Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 48 (ΜΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος· τοῖς υἱοῖς Κορὲ ψαλμός. 1 1
2 (Μασ. 49) ΑΚΟΥΣΑΤΕ ταῦτα, πάντα τὰ ἔθνη, ἐνωτίσασθε πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν οἰκουμένην, 2 (Μασ. 49) Ολα τα έθνη αυτά τα οποία θα σας πω. Ανοίξατε τα αυτιά σας και ακροασθήτε με προσοχήν όλοι οι κάτοικοι της γης, 2 Ακούσατε τὰ ὅσα θὰ εἴπω, πάντες ἀνεξαρτήτως ἐθνικότητος καὶ καταγωγῆς· ἀκούσατέ τα ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ ἔθνη· βάλετε τὰ εἰς τὰ αὐτιά σας ὅλοι ὅσοι κατοικεῖτε εἰς τὴν οἰκουμένην.
3 οἵ τε γηγενεῖς καὶ οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων, ἐπὶ τὸ αὐτὸ πλούσιος καὶ πένης. 3 οι εντόπιοι κάθε περιοχής και οι άλλοι άνθρωποι, όλοι μαζή πλούσιοι και πτωχοί. 3 Τόσον οἱ ἐντόπιοι, ὅσον καὶ οἱ εἰς κάθε μέρος τῆς γῆς ἄνθρωποι, ὅλοι μαζὶ προσέλθετε ἐδῶ, πλούσιοι καὶ πένητες.
4 τὸ στόμα μου λαλήσει σοφίαν καὶ ἡ μελέτη τῆς καρδίας μου σύνεσιν· 4 Το στόμα μου θα λαλήση σοφίαν, βαθειά και εμπεριστατωμένη μελέτη της καρδίας και του νου μου θα εκφρασθή με λόγους γεμάτους σύνεσιν. 4 Τὸ στόμα μου θὰ λαλήσῃ σοφίαν καὶ ἡ βαθεῖα καὶ μελετημένη σκέψις τῆς καρδίας μου θὰ ἐξωτερικευθῇ εἰς λόγους γεμάτους φρόνησιν καὶ σύνεσιν.
5 κλινῶ εἰς παραβολὴν τὸ οὖς μου, ἀνοίξω ἐν ψαλτηρίῳ τὸ πρόβλημά μου. 5 Εγώ ο ίδιος θα κλίνω το αυτί μου εις τας αληθείας, τας οποίας το Πνεύμα του Θεού υπό μορφήν παραβολής μου εμπνέει. Με την μουσικήν αρμονίαν του ψαλτηρίου θα εκθέσω το σκοτεινόν και δύσκολον πρόβλημα, που θα διαπραγματευθώ. 5 Θὰ κλίνω τὸ οὖς μου εἰς ἀληθείας, τὰς ὁποίας τὸ Πνεῦμα ὑπὸ μορφὴν παραβολῆς μοῦ ἐμπνέει, καὶ θὰ ἐξηγήσω τῇ συνοδείᾳ ψαλτηρίου καὶ τῆς μουσικῆς ἁρμονίας αὐτοῦ τὸ σκοτεινὸν καὶ δύσκολον πρόβλημα καὶ θέμα, ποὺ θὰ διαπραγματευθῶ.
6 ἱνατί φοβοῦμαι ἐν ἡμέρᾳ πονηρᾷ; ἡ ἀνομία τῆς πτέρνης μου κυκλώσει με. 6 Διατί να φοβούμαι κατά τας ημέρας των δοκιμασιών και των κινδύνων; Μονον η ιδική μου αμαρτία και ο κακός τρόπος της ζωής μου ημπορεί να με βλάψη, αλλά δεν μου καταμαρτυρεί κάτι τέτοιο η συνείδησίς μου. 6 Πρὸς τί νὰ φοβοῦμαι κατὰ τὰς ἡμέρας τῶν δοκιμασιῶν καὶ τῆς πενίας μου; Φοβοῦμαι μήπως αὐτοὶ ποὺ συστηματικῶς ἀσκοῦν τὴν ἀνομίαν, ὑπούλως παραμονεύοντες διὰ νὰ πλήξουν τὴν ἐκτεθειμένην καὶ ἀπροφύλακτον πτέρναν μου, μὲ κυκλώσουν ἐπὶ τέλους καὶ ἐπιτύχουν τὴν ἐξόντωσίν μου.
7 οἱ πεποιθότες ἐπὶ τῇ δυνάμει αὐτῶν καὶ ἐπὶ τῷ πλήθει τοῦ πλούτου αὐτῶν καυχώμενοι, 7 Αλλοι είναι, που ζητούν την εξοντωσίν μου· εκείνοι που έχουν πεποίθησιν εις την δύναμίν των, αυτοί που καυχώνται δια τον πολύν αυτών πλούτον. 7 Ποῖοι δὲ εἶναι αὐτοί; Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι στηρίζουν τὴν πεποίθησιν των εἰς τὴν κοινωνικὴν αὐτῶν δύναμιν καὶ ἐπιρροὴν καὶ οἱ ὁποῖοι καυχῶνται διὰ τὸ πολὺ πλῆθος τοῦ πλούτου τω
8 ἀδελφὸς οὐ λυτροῦται, λυτρώσεται ἄνθρωπος; οὐ δώσει τῷ Θεῷ ἐξίλασμα ἑαυτοῦ 8 Θα αντικρύησουν όμως και αυτοί τον θάνατον, από τον οποίον ούτε ο στοργικώτερος αδελφός δεν ημπορεί να τους σώση. Πως λοιπόν είναι δυνατόν να τους γλυτώση ο οποιοσδήποτε ξένος άνθρωπος; Κανείς δεν ημπορεί να προσφέρη προς τον Θεόν εξιλεωτικήν προσφοράν, δια να διαφύγη τον θάνατον· 8 Θὰ ἀντικρύσουν καὶ αὐτοὶ τὸν θάνατον. Καὶ ἀπὸ αὐτὸν οὐδὲ ὁ προσφιλέστατος ἀδελφὸς ἠμπορεῖ νὰ ἐλευθερώσῃ καὶ ἐξαγοράσῃ αὐτούς. Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ὁ οἱοσδήποτε ξένος καὶ ἄγνωστος ἄνθρωπος; Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δώσῃ ὁ ἄνθρωπος προσφορὰν εἰς τὸν Θεόν, μὲ τὴν ὁποίαν νὰ καταπραΰνη αὐτὸν καὶ νὰ τὸν καταστήσῃ εὐμενῆ ὑπὲρ τοῦ ἑαυτοῦ του πρὸς παράτασιν τῆς ζωῆς του.
9 καὶ τὴν τιμὴν τῆς λυτρώσεως τῆς ψυχῆς αὐτοῦ. καὶ ἐκοπίασεν εἰς τὸν αἰῶνα 9 να προσφέρη τίμημα, δια να εξαγοράση την ζωήν του από τον θάνατον, έστω και αν εκοπίασεν εις όλην του την ζωήν, ώστε να θησαυρίση πολλά χρήματα, 9 Εἶναι ἀδύνατον ὁ ἄνθρωπος νὰ προσφέρῃ τίμημα, μὲ τὸ ὁποῖον νὰ ἐξαγοράσῃ τὴν ζωήν του, ἔστω καὶ ἂν ἐκοπίασε εἰς τὸν αἰῶνα, ὥστε νὰ θησαυρίσῃ χρήματα πολλά, τὰ ὁποῖα νὰ προσφέρῃ
10 καὶ ζήσεται εἰς τέλος· οὐκ ὄψεται καταφθοράν, 10 δια να ζήση παντοτεινά ευτυχής μέχρι τέλους. Ο ασεβής δεν θα θελήση να ίδη και να εννοήση την φθοράν του ανθρώπου δια του θανάτου, 10 διὰ νὰ ζήσῃ παντοτεινὰ καὶ μέχρι τέλους. Δὲν θὰ ἴδῃ λοιπὸν τὴν φθορὰν καὶ διάλυσιν τοῦ μνήματος ἡ ὁποία περιμένει ὅλους,
11 ὅταν ἴδῃ σοφοὺς ἀποθνήσκοντας. ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἄφρων καὶ ἄνους ἀπολοῦνται καὶ καταλείψουσιν ἀλλοτρίοις τὸν πλοῦτον αὐτῶν, 11 έστω και αν βλέπη και αυτούς ακόμη τους σοφούς να αποθνήσκουν. Κατά τον ίδιον τρόπον, ο άφρων ασεβής και ο ανόητος αμαρτωλός θα αποθάνουν και θα αφήσουν τα πλούτη των εις τα χέρια ξένων. 11 ὅταν θὰ ἴδῃ καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς σοφοὺς νὰ ἀποθνήσκουν, χωρὶς ἡ σοφία καὶ ἐπιστήμη των νὰ βοηθῇ αὐτοὺς εἰς τίποτε ἔναντι τοῦ θανάτου!! Ἐξ ἴσου καὶ ὁ ἀνόητος καὶ μωρὸς θὰ ἐξαφανισθοῦν ἀπὸ τὴν γῆν καὶ θὰ ἀφήσουν εἰς ξένους τὸν πλοῦτον, τὸν ὁποῖον τόσον ἐκοπίασαν διὰ νὰ ἀποκτήσουν.
12 καὶ οἱ τάφοι αὐτῶν οἰκίαι αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα, σκηνώματα αὐτῶν εἰς γενεὰν καὶ γενεάν. ἐπεκαλέσαντο τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἐπὶ τῶν γαιῶν αὐτῶν. 12 Οι τάφοι των θα είναι αι παντοτειναί κατοικίαι των. Αυτή θα είναι η κατασκήνωσίς των, εις την οποίαν θα μένουν εις όλας τας γενεάς. Κατέγραψαν ανοήτως επ' ονόματί των τα κτήματα και τα οικόπεδά των νομίζοντες ότι έτσι θα τα κατέχουν αιωνίως. 12 Καὶ ἐφ’ ὅσον διαρκεῖ ὁ παρών αἰών, οἱ τάφοι των θὰ εἶναι αἱ παντοτειναὶ κατοικίαι των· αὐτοὶ θὰ εἶναι οἱ σκηναί των, εἰς τὰς ὁποίας θὰ διαμένουν καθ’ ὅλας τὰς γενεᾶς. Ἐπέγραψαν λοιπὸν ἀνοήτως τὰ ὀνόματά των ἐπὶ τῶν κτημάτων καὶ οἰκοπέδων των, νομίζοντες ὅτι θὰ κατεῖχον αὐτὰ αἰωνίως.
13 καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς. 13 Ταλαίπωρος άνθρωπος! Ενῷ έχει τιμήν και αξίαν, ως λογικόν δημιούργημα του Θεού, δεν κατενόησε τούτο. Αλλά ήλθε και ετάχθη εις την θέσιν των ανοήτων κτηνών, έγινεν όμοιος με αυτά κατά την ανοησίαν και την ζωήν. 13 Ταλαίπωρος ὁ ἄνθρωπος! Ἐνῷ ἔχει τιμὴν καὶ ἀξίαν, ὡς δημιουργηθεὶς κατ’ εἰκόνα Θεόν, δὲν ἀντελήφθη καὶ δὲν κατενόησε τοῦτο· κατέρριψε καὶ ἐξίσωσε τὸν ἑαυτόν του πρὸς τὰ κτήνη τὰ ἀνόητα, τὰ μὴ ἔχοντα νοῦν καὶ λογικόν, ὅπως αὐτός, καὶ ὡμοιώθη πρὸς αὐτά, ὡς κτῆνος ζῶν καὶ αὐτὸς καὶ ὡς κτῆνος ἀποθνήσκων.
14 αὕτη ἡ ὁδὸς αὐτῶν σκάνδαλον αὐτοῖς, καὶ μετὰ ταῦτα ἐν τῷ στόματι αὐτῶν εὐδοκήσουσι. (διάψαλμα). 14 Αυτός είναι ο τρόπος της ζωής των αμαρτωλών, που τους εξομοιώνει με τα κτήνη και γίνεται εις αυτούς πρόσκομμα δια την αρετήν και αιτία της καταστροφής των. Και παρ' όλα αυτά, αφού αυτοί αποθάνουν, παρουσιάζονται άλλοι ασεβείς, οι οποίοι τους επαινούν με τα λόγια των, εγκρίνουν την διαγωγήν και την ζωήν των και θέλουν να τους μιμηθούν. 14 Αὐτὴ εἶναι ἡ συμπεριφορά των καὶ ὁ ἐν γένει τρόπος τῆς ζωῆς των, ποὺ τοὺς ἐξομοιώνει πρὸς τὰ κτήνη, καὶ γίνεται εἰς αὐτοὺς σκάνδαλον καὶ ἐμπόδιον πρὸς ἀρετὴν καὶ αἰτία καταστροφῆς των. Καὶ μ’ ὅλα ταῦτα διὰ τοῦ στόματός των ἐκδηλώνουν εὐαρέσκειαν καὶ ἱκανοποίησιν διὰ τὴν κατάστασίν των.
15 ὡς πρόβατα ἐν ᾅδῃ ἔθεντο, θάνατος ποιμανεῖ αὐτούς· καὶ κατακυριεύσουσιν αὐτῶν οἱ εὐθεῖς τὸ πρωΐ, καὶ ἡ βοήθεια αὐτῶν παλαιωθήσεται ἐν τῷ ᾅδῃ, ἐκ τῆς δόξης αὐτῶν ἐξώσθησαν. 15 Σαν πρόβατα προς σφαγήν τους έρριψεν ο Θεός στον άδην. Ο θάνατος ως άλλος κακός ποιμήν θα τους οδηγή εκεί. Εξ άλλου πολύ σύντομα οι προς το παρόν αφανείς και πτωχοί δίκαιοι θα αναδειχθούν υπέρτεροί των και κύριοί των και η βοήθεια, την οποίαν εκείνοι αντλούσαν από τα πλούτη των, θα αποδειχθή εντελώς άχρηστος μέσα στον άδην. Από την επίγειον δόξαν και μεγαλοπρέπειάν των εξεδιώχθησαν και απεγυμνώθησαν. 15 Σὰν πρόβατα παχυνόμενα διὰ νὰ σφαγοῦν ἔθεσαν οἱ ἴδιοι ἑαυτοὺς ἐντὸς τοῦ Ἅδου· ὁ θάνατος θὰ ποιμάνῃ αὐτοὺς εἰς αἰωνίους βασάνους καθοδηγῶν τούτους· καὶ πολὺ γρήγορα οἱ πρὸς τὸ παρὸν ἀφανεῖς καὶ πτωχοὶ δίκαιοι θὰ ἀναδειχθοῦν κύριοι καὶ ὑπέρτεροί των, καὶ ἡ βοήθεια τὴν ὁποίαν ἐκεῖνοι ἤντλουν ἀπὸ τὰ πλούτη των καὶ τὴν ἄλλην ἐπιρροήν των ἐν τῇ ἐπιγείῳ ζωῇ, θὰ παλαιωθῇ καὶ ὡς ράκος θὰ ἀχρηστευθῇ ἐν τῷ Ἅδῃ. Ἐκ τῆς ἐν τῷ βίῳ τούτῳ δόξῃς τῶν ἀπεδιώχθησαν καὶ ἀπεγυμνώθησαν.
16 πλὴν ὁ Θεὸς λυτρώσεται τὴν ψυχήν μου ἐκ χειρὸς ᾅδου, ὅταν λαμβάνῃ με. (διάψαλμα). 16 Αλλά ως προς εμέ, ο Θεός θα ελευθερώση την ψυχήν μου από την εξουσίαν του άδου, όταν θα με παραλάβη από την παρούσαν ζωήν. 16 Πλὴν ὅσον ἀφορᾷ εἰς ἐμέ, ὁ Θεὸς θὰ ἐλευθερώσῃ τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τὸ κράτος καὶ τὴν δύναμιν τοῦ Ἅδου, ὅταν θὰ μὲ παραλάβῃ ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωήν.
17 μὴ φοβοῦ, ὅταν πλουτήσῃ ἄνθρωπος καὶ ὅταν πληθυνθῇ ἡ δόξα τοῦ οἴκου αὐτοῦ· 17 Μη καταπλήσσεσαι, λοιπόν, και μη ταράσσεσαι ψυχικώς, όταν ο ασεβής άνθρωπος πλουτίζη, δταν μεγαλώνη η δόξα του οίκου του. 17 Μὴ πτοῆσαι καὶ μὴ ξιππάζεσαι, ὅταν εἷς ἄνθρωπος πλουτήσῃ ἢ ὅταν αὐξηθῇ μεγάλως ἡ δόξα τοῦ οἴκου του.
18 ὅτι οὐκ ἐν τῷ ἀποθνήσκειν αὐτὸν λήψεται τὰ πάντα, οὐδὲ συγκαταβήσεται αὐτῷ ἡ δόξα αὐτοῦ. 18 Διότι, όταν θα αποθάνη, τίποτε δεν θα πάρη μαζή του από τα πλούτη του, ούτε η δόξα του θα κατεβή μαζή με αυτόν στον άδην. 18 Διότι, ὅταν θὰ ἀποθάνῃ, δὲν θὰ παραλάβῃ μαζί του τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτά, οὔτε ἡ δόξα του θὰ συγκαταβῇ μετ’ αὐτοῦ εἰς τὸν τάφον καὶ δὲν θὰ ἀκολουθήσῃ αὐτὸν καὶ μετὰ θάνατον.
19 ὅτι ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ εὐλογηθήσεται· ἐξομολογήσεταί σοι, ὅταν ἀγαθύνῃς αὐτῷ. 19 Εφ' όσον βέβαια ζη τον παρόντα επιγειον βίον, θα επαινήται από τους κόλακας, αυτός δε ο ίδιος θα επαινέση και σέ, όταν θα εκτραπής εις κολακείας και επαίνους προς αυτόν. 19 Καθ’ ὅσον ἡ ὕπαρξίς του μόνον ἐν τῇ προσκαίρῳ ταύτῃ ζωῇ θὰ ἐπαινῆται καὶ θὰ μακαρίζεται ἀπὸ τοὺς ὁμοίους του καὶ κόλακάς του. Τότε δὲ καὶ μόνον θὰ σὲ ἐπαινέσῃ καὶ αὐτός, ὅταν καὶ σὺ λέγῃς περὶ αὐτοῦ ἀγαθὰ καὶ ἐπαίνους καὶ ὄχι ὅταν σὲ βλέπῃ νὰ ἀσκῇς τὸ δίκαιον καὶ τὴν ἀρετήν.
20 εἰσελεύσεται ἕως γενεᾶς πατέρων αὐτοῦ, ἕως αἰῶνος οὐκ ὄψεται φῶς. 20 Θα αποθάνη όμως και θα μεταβή να συναντήση τους προγόνους του. Ποτέ πλέον δεν θα ίδη το φως του ηλίου. 20 Θὰ εἰσέλθῃ καὶ αὐτὸς εἰς τὸν Ἅδην, προχωρῶν ἕως ἐκεῖ ποὺ θὰ συναντήσῃ τὴν ἀποθανοῦσαν γενεὰν τῶν προγόνων του, καὶ αἰωνίως πλέον δὲν θὰ ἴδῃ τὸ ἡλιακὸν φῶς.
21 καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς. 21 Ταλαίπωρος άνθρωπος! Ενῷ έχει πάρει από τον Θεόν την ανυπολόγιστον τιμήν της λογικής του φύσεως, δεν εσυνετίσθη, αλλά έταξε τον εαυτόν του εις την θέσιν των ανοήτων κτηνών, έγινε όμοιος με αυτά κατά τον τρόπον της ζωής και τα ένστικτα. 21 Ὤ! τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον! Ἐνῷ εἶχε τιμὴν καὶ ἀξίαν ὡς φέρων ἐν ἑαυτῷ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δὲν κατενόησε τοῦτο. Ἐξισώθη πρὸς τὰ ἀνόητα καὶ ἄλογα κτήνη καὶ ὡμοιώθη πρὸς αὐτά.