστίαν και αλήθειαν των λόγων και των υποσχέσεών σου. Θα σε υμνολογήσω με την κιθάραν, ω άγιε Θεέ του Ισραήλ. 22 Διὰ τοῦτο, Θεέ μου, καὶ ἐγὼ μὲ μουσικὸν ὄργανον ψαλτηρίου θὰ δοξολογῶ πρὸς τιμήν σου τὴν ἀλήθειαν, τὴν ὁποίαν δεικνύεις τηρῶν τὰς ὑποσχέσείς σου· θὰ ψάλω πρὸς δοξολογίαν σου τὸν ὕμνον συνοδεύων τοῦτον μετὰ κιθάρας, ὦ ἅγιε, τοῦ ὁποίου ἡ ἁγιότης εἰς τὸν Ἰσραὴλ ἐφανερώθη καὶ ὑπὸ μόνου τοῦ Ἰσραὴλ ἐγνώσθη.
23 ἀγαλλιάσονται τὰ χείλη μου, ὅταν ψάλω σοι, καὶ ἡ ψυχή μου, ἣν ἐλυτρώσω. 23 Οταν εγώ ψάλλω ύμνους προς το μεγαλείον σου, θα γεμίσουν από αγαλλίασιν τα χείλη μου και η ψυχή μου, την οποίαν τόσες και τόσες φορές συ εγλύτωσες. 23 Θὰ πληρωθοῦν ἀγαλλιάσεως τὰ χείλη μου, ὅταν θὰ ψάλω πρὸς τιμήν σου, ἀλλὰ θὰ σκιρτήσῃ καὶ ἡ ψυχή μου, τὴν ὁποίαν ἔσωσας.
24 ἔτι δὲ καὶ ἡ γλῶσσά μου ὅλην τὴν ἡμέραν μελετήσει τὴν δικαιοσύνην σου, ὅταν αἰσχυνθῶσι καὶ ἐντραπῶσιν οἱ ζητοῦντες τὰ κακά μοι. 24 Ακόμη δε και η γλώσσα μου θα μελετά όλας τας ημέρας την δικαιοσύνην σου. Οταν μάλιστα βλέπω να αποτυγχάνουν αυτοί, που ζητούν την καταστροφήν μου, να καταισχύνωνται και να κατεντροπιάζωνται. 24 Ἀκόμη δὲ καὶ ἡ γλῶσσα μου θὰ μελετᾷ καὶ θὰ ἐκδιηγῆται καθ' ὅλην τὴν ἡμέραν τὴν δικαιοσύνην σου, καθ’ ὃν χρόνον θὰ καταισχύνωνται καὶ θὰ καλύπτωνται ὑπὸ ἐντροπῆς οἱ ἐπιζητοῦντες τὴν δυστυχίαν καὶ καταστροφήν μου.