Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
Αἶνος ᾠδῆς τῷ Δαυΐδ. | | |
1 (Μασ. 95) ΔΕΥΤΕ ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἀλαλάξωμεν τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρι ἡμῶν· | 1 (Μασ. 95) Ελάτε, ας γεμίση η καρδία μας από αγαλλίασιν και χαράν δια τον Κυριον μας. Ας αλαλάξωμεν γεμάτοι ενθουσιασμόν προς τον Κυριον και τον σωτήρα μας. | 1 Έλθετε νὰ ὑψώσωμεν φωνὰς ἀγαλλιάσεως πρὸς τὸν Κύριον, νὰ ἐπευφημήσωμεν μετ’ εὐγνώμονος ἐνθουσιασμοῦ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ σωτήρ μας. |
2 προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει καὶ ἐν ψαλμοῖς ἀλαλάξωμεν αὐτῷ. | 2 Χωρίς αναβολήν ας σπεύσωμεν ενώπιόν του με δοξολογίας· με ψαλμούς ας τον δοξολογήσωμεν, | 2 Ἂς σπεύσωμεν νὰ τὸν προϋπαντήσωμεν καὶ νὰ ἐμφανισθῶμεν ἐνώπιον αὐτοῦ μὲ δοξολογίας, καὶ διὰ ψαλμῶν ἂς ἐπευφημήσωμεν αὐτόν. |
3 ὅτι Θεὸς μέγας Κύριος καὶ Βασιλεὺς μέγας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν· | 3 διότι ο Κυριος αυτός είναι Θεός μέγας, μέγας βασιλεύς επί ολοκλήρου της γης. | 3 Διότι, ὁ Κύριος, εἶναι Θεὸς μέγας καὶ βασιλεὺς μέγας ἐφ’ ὁλοκλήρου τῆς γῆς. |
4 ὅτι ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ τὰ πέρατα τῆς γῆς, καὶ τὰ ὕψη τῶν ὀρέων αὐτοῦ εἰσιν· | 4 Εις τα παντοδύναμα χέρια του ευρίσκεται όλη η γη μέχρι και των περάτων αυτής. Αι πανύψηλοι κορυφαί των ορέων είναι ιδικαί του. | 4 Διότι εἰς τὴν ἐξουσιαστικήν του χεῖρα ἔχει πᾶσαν τὴν γῆν μέχρις αὐτῶν τῶν ἐσχατιῶν της, καὶ αἱ πανύψηλοι καὶ ἀπλησίαστοι κορυφαὶ τῶν ὀρέων ἰδικαί του εἶναι. |
5 ὅτι αὐτοῦ ἐστιν ἡ θάλασσα, καὶ αὐτὸς ἐποίησεν αὐτήν, καὶ τὴν ξηρὰν αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἔπλασαν. | 5 Ιδική του είναι η θάλασσα, διότι αυτός την έκαμε. Τα χέρια του επίσης έπλασαν την ξηράν. | 5 Διότι ἰδική του εἶναι ἡ θάλασσα καὶ αὐτὸς ἐποίησεν αὐτήν, καὶ τὴν ξηρὰν αἱ χεῖρες του τὴν ἔπλασαν. |
6 δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν αὐτῷ καὶ κλαύσωμεν ἐναντίον Κυρίου, τοῦ ποιήσαντος ἡμᾶς· | 6 Ελάτε, ας προσκυνήσωμεν αυτόν με ευγνωμοσύνην δια τας ευεργεσίας του, και με συντριβήν δια τας αμαρτίας μας ας πέσωμεν ενώπιον του· ας κλαύσωμεν εν μετανοία ενώπιον του Κυρίου ο οποίος μας έχει δημιουργήσει. | 6 Ἔλθετε καὶ ἂς προσκυνήσωμεν ἐν εὐλαβείᾳ αὐτὸν καὶ ἂς πέσωμεν ἐνώπιόν του δουλικῶς καὶ ἐκ συντριβῆς διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, ἀλλὰ καὶ ἐκ πλεοναζούσης συγκινήσεως καὶ χαρᾶς διὰ τὴν ἀπολύτρωσίν μας ἂς κλαύσωμεν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος καὶ μᾶς ἔπλασεν, ἀλλὰ καὶ μᾶς ἐποίησε λαόν του καὶ ἱερὰν συναγωγήν. |
7 ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ ἡμεῖς λαὸς νομῆς αὐτοῦ καὶ πρόβατα χειρὸς αὐτοῦ. | 7 Αυτός είναι ο Θεός μας και ημείς είμεθα ο λαός, τον οποίον με στοργήν διατρέφει και προστατεύει. Είμεθα τα πρόβατά του, που τα καθοδηγεί με το στοργικόν παντοδύναμον χέρι του. | 7 Ἂς τοῦ προσφέρωμεν ὁλόψυχον τὴν λατρείαν μας, διότι αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός μας καὶ ἠμεῖς εἴμεθα λαὸς τῆς βοσκῆς του ἀπολαμβάνοντες τὴν ἐπιμελῆ φροντίδα του καὶ προστασίαν του· εἴμεθα πρόβατα προστατευόμενα καὶ καθοδηγούμενα ὑπὸ τῆς χειρός του. |
8 σήμερον, ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν, ὡς ἐν τῷ παραπικρασμῷ κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ πειρασμοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ, | 8 Σημερον, που τον καθένα μας καλεί εις δρόμους σωτηρίας, είθε να ακούσετε την πατρικήν φωνήν του, η οποία μας λέγει· Μη κάνετε σκληράς και ανυποτάκτους τας καρδίας σας, όπως έγινε κατά τον καιρόν, που με κατεπίκραναν οι πρόγονοί σας, την ημέραν κατά την οποίαν με επροκάλεσαν εις την έρημον. | 8 Σήμερον, ὁπότε ὁ Θεὸς λαλεῖ πρὸς τὸν καθένα μας καὶ μᾶς προσκαλεῖ, εἴθε νὰ ἀκούσετε τὴν φωνὴν αὐτοῦ, ἡ ὁποία λέγει: Μὴ κάνετε διὰ τῆς ἀπειθείας σκληρὰς τὰς καρδίας σας, ὅπως ἔγινε εἰς Ραφιδεὶν καὶ Κάδης, κατὰ τὸν καιρὸν ποὺ μὲ ἐπίκραναν οἱ προπάτορές σας, κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ ἐδοκίμαζαν καὶ ἐπροκαλοῦσαν τὴν δύναμίν μου καὶ τὴν δικαιοσύνην μου εἰς τὴν ἔρημον. |
9 οὗ ἐπείρασάν με οἱ πατέρες ὑμῶν, ἐδοκίμασάν με καὶ εἶδον τὰ ἔργα μου. | 9 Εκεί οι προπάτορές σας έθεσαν εις πειρασμόν, έθεσαν υπό δοκιμήν την δύναμίν μου, αν και τόσας και τόσας φοράς προηγουμένως είχον ίδει τα έργα μου. | 9 Ἐκεῖ εἰς τὴν ἔρημον οἱ πρόγονοί σας μὲ ἐπείραξαν, ἔθεσαν μὲ τὴν ἀπείθειάν των ὑπὸ ἔλεγχον καὶ δοκιμὴν τὴν δύναμίν μου καὶ τὴν ἀγαθότητά μου, ἀλλ’ εἶδαν τὰ ἔνδοξα ἔργα μου χωρὶς ὅμως καὶ να διορθωθοῦν. |
10 τεσσαράκοντα ἔτη προσώχθισα τῇ γενεᾷ ἐκείνῃ καὶ εἶπα· ἀεὶ πλανῶνται τῇ καρδίᾳ, αὐτοὶ δὲ οὐκ ἔγνωσαν τὰς ὁδούς μου, | 10 Επί τεσσαράκοντα έτη εβαρέθηκα, αλλά και ηνέχθην, την γενεάν εκείνην και είπα· πάντοτε αυτοί πλανώνται με τας αμαρτωλάς επιθυμίας της πονηράς καρδίας των. Αυτοί δεν ηθέλησαν να γνωρίσουν τους δρόμους της παιδαγωγίας και σωτηρίας, που εγώ τους ήνοιγα. | 10 Ἐπὶ τεσσαράκοντα ἔτη ἠνέχθην μετ’ ἀπαρεσκείας τὴν γενεὰν ἐκείνην καὶ εἶπα· Πάντοτε πλανῶνται θεληματικῶς μὲ τὴν καρδία τους· αὐτοὶ δὲ δὲν ἠθέλησαν νὰ γνωρίσουν τὰς μεθόδους καὶ τοὺς τρόπους τῆς προνοίας μου, μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς ἐπροστάτευον. |
11 ὡς ὤμοσα ἐν τῇ ὀργῇ μου· εἰ εἰσελεύσονται εἰς τὴν κατάπαυσίν μου. | 11 Τοσον πολύ εσκληρύνθησαν εις την αμαρτωλήν των πλάνην, ώστε, όταν εθύμωσα εναντίον των, ωρκίσθηκα και είπα· Οχι, δεν θα εισέλθουν εις την γην της αναπαύσεως, εις την γην, που υπεσχέθην εγώ στους προγόνους των. | 11 Καὶ τόσον πολὺ ἐπλανήθησαν, ὥστε, ὅταν ἐθύμωσα ἐναντίον των, ὡρκίσθην καὶ εἶπα: Ὄχι· δὲν θὰ ἔμβουν εἰς τὴν γῆν τῆς ἀναπαύσεως, τὴν ὁποίαν ὑπεσχέθην εἰς τοὺς προγόνους των. |