Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (Η)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῶν ληνῶν· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ. 1 1
2 - ΚΥΡΙΕ ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ· ὅτι ἐπήρθη ἡ μεγαλοπρέπειά σου ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν. 2 Κυριε ο κύριος όλων των ανθρώπων, ιδιαιτέρως δε ημών των πιστών, πόσον ξακουστόν και ολόλαμπρον προβάλλει το όνομά σου εις όλην την γην, εις όλα τα δημιουργήματά σου! Η μεγαλοπρέπειά σου ως δημιουργού είναι ασυγκρίτως λαμπροτέρα από την λαμπρότητα των ουρανίων κόσμων, τους οποίους συ εδημούργησες. 2 Κύριε ὁ Θεὸς καὶ δεσπότης ἠμῶν, τοῦ περιουσίου λαοῦ σου, ἐξόχως θαυμαστὴ καὶ ἐκθαμβωτικὴ διαλάμπει ἡ δύναμις καὶ ἡ σοφία σου εἰς τὰ καθ’ ὅλην τὴν γῆν δημιουργήματά σου. Ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς γῆς θαυμάζουν τὸ μεγαλεῖον σου καὶ ἀνυμνοῦν τὸ ὄνομά σου. Διότι ἡ μεγαλοπρέπεια καὶ δόξα σου ὑπερπληρώσασα τὴν γῆν, ὑψώθη ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν καὶ ἐξηπλώθη ἐκθαμβωτικὴ ἐπάνω ἀπὸ τὸν μυριοφώτιστον καὶ μεγαλειώδη ἔναστρον κόσμον.
3 ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν σου τοῦ καταλῦσαι ἐχθρὸν καὶ ἐκδικητήν. 3 Από τα στόματα και αυτών ακόμη των νηπίων και θηλαζόντων παιδίων ήκουσας και ακούεις τέλειον ύμνον πίστεως και δοξολογίας προς σέ, εις πείσμα των μεγάλων απίστων εχθρών σου και εις καταζευτελισμόν και εξουδένωσιν εκείνου, ο οποίος τολμά να παρουσιασθή εχθρός και αντίδικός σου. 3 Ὄχι μόνον οἱ ὥριμοι καὶ ἐχέφρονες ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ νήπια καὶ τὰ μικρά, ποὺ ἀκόμη θηλάζουν, ἀνυμνοῦν τὸ μεγαλεῖον τῆς δημιουργίας σου. Ἀπὸ τὰ στόματά των ἐποίησας τέλειον ὕμνον τῆς δόξης σου, διὰ νὰ ἀποστομωθῇ καὶ ἐξευτελισθῇ μὲ αὐτὸν κάθε ἐχθρὸς ποὺ μὲ πεῖσμα καὶ γεμᾶτος τυφλὴν ἐκδίκησιν ἐπιμένει νὰ ἀρνῆται τὴν τελειότητά σου.
4 ὅτι ὄψομαι τοὺς οὐρανούς, ἔργα τῶν δακτύλων σου, σελήνην καὶ ἀστέρας, ἃ σὺ ἐθεμελίωσας· 4 Οταν ανυψώνω τα βλέμματά μου στους ουρανούς και βλέπω τα αναρίθμητα υπέροχα εκεί δημιουργήματά σου, τα οποία χωρίς κόπον σαν με τα δάκτυλα απλώς των χειρών σου έκαμες, την σελήνην δηλαδή και τους αστέρας, τα οποία συ εστερέωσες στο απέραντον χάος του ουρανού, διερωτώμαι και λέγω· 4 Ὅταν βλέπω τοὺς οὐρανίους κόσμους, τὰ ἔργα ποὺ μὲ τόσην εὐκολίαν συνετέλεσας μὲ μόνα τὰ δάκτυλά σου, χωρὶς νὰ παραστῇ ἀνάγκη, ὅπως ἐργασθῇ δι’ αὐτὰ καὶ ἡ παντοδύναμος χείρ σου ὅταν βλέπω τὴν σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρας, τοὺς ὁποίους ὡς εἰς θεμέλιον ἀσφαλὲς ἐστερέωσας καὶ ἐτακτοποίησας, σκέπτομαι τότε καὶ ἀνακράζω:
5 τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνῄσκῃ αὐτοῦ; ἢ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν; 5 τι είναι αυτός ο άνθρωπος, ο τόσον μικρός και αφανής εμπρός στο μεγαλοπρεπές σύμπαν σου, ώστε συ να καταδέχεσαι να τον ενθυμήσαι; Η τι είναι κάθε απόγονος του ανθρώπου, ώστε συ τόσον πατρικώς και ιδιαιτέρως να φροντίζης δι' αυτόν; 5 Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ τόσον μικρὸς καὶ ἀφανὴς ἐμπρὸς εἰς τὸ μεγαλειῶδες σύμπαν, ὥστε νὰ καταδέχεσαι σὺ νὰ τὸν ἐνθυμῆσαι; Ἤ τί εἶναι κάθε ἀπόγονος ἀνθρώπου, ὥστε νὰ φροντίζῃς σὺ καὶ νὰ μεριμνᾷς ὅλως ἰδιαιτέρως δι' αὐτόν;
6 ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους, δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν, 6 Τον εδημιούργησες ολίγον κατώτερον από τους αγγέλους, με δόξαν όμως και τιμήν τον έχεις στεφανώσει, 6 Τὸν ἔπλασας ὀλίγον τι κατώτερον ἀπὸ τοὺς ἀσωμάτους ἀγγέλους, ἀφοῦ τὸν ἐπροίκισες μὲν μὲ τὴν εἰκόνα σου, τοῦ ἔδωκες ὅμως καὶ ὑλικὸν σῶμα. Ἀλλὰ τὸν ἐστεφάνωσες συγχρόνως μὲ δόξαν καὶ τιμήν, διότι τὸν ἀνέδειξας κυρίαρχον ὅλης τῆς φύσεως.
7 καὶ κατέστησας αὐτὸν ἐπὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου· πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ, 7 διότι τον εγκατέστησες και τον ανεκήρυξες βασιλέα εις όλα τα έργα των χειρών σου, εις όλα τα επίγεια δημιουργήματά σου. 7 Ἐπὶ ὅλων τῶν ἐπὶ γῆς κτισμάτων σου ἐγκατέστησας αὐτὸν βασιλέα. Ὑπέταξες ὅλα κάτω ἀπὸ τοὺς πόδας του.
8 πρόβατα, καὶ βόας ἁπάσας, ἔτι δὲ καὶ τὰ κτήνη τοῦ πεδίου, 8 Τα πάντα υπέταξες κάτω από την εξουσίαν του, όχι μόνον τα κατοικίδια ζώα, πρόβατα και όλα τα βόϊδια, αλλά και αυτά ακόμη τα άγρια θηρία της υπαίθρου· 8 Ὄχι μόνον τὰ ἥμερα κτήνη, ποὺ διατρέφει διὰ τὰς ἀνάγκάς του, τὰ πρόβατα δηλαδὴ καὶ ὅλα τὰ βώδια, ἀλλὰ ἀκόμη ὑπέταξας εἰς αὐτὸν καὶ τὰ ἄγρια ζῶα τοῦ ἀγροῦ,
9 τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης, τὰ διαπορευόμενα τρίβους θαλασσῶν. 9 τα ταχύτατα πτηνά, που διασχίζουν τους ουρανούς, τα αναρίθμητα ψάρια της θαλάσσης, τα μεγάλα κήτη, τα οποία τρέχουν δια των υδατίνων δρόμων των ωκεανών. 9 καθὼς καὶ τὰ πετεινά, ποὺ πετοῦν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ τὰ ψάρια ποὺ ζοῦν εἰς τὰς θαλάσσας καὶ τὰ μεγάλα κήτη ποὺ διασχίζουν τοὺς ὠκεανούς.
10 Κύριε ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ! 10 Κυριε ο Κυριος ημών, πόσον λαμπρόν και μεγαλειώδες προβάλλεται το πανένδοξον όνομά σου εις όλην την γην! 10 Κύριε, σὺ ποὺ ὁρίζεις καὶ ἐξουσιάζεις ὅλους μας, ἀνεκφράστως θαυμαστὸν εἶναι τὸ ὄνομά σου, ἐν μέσῳ ὅλων τῶν ἐπὶ γῆς ἀνθρώπων.