Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τοῦ λαοῦ τοῦ ἀπὸ τῶν ἁγίων μεμακρυμμένου· τῷ Δαυΐδ εἰς στηλογραφίαν, ὁπότε ἐκράτησαν αὐτὸν οἱ ἀλλόφυλοι ἐν Γέθ. | 1 | 1 |
2 (Μασ. 56) ΕΛΕΗΣΟΝ με, ὁ Θεός, ὅτι κατεπάτησέ με ἄνθρωπος, ὅλην τὴν ἡμέραν πολεμῶν ἔθλιψέ με. | 2 (Μασ. 56) Ελέησέ με, ω Θεέ μου, διότι, άνθρωπος με εποδοπάτησε κάτω στο χώμα, σαν να είμαι σκουλήκι. Ολας τας ημέρας με κατέθλιψε με τον πόλεμον, που εξήγειρεν εναντίον μου. | 2 Ελέησόν με καὶ σπλαγχνίσου με, Θεέ μου, διότι ἄνθρωπος θνητός, ὅπως εἶμαι καὶ ἐγώ, μὲ κατεπάτησε, σὰν νὰ μὴ ἤμην ὅμοιός του, ἀλλ’ ἀσθενές τι καὶ περιφρονημένον σκωλήκιον. Καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν πολεμῶν κατ’ ἐμοῦ μὲ συνέθλιψε καὶ μὲ κατεπίεσ |
3 κατεπάτησάν με οἱ ἐχθροί μου ὅλην τὴν ἡμέραν, ὅτι πολλοὶ οἱ πολεμοῦντες με ἀπὸ ὕψους. | 3 Με καταπατούν οι εχθροί μου όλας τας ημέρας, διότι οι πολεμούντες με είναι ισχυροί, και με πολεμούν από υψηλόν, ασφαλές και απρόσβλητον μέρος. | 3 Μὲ κατεπάτησαν οἱ ἐχθροί μου καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν, διότι εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ ὠχυρωμένοι ὑψηλὰ μὲ ἔχουν ὑποκάτω καὶ μὲ πολεμοῦν μετὰ δυνάμεως καὶ ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς. |
4 ἡμέρας οὐ φοβηθήσομαι, ἐγὼ δὲ ἐλπιῶ ἐπὶ σέ. | 4 Εγώ όμως όλας αυτάς τας ημέρας του πολέμου των δεν τους φοβούμαι, διότι εις σε έχω στηρίξει τας ελπίδας μου. | 4 Ἀλλ’ ὅσον καὶ ἂν παραταθῇ καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν ὁ πόλεμός των, δὲν θὰ φοβηθῶ, ἀλλ’ ἐγὼ θὰ ἔχω τὰς ἐλπίδας μου εἰς σέ. |
5 ἐν τῷ Θεῷ ἐπαινέσω τοὺς λόγους μου, ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι σάρξ. | 5 Με την βοήθειαν του Θεού μου οι λόγοι αυτοί θα αποδειχθούν πραγματικώς έπαινός μου. Εις τον Θεόν μου εστήριξα τας ελπίδας μου. Δεν θα φοβηθώ, τι θα σκεφθή και θα πράξη εναντίον μου φθαρτή ανθρωπίνη σαρξ. | 5 Καὶ διὰ τῆς βοηθείας τοῦ Θεοῦ μου οἱ λόγοι αὐτοὶ τῆς ἐλπίδος μου πρὸς αὐτὸν δὲν θὰ ἀποβοῦν κενὴ καύχησις, ἀλλὰ πραγματικὸς ἔπαινός μου. Εἰς τὸν Θεὸν ἐστήριξα τὰς ἐλπίδας μου, δὲν θὰ φοβηθῶ τί κατ’ ἐμοῦ θὰ κάμῃ ἡ φθαρτὴ καὶ ἐφήμερος σὰρξ οἰουδήποτε ἐχθροῦ μου. |
6 ὅλην τὴν ἡμέραν τοὺς λόγους μου ἐβδελύσσοντο, κατ᾿ ἐμοῦ πάντες οἱ διαλογισμοὶ αὐτῶν εἰς κακόν. | 6 Ολην την ημέραν εκείνοι αηδίαζαν και απεστρέφοντο τους λόγους μου. Αι δε σκέψεις και αι αποφάσεις των εστρέφοντο εναντίον μου, δια να μου κάμουν κακόν. | 6 Καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν ἀηδίαζαν καὶ ἀπεστρέφοντο τοὺς λόγους μου καὶ δὲν ἤθελαν κατ' οὐδένα τρόπον νὰ μὲ ἀκούσουν· ὅλαι των αἱ σκέψεις καὶ οἱ συλλογισμοί των στρέφονται κατ’ ἐμοῦ, πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ μὲ κακοποιήσουν. |
7 παροικήσουσι καὶ κατακρύψουσιν· αὐτοὶ τὴν πτέρναν μου φυλάξουσι, καθάπερ ὑπέμειναν τῇ ψυχῇ μου. | 7 Συναθροίζονται εις συνωμοσίαν, παραμονεύουν, προσπαθούν να κρύψουν τα πονηρά των σχέδια. Αυτοί παρακολουθούν τα ίχνη μου, όπως οι κυνηγοί τα ίχνη των θηραμάτων, δια να με εξοντώσουν, με την ιδίαν επιμονήν, με όσην εγώ επιμένω και επιζητώ την σωτηρίαν μου από σέ. | 7 Συναθροιζόμενοι παραμονεύουν καὶ κρύπτουν τὰ διαβούλιά των καὶ τὰς κινήσεις των· αὐτοὶ θὰ παρακολουθοῦν τὰ ἴχνη μου καὶ τὰ βήματά μου καὶ τὴν ἐν γένει πορείαν τοῦ βίου μου, ὅπως οἱ κυνηγοὶ τὰ ἴχνη τῶν θηραμάτων των· καὶ ζητοῦν τὴν ζωήν μου μετὰ τῆς αὐτῆς ἐπιμονῆς, μεθ’ ὅσης ἐγὼ ἐγκαρτερήσεως ἐπιζητῶ νὰ τὴν σώσω. |
8 ὑπὲρ τοῦ μηθενὸς σώσεις αὐτούς, ἐν ὀργῇ λαοὺς κατάξεις. ὁ Θεός, | 8 Μηδενικά και αρνητικά στοιχεία είναι εις την ζωήν των. Συ, λοιπόν, θα τους σώσης; Οχι βέβαια. Αλλά και λαούς ακόμη ολοκλήρους θα οδηγήσης στον άδην, ω Θεέ μου, εν τη δικαία σου οργή. | 8 Δὲν ἔκαμαν ποτὲ ἀγαθόν τι. Διὰ τὸ τίποτε θὰ τοὺς σώσῃς! Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ φανῇς σωτὴρ εἰς ἀνθρώπους ἀχρήστους καὶ κακοποιούς; Ἐν τῇ δικαίᾳ σου ὀργῇ, ὦ Θεέ, θὰ καταρρίψῃς καὶ θὰ κατακρημνίσῃς εἰς τὸν Ἅδην ὄχι μόνον αὐτοὺς τοὺς ὀλίγους, ἀλλὰ καὶ λαοὺς ὁλοκλήρους ἐμμένοντας εἰς τὸ κακόν. |
9 τὴν ζωήν μου ἐξήγγειλά σοι, ἔθου τὰ δάκρυά μου ἐνώπιόν σου ὡς καὶ ἐν τῇ ἐπαγγελίᾳ σου. | 9 Σου εξέθεσα, Κυριε, ολόκληρον την πολυβασανισμένην μου ζωήν. Συ δε έλαβες υπ' όψιν σου τα δάκρυά μου, σύμφωνα και με την υπόσχεσίν σου. | 9 Σοῦ ἐξέθηκα μίαν πρὸς μίαν τὰς δυστυχίας τοῦ βίου μου, καὶ τὰ δάκρυα, τὰ ὁποῖα ἔχυσα, δὲν τὰ περιεφρόνησες, ἀλλὰ τὰ ἐπρόσεξες καὶ τὰ ἔθεσες ἐνώπιόν σου, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν ὑπόσχεσίν σου ὅτι θὰ εἰσακούῃς τοὺς εἰς σὲ μετὰ δακρύων προσφεύγοντας. |
10 ἐπιστρέψουσιν οἱ ἐχθροί μου εἰς τὰ ὀπίσω, ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἐπικαλέσωμαί σε· ἰδοὺ ἔγνων ὅτι Θεός μου εἶ σύ. | 10 Οι εχθροί μου πανικόβλητοι θα τραπούν εις φυγήν εις ημέραν, κατά την οποίαν εγώ θα επικαλεσθώ την βοήθειάν σου. Ιδού, εγνώρισα και επείσθην μέχρι σήμερον, ότι συ είσαι ο Θεός μου. | 10 Θὰ στραφοῦν ὀπίσω καὶ θὰ τραποῦν εἰς ἐπαίσχυντον φυγὴν οἱ ἐχθροί μου, καθ' οἰανδήποτε ἡμέραν σὲ ἐπικαλεσθῶ. Ἰδοὺ ἐκ τῆς προστασίας, τὴν ὁποίαν μοῦ παρέσχες εἰς τὸ παρελθόν, ἀλλ’ ἀσφαλῶς θὰ μοῦ παράσχῃς καὶ εἰς τὸ μέλλον, ἔμαθον καὶ ἐκ πείρας, ἀλλὰ καὶ θὰ πληροφορηθῶ ἀκόμη περισσότερον, ὅτι Θεός μου εἶσαι σύ. |
11 ἐπὶ τῷ Θεῷ αἰνέσω ρῆμα, ἐπὶ τῷ Κυρίῳ αἰνέσω λόγον. | 11 Εις δόξαν του Θεού μου θα μελοποιήσω τον ύμνον μου. Θα ψάλλω προς τον Κυριον εκτενή δοξολογίαν. | 11 Στηρίζων τὴν ἐλπίδα καὶ πεποίθησιν εἰς τὸν Θεὸν θὰ ψάλω σύντομον ρῆμα καὶ ποίημα δοξολογίας πρὸς αὐτόν. Στηρίζων τὴν ἐμπιστοσύνην μου ἐπὶ τῆς προστασίας τοῦ Κυρίου, θὰ ψάλω πρὸς δοξολογίαν αὐτοῦ καὶ ψαλμὸν ἐκτενέστερον. |
12 ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος. | 12 Εις τον Θεόν μου ήλπισα και δεν έχω να φοβηθώ, τι σκέπτεται να μου κάμη ο οιοσδήποτε άνθρωπος. | 12 Εἰς τὸν Θεὸν ἐστήριξα τὰς ἐλπίδας μου· δὲν θὰ φοβηθῶ τι κατ’ ἐμοῦ θὰ κάμῃ οἰοσδήποτε ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος πάντοτε εἶναι ἀσθενὴς καὶ φθαρτός. |
13 ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, εὐχαί, ἃς ἀποδώσω αἰνέσεώς σου, | 13 Εχω κάμει, Κυριε, τάματα, τα οποία με όλην μου την καρδίαν και δοξάζων το άγιον Ονομά σου θα εκπληρώσω, | 13 Δὲν ἐλησμόνησα, ἀλλὰ διατηρῶ ζωηρὰς εἰς τὸ ἐσωτερικόν μου, ὦ Θεέ μου, τὰς εὐχὰς καὶ τὰ ταξίματα, ποὺ σοῦ ἔκαμα καὶ τὰς ὁποίας ὡς χρέος ἱερὸν θὰ σοῦ ἀποδώσω, προσφέρων εἰς σὲ θυσίας αἰνέσεως καὶ δοξολογίας. |
14 ὅτι ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ θανάτου καὶ τοὺς πόδας μου ἐξ ὀλισθήματος· εὐαρεστήσω ἐνώπιον Κυρίου ἐν φωτὶ ζώντων. | 14 διότι συ εγλύτωσες την ζωήν μου από βέβαιον θάνατον, διεφυλαξες τους πόδας μου από θανατηφόρον ολίσθημα. Θα πράττω πάντοτε το ευάρεστον ενώπιον του Κυρίου, εφ' όσον ευρίσκομαι υπό το φως του ηλίου εν μέσω των ζώντων ανθρώπων εις την γην. | 14 Διότι ἐγλύτωσες τὴν ζωήν μου ἀπὸ βέβαιον θάνατον, τὸν ὁποῖον εἶχον ἐτοιμάσει οἱ ἐχθροί μου, καὶ προεφύλαξας τοὺς πόδας μου ἀπὸ τοῦ νὰ ὀλισθήσουν. Θὰ πράττω πάντοτε τὸ ἀρεστὸν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἐφ' ὅσον ἀπολαμβάνω τὸ φῶς, ποὺ φέγγει καὶ φωτίζει ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ζῶσιν ἐν τῇ γῇ. |