Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
᾿ῼδὴ τῶν ἀναβαθμῶν. | | |
1 (Μασ. 120) ΠΡΟΣ Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα, καὶ εἰσήκουσέ μου. | 1 (Μασ. 120) Προς τον Κυριον εις περιστάσεις θλίψεων έκραξα δια της προσευχής και με εισήκουσε· | 1 Πρὸς τὸν Κύριον πολλάκις κατὰ τὸ παρελθόν, ὅταν ἐθλιβόμην, ἐφώναξα διὰ τῶν πρὸς αὐτὸν προσευχῶν μου καὶ μὲ εἰσήκουσε. |
2 Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου ἀπὸ χειλέων ἀδίκων καὶ ἀπὸ γλώσσης δολίας. | 2 και τώρα, Κυριε, γλύτωσε την ψυχήν μου από χείλη, τα οποία ομιλούν εναντίον μου αδικίας και συκοφαντίας, από γλώσσαν, η οποία εξυφαίνει δολοπλοκίας. | 2 Κύριε, καθὼς ἄλλοτε, οὕτω καὶ τώρα λύτρωσε τὴν ψυχήν μου ἀπὸ χείλη ἄδικα καὶ συκοφαντικὰ καὶ ἀπὸ γλῶσσαν πλέκουσαν δόλους. |
3 τί δοθείη σοι καὶ τί προστεθείη σοι πρὸς γλῶσσαν δολίαν; | 3 Ποία βοήθεια πρέπει να σου δοθή, ποία ενίσχυσις πρέπει να προστεθή επί πλέον εις σέ, δια να αποκρούσης την δολοπλόκον γλώσσαν; | 3 Τί ἠμπορεῖ νὰ σοῦ δοθῇ καὶ τί νὰ σοῦ προστεθῇ ὡς ἀνταπόδομα ἔναντι τῆς δολίας γλώσσης σου; |
4 τὰ βέλη τοῦ δυνατοῦ ἠκονημένα, σὺν τοῖς ἄνθραξι τοῖς ἐρημικοῖς. | 4 Θα σου δοθούν τα ακονισμένα βέλη του παντοδυνάμου Θεού, τα ωπλισμένα με άνθρακας πυρός, τα οποία κατακαίουν και ερημώνουν. | 4 Τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ βέλη τὰ ἀκονισμένα τοῦ Δυνατοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τοὺς ἄνθρακας ἐκ ξύλων ἀγρίων τῆς ἐρήμου, ἐκ τῶν ὁποίων ἰσχυρότεροι καὶ διαρκέστεροι πυραὶ δημιουργοῦνται. |
5 οἴμοι! ὅτι ἡ παροικία μου ἐμακρύνθη, κατεσκήνωσα μετὰ τῶν σκηνωμάτων Κηδάρ. | 5 Αλλοίμονον! Διότι η παραμονή μου εις την ξένην γην παρετάθη επί μακρόν. Κατεσκήνωσα μαζή με τους σκηνίτας Κηδάρ, με τους βαρβάρους απογόνους του Ισμαήλ. | 5 Ἀλλοίμονον, διότι ἡ μακρὰν τῆς πολυποθήτου μου καὶ φιλειρηνικῆς Σιὼν ξενητεία μου παρετάθη ἐπὶ μακράν, κατεσκήνωσα καὶ ἔστησα τὴν ἀθλίαν σκηνὴν τοῦ μετανάστου μετὰ τῶν σκηνῶν τῶν βαρβάρων καὶ ἐχθρευομένων τὴν εἰρήνην Κηδαρινῶν, τῶν περιφερομένων εἰς τὴν ἔρημον τῆς Ἀραβίας. |
6 πολλὰ παρῴκησεν ἡ ψυχή μου. | 6 Επί πολύν χρόνον παρετάθη η ξενητειά μου. | 6 Ἐπὶ πολὺν χρόνον παρέμεινε ξενητευμένη ἡ ψυχή μου. Φθάνουν πλέον τὰ βάσανα τοῦ ἐκπατρισμοῦ μου. |
7 μετὰ τῶν μισούντων τὴν εἰρήνην ἤμην εἰρηνικός· ὅταν ἐλάλουν αὐτοῖς, ἐπολέμουν με δωρεάν. | 7 Με τους ανθρώπους, οι οποίοι εμισούσαν την ειρήνην, εγώ ήμην πάντοτε ειρηνικός. Οταν συνωμιλούσα με αυτούς, εκείνοι με επολεμούσαν χωρίς λόγον και αφορμήν. Σώσέ με, Κυριε. | 7 Προσπαθῶν νὰ συνεννοηθῶ μὲ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μισοῦν τὴν εἰρήνην, εἶμαι εἰρηνικὸς πρὸς αὐτούς. Ἀλλ’ εἰς μάτην, ὅταν ὁμιλῶ πρὸς αὐτούς, μὲ πολεμοῦν ἀδίκως καὶ χωρὶς ἀφορμήν. |