Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 113 (ΡΙΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
᾿Αλληλούϊα.
1 (Μασ. 114) ΕΝ ΕΞΟΔῼ ᾿Ισραὴλ ἐξ Αἰγύπτου, οἴκου ᾿Ιακὼβ ἐκ λαοῦ βαρβάρου, 1 (Μασ. 114) Οταν ο ισραηλιτικός λαός επραγματοποίησε την έξοδόν του από την Αίγυπτον, όταν οι απόγονοι του Ιακώβ ελεύθεροι απεμακρύνθησαν από τον βάρβαρον αιγυπτιακόν λαόν, 1 Όταν ἐξῆλθεν ἐλεύθερος ὁ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, καὶ ὅταν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ μέσον λαοῦ βαρβάρου,
2 ἐγενήθη ᾿Ιουδαία ἁγίασμα αὐτοῦ, ᾿Ισραὴλ ἐξουσία αὐτοῦ. 2 τότε κυρίως η Ιουδαία εξεχωρίσθη από τα αλλά ειδωλολατρικά έθνη και έγινε αφιερωμένη στον Θεόν, ο δε ισραηλιτικός λαός, ετέθη υπό την ιδιαιτέραν διακυβέρνησιν και πρόνοιαν του Θεού. Αυτό άλλως τε μαρτυρεί το πλήθος των θαυμαστών έργων. 2 ἔγινεν ἡ Ἰουδαία χώρα ξεχωρισμένη καὶ ἀφιερωμένη εἰς τὸν Θεόν, καὶ ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐτέθη ὑπὸ τὴν ἄμεσον ἐξουσίαν καὶ πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ.
3 ἡ θάλασσα εἶδε καὶ ἔφυγεν, ὁ ᾿Ιορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω· 3 Η Ερυθρά Θαλασσα είδε τον ισραηλιτικον λαόν και υπεχώρησε, σχισθείσα εις δύο. Ο Ιορδάνης ποταμός ανέκοψε το ρεύμα του και εστράφη εις τα οπίσω, δια να δώση δίοδον στους Ισραηλίτας. 3 Ἡ Ἐρυθρὰ θάλασσα εἶδε τὸν Ἰσραὴλ καὶ ἔφυγε σχισθεῖσα εἰς δύο διὰ νὰ τοῦ ἀφήσῃ ἐλευθέραν τὴν δίοδον· ὁ Ἰορδάνης ἔστρεψε τὸ ρεῦμα του ὀπίσω καὶ ἐξηράνθη διὰ νὰ μὴ παρεμποδισθῇ ἡ εἴσοδος τοῦ Ἰσραὴλ εἰς τὴν γῆν Χαναάν.
4 τὰ ὄρη ἐσκίρτησαν ὡσεὶ κριοὶ καὶ οἱ βουνοὶ ὡς ἀρνία προβάτων. 4 Τα όρη εσκίρτησαν από αγαλλίασιν ωσάν κριοι και τα βουνά σαν τα αρνάκια των προβάτων. 4 Τὰ ὅρη ἀνεσκίρτησαν σὰν νὰ ἦσαν κριοὶ ἀπὸ τὸν φόβον τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου, ὅταν ἔδιδεν εἰς τὸ Σινᾶ τὸν νόμον, καὶ τὰ βουνὰ ἐπήδησαν σὰν ἀρνία προβάτων.
5 τί σοί ἐστι, θάλασσα, ὅτι ἔφυγες, καὶ σύ, ᾿Ιορδάνη, ὅτι ἐστράφης εἰς τὰ ὀπίσω; 5 Τι συνέβη εις σέ, ω θάλασσα, που εσχίσθης εις δύο και υπεχώρησες προ των Ισραηλιτών, και συ, Ιορδάνη, που ανέκοψες την ροήν σου προς την θάλασσαν, και εγύρισες προς τα οπίσω; 5 Τί σοῦ συνέβη, ὦ θάλασσα, καὶ ἔφυγες, καὶ τί ἔπαθες καὶ σύ, ὦ Ἰορδάνη, ποὺ ἔστρεψας τὸ ρεῦμα σου ὀπίσω;
6 τὰ ὄρη, ὅτι ἐσκιρτήσατε ὡσεὶ κριοί, καὶ οἱ βουνοὶ ὡς ἀρνία προβάτων; 6 Διατί σεις, όρη του Σινά, εσκιρτήσατε ωσάν κριοι και τα βουνά ωσάν αρνάκια προβάτων; 6 Καὶ διατὶ τὰ ὅρη ἀνεσκιρτήσατε σὰν κριοί; Καὶ σεῖς βουνὰ διατὶ ἀνεπηδήσατε σὰν ἀρνία προβάτων;
7 ἀπὸ προσώπου Κυρίου ἐσαλεύθη ἡ γῆ, ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ ᾿Ιακὼβ 7 Εγιναν αυτά, επειδή εσημειώθη εκεί η παρουσία του Κυρίου. Εσείσθη η γη με την εμφάνισίν του Θεού του Ιακώβ. 7 Ἐπεφάνη ὁ Θεὸς καὶ ἀπὸ τὸν φόβον τὸν ὁποῖον ἐμπνέει τὸ πρόσωπον τοῦ Κυρίου ἐσαλεύθη ἀπὸ σεισμὸν μέγαν ἡ γῆ, ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ,
8 τοῦ στρέψαντος τὴν πέτραν εἰς λίμνας ὑδάτων καὶ τὴν ἀκρότομον εἰς πηγὰς ὑδάτων. 8 Αυτού, ο οποίος μετέβαλε τον ξηρόν βράχον εις λίμνας υδάτων και τον απότομον σκληρόν γρανίτην εις πηγάς υδάτων. 8 ὁ ὁποῖος μετέστρεψε καὶ μετέβαλε τὴν σκληρὰν καὶ ξηρὰν πέτραν εἰς λίμνας γεμάτας ἀπὸ ὕδατα καὶ τὸν συμπαγῆ καὶ ἀπότομον γρανίτην εἰς πηγὰς ὑδάτων.
9 μὴ ἡμῖν, Κύριε, μὴ ἡμῖν, ἀλλ᾿ ἢ τῷ ὀνόματί σου δὸς δόξαν, ἐπὶ τῷ ἐλέει σου καὶ τῇ ἀληθείᾳ σου, 9 Εγιναν αυτά προς χάριν ημών. Ομως οχι προς ημάς, Κυριε, οχι προς ημάς, αλλά στο πάντιμον Ονομά σου δώσε δόξαν. Εις σε και μόνον πρέπει η δόξα δια την πολλήν ευσπλαγχνίαν σου, που έδειξες και δεικνύεις προς ημάς, και δια την αλήθειαν, την οποίαν μας φανέρωνεις. 9 Ὅπως δὲ τότε θαυμαστὴ ὑπῆρξεν ἡ παρέμβασίς σου, οὕτω καὶ τώρα ἂς λάμψῃ ἡ ἐπιφάνεά σου. Ὄχι εἰς ἠμᾶς τοὺς εὐτελεῖς καὶ ἀναξίους, Κύριε· ὄχι εἰς ἠμᾶς, ἀλλὰ εἰς τὸ ὄνομά σου δὸς τὴν δόξαν. Δοξάσθητι, Κύριε, διὰ τοῦ ἐλέους τὸ ὁποῖον θὰ δείξῃς οἰκτείρων ἡμᾶς τοὺς ἀναξίους, καὶ διὰ τῆς ἀληθείας σου, ἡ ὁποία θὰ καταδειχθῇ ἐν τῇ τηρήσει τῶν ἐπαγγελιῶν σου.
10 μήποτε εἴπωσι τὰ ἔθνη· ποῦ ἐστιν ὁ Θεὸς αὐτῶν; 10 Σώζε μας πάντοτε σύμφωνα με την υπόσχεσίν σου, δια να μη καταστραφώμεν και είπουν τα ειδωλολατρικά έθνη· Που είναι, λοιπόν, ο Θεός των; 10 Μὴ τύχη καὶ εἴπουν οἱ ἐθνικοί, ὅταν θὰ μᾶς ἴδουν ἀπροστατεύτους καὶ ἐγκαταλελειμμένους· Ποῦ εἶναι ὁ Θεός των; Διατὶ δὲν φαίνεται πουθενά, ὅπως βοηθήσῃ αὐτούς;
11 ὁ δὲ Θεὸς ἡμῶν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ πάντα, ὅσα ἠθέλησεν, ἐποίησε. 11 Και όμως ο Θεός μας υπάρχει παντού, στον ουρανόν και εις την γην, και όλα τα έργα, τα οποία ηθέλησε και θέλει, έπραξε και πράττει. 11 Ὁ Θεός μας ὅμως τόσον εἰς τὸν οὐρανόν, ὅσον καὶ εἰς τὴν γῆν, ὅλα ὅσα ἠθέλησε τὰ ἔκαμε καὶ τίποτε δὲν παρουσιάσθη ἀδύνατον εἰς τὴν δύναμίν του.
12 τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν, ἀργύριον καὶ χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων· 12 Αντιθέτως τα είδωλα των εθνών είναι κατασκευασμένα από άργυρον και χρυσόν, έργα ανθρωπίνων χειρών, 12 Ἀντιθέτως τὰ εἴδωλα, ποὺ λατρεύουν οἱ ἐθνικοί, εἶναι μὲν ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ, ἀλλὰ δὲν παύουν νὰ εἶναι μέταλλα ἄψυχα, τὰ ὁποῖα κατειργάσθησαν καὶ προσέδωκαν εἰς αὐτὰ τὴν μορφὴν τῶν εἰδώλων ἀνθρώπιναι χεῖρες.
13 στόμα ἔχουσι, καὶ οὐ λαλήσουσιν, ὀφθαλμοὺς ἔχουσι, καὶ οὐκ ὄψονται, 13 που έχουν στόμα άλλα δεν ημπορούν να ομιλήσουν, έχουν οφθαλμούς και δεν ημπορούν να ίδουν, 13 Στόμα ἔχουν, ἀλλὰ μὴ περιμένῃς νὰ ὁμιλήσουν καὶ νὰ ἐκφράσουν τὸ θέλημά των· μάτια ἔχουν, ἀλλὰ δὲν βλέπουν διόλου.
14 ὦτα ἔχουσι, καὶ οὐκ ἀκούσονται, ρῖνας ἔχουσι, καὶ οὐκ ὀσφρανθήσονται, 14 έχουν αυτιά αλλά δεν ακούουν, έχουν ρίνας και δεν ημπορούν να οσφρανθούν. 14 Ἔχουν αὐτιά, ἀλλὰ δὲν θὰ ἀκούσουν, ρῖνας ἔχουν, ἀλλὰ δὲν θὰ αἰσθανθοῦν τὴν μυρωδιὰ τοῦ λιβάνου ἢ τῆς κνίσης τῶν θυσιαζομένων πρὸ αὐτῶν ζώων.
15 χεῖρας ἔχουσι, καὶ οὐ ψηλαφήσουσι, πόδας ἔχουσι καὶ οὐ περιπατήσουσιν, οὐ φωνήσουσιν ἐν τῷ λάρυγγι αὐτῶν. 15 Εχουν χέρια, αλλά δεν δύνανται να ψηλαφήσουν, έχουν πόδια, χωρίς και να ημπορούν να βαδίσουν, ούτε δύνανται να αρθρώσουν λέξιν από τους λάρυγγας αυτών. 15 Ἔχουν χεῖρας, ἀλλὰ ποτὲ δὲν θὰ ἠμπορέσουν μὲ αὐτὰς νὰ ἐγγίσουν τινα ἢ νὰ τὸν ψηλαφήσουν· ἔχουν πόδας, ἀλλὰ δὲν θὰ περιπατήσουν, οὔτε θὰ σπεύσουν πρὸς βοήθειαν τῶν ἐπικαλουμένων αὐτούς. Δὲν θὰ φωνάξουν μὲ τὸν λάρυγγά των, διὰ νὰ διδάξουν ἢ παραμυθήσουν ἢ καὶ ἀπειλήσουν τοὺς λάτρεις των.
16 ὅμοιοι αὐτοῖς γένοιντο οἱ ποιοῦντες αὐτὰ καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτοῖς. 16 Ομοιοι με τα είδωλα αυτά, τα νεκρά και τα άψυχα, ας γίνουν και εκείνοι, οι οποίοι τα κατασκευάζουν και όλοι εκείνοι, οι οποίοι πιστεύουν εις αυτά. 16 Ὅμοιοι πρὸς τοὺς ἀψύχους καὶ ἀσυναισθήτους τούτους θεοὺς θὰ γίνουν καὶ ὅσοι κατασκευάζουν τὰ εἴδωλά των, καθὼς καὶ ὅλοι ὅσοι στηρίζουν τὴν πεποίθησιν καὶ ἐλπίδα των εἰς αὐτούς. Εἰς ἠθικὴν ἀναισθησίαν θὰ καταλήξουν καὶ αὐτοὶ καὶ θὰ καταντήσουν νὰ γίνουν αἰχμάλωτοι τῆς ματαιότητος, δουλεύοντες εἰς τὴν ὕλην καὶ εἰς ψευδῆ ὄνειρα καὶ φαντασίας.
17 οἶκος ᾿Ισραὴλ ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον· βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν ἐστιν. 17 Ο δε Ισραηλιτικός λαός ήλπισεν απ' αρχής και θα ελπίζη στον Κυριον, διότι αυτός είναι βοηθός εις τας ανάγκας του, υπερασπιστής στους διαφόρους κινδύνους, που τον απειλούν. 17 Ὁ οἶκος τοῦ Ἰσραὴλ ἀνέκαθεν ἤλπισεν εἰς τὸν Κύριον· αὐτὸς εἶναι ὁ βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστής των.
18 οἶκος ᾿Ααρὼν ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον· βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν ἐστιν. 18 Ο ιερατικός οίκος του Ααρών ήλπισε και ελπίζει προς τον Κυριον. Βοηθός και υπερασπιστής αυτών είναι ο αληθινός Θεός. 18 Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀαρών, ὁλόκληρον τὸ ἱερατικὸν γένος τοῦ Ἰσραήλ, ἤλπισαν εἰς τὸν Κύριον· αὐτὸς εἶναι ὁ βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστής των.
19 οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον ἤλπισαν ἐπὶ Κύριον· βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν ἐστιν. 19 Οι προσήλυτοι από τα διάφορα ειδωλολατρικά έθνη, που σέβονται τον αληθινόν Θεόν, ήλπισαν και ελπίζουν εις αυτόν. Διότι είναι βοηθός και υπερασπιστής των. 19 Οἱ ἐκ τῶν ἐθνικῶν γνωρίσαντες τὸν ἀληθινὸν Θέον καὶ φοβούμενοι αὐτὸν ἤλπισαν ἐπὶ Κύριον· καὶ δὲν διεψεύσθησαν εἰς τὰς ἐλπίδας των, διότι ἀπεδείχθη βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστής των.
20 Κύριος μνησθεὶς ἡμῶν εὐλόγησεν ἡμᾶς, εὐλόγησε τὸν οἶκον ᾿Ισραήλ, εὐλόγησε τὸν οἶκον ᾿Ααρών, 20 Ο Κυριος μας ενθυμείται, μας έχει πάντοτε προ οφθαλμών, μας ηυλόγησε με την προστασίαν και τα αγαθά του και θα μας ευλογή. Θα ευλογήση την ιερατικήν οικογενειάν του Ααρών! 20 Ὁ Κύριος δὲν μᾶς ἐλησμόνησεν, ἀλλ' ἐνθυμηθεὶς ἡμᾶς μᾶς ηὐλόγησε πλουσίως· ηὐλόγησε τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ· ηὐλόγησε τὸ ἱερατικὸν γένος, τὸ καταγόμενον ἀπὸ τὸν Ἀαρών·
21 εὐλόγησε τοὺς φοβουμένους τὸν Κύριον, τοὺς μικροὺς μετὰ τῶν μεγάλων. 21 Θα ευλογήση τους προσηλύτους, οι οποίοι τον σέβονται, τους μικρούς μαζή με τους μεγάλους. 21 ηὐλόγησε τοὺς φοβουμένους τὸν Κύριον· ὅλους ἀνεξαιρέτως ηὐλόγησεν, τόσον τοὺς μικροὺς εἴτε κατὰ τὴν ἡλικίαν εἴτε κατὰ τὴν δόξαν καὶ δύναμιν, ὅσον καὶ τοὺς μεγάλους.
22 προσθείη Κύριος ἐφ᾿ ὑμᾶς, ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς ὑμῶν. 22 Είθε να προσθέση ο Κυριος εις σας, εις σας και εις τα τέκνα σας νέας ευλογίας. 22 Εἴθε νὰ προσθέση ὁ Κύριος ἐφ’ ὑμῶν καὶ ἐπὶ τῶν υἱῶν σας νέας εὐλογίας.
23 εὐλογημένοι ὑμεῖς τῷ Κυρίῳ τῷ ποιήσαντι τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. 23 Είθε να είσθε σεις ευλογημένοι παρά του Κυρίου και εις δόξαν του Κυρίου, ο οποίος εδημιούργησε το σύμπαν, τον ουρανόν και την γην. 23 Εἴθε νὰ εἶσθε σεῖς εὐλογημένοι, πρὸς δόξαν καὶ ἔπαινον τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
24 ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ τῷ Κυρίῳ, τὴν δὲ γῆν ἔδωκε τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων. 24 Ο υπεράνω του ουρανού των αστέρων υπέρτατος ουρανός ανήκει στον Κυριον ως ίδικόν του κατ' εξοχήν ενδιαίτημα· την γην όμως έδωκεν ως κατοικίαν στους ανθρώπους. 24 Ὁ ὑπέρτατος οὐρανὸς ὁ ὑπερκείμενος τοῦ οὐρανοῦ τῶν ἀστέρων, εἶναι ἐνδιαίτημα καὶ κατοικία τοῦ Κυρίου, τὴν δὲ γῆν ἔδωκεν ὁ Κύριος εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων ὡς κατοικητήριον κατὰ τὴν ἐξ αὐτῆς ὀλιγοχρόνιον διάβασίν των.
25 οὐχ οἱ νεκροὶ αἰνέσουσί σε, Κύριε, οὐδὲ πάντες οἱ καταβαίνοντες εἰς ᾅδου, 25 Βοήθησέ μας, Κυριε, να ζήσωμεν ειρηνικοί και μακροχρόνιοι εδώ εις την γην, δια να σε δοξάζωμεν, διότι οι νεκροί δεν σε δοξάζουν, Κυριε. Αυτοί, οι οποίοι κατεβαίνουν κάτω στο σκότος του άδου, δεν σε ενθυμούνται και δεν σε δοξολογούν. 25 Βοήθησέ μας, Κύριε, ἐφ' ὅσον ζῶμεν εἰς τὴν γῆν, διὰ νὰ ὑμνῶμεν καὶ δοξάζωμεν τὸ ὄνομά σου. Δὲν θὰ σὲ ὑμνήσουν οἱ νεκροί, Κύριε, τῶν ὁποίων τὸ στόμα ἔκλεισε διὰ παντὸς καὶ αἱ χεῖρες δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παίξουν ὄργανον καὶ ψαλτήριον. Οὔτε θὰ σὲ δοξολογήσουν ὅσοι καταβαίνουν εἰς τὸν Ἅδην.
26 ἀλλ᾿ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εὐλογήσομεν τὸν Κύριον, ἀπὸ τοῦ νῦν, καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. 26 Αλλά ημείς, που ζώμεν, θα δοξολογήσωμεν τον Κυριον καθ' όλην την ζωήν μας και τώρα και δια δε των απογόνων μας στους αιώνας των αιώνων. 26 Ἀλλ ’ ἠμεῖς οἱ ζῶντες θὰ ὑμνοῦμεν τὸν Κύριον ἀπὸ τώρα, ἐνόσῳ ζῶμεν ἡμεῖς, καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος θὰ τὸν ὑμνοῦμεν διὰ τῶν στομάτων τῶν ἀπογόνων μας.