Τρίτη, 23 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:39
Δύση: 20:09
Πανσέληνος
114-252
16ος χρόνος, 5911η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 52 (ΝΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ μαελέθ· συνέσεως τῷ Δαυΐδ. 1 1
2 (Μασ. 53) ΕΙΠΕΝ ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· Οὐκ ἔστι Θεός. διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἀνομίαις, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν. 2 (Μασ. 53) Σκοτισμένος μέχρις αφροσύνης από τας πολλάς του αμαρτίας ο ασεβής λέγει από μέσα του· Δεν υπάρχει Θεός. Αυτός και οι όμοιοί του διεφθάρησαν από την κακίαν των. Εγιναν αηδιαστικοί και συχαμεροί με τας παρανομίας των. Κανείς από αυτούς δεν σκέπτεται και δεν πράττει το αγαθόν. 2 Εἶπεν εἰς τὸ βάθος τοῦ ἐσωτερικοῦ του ὁ σκοτισθεὶς ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν μέχρις ἀφροσύνης ἀνθρωπος· δὲν ὑπάρχει Θεός. Αὐτὸς καὶ οἱ ὅμοιοί του διεφθάρησαν καὶ μὲ τὴν παράνομον καὶ ἀδιορθώτως ἁμαρτωλὴν ζωήν των ἔγιναν βδελυκτοὶ καὶ σιχαμένοι τόσον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅσον καὶ ἐνώπιον τῶν ἐναρέτων ἀνθρώπων.
3 ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιὼν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν. 3 Ο Θεός έσκυψεν από τον ουρανόν, δια να ίδη τους υιούς των ανθρώπων· εάν υπάρχη κανείς μεταξύ αυτών, που να έχη σύνεσιν και γνώσιν Θεού η να αναζητή και να προσεύχεται προς τον Θεόν. 3 Ὁ Θεὸς ἔσκυψεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν πρὸς τὰ κάτω καὶ ἔρριψε τοὺς ὀφθαλμούς του ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ ἴδῃ ἐὰν ὑπάρχῃ κανεὶς μὲ σύνεσιν ποὺ νὰ ἔχῃ γνῶσιν τοῦ Θεοῦ ἢ νὰ ποθῇ καὶ ἐπικαλῆται αὐτὸν προσπαθῶν μὲ τὰς ἐναρέτους πράξεις του νὰ πλησιάσῃ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ νὰ εὐαρεστήσῃ εἰς αὐτόν.
4 πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός. 4 Είδεν ότι όλοι έχουν παρεκκλίνει από την ορθήν οδόν. Εγιναν διεφθαρμένοι και αχρείοι. Δεν υπάρχει κανείς, που να ζητή το αγαθόν, δεν υπάρχει ούτε ενας. 4 Ἀλλ’ εἶδεν ὅτι ὅλοι ἐξετράπησαν ἀπὸ τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν καὶ ὅλοι κατήντησαν εἰς ἐξαχρείωσιν καὶ διαφθοράν. Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ πράττῃ τὸ ἀγαθόν· δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας.
5 οὐχί γνώσονται πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν; οἱ κατεσθίοντες τὸν λαόν μου ἐν βρώσει ἄρτου τὸν Κύριον οὐκ ἐπεκαλέσαντο. 5 Δεν θα βάλουν επί τέλους ποτέ γνώσιν και δεν θα συνετισθούν όλοι αυτοί, οι οποίοι διαπράττουν τας παρανομίας; Αυτοί, οι οποίοι κατατρώγουν τον λαόν μου με τόσην ευκολίαν και χαράν, με όσην τρώγουν το ψωμί των, ουδέποτε εστράφησαν προς τον Θεόν, ουδέποτε επεκαλέσθησαν τον Κυριον. 5 Δὲν θὰ συνετισθοῦν λοιπὸν καὶ δὲν θὰ βάλουν ποτὲ γνῶσιν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐργάζονται τὴν ἀνομίαν; Δὲν θὰ συνέλθουν ἐπὶ τέλους καὶ δὲν θὰ σωφρονισθοῦν; Αὐτοὶ ποὺ κατατρώγουν τὸν λαόν μου μὲ τόσην εὐκολίαν καὶ εὐχαρίστησιν σὰν νὰ ἔτρωγον ἄρτον, δὲν ἐπεκαλέσθησαν ποτὲ τὸν Κύριον.
6 ἐκεῖ ἐφοβήθησαν φόβον, οὗ οὐκ ἦν φόβος, ὅτι ὁ Θεὸς διεσπόρπισεν ὀστᾶ ἀνθρωπαρέσκων· κατῃσχύνθησαν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐξουδένωσεν αὐτούς. 6 Αυτοί εφοβήθησαν και επανικοβλήθησαν εκεί, όπου δεν υπήρχε φόβος. Συνετρίβησαν, διότι, ο Θεός συνέτριψε και διεσκόρπισε τα οστά των ανθρώπων εκείνων, που θέλουν να αρέσουν στους άλλους και όχι στον Θεόν. Αυτοί κατεξηυτελίσθησαν, διότι ο Θεός τους εξουθένωσε. 6 Ἀλλα δι’ αὐτὸ κυριευθέντες ἀπὸ δεισιδαιμονίας κατεπτοήθησαν ἀπὸ ἀνύπαρκτα φαντάσματα καὶ κατελήφθησαν ἀπὸ φόβον ἐκεῖ, ὅπου δὲν ὑπῆρχε κανεὶς λόγος να φοβηθοῦν. Καὶ συνετρίβησαν, διότι ὁ Θεὸς διεσκόρπισε τὰ ὀστᾶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν νὰ ἀρέσουν εἰς ἀνθρώπους καὶ ὄχι εἰς αὐτόν. Κατεντροπιάσθησαν καὶ καταισχύνῃ κατεκάλυψεν αὐτούς, διότι ὁ Θεὸς τοὺς ἐξεμηδένισε.
7 τίς δώσει ἐκ Σιὼν τὸ σωτήριον τοῦ ᾿Ισραήλ; ἐν τῷ ἀποστρέψαι τὸν Θεὸν τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ἀγαλλιάσεται ᾿Ιακὼβ καὶ εὐφρανθήσεται ᾿Ισραήλ. 7 Ποίος άλλος εκτός από τον Κυριον ζεκινών από την Ιερουσαλήμ θα προσφέρη σωτηρίαν και ασφάλειαν στον ισραηλιτικόν λαόν; Κανείς άλλος, παρά ο Θεός. Οταν ο Κυριος επαναφέρη τους εξορίστους του λαού του από την αιχμαλωσίαν, θα πλημμυρίσουν από αγαλλίασιν οι απόγονοι του Ιακώβ, θα ευφρανθούν αι καρδίαι των Ισραηλιτών. 7 Ποῖος θὰ ἔλθῃ ἐκ τῆς Σιών, ἐκ τοῦ ἐν τῇ ἁγίᾳ πόλει τῆς Ἱερουσαλὴμ ναοῦ τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ δώσῃ τὴν σωτηρίαν εἰς τὸν Ἰσραήλ; Οὐδεὶς ἄλλος παρὰ μόνος ὁ Θεός. Ὅταν δὲ ὁ Κύριος θὰ ἐπαναφέρῃ ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας τοὺς ἐξορίστους τοῦ λαοῦ του, θὰ σκιρτήσουν ἀπὸ ἀγαλλίασιν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακὼβ καὶ θὰ εὐφρανθοῦν αἱ καρδίαι τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσραήλ.