Τρίτη, 23 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:39
Δύση: 20:09
Πανσέληνος
114-252
16ος χρόνος, 5911η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (Ε)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῆς κληρονομούσης· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ. 1 1
2 - ΤΑ ρήματά μου ἐνώτισαι, Κύριε, σύνες τῆς κραυγῆς μου· 2 Ακουσε, Κυριε, τα λόγια της προσευχής μου, κατανόησε αυτά, που με αγωνιώδη κραυγήν σου απευθύνω. 2 Εὐδόκησε, Κύριε, νὰ δεχθῇς εἰς τὰ ὦτα σου τοὺς λόγους τῆς προσευχῆς μου, εὐδόκησε νὰ κατανοήσῃς τὰ ὅσα μὲ ἀγωνιώδη καὶ ἰσχυρὰν κραυγὴν σου ἀπευθύνω·
3 πρόσχες τῇ φωνῇ τῆς δεήσεώς μου, ὁ βασιλεύς μου καὶ ὁ Θεός μου. ὅτι πρὸς σὲ προσεύξομαι, Κύριε· 3 Δώσε προσοχήν στο περιεχόμενον της δεήσεώς μου, συ, που είσαι ο βασιλεύς μου και ο Θεός μου, διότι εγώ όχι εις τα άψυχα είδωλα ούτε εις κανένα άλλον, αλλά προς σε θα προσευχηθώ και τώρα, Κυριε. 3 προσεξε εἰς τὴν φωνὴν τῆς παρακλήσεώς μου, Σύ, ποὺ εἶσαι ὁ ὑπέρτατος καὶ αἰώνιος βασιλεύς μου καὶ ὁ Θεός μου. Διότι οὐχὶ εἰς τὰ ἀναίσθητα εἴδωλα, ἀλλ’ εἰς σὲ καὶ μόνον θὰ προσεύχωμαι, Κύριε. Καὶ ἐκτὸς σοῦ ἄλλον προστάτην δὲν ἔχω.
4 τὸ πρωΐ εἰσακούσῃ τῆς φωνῆς μου, τὸ πρωΐ παραστήσομαί σοι καὶ ἐπόψει με, 4 Πρωϊ, πριν ακόμη αρχίσω κανένα έργον, συ θα ακούσης το περιεχόμενον της προσευχής μου. Το πρωϊ θα παρουσιασθώ ενώπιόν σου και συ θα ρίψης ευμενές βλέμμα προς εμέ. 4 Τὸ πρωΐ, μόλις ἀπὸ τὴν κλίνην μου ἐγερθῶ καὶ προτήτερα ἀπὸ κάθε ἄλλο ἔργον μου, Σὲ πρῶτον θὰ ἐπικαλεσθῶ καὶ Σὺ θὰ ἀκούσῃς τὴν ἱκετευτικὴν φωνήν μου. Λίαν πρωῒ θὰ παρουσιασθῶ ἐνώπιόν σου καὶ θὰ εὐδοκήσῃς νὰ ρίψῃς εὐμενὲς τὸ βλέμμα σου ἐπ’ ἑμοῦ.
5 ὅτι οὐχὶ Θεὸς θέλων ἀνομίαν σὺ εἶ· οὐ παροικήσει σοι πονηρευόμενος, 5 Συ είσαι Θεός, που ποτέ και κατά κανένα τρόπον δεν θέλεις την καταπάτησιν του νόμου Σου και την αδικίαν. Δια τούτο ούτε και προς στιγμήν δεν θα παραμείνη πλησίον σου ως προστατευόμενός σου ασεβής άνθρωπος, ο οποίος μηχανεύεται το κακόν. 5 Διότι σὺ δὲν εἶσαι Θεὸς ποὺ θέλεις τὴν ἀνομίαν καὶ ἀδικίαν, τὴν ὁποίαν ἐμίσησα καὶ ἐγώ, ἐργάζονται δὲ οἱ ἐχθροὶ καὶ διῶκταί μου. Οὐδ' ἐπὶ στιγμὴν θὰ παραμείνῃ πλησίον σου ὡς οἰκεῖος καὶ φίλος σου, ὅποιος πονηρεύεται καὶ μηχανᾶται τὸ κακόν.
6 οὐδὲ διαμενοῦσι παράνομοι κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν σου. ἐμίσησας πάντας τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν· 6 Ούτε είναι δυνατόν να σταθούν εμπρός εις τα μάτια σου με θάρρος η με θράσος αυτοί, οι οποίοι καταπατούν τον Νομον σου. Συ εμίσησες όλους εκείνους, οι οποίοι έχουν ως έργον των να πράττουν την ανομίαν και την αμαρτίαν. 6 Οὔτε θὰ σταθοῦν ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια σου αὐτοί, ποὺ παραβαίνουν τὸν νόμον σου. Ἐμίσησας ὅλους ἐκείνους, ποὺ ὡς ἔργον των ἔχουν νὰ διαπράττουν τὴν ἀνομίαν καὶ ἁμαρτίαν.
7 ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος. ἄνδρα αἱμάτων καὶ δόλιον βδελύσσεται Κύριος. 7 Εν τη δικαιοσύνη σου θα εξολοθρεύσης, Κυριε, όλους εκείνους, οι οποίοι λέγουν ψεύδη. Τον αιμοχαρή άνθρωπον, ο οποίος χύνει αίμα άλλων ανθρώπων, όπως επίσης και τον δόλιον, τους αποστρέφεται μετά βδελυγμίας ο Κυριος. 7 Θὰ ἐξολοθρεύσῃς ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι χωρὶς ἴχνος εὐσυνειδησίας καὶ ἐντροπῆς λαλοῦν καὶ διαδίδουν τὸ ψεῦδος. Τὸν αἱμοβόρον ἄνθρωπον, ποὺ βάφει τὰς χεῖρας του εἰς ἀδελφικὰ αἵματα καὶ διὰ δόλων ἐπιζήτει τὴν βλάβην καὶ καταστροφὴν τοῦ πλησίον, τὸν μισεῖ καὶ τὸν ἀποστρέφεται ὁ Κύριος.
8 ἐγὼ δὲ ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους σου εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν σου, προσκυνήσω πρὸς ναὸν ἅγιόν σου ἐν φόβῳ σου. 8 Εγώ όμως στηριζόμενος και ελπίζων στο άπειρον έλεός σου θα εισέλθω στο κατοικητήριόν σου. Θα προσκυνήσω Σε με ευλάβειαν και ιερόν δέος στον άγιον ναόν σου. 8 Ἀντιθέτως ὅμως ἐγὼ βασίζομαι εἰς τοὺς οἰκτιρμούς σου καὶ ὄχι εἰς τὸν δόλον καὶ τὴν ἀπάτην ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ἀντίπαλοί μου. Καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα μου στηριγμένην εἰς τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου θὰ εἰσέλθω εἰς τὸν οἶκον σου καὶ θὰ προσκυνήσω, γεμᾶτος σεβασμὸν καὶ εὐλάβειαν πρὸς σέ, εἰς τὸν ἅγιον ναόν σου.
9 Κύριε, ὁδήγησόν με ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν μου, κατεύθυνον ἐνώπιόν σου τὴν ὁδόν μου. 9 Κυριε, βλέπεις πόσον πολλοί είναι αυτοί που με εχθρεύονται! Δια τούτο συ γίνε εν τη απείρω σου δικαιοσύνη οδηγός μου. Βοήθησέ με, ώστε με σταθερότητα και αποφασιστικότητα να βαδίζω την ευθείαν οδόν ενώπιόν σου. 9 Κύριε, οἱ ἀδικοῦντες με εἶναι πολλοί. Καὶ ἐξ αἰτίας τῶν ἀδίκων τούτων ἐχθρῶν μου σὲ παρακαλῶ, γενοῦ ὁδηγός μου ἐν ὀνόματι τῆς δικαιοσύνης σου καὶ ἁπάλλαξε τὴν πορείαν τῆς ζωῆς μου ἀπὸ κάθε ἐμπόδιον καὶ παγίδα, ὥστε ἀσφαλῶς νὰ βαδίζω τὸν εὐθὺν δρόμον ποὺ σοῦ εἶναι ἀρεστός. Λύτρωσέ με σὺ ἀπὸ τὰς παγίδας τῶν ἐχθρῶν μου καὶ μὴ ἐπιτρέψῃς, ὥστε ἐξ αἰτίας αὐτῶν νὰ παρεκκλίνω ἀπὸ τὸ θέλημά σου. Ἔχω ἀπόλυτον ἀνάγκην τῆς ὁδηγίας καὶ προστασίας σου.
10 ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν ἀλήθεια, ἡ καρδία αὐτῶν ματαία· τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν. 10 Διότι στο στόμα των εχθρών μου δεν υπάρχει ποτέ η αλήθεια. Η καρδιά των σκέπτεται και επιθυμεί πάντοτε μάταια και επιβλαβή. Ο λάρυγξ των είναι τάφος ανοικτός, από τον οποίον εξέρχονται δυσωδίαι· με τας ψευδολόγους δε γλώσσας των εκχύνουν φαρμακεράς δολιότητας. 10 Διότι δὲν ὑπάρχει εἰς τὸ στόμα των ἀλήθεία· ἡ καρδία των εἶναι ἀνειλικρινὴς καὶ διαλογίζεται μάταια καὶ πονηρά. Ὁ λάρυγξ των σὰν τάφος ἀνοικτός, ποὺ ἀναδίδει μολυσματικὴν δυσοσμίαν, μόνον λόγους βλασφημίας καὶ βρωμερὰς αἰσχρότητος ἐκβάλλει. Μὲ τὰς συκοφαντικὰς καὶ ψευδολόγους γλώσσας των ὑφαίνουν δολιότητας καὶ φαρμακερὰς ἐπινοήσεις.
11 κρῖνον αὐτούς, ὁ Θεός. ἀποπεσάτωσαν ἀπὸ τῶν διαβουλιῶν αὐτῶν· κατὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀσεβειῶν αὐτῶν ἔξωσον αὐτούς, ὅτι παρεπίκρανάν σε, Κύριε. 11 Κρίνε και καταδίκασέ τους συ, ω Θεέ μου. Είθε να αστοχήσουν όλαι αι συκοφαντίαι των και όλα τα εναντίον μου διαβούλιά των. Συμφωνα με το πλήθος των ασεβειών των διασκόρπισέ τους και διώξε τους από κοντά σου, διότι εργαζόμενοι αυτοί το κακόν και πολεμούντες τους ιδικούς σου ανθρώπους σε έχουν πικράνει με το παραπάνω, Κυριε. 11 Καταδίκασέ τους, ὦ Θεέ μου. Εἴθε νὰ πέσουν ἔξω καὶ νὰ ἀποτύχουν εἰς τὰ δόλια σχέδια καὶ τὰς ἐσκεμμένας πλεκτάνας, τὰς ὁποίας συνέλαβον καὶ ἐμηχανεύθησαν κατ’ ἐμοῦ. Σύμφωνα μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἀσεβειῶν τους σκόρπισέ τους καὶ ἀπομάκρυνέ τους, διότι μὲ τὸ νὰ πολεμοῦν τοὺς ἀφωσιωμένους εἰς Σὲ δούλους, σὲ κατεπίκραναν, Κύριε.
12 καὶ εὐφρανθείησαν πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπὶ σέ· εἰς αἰῶνα ἀγαλλιάσονται, καὶ κατασκηνώσεις ἐν αὐτοῖς, καὶ καυχήσονται ἐν σοὶ πάντες οἱ ἀγαπῶντες τὸ ὄνομά σου. 12 Θα ευφρανθούν δε τότε όλοι, όσοι στηρίζουν τας ελπίδας των εις σέ. Η χαρά των και η αγαλλίασις θα είναι αιωνία και αναφαίρετος. Συ δε θα κατοικήσης εν μέσω αυτών και όλοι εκείνοι, που αγαπούν το Ονομά σου, θα καυχώνται δια την προστασίαν, που τους παρέχεις. 12 Καὶ θὰ εὐφρανθοῦν τότε ὅλοι ὅσοι ἔλπιζουν εἰς Σέ, διότι θὰ ἴδουν, ὅτι εἰσακούεις τὴν προσευχὴν καθενὸς ποὺ στηρίζει τὴν πεποίθησίν του εἰς σὲ καὶ ματαιώνεις τὰς ἐπιβουλὰς τῶν μισούντων τοὺς ἐκλεκτούς σου. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀγαλλίασίς των θὰ εἶναι ἀκατάπαυστος καὶ διαρκής, διότι θὰ ἀντιληφθοῦν καὶ θὰ πληροφορηθοῦν ἀπὸ τὰ πράγματα, ὅτι ἔχεις στήσει τὴν σκηνήν σου πλησίον των καὶ κατοικεῖς ὡς προστάτης των καὶ κηδεμὼν ἐν μέσῳ αὐτῶν. Καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαποῦν τὸ ὄνομά σου, θὰ καυχηθοῦν διὰ τὴν προστασίαν τὴν ὁποίαν τοὺς παρέχεις.
13 ὅτι σὺ εὐλογήσεις δίκαιον· Κύριε, ὡς ὅπλῳ εὐδοκίας ἐστεφάνωσας ἡμᾶς. 13 Διότι συ, Κυριε, εν τη απείρω σου αγαθότητι θα ευλογήσης τον δίκαιον. Κυριε, η άπειρος προς ημάς ευμένειά σου και προστασία είναι δι' ημάς ακατανίκητον όπλον και στέφανος δόξης. 13 Διότι σὺ θὰ εὐλογήσῃς τὸν δίκαιον καὶ συνεπῶς αἱ κατ' αὐτοῦ κατάραι καὶ βλασφημίαι τῶν ἀσεβῶν εἰς οὐδὲν θὰ ἰσχύσουν. Κύριε, ἡ πολλή σου εὐαρέσκεια καὶ ἀγάπη ἔγινεν εἰς ἠμᾶς ὅπλον, ἰσχυρὸν καὶ ἀκαταγώνιστον, μὲ τὸ ὁποῖον μᾶς ἐπροστάτευσες, ἀλλὰ καὶ μᾶς ἐχάρισες τὸν στέφανον τῆς νίκης.