Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24 (ΚΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 (Μασ. 25) ΠΡΟΣ σέ, Κύριε, ἦρα τὴν ψυχήν μου, ὁ Θεός μου. 1 (Μασ. 25) Προς σέ, Κυριε, που είσαι ο Θεός μου, ανύψωσα τον νουν και την καρδίαν μου, αφού τα απέσπασα από τας ματαιότητας του κόσμου τούτου. 1 Πρὸς σέ, Κύριε, ὕψωσα τὴν ψυχήν μου, ἀφοῦ ἀπέσπασα αὐτὴν ἀπὸ τὰ γήϊνα· πρὸς σὲ ἀνέτεινα τὰς πνευματικάς μου δυνάμεις, διότι σὺ εἶσαι ἀληθὴς Θεὸς καὶ ὁ Θεὸς ὁ ἰδικός μου.
2 ἐπὶ σοὶ πέποιθα· μὴ καταισχυνθείην, μηδὲ καταγελασάτωσάν με οἱ ἐχθροί μου. 2 Εις σε έχω στηρίξει την πεποίθησίν μου. Μη επιτρέψης ποτέ, Κυριε, και παρασυρθώ εις αμαρτίαν και κατεξευτελισθώ εις την παρούσαν ζωήν. Ούτε και να γίνω αντικείμενον χλευασμού και ονειδισμού εκ μέρους των εχθρών μου. 2 Εἰς σὲ ἐστήριξα τὴν ὅλην πεποίθησίν μου· Σὲ παρακαλῶ προστάτευσέ με καὶ μὴ ἐπιτρέψῃς νὰ ἐντροπιασθῶ ποτὲ εἰς τὴν ζωήν μου, οὔτε να καταστῶ περίγελως τῶν ἐχθρῶν μου.
3 καὶ γὰρ πάντες οἱ ὑπομένοντές σε οὐ μὴ καταισχυνθῶσιν· αἰσχυνθήτωσαν οἱ ἀνομοῦντες διακενῆς. 3 Ζητώ αυτήν την χάριν από σέ, διότι βλέπω ότι όλοι όσοι υπομένουν δοκιμασίας και περιμένουν με πίστιν από σε την βοήθειαν, δεν θα καταισχυνθούν. Εξ αντιθέτου θα κατεντροπιασθούν εκείνοι, οι οποίοι εκτρέπονται εις παρανομίας, χωρίς μάλιστα και να αποκομίζουν κανένα κέρδος από αυτάς. 3 Καὶ ζητῶ ταῦτα ἀπὸ σέ, διότι ὅλοι ὅσοι καρτερικῶς καὶ ἐν ὑπομονῇ ἀναμένουν εἰς τὰς ἀνάγκας καὶ περιστάσεις των τὴν βοήθειάν σου, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐντροπιασθοῦν διὰ τῆς διαψεύσεως τῶν ἐλπίδων ποὺ ἐστήριξαν εἰς σέ· ἂς ἐντροπιασθοῦν, ὄχι ἐγὼ καὶ οἱ στηρίζοντες τὴν πεποίθησίν των εἰς σέ, ἀλλ’ ἐκεῖνοι οἰ ὁποῖοι μὲ δόλους καὶ ψεύδη παρανομοῦν ματαίως, χωρὶς εἰς τὸ τέλος τίποτε νὰ ὠφελοῦνται ἀπὸ αὐτά.
4 τὰς ὁδούς σου, Κύριε, γνώρισόν μοι, καὶ τὰς τρίβους σου δίδαξόν με. 4 Καμε γνωστάς, Κυριε, εις εμέ τας οδούς των εντολών σου, δίδαξέ με με τον ιδικόν σου φωτισμόν και με την ιδικήν σου παιδαγωγίαν τους δρόμους της θεαρέστου ζωής. 4 Κατάστησόν μου, Κύριε, γνωστοὺς τοὺς δρόμους τῶν ἐντολῶν σου καὶ τοῦ θελήματός σου, οἱ ὁποῖοι ὁδηγοῦν τοὺς ἀνθρώπους εἰς σέ, καὶ δίδαξέ με διὰ τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς παιδαγωγίας σου τοὺς τρόπους τῆς ἁγιοπρεποῦς πολιτείας, ἵνα συμπεριφέρωμαι ἀπαρεγκλίτως εἰς πᾶσαν περίστασιν κατ’ αὐτούς.
5 ὁδήγησόν με ἐπὶ τὴν ἀλήθειάν σου καὶ δίδαξόν με, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ σωτήρ μου, καὶ σὲ ὑπέμεινα ὅλην τὴν ἡμέραν. 5 Οδήγησέ με στο να γνωρίσω και να δεχθώ την αλήθειάν σου. Διδαξέ με, ώστε να εννοήσω βαθύτατα και να παραδεχθώ ακλόνητα, ότι συ είσαι ο Θεός μου και ο σωτήρ μου. Δι' αυτό και όλην την ημέραν και όλας τας ημέρας της ζωής μου ελπίζω και περιμένω από σε βοήθειαν. 5 Ὁδήγησέ με εἰς τὸ νὰ γνωρίσω καὶ ἐγκολπωθῶ τὴν ἐν τῷ νόμῳ σου ἀλήθειαν καὶ δίδαξόν με εἰς κατανόησιν καὶ ἐφαρμογὴν αὐτῆς, διότι σὺ εἶσαι ὁ Θεός, ποὺ μὲ σώζεις ἀπὸ πάντα κίνδυνον σωματικὸν καὶ πνευματικόν, καὶ δι' αὐτὸ μετὰ καρτερίας σὲ περιμένω καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν, μὴ ἀμφιβάλλων, ὅτι θὰ σπεύσῃς καὶ τώρα εἰς βοήθειάν μου.
6 μνήσθητι τῶν οἰκτιρμῶν σου, Κύριε, καὶ τὰ ἐλέη σου, ὅτι ἀπὸ τοῦ αἰῶνός εἰσιν. 6 Ενθυμήσου, Κυριε, και στείλε και προς εμέ τους οικτιρμούς σου και τα ελέη σου. Ανεξάντλητα και αιώνια είναι τα ελέη σου, τα οποία έδειξες στους προγόνους μας, στον λαόν του Ισραήλ. 6 Ἐνθυμήσου τοὺς οἰκτιρμούς σου, Κύριε, καὶ τὰ ἐλέη, τὰ ὁποῖα ἐπέδειξες πλούσια εἰς τοὺς προγόνους μας. Δὲν εἶναι χθεσινὰ ταῦτα, ἀλλὰ πρὸ αἰώνων πολλῶν δεικνύεσαι εὔσπλαγχνος καὶ ἐλεήμων πρὸς τὸν λαόν σου, τὸν Ἰσραήλ.
7 ἁμαρτίας νεότητός μου καὶ ἀγνοίας μου μὴ μνησθῇς· κατὰ τὸ ἔλεός σου μνήσθητί μου, σύ, ἕνεκεν χρηστότητός σου, Κύριε. 7 Της νεότητός μας τας αμαρτίας, όπως και τας άλλας, τας οποίας εξ αγνοίας διέπραξα, μη τας ενθυμηθής, Κυριε. Να με ενθυμηθής σύμφωνα με το άπειρον έλεός σου, διότι είναι απέραντος η καλωσύνη σου, Κυριε. 7 Μὴ ἐνθυμηθῇς τὰς ἁμαρτίας, ὅσας ἀπὸ κουφότητα καὶ ἀπειρίαν νεανικήν, καθὼς καὶ ὅσας ἐξ ἐνόχου ἀγνοίας διέπραξα· σύμφωνα μὲ τὸ ἔλεος τὸ ὁποῖον πρὸς ὅλους τοὺς μετανοοῦντας ἁμαρτωλοὺς δεικνύεις, ἐνθυμήσου καὶ ἐμέ, Κύριε, διὰ τὴν καλωσύνην καὶ ἀγαθότητα, μὲ τὴν ὁποίαν καὶ αὐτοὺς τοὺς ἁμαρτωλοὺς εὐεργετεῖς.
8 χρηστὸς καὶ εὐθὴς ὁ Κύριος· διὰ τοῦτο νομοθετήσει ἁμαρτάνοντας ἐν ὁδῷ. 8 Αγαθός και ευεργετικός και δίκαιος προς όλους είναι ο Κυριος. Δι' αυτό θα διδάσκη και θα καθοδηγή με τον Νομον του τους αμαρτάνοντας, δια να επιστρέψουν στον δρόμον της αρετής. 8 Εὐεργετικὸς πρὸς ὅλους καὶ δίκαιος εἶναι ὁ Κύριος· δι’αὐτὸ θὰ διδάσκῃ καὶ θὰ καθοδηγῇ διὰ τοῦ νόμου του τοὺς ἁμαρτάνοντας, ὅπως ἐπιστρέψουν εἰς τὴν εὐθεῖαν τῆς ἀρετῆς καὶ τῶν ἐντολῶν του ὁδόν.
9 ὁδηγήσει πραεῖς ἐν κρίσει, διδάξει πραεῖς ὁδοὺς αὐτοῦ. 9 Θα οδηγή πάντοτε ο Κυριος τους πράους και ευθείς στον δρόμον της αρετής και εις φωτισμένην ζωήν. Θα διδάξη τους πράους και ταπεινούς τας οδούς των εντολών του. 9 Θὰ ὁδηγῇ πάντοτε τοὺς πράους καὶ ταπεινοὺς ἀνθρώπους νὰ πολιτεύωνται μὲ σύνεσιν καὶ διαυγῆ σκέψιν, θὰ διδάξῃ τοὺς πράους τὸν δρόμον τῶν ἐντολῶν του, καθὼς καὶ τὰς πανσόφους μεθόδους, τὰς ὁποίας χρησιμοποιεῖ πρὸς σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων.
10 πᾶσαι αἱ ὁδοὶ Κυρίου ἔλεος καὶ ἀλήθεια τοῖς ἐκζητοῦσι τὴν διαθήκην αὐτοῦ καὶ τὰ μαρτύρια αὐτοῦ. 10 Ολαι αι εντολαί του Κυρίου, αι οποίαι αναφέρονται εις ρύθμισιν της ζωής μας, είναι γεμάται από την ευσπλαγχνίαν του και την αξιοπιστίαν του εις εκείνους, οι οποίοι ενδιαφέρονται και ζητούν να μάθουν το θέλημά του και όλας τας εντολάς του. 10 Γεμᾶται εὐσπλαγχνίαν, ἔλεος καὶ οἰκτιρμοὺς εἶναι αἱ μέθοδοι, τὰς ὁποίας ὁ Κύριος μεταχειρίζεται πρὸς ἐπιστροφήν τοῦ ἁμαρτωλοῦ· αὐτὴ ἡ ἀλάθεια ἐνσωματοῦται εἰς τὸν νόμον, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἔδωκεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ πληροφοροῦνται διὰ τῆς πείρας περὶ τούτου ὅσοι μὲ πόθον καὶ εἰλικρίνειαν ψυχῆς ἐρευνοῦν τὴν διαθήκην καὶ τὰς μαρτυρίας τοῦ Κυρίου, προσπαθοῦντες νὰ συμμορφωθοῦν πρὸς αὐτά.
11 ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, καὶ ἱλάσῃ τῇ ἁμαρτίᾳ μου, πολλὴ γάρ ἐστι. 11 Δια το Ονομά σου, ελεήμων Κυριε, και προς δόξαν της αγαθότητός σου συγχώρησε τας αμαρτίας μου, αι οποίαι είναι πολλαί και μεγάλαι. 11 Διὰ τὸ ὄνομά σου, Κύριε, πρὸς δόξαν τῆς χρηστότητος καὶ τῆς φιλανθρωπίας, μὲ τὰ ὁποῖα εἶσαι γνωστὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, φανοῦ ἵλεως καὶ συγχώρησον τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μου, τὸ ὁποῖον ἀληθῶς εἶναι πολύ.
12 τίς ἐστιν ἄνθρωπος ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον; νομοθετήσει αὐτῷ ἐν ὁδῷ, ᾗ ᾑρετίσατο. 12 Ποιός είναι ο άνθρωπος, ο οποίος πράγματι ευλαβείται και σέβεται τον Κυριον; Εις αυτόν θα δώση Νομον ο Κυριος, δια να καθοδηγήται στον δρόμον, τον οποίον έχει εκλέξει. 12 Ποῖος ἄνθρωπος φοβεῖται καὶ σέβεται ἐκ καρδίας τὸν Κύριον; Θὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος νόμον καὶ κανόνα, ἀπὸ τὸν ὁποῖον θὰ ὁδηγῆται, διὰ ν' ἀκολουθῇ τὸν δρόμον καὶ τὴν ζωήν, μὲ τὴν ὁποίαν θὰ καταστῇ εὐάρεστος πρὸς αὐτόν.
13 ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν ἀγαθοῖς αὐλισθήσεται, καὶ τὸ σπέρμα αὐτοῦ κληρονομήσει γῆν. 13 Η ψυχή του ανθρώπου αυτού θα αναπαύεται ανάμεσα εις πλούσια αγαθά και οι απόγονοί του θα κληρονομούν και θα κατέχουν πάντοτε την γην των προγόνων των. 13 Ἡ ζωὴ καὶ ἡ ὕπαρξίς του θὰ καταυλισθῇ καὶ θὰ ἀναπαυθῇ εἰς ἀγαθὰ καὶ εἰς εὐτυχίαν, καὶ οἱ ἀπόγονοί του θὰ κληρονομήσουν τὴν εὐλογημένην γῆν τῆς ἐπαγγελίας.
14 κραταίωμα Κύριος τῶν φοβουμένων αὐτόν, καὶ ἡ διαθήκη αὐτοῦ δηλώσει αὐτοῖς. 14 Ο Κυριος είναι η κραταιά και ακατανίκητος δύναμις αυτών, που τον φοβούνται. Αυτήν την αλήθειαν μαρτυρεί και θα μαρτυρή η διαθήκη, την οποίαν έκαμε προς αυτούς. 14 Ὁ Κύριος γίνεται κραταιὰ ἐνίσχυσις τῶν φοβουμένων αὐτὸν καὶ ἀποδεικνύει τοῦτο φανερὰ ἡ διαθήκη, τὴν ὁποίαν ἔκαμε πρὸς αὐτοὺς καὶ διὰ τῆς ὁποίας μὲ ρητὰς καὶ ἀδιαψεύστους ὑποσχέσεις ἀνέλαβε τὴν προστασίαν αὐτῶν.
15 οἱ ὀφθαλμοί μου διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον, ὅτι αὐτὸς ἐκσπάσει ἐκ παγίδος τοὺς πόδας μου. 15 Δια τούτο οι οφθαλμοί μου είναι πάντοτε εστραμμένοι προς τον Κυριον, διότι αυτός θα αποσπάση και θα ελευθερώση τα πόδια μου από την παγίδα. 15 Οἱ ὀφθαλμοί μου εἶναι διαρκῶς ἐστραμμένοι πρὸς τὸν Κύριον, τὸν ὁποῖον γεμᾶτος ἐλπίδα ἱκετεύω καὶ παρακαλῶ, διότι αὐτὸς θὰ ἐκμηδενίσῃ τὰς κατ’ ἐμοῦ ἐπιβουλὰς καὶ θὰ ἀποσπάσῃ ἐξ οἰασδήποτε παγίδος τοὺς πόδας μου, ὥστε οὔτε νὰ κινδυνεύσω σωματικῶς, οὔτε εἰς τὸ κακὸν νὰ συλληφθῶ.
16 ἐπίβλεψον ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με, ὅτι μονογενὴς καὶ πτωχός εἰμι ἐγώ. 16 Κυριε, ρίψε ευσπλαγχνικόν το βλέμμα σου προς εμέ και ελέησέ με, διότι είμαι μόνος και ταλαιπωρημένος εις την ζωήν. 16 Ρῖψε τὸ βλέμμα σου σπλαγχνικὸν καὶ προστατευτικὸν πρὸς ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με, διότι εἶμαι ἐγκαταλελειμμένος καὶ ἀπομονωμένος, ὡς πτωχὸς δὲ καὶ ἔρημος στεροῦμαι πάσης βοηθείας, μόνην ἐλπίδα ἔχων σέ.
17 αἱ θλίψεις τῆς καρδίας μου ἐπληθύνθησαν· ἐκ τῶν ἀναγκῶν μου ἐξάγαγέ με. 17 Αι θλίψεις της καρδίας μου έχουν πληθυνθή και βαρυνθή. Βγάλε με και λύτρωσέ με από τας στενοχώρους αυτάς περιστάσεις. 17 Αἱ θλίψεις, ποὺ καταπληγώνουν τὴν καρδίαν μου, ἐπλήθυναν καὶ ἔγιναν πολλαί· ἀπὸ τὰς στενοχωρίας μου βγάλε με καὶ ὁδήγησέ με εἰς ἄνεσιν καὶ ἀναψυχήν.
18 ἴδε τὴν ταπείνωσίν μου καὶ τὸν κόπον μου καὶ ἄφες πάσας τὰς ἁμαρτίας μου. 18 Ιδε, Κυριε, την ταπείνωσιν, εις την οποίαν έχω καταπέσει και τον μόχθον, από τον οποίον βαρύνομαι, και συγχώρησε όλας μου τας αμαρτίας. 18 Ἴδε πόσον ἐταπεινώθην· ἴδε τὸν μόχθον καὶ τοὺς στεναγμούς μου· καὶ διὰ τὴν ταπείνωσιν καὶ τὸν κόπον μου αὐτὸν συγχώρησε, σὲ παρακαλῶ, ὅλας τὰς ἁμαρτίας μου, ξ αἰτίας τῶν ὁποίων τιμωροῦμαι.
19 ἴδε τοὺς ἐχθρούς μου, ὅτι ἐπληθύνθησαν καὶ μῖσος ἄδικον ἐμίσησάν με. 19 Ιδέ ακόμη, Κυριε, και τους εχθρούς μου, διότι πάρα πολύ επληθύνθησαν, και με ένα άδικον φοβερόν μίσος με έχουν μισήσει. 19 Ἴδε ὅτι ηὐξήθησαν εἰς μέγα πλῆθος οἱ ἐχθροί μου καὶ χωρὶς ἐγὼ νὰ τοὺς βλάψω εἰς τίποτε μὲ μισοῦν ἀδίκως.
20 φύλαξον τὴν ψυχήν μου καὶ ῥῦσαί με· μὴ καταισχυνθείην, ὅτι ἤλπισα ἐπὶ σέ. 20 Φυλαξε την ζωήν μου από τας επιβουλάς αυτών των εχθρών και γλύτωσέ με. Μη επιτρέψης να εντροπιασθώ και κατεξευτελισθώ από αυτούς, διότι εγώ έχω στηρίξει εις σε την ελπίδα της βοηθείας μου. 20 Φύλαξε τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τὰς ἐπιβουλάς των καὶ γλύτωσέ με· μὴ ἐπιτρέψῃς, σὲ παρακαλῶ, νὰ ἐντροπιασθῶ ἀπὸ αὐτούς, διὸ εἰς σέ, τοῦ ὁποίου ἡ βοήθεια εἶναι ἀκαταγώνιστος καὶ κραταιά, ἐστήριξα τὰς ἐλπίδας μου.
21 ἄκακοι καὶ εὐθεῖς ἐκολλῶντό μοι, ὅτι ὑπέμεινά σε, Κύριε. 21 Απονήρευτοι και ευθείς άνθρωποι, ξένοι προς κάθε δολιότητα και κακίαν με ακολουθούσαν πιστώς, διότι εγώ, Κυριε, υπέμεινα και επέμεινα ελπίζων εις σέ. 21 Ἀπονήρευτοι καὶ εὐθεῖς ἄνθρωποι, ξένοι πρὸς τοὺς δόλους, τὴν κακίαν καὶ τὰς ἀδικίας, μὲ ἠκολούθουν καὶ συνεδέοντο μαζί μου στενῶς, διότι ἐπέμεινα μεθ' ὑπομονῆς πολλῆς ἐλπίζων εἰς σέ. Ἂς μὴ ἀποθαρρυνθοῦν καὶ ἂς μὴ ἐντροπιασθοῦν μαζί μου καὶ οἱ δοῦλοι σου αὐτοί, διὰ τῆς διαψεύσεως τῶν ἐλπίδων μας.
22 λύτρωσαι, ὁ Θεός, τὸν ᾿Ισραὴλ ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων αὐτοῦ. 22 Δια να ενθαρρυνθούν και στερεωθούν και αυτοί εις την προς σε πίστιν, γλύτωσέ με, Κυριε, από θλίψεις και κινδύνους και όχι μόνον εμέ αλλά ολόκληρον τον Ισραηλιτικόν λαόν από όλας τας θλίψστου. 22 Ἐλευθέρωσε, Θεέ μου, μαζὶ μὲ ἡμᾶς καὶ ὁλόκληρον τὸν ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἀπὸ ὅλας τὰς θλίψεις του.