Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 142 (ΡΜΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ, ὅτε αὐτὸν ὁ υἱὸς καταδιώκει.
1 (Μασ. 143) ΚΥΡΙΕ, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου· 1 (Μασ. 143) Κυριε, άκουσε και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου. Ακουσε την ικετευτικήν παράκλησίν μου εν ονόματι της φιλαληθείας σου και των υποσχέσεων, που μας έχεις δώσει. Εισάκουσόν μου εν ονόματι της δικαιοσύνης σου, η οποία απαιτεί την προστασίαν του κάθε αθώου. 1 Κύριε, εἰσάκουσον τὴν προσευχήν μου, εὐδόκησον νὰ δεχθῇς εἰς τὰ ὦτα σου τὴν ἱκετευτικὴν παράκλησίν μου ἐν ὀνόματι τῆς φιλαληθείας σου καὶ τῆς πιστῆς τηρήσεως τῶν ὑποσχέσεών σου, εἰσάκουσόν με ἐν ὀνόματι τῆς δικαιοσύνης σου, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ τὴν προστασίαν παντὸς ἀθώου κατὰ τῶν ἀδικούντων αὐτόν.
2 καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. 2 Μη θελήσης όμως να προβής εις λεπτομερή εξέτασιν της ζωής εμού του δούλου σου, διότι κανείς από τους ζώντας ανθρώπους επί της γης δεν θα ευρεθή τελείως αθώος και αναμάρτητος ενώπιόν σου. 2 Καὶ μὴ ἔμβῃς εἰς ἀκριβῆ ἐξέτασιν καὶ κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, διότι ἂν θελήσῃς νὰ κρίνῃς ἐν δικαιοσύνῃ τὰς πράξεις μας, δὲν θὰ ἐξέλθῃ δεδικαιωμένος ἐνώπιον σου οὐδεὶς ἀπὸ τοὺς ἐν τῇ γῇ ζῶντας.
3 ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος· 3 Ακουσε, λοιπόν, Κυριε, το δίκαιον αίτημά μου, διότι εχθρός αδίστακτος με καταδιώκει ζητών να μου αφαιρέση την ζωήν. Με εποδοπάτησε κάτω στο χώμα, με εξηυτέλισε, με έχει καθίσει στο χείλος του τάφου. Με έχει οδηγήσει στο στόμα του σκοτεινού άδου, όπου ευρίσκονται οι από αρχαιότατα χρόνια νεκροί. 3 Παραβλέπων λοιπὸν τὰς ἁμαρτίας μου, εἰσάκουσόν με, Κύριε, διότι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ὕπαρξίν μου, κατέρριψεν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τεταπεινωμένην καὶ ἐξηυτελισμένην τὴν ζωήν μου, μὲ ἔκαμε νὰ καθήσω εἰς τὸν σκοτεινὸν τῆς μαύρης συμφορᾶς Ἅδην, ἕνεκα τῆς ὁποίας κινδυνεύω νὰ ἀποθάνω καὶ εἶμαι λησμονημένος καὶ ἐγκαταλελειμμένος, ὅπως οἱ ἀπ’ αἰῶνος καὶ ἀπὸ μακροῦ χρόνου νεκροί, τοὺς ὁποίους κανεὶς πλέον δὲν ἐνθυμεῖται.
4 καὶ ἠκηδίασεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ πνεῦμά μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου. 4 Από τας βαρείας αυτάς θλίψεις έχει καταληφθή από αθυμίαν το πνεύμα μου. Η καρδία μου εντός μου συνεχώς ταράσσεται. 4 Καὶ ἐπειδὴ τὸ πνεῦμα μου ἐκυριεύθη ἀπὸ ἀθυμίαν καὶ κατάπτωσιν, κατεβλήθη καὶ τὸ αἰσθάνομαι μέσα μου πολὺ βαρύ· ἡ καρδία μου εἰς τὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ μου κατελήφθη ὑπὸ ταραχῆς.
5 ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. 5 Εις αυτήν την πολυώδυνον κατάστασιν ευρισκόμενος ενεθυμήθην παλαιάς ημέρας ειρήνης και ασφαλείας. Εβύθισα την σκέψιν μου εις τα έργα της ιδικής σου προστασίας, εμελέτησα καλώς τα έργα των χειρών σου. 5 Καὶ ἐν μέσῳ τῆς ψυχικῆς μου ταύτης καταπτώσεως, ἐνεθυμήθην ἡμέρας παλαιάς, κατὰ τὰς ὁποίας ἀπήλαυσα τῆς προστασίας σου· ἐμελέτησα καὶ ἐβύθισα τὴν σκέψιν μου εἰς ὅλα τὰ ἔργα τῆς πρὸς ἐμὲ καὶ πρὸς τὸ ὅλον ἔθνος μας προνοίας σου· ὅλα ἐν γένει τὰ ποιήματα τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων καὶ ἐσκεπτόμην.
6 διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι. (διάψαλμα). 6 Από την μελέτην αυτήν τονωθείς εις την πίστιν και την ελπίδα προς σέ, ύψωσα ικετευτικάς τας χείράς μου προς σε και η ψυχή μου, ωσάν γη κατάξηρος, εζήτησε δρόσον και αναψυχήν από σέ. 6 Ἐκ τῆς μελέτης ταύτης ἀναθαρρήσας ἀνύψωσα μετὰ βαθείας ἐλπίδος πρὸς σὲ τὰς χείραςμου, ἡ ψυχή μου δὲ γεμάτη πόθον σὲ ἐδίψησε καὶ ἐξεζήτησε τὴν βοήθειάν σου ὡς γῆ κατάξηρος καὶ ἄνυδρος ἔχουσα ἄμεσον ἀνάγκην να ποτισθῇ.
7 ταχὺ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. 7 Οσον το δυνατόν ταχύτερον κάμε δεκτήν, Κυριε, την προσευχήν μου. Απέκαμα πλέον, ωλιγοψύχησε και κινδυνεύει να σβήση το πνεύμα μου. Μη γυρίσης αλλού το πρόσωπόν σου από εμέ. Διότι τότε θα ομοιάσω πλέον με τους νεκρούς, οι οποίοι κατεβαίνουν οριστικώς εις τον τάφον. 7 Γρήγορα, Κύριε, εἰσάκουσον τὴν προσευχήν μου· διατρέχω τὸν κίνδυνον νὰ μὲ ἐγκαταλείψῃ τὸ πνεῦμα μου καὶ νὰ ἀποθάνω· μὴ στρέψῃς μακρὰν ἀπὸ ἐμὲ τὸ πρόσωπόν σου, διότι ἄλλως θὰ γίνω ὅμοιος πρὸς τοὺς νεκρούς, οἱ ὁποῖοι κατέρχονται εἰς τὸν λάκκον τοῦ τάφου.
8 ἀκουστὸν ποίησόν μοι τὸ πρωΐ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ἦρα τὴν ψυχήν μου· 8 Ευδόκησε, Κυριε, να ακούσω και να αισθανθώ λίαν πρωϊ, συντόμως, το έλεός σου, διότι εγώ εις σε μόνον έχω στηρίξει τας ελπίδας μου. Καμε γνωστήν εις εμέ, Κυριε, την οδόν, το άγιόν σου θέλημα, σύμφωνα προς το οποίον να ρυθμίσω την πορείαν της ζωής μου. Διότι προς σέε υψώνω και παραδίδω ολόκληρον την ψυχήν μου. 8 Δὸς νὰ ἀκούσω καὶ νὰ αἰσθανθῶ γρήγορα καὶ πολὺ πρωῒ τὸ ἔλεός σου, διότι ἐπὶ σοῦ ἐστήριξα τὴν ὅλην ἐλπίδα μου· γενοῦ ὁδηγός μου, Κύριε, καὶ γνώρισον εἰς ἐμὲ τὴν ὁδόν, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ βαδίζω, ὥστε νὰ εὐαρεστῶ ἐνώπιόν σου, διότι πρὸς σὲ ὕψωσα τὴν ψυχήν μου καὶ δὲν θέλω ποτὲ αὕτη νὰ χωρισθῇ ἀπὸ σοῦ.
9 ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, ὅτι πρὸς σὲ κατέφυγον. 9 Βγάλε με και ελευθέρωσέ με, Κυριε, από τους εχθρούς μου, διότι εγώ προς σε απ' αρχής και μέχρι σήμερον καταφεύγω. 9 Ἐλευθέρωσέ με, Κύριε, ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου, διότι εἰς σὲ πλήρης ἐμπιστοσύνης καὶ ἐλπίδος κατέφυγον.
10 δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου· τὸ πνεῦμά σου τὸ ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ. 10 Διδαξέ με, ποίον είναι το θέλημά σου και δος μου την αγαθήν διάθεσιν να το εφαρμόζω πάντοτε, διότι συ είσαι ο Θεός μου. Το Πνεύμά σου το αγαθόν αυτό θα με οδηγήση εις την ευθείαν και ευάρεστον εις σε οδόν. 10 Διὰ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοός μου καὶ τῆς ἐνισχύσεως τῆς θελήσεώς μου, δίδαξέ με, Κύριε, νὰ πράττω πάντοτε τὸ θέλημά σου, διότι σὺ εἶσαι ὁ Θεός μου καὶ εἰς σὲ ὀφείλω πάντοτε νὰ ὑποτάσσωμαι. Τὸ Πνεῦμα σου τὸ ἀγαθὸν ἄς μου γίνῃ διδάσκαλος καὶ ἂς μὲ ὁδηγήσῃ εἰς ὁδὸν εὐθεῖαν ἀπηλλαγμένην ἀπὸ πᾶσαν πλάνην καὶ ἀπὸ κάθε ἐμπόδιον πρὸς ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς.
11 ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις με, ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου· 11 Ενεκεν του ονόματός σου, που σημαίνει έλεος και αγάπην, θα περιφρουρήσης και θα παρατείνης την ζωήν μου. Εν τη δικαιοσύνη σου θα βγάλης την ψυχήν μου από την βαρείαν θλίψιν, που οι εχθροί μου έχουν επιφέρει. 11 Ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, τὸ ὁποῖον σημαίνει ἔλεος, φιλανθρωπίαν καὶ ἀγάπην, θὰ μοῦ δώσῃς ζωὴν καὶ θὰ μὲ ἀναζωογονήσῃς, Κύριε· καὶ ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου θὰ ἐξαγάγῃς τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τὴν θλῖψιν τὴν ὁποίαν ἐν ἀδικίᾳ πολλῇ μοῦ ἐδημιούργησαν.
12 καὶ ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τοὺς ἐχθρούς μου καὶ ἀπολεῖς πάντας τοὺς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγὼ δοῦλός σού εἰμι. 12 Με το έλεός σου αυτό, που θα δείξης προς εμέ, θα εξολοθρεύσης τους εχθρούς μου, θα καταστρέψης όλους εκείνους, οι οποίοι θλίβουν την ζωήν μου, διότι εγώ είμαι ιδικός σου δούλος. 12 Καὶ διὰ τοῦ ἐλέους, τὸ ὁποῖον θὰ δείξῃς εἰς ἐμέ, θὰ ἐξολοθρεύσῃς τοὺς ἐχθρούς μου καὶ θὰ παραδώσῃς εἰς ἀπώλειαν ὅλους ὅσοι θλίβουν τὴν ψυχήν μου, διότι ἐγὼ εἶμαι δοῦλος καὶ κτῆμα ἰδικόν σου.