Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
Συνέσεως τῷ ᾿Ασάφ. | | |
1 (Μασ. 78) ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ, λαός μου, τῷ νόμῳ μου, κλίνατε τὸ οὖς ὑμῶν εἰς τὰ ῥήματα τοῦ στόματός μου· | 1 (Μασ. 78) Ανθρωποι του ισραηλιτικού λαού μου, προσέχετε εις την διδασκαλίαν μου, κλίνατε προς εμέ τα αυτιά σας και ακούσατε με προσοχήν τα λόγια του στόματός μου. | 1 Προσέχετε, ὦ λαέ μου Ἰσραήλ, εἰς τὴν διδασκαλίαν μου, ἥτις πρέπει νὰ γίνῃ νόμος ρυθμίζων τὴν ζωήν σου, κλίνατε καὶ ἀνοίξατε τὰ ὦτα σας εἰθς τοὺς λόγους μου. |
2 ἀνοίξω ἐν παραβολαῖς τὸ στόμα μου, φθέγξομαι προβλήματα ἀπ᾿ ἀρχῆς. | 2 Θα αρχίσω με διδακτικάς παραβολικάς ιστορίας, γεμάτας ιερά διδάγματα. Θα σας διηγηθώ αρχαία γεγονότα με βαθύτατα νοήματα. | 2 Θὰ ἀνοίξω τὸ στόμα μου μὲ παλαιὰς ἱστορίας ποὺ ἐγκρύπτουν σωτηρία μαθήματα, θὰ εἴπω κεκρυμμένας καὶ πολλὴν μελέτην ἀπαιτούσας διδασκαλίας ἀπ' αὐτῆς τῆς πρώτης ἐμφανίσεως τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ ἔθνους. |
3 ὅσα ἠκούσαμεν καὶ ἔγνωμεν αὐτὰ καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν διηγήσαντο ἡμῖν, | 3 Αυτά είναι από όσα ηκούσαμεν και εμάθαμεν καλά, αυτά που οι πατέρες μας έχουν διηγηθή εις ημάς. | 3 Αἱ παραβολαὶ καὶ τὰ προβλήματα αὐτὰ εἶναι, ὅσα ἠκούσαμεν καὶ ἐμάθαμεν ταῦτα καλῶς καὶ οἱ πατέρες μας διηγήθησαν ταῦτα εἰς ἡμᾶς. |
4 οὐκ ἐκρύβη ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῶν εἰς γενεὰν ἑτέραν, ἀπαγγέλλοντες τὰς αἰνέσεις Κυρίου καὶ τὰς δυναστείας αὐτοῦ καὶ τὰ θαυμάσια αὐτοῦ, ἃ ἐποίησε. | 4 Δεν απεκρύβησαν τα μεγάλα αυτά γεγονότα από τα τέκνα των προγόνων μας, αλλά μετεδόθησαν πιστά από γενεάς εις γενεάν. Με αυτά εξιστορούνται αι πανένδοξοι πράξστου Κυρίου και τα έργα της καταπληκτικής δυνάμεως του· τα θαυμαστά του αυτά έργα, τα οποία έκαμε προς χάριν του ισραηλιτικού λαού. | 4 Δὲν ἐκρύβησαν ταῦτα ἀπὸ τὰ τέκνα των, διὰ νὰ ἀποκαλυφθοῦν εἰς ἄλλην γενεάν, ἀλλὰ τὰ διηγήθησαν εἰς τοὺς ἀπογόνους των ἐξιστορούντες τὰς πολυυμνήτους πράξεις τοῦ Κυρίου καὶ τὰ ἔργα τῆς καταπληκτικῆς καὶ ἀκαταγωνίστου δυνάμεώς του καὶ τὰ θαυμάσια αὐτοῦ, τὰ ὁποῖα ἐποίησε πρὸς ἀπελευθέρωσιν καὶ ἀνάδειξιν τοῦ Ἰσραήλ. |
5 καὶ ἀνέστησε μαρτύριον ἐν ᾿Ιακὼβ καὶ νόμον ἔθετο ἐν ᾿Ισραήλ, ὅσα ἐνετείλατο τοῖς πατράσιν ἡμῶν τοῦ γνωρίσαι αὐτὰ τοῖς υἱοῖς αὐτῶν, | 5 Ανήγειρε και έστησεν ολοφάνερην την μαρτυρίαν του μεταξύ των απογόνων του Ιακώβ, έθεσε Νομον στους Ισραηλίτας και τους διέταξεν όσα εκείνος είχε νομοθετήσει στους προγόνους μας να τα καταστήσουν αυτοί γνωστά εις τα τέκνα των. | 5 Καὶ ἀνεστήλωσεν ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰακὼβ τὴν μαρτυρίαν τῶν ἐντολῶν του καὶ ἔθεσε νόμον μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὅσα διέταξε καὶ παρήγγειλεν εἰς τοὺς πατέρας καὶ προγόνους μας νὰ τὰ καταστήσουν γνωστὰ εἰς τοὺς υἱοὺς καὶ ἀπογόνους των. |
6 ὅπως ἂν γνῷ γενεὰ ἑτέρα, υἱοὶ οἱ τεχθησόμενοι, καὶ ἀναστήσονται καὶ ἀπαγγελοῦσιν αὐτὰ τοῖς υἱοῖς αὐτῶν· | 6 Δια να τα μάθη η μεταγενεστέρα γενεά, αυτοί οι οποίοι θα εγεννώντο βραδύτερον. Και αυτοί, όταν θα ανδρωθούν, να τα αναγγείλουν εις τα παιδιά των και εν συνεχεία να μεταδίδωνται αυτά από γενεάς εις γενεάν. | 6 Διὰ νὰ γνωρίσουν αὐτὰ καὶ ἡ ἄλλη γενεά, τὰ τέκνα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γεννηθοῦν ἀπὸ αὐτούς, καὶ ὅταν θὰ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ διαδεχθοῦν τὴν παλαιοτέραν γενεὰν νὰ διηγηθοῦν καὶ αὐτοὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους των, ὥστε ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν νὰ καθίστανται ταῦτα διὰ τῆς παραδόσεως γνωστά. |
7 ἵνα θῶνται ἐπὶ τὸν Θεὸν τὴν ἐλπίδα αὐτῶν καὶ μὴ ἐπιλάθωνται τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἐκζητήσωσιν· | 7 Τούτο δέ, δια να αποθέτουν οι ακούοντες την ελπίδα των στον Θεόν και να μη λησμονήσουν τα θαυμαστά αυτά έργα του Θεού, αλλά με πόθον να ζητούν πάντοτε να μανθάνουν και να πράττουν τας εντολάς του, | 7 Ἵνα παρακινούμενοι καὶ διδασκόμενοι ἀπὸ τὴν ἱστορίαν αὐτήν, ἐναποθέσουν καὶ στηρίξουν τὴν ἐλπίδα των ἐπὶ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ λησμονήσουν τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ ἶνα μετὰ πόθου ζητοῦν τὴν τήρησιν τῶν ἐντολῶν του. |
8 ἵνα μὴ γένωνται ὡς οἱ πατέρες αὐτῶν, γενεὰ σκολιὰ καὶ παραπικραίνουσα, γενεά, ἥτις οὐ κατηύθυνε τὴν καρδίαν ἑαυτῆς καὶ οὐκ ἐπιστώθη μετὰ τοῦ Θεοῦ τὸ πνεῦμα αὐτῆς. | 8 ώστε να μη γίνουν οι μεταγενέστεροι, όπως ήσαν οι πατέρες των, γενεά δηλαδή διεστραμμένη, η οποία ελυπούσε τον Κυριον, γενεά η οποία δεν εφύλαξεν ευθείαν την καρδίαν της απέναντι του Θεού, και δεν παρέμεινε πιστόν το πνεύμα της στον Θεόν. | 8 Διὰ νὰ μὴ γίνουν ὅπως ἔγιναν οἱ πατέρες των, γενεὰ στρεβλὴ καὶ πείσμων, καὶ πικραίνουσα τὸν Θεὸν διὰ τῶν ἀνταρσιῶν καὶ ἀπειθειῶν της, γενεά, ἡ ὁποία δὲν ἐφύλαξε εὐθεῖαν τὴν καρδίαν αὐτῆς καὶ δὲν παρέμεινε πιστὸν τὸ πνεῦμα της καὶ ἡ θέλησις τῆς πρὸς τὸν Θεόν, διότι ἔρρεπε διαρκῶς πρὸς τὴν εἰδωλολατρίαν. |
9 υἱοὶ ᾿Εφραὶμ ἐντείνοντες καὶ βάλλοντες τόξοις ἐστράφησαν ἐν ἡμέρᾳ πολέμου. | 9 Οι άνδρες της φυλής Εφραίμ, αν και ήσαν ισχυροί να τεντώνουν τα τόξα και να ρίπτουν με επιτυχίαν τα βέλη των, έστρεψαν εν τούτοις τα νώτα των εν καιρώ πολέμου και ετράπησαν εις φυγήν. | 9 Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἐφραίμ, ἐπιδεξιώτατοι νὰ τεντώνουν τὰ τόξα καὶ να ρίπτουν μὲ αὐτὰ τὰ βέλη των, ἔστρεψαν τὰ νῶτα κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ πολέμου καὶ ἐγκατέλιπον τὰς θέσεις των. |
10 οὐκ ἐφύλαξαν τὴν διαθήκην τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ οὐκ ἠβουλήθησαν πορεύεσθαι. | 10 Τούτο δέ, διότι δεν εφύλαξαν την εντολήν του Θεού και δεν ηθέλησαν να ζήσουν σύμφωνα με τον νόμον αυτού. | 10 Διότι δὲν ἐφύλαξαν τὰς ὑπὸ τῆς διαθήκης τοῦ Θεοῦ ὑποχρεώσεις των καὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ πολιτεύωνται σύμφωνα μὲ τὸν νόμον του. |
11 καὶ ἐπελάθοντο τῶν εὐεργεσιῶν αὐτοῦ καὶ τῶν θαυμασίων αὐτοῦ, ὧν ἔδειξεν αὐτοῖς, | 11 Αυτοί ελησμόνησαν τας ευεργεσίας του Θεού και τα θαυμαστά έργα, τα οποία ολοφάνερα είχε δείξει προς αυτούς ο Κυριος. | 11 Καὶ ἐλησμόνησαν τὰς εὐεργεσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ θαυμάσιά του, τὰ ὁποῖα ἔδειξεν εἰς αὐτούς, |
12 ἐναντίον τῶν πατέρων αὐτῶν ἃ ἐποίησε θαυμάσια ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἐν πεδίῳ Τάνεως. | 12 Τα θαυμαστά έργα, τα οποία έκαμεν ενώπιον των προγόνων των, εις την Αίγυπτον, εις την πεδιάδα Τανεως. | 12 ἐλησμόνησαν τὰ ὅσα ὑπὸ τὰ ὄμματα τῶν προγόνων των κατειργάσθη θαυμαστὰ καὶ καταπληκτικὰ ἔργα ἐν τῇ χώρᾳ τῆς Αἰγύπτου, εἰς τὴν πεδιάδα τῆς πόλεως Τάνεως, ὅπου καὶ ὁ Φαραὼ εἶχε τὰ ἀνάκτορά του. |
13 διέρρηξε θάλασσαν καὶ διήγαγεν αὐτούς, παρέστησεν ὕδατα ὡσεὶ ἀσκὸν | 13 Διέρρηξε την Ερυθράν Θαλασσαν εις δύο, έστησεν όρθια τα ύδατα αυτής, ως εάν ήταν κλεισμένα εις ασκούς, και δια μέσου αυτής ωδήγησεν ασφαλείς τους Ισραηλίτας. | 13 Ἔσχισε τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν καὶ τοὺς ὡδήγησε διὰ μέσου αὐτῆς. Ἔστησεν ἀπὸ τὸ ἐν μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τὰ ὕδατα τῆς θαλάσσης συγκρατούμενα ὡς εἰς ἀσκόν. |
14 καὶ ὡδήγησεν αὐτοὺς ἐν νεφέλῃ ἡμέρας καὶ ὅλην τὴν νύκτα ἐν φωτισμῷ πυρός. | 14 Την ημέραν τους ωδήγησε δια της νεφέλης, καθ' όλην δε την νύκτα με το φως του πυρίνου στύλου. | 14 Καὶ τοὺς ὠδήγησε μὲ νεφέλην σκιάζουσαν αὐτοὺς κατὰ τὴν ἡμέραν καὶ καθ’ ὅλην τὴν νύκτα μὲ φωτισμὸν στύλου πυρός. |
15 διέρρηξε πέτραν ἐν ἐρήμῳ καὶ ἐπότισεν αὐτοὺς ὡς ἐν ἀβύσσῳ πολλῇ | 15 Διέρρηξε βράχον εις έρημον και άνυδρον τόπον και τους επότιζεν από πηγήν, που ανέβλυζεν άφθονα ύδατα ωσάν μεγάλης Θαλάσσης. | 15 Ἔσχισε τὸν βράχον ἐν τῇ ἐρήμῳ Ραφιδεὶν καὶ ἐπότισεν αὐτοὺς μὲ ἄφθονον ὕδωρ, σὰν νὰ ὑπῆρχεν ἐκεῖ ἄβυσσος καὶ θάλασσα μεγάλη. |
16 καὶ ἐξήγαγεν ὕδωρ ἐκ πέτρας καὶ κατήγαγεν ὡς ποταμοὺς ὕδατα. | 16 Αυτός έκαμε να αναβλύσουν πλούσια νερά από τον βράχον και κατέβασε ποτάμια υδάτων από αυτόν. | 16 Καὶ ἔκαμε νὰ ἀναβλύσῃ ὕδωρ ἀπὸ τὴν πέτραν ἐν τῇ ἐρήμῳ Κάδδης καὶ κατέβασε νερὰ πολλὰ σὰν νὰ ἔρρεαν ποταμοὶ πολλοί. |
17 καὶ προσέθεντο ἔτι τοῦ ἁμαρτάνειν αὐτῷ, παρεπίκραναν τὸν ῞Υψιστον ἐν ἀνύδρῳ | 17 Εν τούτοις όμως οι Ισραηλίται προσέθεσαν πάλιν νέας αμαρτίας και επίκραναν τον Υψιστον εις περιοχήν, όπου δεν υπήρχεν ύδωρ. | 17 Καὶ προσέθεσαν νέας ἐκδηλώσεις ἀχαριστίας, διὰ νὰ ἁμαρτάνουν ἀκόμη περισσότερον εἰς αὐτόν, ἐπίκραναν πολὺ τὸν Ὕψιστον εἰς τόπον ξηρὸν καὶ ἄνυδρον. |
18 καὶ ἐξεπείρασαν τὸν Θεὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, τοῦ αἰτῆσαι βρώματα ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν | 18 Ηθέλησαν να θέσουν εις δοκιμασίαν τον Θεόν και τον ελύπησαν με τας αμαρτωλάς και λαιμάργους επιθυμίας των καρδιών των, διότι εζήτησαν φαγητά κατά τας επιθυμίας της καρδίας των. | 18 Καὶ ὑπὸ τὸ κράτος ἀσεβῶν καὶ ἀχαρίστων ἀμφιβωλιῶν ἐξεπείρασαν τὸν Θεὸν μέσα εἰς τὰς καρδίας των, καὶ ἠθέλησαν νὰ τὸν δοκιμάσουν, ἐὰν ἔχῃ τὴν δύναμιν νὰ τοὺς δώσῃ τὰ ὅσα θὰ τοῦ ἐζήτουν βρώματα καὶ φαγητὰ κατὰ τὰς ὀρέξεις καὶ ἐπιθυμίας τῶν ψυχῶν των, |
19 καὶ κατελάλησαν τοῦ Θεοῦ καὶ εἶπαν· μὴ δυνήσεται ὁ Θεὸς ἑτοιμάσαι τράπεζαν ἐν ἐρήμῳ; | 19 Ωλιγοπίστησαν, κατεφέρθησαν κατά του Θεού και είπαν· Μηπως τάχα δύναται να ετοιμάση ο Θεός τράπεζαν με φαγητά εις την έρημον; | 19 Καὶ ἐξεφράσθησαν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκατηγόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπαν· μήπως θὰ ἠμπορέσῃ ὁ Θεὸς να ἑτοιμάσῃ τράπεζαν καὶ συμπόσιον ἐν μέσῳ τῆς ἐρήμου; |
20 ἐπεὶ ἐπάταξε πέτραν καὶ ἐρρύησαν ὕδατα καὶ χείμαρροι κατεκλύσθησαν, μὴ καὶ ἄρτον δύναται δοῦναι ἢ ἑτοιμάσαι τράπεζαν τῷ λαῷ αὐτοῦ; | 20 Επειδή, τάχα, εκτύπησε τον βράχον και ανέβλυσαν ύδατα και χείμαρροι πολλοί, και κατέκλυσαν την περιοχήν, μήπως δύναται να μας δώση και άρτον η να ετοιμάση τράπεζαν με φαγητά δια τον λαόν του; | 20 Ἐπειδὴ ἐπάταξε τὸν βράχον καὶ ἔρρευσαν ὕδατα καὶ χείμαρροι ὁρμητικοὶ ἐσχηματίσθησαν, μήπως δύναται νὰ δώσῃ καὶ ἄρτον, ἢ νὰ ἑτοιμάσῃ τράπεζαν πλήρη ὀρεκτικῶν φαγητῶν χάριν τοῦ λαοῦ του; |
21 διὰ τοῦτο ἤκουσε Κύριος καὶ ἀνεβάλετο, καὶ πῦρ ἀνήφθη ἐν ᾿Ιακώβ, καὶ ὀργὴ ἀνέβη ἐπὶ τὸν ᾿Ισραήλ, | 21 Δια τας αναιδείς και ασεβείς αυτάς κατηγορίας, τας οποίας ήκουσεν ο Κυριος, ανέβαλε την είσοδόν των εις την γην της Επαγγελίας. Καταστρεπτικόν πυρ ήναψε τότε ανάμεσα στους απογόνους του Ιακώβ και η οργή του Κυρίου εξέσπασεν επάνω στους Ισραηλίτας. | 21 Διὰ τὰς ἀσεβεῖς καὶ αὐθάδεις αὐτὰς κατηγορίας καὶ προκλήσεις, ὅταν ἤκουσε ταύτας ὁ Θεός, ἀνέβαλε νὰ εἰσαγάγῃ αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν τῆς Ἀπαγγελίας· καὶ πῦρ ὀλέθριον ἤναψε κατὰ τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακώβ, καὶ ὀργὴ σὰν ἄλλος καπνὸς ἀνέβη κατὰ τοῦ Ἰσραήλ. |
22 ὅτι οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τῷ Θεῷ οὐδὲ ἤλπισαν ἐπὶ τὸ σωτήριον αὐτοῦ. | 22 Διότι δεν επίστευσαν στον Θεόν, ούτε ήλπισαν εις την σωτηρίαν των, την οποίαν αυτός θα τους έδιδε. | 22 Καὶ ἐγένετο τοῦτο, διότι δὲν ἔδωκαν ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν Θεόν, οὐδὲ ἤλπισαν εἰς τὴν σωτήριον βοήθειαν καὶ προστασίαν αὐτοῦ. |
23 καὶ ἐνετείλατο νεφέλαις ὑπεράνωθεν καὶ θύρας οὐρανοῦ ἀνέῳξε | 23 Εν τούτοις ο Θεός εμακροθύμησεν, έδωσεν εντολήν εις τα υπεράνω της γης σύννεφα, ήνοιξε τας θύρας του ουρανού | 23 Ἀλλὰ καὶ πάλιν ἐμακροθύμησε καὶ ἔδωκεν ἐντολὴν εἰς τὰ σύννεφα, ποὺ ὑψοῦνται ὑπεράνω τῆς γῆς, καὶ ἤνοιξε τὰς θύρας τοῦ οὐρανοῦ. |
24 καὶ ἔβρεξεν αὐτοῖς μάννα φαγεῖν καὶ ἄρτον οὐρανοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς· | 24 και έβρεξε προς χάριν αυτών μάννα, δια να φάγουν. Εδωσεν εις αυτούς άρτον ουρανοκατέβατον. | 24 Καὶ ἔβρεξεν ὡς ἄλλην βροχὴν ἐπ’ αὐτῶν μάννα διὰ νὰ φάγουν, καὶ ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἔδωκεν εἰς αὐτούς. |
25 ἄρτον ἀγγέλων ἔφαγεν ἄνθρωπος, ἐπισιτισμὸν ἀπέστειλεν αὐτοῖς εἰς πλησμονήν. | 25 Ετσι δε ο άνθρωπος έφαγεν άρτον έτοιμασμένον από τους αγγέλους. Πλουσίαν διατροφήν έστειλεν ο Κυριος προς αυτούς. | 25 Καὶ ὁ εὐτελὴς ἄνθρωπος ἔφαγεν ἄρτον παρεσκευασμένον ἀπὸ ἀγγέλους, ἄφθονον καὶ πλεονάζουσαν διατροφὴν ἀπέστειλεν εἰς αὐτούς. |
26 ἀπῇρε Νότον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἐπήγαγεν ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ Λίβα | 26 Εσήκωσεν από τον ουρανόν νότιον άνεμον, εν τη παντοδυναμία του έφερεν προς αυτούς λίβαν | 26 Καὶ ἐσήκωσεν ἐπάνω νότιον ἄνεμον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ διὰ τῆς δυνάμεώς του ἐπέφερε λίβαν. |
27 καὶ ἔβρεξεν ἐπ᾿ αὐτοὺς ὡσεὶ χοῦν σάρκας καὶ ὡσεὶ ἄμμον θαλασσῶν πετεινὰ πτερωτά, | 27 και έβρεξεν επάνω τους, ωσάν πυκνότατον σύννεφον από σκόνιν, ορτύκια ωσάν την άμμον της θαλάσσης κατά το πλήθος, πτηνά πτερωτά. | 27 Καὶ ἔβρεξεν ἐπ’ αὐτῶν σὰν σύννεφον ἀπὸ σκόνην σάρκας ὀρτύγων καὶ σὰν ἄμμον τῆς θαλάσσης πτηνὰ πετούμενα. |
28 καὶ ἐπέπεσον ἐν μέσῳ παρεμβολῆς αὐτῶν κύκλῳ τῶν σκηνωμάτων αὐτῶν, | 28 Αυτά έπεσαν στο μέσον του στρατοπέδου των Ισραηλιτών, ολόγυρα από τας σκηνάς των. | 28 Καὶ ἔπεσαν μὲ ὁρμὴν εἰς τὸ μέσον τοῦ στρατοπέδου τῶν τριγύρω ἀπὸ τὰς σκηνάς των, ὥστε χωρὶς κόπον καὶ προσπάθειαν νὰ συλλαμβάνωνται ταῦτα παρ’ αὐτῶν. |
29 καὶ ἔφαγον καὶ ἐνεπλήσθησαν σφόδρα, καὶ τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῶν ἤνεγκεν αὐτοῖς, | 29 Εκείνοι έφαγαν, παραέφαγαν και εχόρτασαν πολύ, διότι ο Κυριος ικανοποίησε με το παραπάνω τας επιθυμίας των. | 29 Καὶ ἔφαγον καὶ ἐγέμισαν αἱ κοιλίαι των πάρα πολύ, καὶ ὅ,τι εἶχαν ἐπιθυμήσει, τοὺς τὸ ἔφερε. |
30 οὐκ ἐστερήθησαν ἀπὸ τῆς ἐπιθυμίας αὐτῶν. ἔτι τῆς βρώσεως οὔσης ἐν τῷ στόματι αὐτῶν, | 30 Τιποτε δεν εστερήθησαν, από όσα είχαν επιθυμήσει. Αλλα ενώ η τροφή ήτο ακόμη στο στόμα των, | 30 Δὲν ἐστερήθησαν ἐκεῖνο ποὺ ἐζήτησεν ἡ ἐπιθυμία των. Ἐνῷ ἀκόμη ἡ τροφὴ ἦτο εἰς τὸ στόμα των καὶ τὴν ἐμάσων |
31 καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἀνέβη ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ἀπέκτεινεν ἐν τοῖς πλείοσιν αὐτῶν, καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς τοῦ ᾿Ισραὴλ συνεπόδισεν. | 31 η οργή του Θεού εξέσπασε, δια την αχαριστίαν των, εναντίον αυτών και εθανάτωσε πάρα πολλούς από αυτούς. Και αυτούς ακόμη τους επισήμους άνδρας των Ισραηλιτών τους έρριψε κάτω νεκρούς. | 31 καὶ ὀργὴ Θεοῦ, νόσος μολυσματικὴ καὶ λοιμώδης ἐπέπεσεν ἐπ' αὐτῶν καὶ ἐθανάτωσε πλείστους ἐξ αὐτῶν καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς καὶ ἀκμαίους τοῦ Ἰσραὴλ τοὺς ἔρριψε κάτω νεκρούς. |
32 ἐν πᾶσι τούτοις ἥμαρτον ἔτι καὶ οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τοῖς θαυμασίοις αὐτοῦ, | 32 Παρ' όλας όμως τας ευεργεσίας και τας τιμωρίας αυτάς του Θεού, εξακολουθούσαν ακόμη οι Ισραηλίται να αμαρτάνουν, και δεν επίστευσαν εις αυτόν, μολονότι έβλεπαν τα θαυμάσια έργα του. | 32 Παρ’ ὅλας τὰς παιδαγωγικὰς ταύτας μάστιγας τοῦ Θεοῦ, ἐξηκολούθησαν ἀκόμη νὰ ἁμαρτάνουν καὶ δὲν ἐπίστευσαν πραγματικῶς εἰς τὰ θαυμαστὰ καὶ ὑπερφυσικά του ἔργα, ὥστε διδασκόμενοι ἐξ αὐτῶν νὰ στηρίξουν ὁλόκληρον τὴν ἐμπιστοσύνην των εἰς αὐτόν. |
33 καὶ ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι αἱ ἡμέραι αὐτῶν καὶ τὰ ἔτη αὐτῶν μετὰ σπουδῆς. | 33 Επέρασαν ματαίως και ασκόπως τας ημέρας των. Πολύ γρήγορα έφυγαν, χωρίς κανένα καρπόν αρετής, τα έτη της ζωής των. | 33 Καὶ ἐπέρασαν ματαίως καὶ χωρὶς καρπὸν ἀρετῆς αἱ ἡμέραι των, αἱ ὁποῖαι ἐχάνοντο εἰς ἀπατηλὰς ἐπιδιώξεις, καὶ τὰ ἔτη των ἔφυγαν γρήγορα, χωρὶς τίποτε τὸ σοβαρὸν νὰ ἀποκομίσουν κατ' αὐτά. |
34 ὅταν ἀπέκτειναν αὐτούς, τότε ἐξεζήτουν αὐτὸν καὶ ἐπέστρεφον καὶ ὤρθριζον πρὸς τὸν Θεὸν | 34 Οταν ο Κυριος τους παρέδιδεν εις θάνατον, προς τιμωρίαν και παιδαγωγίαν, τότε εζητούσαν αυτόν με ζήλον, επέστρεφαν εις αυτόν και από τον βαθύν όρθρον κατέφευγαν προς αυτόν δια της προσευχής. | 34 Ὅταν ὁ Κύριος τοὺς παρέδιδεν εἰς θάνατον, τότε ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ φόβου ἐζήτουν αὐτὸν καὶ ἐπέστρεφον εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὸν στραβὸν καὶ ἁμαρτωλὸν δρόμον, τὸν ὁποῖον ἐβάδιζον. Καὶ ἀπὸ βαθέος ἄρθρου κατέφευγον πρὸς τὸν Θεόν. |
35 καὶ ἐμνήσθησαν ὅτι ὁ Θεὸς βοηθὸς αὐτῶν ἐστι καὶ ὁ Θεὸς ὁ ῞Υψιστος λυτρωτὴς αὐτῶν ἐστι. | 35 Τοτε ενεθυμούντο, ότι ο Θεός είναι ο παντοδύναμος βοηθός των, ότι ο Θεός ο Υψιστος είναι ο ελευθερωτής και σωτήρ των. | 35 Καὶ μόλις τότε ἐνεθυμοῦντο πρὸς στιγμήν, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι βοηθός των καὶ ὁ Θεὸς ὁ Ὕψιστος εἶναι ὁ λυτρωτὴς καὶ ἐλευθερωτής των. |
36 καὶ ἠγάπησαν αὐτὸν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τῇ γλώσσῃ αὐτῶν ἐψεύσαντο αὐτῷ, | 36 Αλλά τον ηγάπησαν επιφανειακώς, μόνον με το στόμα των, ενώ με τα λόγια των και με την άλλην συμπεριφοράν των εψεύσθησαν απεναντί του, εφέρθησαν ανειλικρινώς. | 36 Καὶ ἠγάπησαν αὐτὸν μόνον μὲ τὸ στόμα των καὶ μὲ τὴν γλῶσσαν των ἐψεύσθησαν εἰς αὐτὸν μὲ λόγους καὶ ἐκδηλώσεις ἀνειλικρινοῦς ἀγάπης πρὸς αὐτόν. |
37 ἡ δὲ καρδία αὐτῶν οὐκ εὐθεῖα μετ᾿ αὐτοῦ, οὐδὲ ἐπιστώθησαν ἐν τῇ διαθήκῃ αὐτοῦ. | 37 Διότι η καρδία των δεν ήτο ευθεία απέναντι του Θεού και δεν εφάνησαν πιστοί εις τας υποχρεώσεις, που ανέλαβαν δια της Διαθήκης απέναντι του Θεού. | 37 Πλὴν ἡ καρδία των δὲν ἦτο εἰλικρινὴς καὶ εὐθεῖα μαζί του, οὔτε ἐξεπλήρουν πιστῶς καὶ τιμίως τὰς ἐκ τῆς μετ’ αὐτοῦ διαθήκης ὑποχρεώσεις των. |
38 αὐτὸς δέ ἐστιν οἰκτίρμων καὶ ἱλάσκεται ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῶν καὶ οὐ διαφθερεῖ καὶ πληθυνεῖ τοῦ ἀποστρέψαι τὸν θυμὸν αὐτοῦ καὶ οὐχὶ ἐκκαύσει πᾶσαν τὴν ὀργὴν αὐτοῦ. | 38 Ο Θεός όμως είναι ελεήμων και έδειχνε το έλεός του εις τας αμαρτίας αυτών. Δεν ηθέλησε να τους καταστρέψη. Εις πολυαρίθμους περιστάσεις ανέστειλε και απεμάκρυνε τον θυμόν του· δεν αφήκε να ανάψη και να εκσπάση όλη η οργή του εναντίον των. | 38 Αὐτὸς ὅμως εἶναι οἰκτίρμων καὶ δεικνύεται ἵλεως καὶ ἐλεήμων εἰς τὰς ἁμαρτίας των καὶ εἰς πλῆθος πολὺ περιπτώσεων ἀπέστρεψε καὶ ἀπεμάκρυνε τὸν θυμόν του καὶ δὲν ἀφῆκε νὰ ἀνάψῃ κατ’ αὐτῶν ὅλη ἡ ὀργή του. (Ἐνταύθα ὡς καὶ ἀλλαχοῦ <ἐνήλλακται διόλου ὁ χρόνος ἀντὶ τοῦ ἰλάσατο καὶ οὐ διέφθειρε καὶ ἀπέστρεψε> (Θεόδωρος Μοψουεστίας). |
39 καὶ ἐμνήσθη ὅτι σάρξ εἰσι, πνεῦμα πορευόμενον καὶ οὐκ ἐπιστρέφον. | 39 Είχεν υπ' όψιν του ο Κυριος, ότι αυτοί οι αμαρτάνοντες ήσαν αδύνατες σάρκες, πνοή ανέμου περαστική, η οποία δεν επιστρέφει πάλιν. | 39 Καὶ ἐνεθυμήθη, ὅτι οἱ πταῖσται εἶναι ἀδύνατοι καὶ φθαρταὶ σάρκες, φύσημα περαστικὸν ἀνέμου, τὸ ὁποῖον ἅπαξ διαβῇ, δὲν ἐπιστρέφει πλέον. |
40 ποσάκις παρεπίκραναν αὐτὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ, παρώργισαν αὐτὸν ἐν γῇ ἀνύδρῳ; | 40 Ποσες και πόσες φορές τον επίκραναν πολύ εις την έρημον, τον εξώργισαν εις τόπον άνυδρον! | 40 Πόσας φορὰς τὸν ἐπίκραναν εἰς τὴν ἔρημον; Πόσας φορὰς τὸν παρώργισαν εἰς χώραν ποὺ δὲν ὑπῆρχεν οὔτε μία σταγὼν νεροῦ; |
41 καὶ ἐπέστρεψαν καὶ ἐπείρασαν τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἅγιον τοῦ ᾿Ισραὴλ παρώξυναν. | 41 Και εις άλλας περιπτώσεις εστράφησαν, δια να απομακρυνθούν από αυτόν. Εθεσαν υπό δοκιμασίαν και πειρασμόν τυν Θεόν των· εξώργισαν τον άγιον αυτόν Κυριον του ισραηλιτικού λαού. | 41 Καὶ ἐπέστρεψαν πάλιν εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἀποστασίας καὶ ἀπιστίας των καὶ ὑπέβαλαν εἰς δοκιμασίαν καὶ πειρασμὸν τὸν Θεὸν καὶ Ἅγιον, ὁ ὁποῖος ἀπεχθάνεται τὸ κακὸν καὶ τιμωρεῖ αὐτό, τὸν Ἅγιον, ποὺ λατρεύεται ἀπὸ τοὺς γνησίους Ἰσραηλίτας, ἐκίνησαν εἰς ὀργὴν καὶ ἀγανάκτησιν. |
42 καὶ οὐκ ἐμνήσθησαν τῆς χειρὸς αὐτοῦ, ἡμέρας, ἧς ἐλυτρώσατο αὐτοὺς ἐκ χειρὸς θλίβοντος, | 42 Δεν ενεθυμήθησαν την παντοδύναμον και στοργικήν δι' αυτούς δεξιάν του, με την οποίαν κατά την ιστορικήν εκείνην ημέραν τους εγλύτωσεν από τα χέρια του καταθλίβοντος αυτούς Φαραώ. | 42 Καὶ δὲν ἐνεθυμήθησαν τὴν παντοδύναμον χεῖρα του· ἐλησμόνησαν καὶ δὲν ἐνεθυμήθησαν τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἠλευθέρωσεν αὐτοὺς ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ ἐχθροῦ ποὺ τοὺς κατεπίεζε. |
43 ὡς ἔθετο ἐν Αἰγύπτῳ τὰ σημεῖα αὐτοῦ καὶ τὰ τέρατα αὐτοῦ ἐν πεδίῳ Τάνεως. | 43 Ελησμόνησαν, πως ο Θεός εις την Αίγυπτον έδειξε τα καταπληκτικά σημεία, που εμαρτυρούσαν την παντοδυναμίαν του, τα τεράστια πρωτοφανή έργα που είχε κάμει εις την πεδιάδα Τανεως και τα οποία εγέμισαν φόβον και τρόμον τους Αιγυπτίους. | 43 Δὲν ἐνεθυμήθησαν πῶς καὶ μὲ ποῖον τρόπον συνετέλεσεν εἰς τὴν Αἴγυπτον τὰ ἀποδεικτικὰ καὶ τὴν δύναμιν αὐτοῦ καταδεικνύοντα σημεῖα του καὶ τὰ κατάπληξιν καὶ τρόμον ἐμποιήσαντα θαύματά του, ὅσα ἐποίησεν εἰς τὴν πεδιάδα τῆς πόλεως Τάνεως. |
44 καὶ μετέστρεψεν εἰς αἷμα τοὺς ποταμοὺς αὐτῶν καὶ τὰ ὀμβρήματα αὐτῶν, ὅπως μὴ πίωσιν· | 44 Ελησμόνησαν, ότι ο Κυριος μετέβαλε το ύδωρ των ποταμών εις αίμα, όπως επίσης και τα βρόχινα νερά των δεξαμενών των δια να μη ημπορούν να πίουν οι Αιγύπτιοι. | 44 Καὶ μετέβαλεν εἰς αἷμα τοὺς ποταμούς των καὶ τὰ εἰς δεξαμενὰς βρόχινα ὕδατά των, διὰ νὰ μὴ ἔχουν νὰ πιοῦν. |
45 ἐξαπέστειλεν εἰς αὐτοὺς κυνόμυιαν, καὶ κατέφαγεν αὐτούς, καὶ βάτραχον, καὶ διέφθειρεν αὐτούς· | 45 Ο Κυριος εξαπέστειλεν επίσης εναντίον των Αιγυπτίων κυνόμυιαν, η οποία τους κατέφαγε, και βατράχους οι οποίοι μετέδωσαν εις αυτούς φθοροποιούς και μολυσματικάς ασθενείας. | 45 Ἐξαπέστειλεν εἰς αὐτοὺς ἐπιθετικὴν καὶ ἀγρίαν μυῖαν καὶ τοὺς κατέφαγε, καὶ πλῆθος βατράχων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τοὺς μετεδόθησαν φθοροποιοὶ καὶ θανατηφόροι μολύνσεις. |
46 καὶ ἔδωκε τῇ ἐρυσίβῃ τοὺς καρποὺς αὐτῶν καὶ τοὺς πόνους αὐτῶν τῇ ἀκρίδι· | 46 Παρέδωκεν εις την σκωρίασιν τους καρπούς των αγρών των, και τους κόπους των καλλιεργημένων αγρών των εις τας ακρίδας. | 46 Καὶ ἔδωκε τοὺς καρποὺς τῶν ἀγρῶν των εἰς τὴν καταστρέφουσαν τὸν σῖτον νόσον τῆς ἐρυσίβης, καὶ τοὺς κόπους καὶ τὴν καλλιέργειάν των παρέδωκεν εἰς τὰ σύννεφα τῶν ἀκρίδων. |
47 ἀπέκτεινεν ἐν χαλάζῃ τὴν ἄμπελον αὐτῶν καὶ τὰς συκαμίνους αὐτῶν ἐν τῇ πάχνῃ· | 47 Κατέστρεψε τα αμπέλια των με χάλαζαν και τας συκομορέας των με παγωνιά. | 47 Κατεξήρανε τὰς ἀμπέλους των μὲ χάλαζαν, καὶ τὰς συκαμινέας των μὲ πάχνην. |
48 καὶ παρέδωκεν εἰς χάλαζαν τὰ κτήνη αὐτῶν καὶ τὴν ὕπαρξιν αὐτῶν τῷ πυρί· | 48 Παρέδωκεν εις καταστρεπτικήν θανατηφόρον χάλαζαν τα ζώα των και την υπόλοιπον περιουσίαν των παρέδωσεν στο πυρ των κεραυνών του. | 48 Καὶ παρέδωκεν εἰς καταστρεπτικὴν χάλαζαν τὰ ζῶα των καὶ κάθε τι ποὺ κατεῖχον, ὁλόκληρον τὴν ἰδιοκτησίαν των, εἰς τὸ πῦρ τῶν κεραυνῶν. |
49 ἐξαπέστειλεν εἰς αὐτοὺς ὀργὴν θυμοῦ αὐτοῦ, θυμὸν καὶ ὀργὴν καὶ θλῖψιν, ἀποστολὴν δι᾿ ἀγγέλων πονηρῶν. | 49 Εξαπέλυσεν εναντίον των την τιμωρόν οργήν της αγανακτήσεώς του, θυμόν και οργήν και θλίψιν, δεινά φοβερά, τα οποία έστειλε με εξολοθρευτάς αγγέλους. | 49 Ἐξαπέλυσε κατ’ αὐτῶν ἀσυγκράτητον τὴν ὀργὴν τῆς ἀγανακτήσεώς του, θυμὸν καὶ ὀργὴν καὶ τὰ ἐξ αὐτῶν κακὰ καὶ δεινά, τὰ ὁποῖα τοὺς ἀπέστειλε δι’ ἀγγέλων ὀλοθρευτῶν καὶ τιμωρῶν. |
50 ὡδοποίησε τρίβον τῇ ὀργῇ αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐφείσατο ἀπὸ θανάτου τῶν ψυχῶν αὐτῶν καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν εἰς θάνατον συνέκλεισε | 50 Αφήκε να εκδηλωθή ασυγκράτητος η οργή του, δεν ελυπήθη την ζωήν των και δεν επροφύλαξεν αυτούς από τον θάνατον και αυτά ακόμη τα κατοικίδια ζώα των τα συνέκλεισεν μέσα εις τας παγίδας του θανάτου και της καταστροφής. | 50 Ἤνοιξε δρόμον καὶ ἐλευθέραν διέξοδον εἰς τὴν ὀργήν του καὶ δὲν ἐφείσθη ἀπὸ τοῦ νὰ παραδώσῃ εἰς τὸν θάνατον τὰς ζωάς των καὶ τὰ κτήνη των τὰ ἔκλεισεν ὅλα μαζὶ εἰς τὸν θάνατον. |
51 καὶ ἐπάταξε πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἀπαρχὴν παντὸς πόνου αὐτῶν ἐν τοῖς σκηνώμασι Χάμ, | 51 Εκτύπησε με θάνατον όλα τα πρωτότοκα της γης Αιγύπτου· αυτά που αποτελούν την απαρχήν των πόνων της τεκνοποιΐας στους οίκους των Αιγυπτίων, των απογόνων αυτών του Χαμ. | 51 Καὶ ἐπάταξε διὰ θανάτου πᾶν πρωτότοκον ἐν τῇ χώρᾳ τῆς Αἰγύπτου, ἀπαρχὴν τῶν ὠδίνων καὶ τῶν πόνων τῆς τεκνοποιΐας των εἰς τὰς κατοικίας καὶ τὰς κατασκηνώσεις τῆς Αἰγύπτου, ποὺ κατῳκήθη ὑπὸ τῶν ἀπογόνων τοῦ Χάμ. |
52 καὶ ἀπῇρεν ὡς πρόβατα τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ ἀνήγαγεν αὐτοὺς ὡσεὶ ποίμνιον ἐν ἐρήμῳ | 52 Ανέλαβε δε ο Κυριος ως στοργικός ποιμήν τον ισραηλιτικόν λαόν, ωσάν πρόβατά του, και τα ωδήγησεν ως ιδικόν του ποίμνιον δια μέσου της ερήμου. | 52 Καὶ ἐσήκωσεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον τὸν λαόν του, ὅπως ὁ ποιμὴν τὰ πρόβατα, καὶ ἀνέβασεν αὐτοὺς ὡς ποιμὴν εἰς τὴν ἔρημον. |
53 καὶ ὡδήγησεν αὐτοὺς ἐπ᾿ ἐλπίδι, καὶ οὐκ ἐδειλίασαν, καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν ἐκάλυψε θάλασσα. | 53 Αυτός τους ωδήγησε, τους ενέπνευσεν ελπίδα και θάρρος, ώστε εκείνοι δεν εδειλίασαν κατά την διάβασιν της Ερυθράς Θαλάσσης. Τους δε εχθρούς των τους εσκέπασε και τους έπνιζεν η θάλασσα. | 53 Καὶ τοὺς ὠδήγησε γεμάτους θάρρος καὶ ἐλπίδα, καὶ δὲν ἐδειλίασαν, καὶ τοὺς ἐχθρούς των τοὺς ἐσκέπασεν ἡ Ἐρυθρὰ θάλασσα. |
54 καὶ εἰσήγαγεν αὐτοὺς εἰς ὄρος ἁγιάσματος αὐτοῦ, ὄρος τοῦτο, ὃ ἐκτήσατο ἡ δεξιὰ αὐτοῦ, | 54 Τους εισήγαγε κατόπιν εις την γην της Επαγγελίας, εις την οποίαν υψώνεται το όρος Σιών το άγιον, προς λατρείαν αυτού, το όρος αυτό το οποίον κατέκτησεν η παντοδύναμος δεξιά του. | 54 Καὶ τοὺς εἰσήγαγεν εἰς τὴν χώραν, ἐν τῇ ὁποίᾳ ὑψοῦται τὸ ὄρος Σιὼν τὸ ἁγιασθὲν πρὸς λατρείαν αὐτοῦ, τὸ ὄρος αὐτό, τὸ ὁποῖον κατέκτησεν ἡ δεξιά του. |
55 καὶ ἐξέβαλεν ἀπὸ προσώπου αὐτῶν ἔθνη καὶ ἐκληροδότησεν αὐτοὺς ἐν σχοινίῳ κληροδοσίας καὶ κατεσκήνωσεν ἐν τοῖς σκηνώμασιν αὐτῶν τὰς φυλὰς τοῦ ᾿Ισραήλ. | 55 Εδιωξε εμπρός από αυτούς τα ειδωλολατρικά έθνη και εμοίρασε την χώραν εκείνων εις αυτούς με σχοινί καταμετρήσεως· και εκεί όπου προηγουμένως κατοικούσαν οι λαοί εκείνοι, εγκατέστησε τας φυλάς του Ισραήλ. | 55 Καὶ ἐξεδίωξεν ἀπ’ ἐμπρός των ἐκ τῆς χώρας αὐτῆς τοὺς ἐκεῖ κατοικοῦντας εἰδωλολατρικοὺς λαοὺς καὶ τοὺς τὴν ἐχάρισεν ὡς κλῆρον, διὰ σχοινίου καταμετρήσεως διαμοιράσας αὐτὴν εἰς μερίδια, καὶ ἐγκατέστησεν εἰς τὰς σκηνὰς καὶ τὰς κατοικίας τῶν λαῶν αὐτῶν τὰς φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. |
56 καὶ ἐπείρασαν καὶ παρεπίκραναν τὸν Θεὸν τὸν ῞Υψιστον καὶ τὰ μαρτύρια αὐτοῦ οὐκ ἐφυλάξαντο | 56 Αυτοί όμως έθεσαν υπό δοκιμασίαν τον Θεόν, παρεπίκραναν και εξώργισαν τον Υψιστον, και τας εντολάς αυτού δεν ετήρησαν. | 56 Καὶ ἐπείραξαν μὲ τὰς ἀσεβεῖς των προκλήσεις τὸν Θεὸν καὶ ἐπίκραναν αὐτὸν καὶ τὰς ρητὰς καὶ μεμαρτυρημένας ἐντολάς του δὲν ἐφύλαξαν. |
57 καὶ ἀπέστρεψαν καὶ ἠθέτησαν, καθὼς καὶ οἱ πατέρες αὐτῶν, μετεστράφησαν εἰς τόξον στρεβλὸν | 57 Απεμακρύνθησαν από αυτόν, ηρνήθησαν και παρέβησαν τας εντολάς του, όπως και οι πρόγονοί των, και έγιναν ωσάν το στρεβλόν τόξον, που δεν ρίπτει με ευθυβολίαν. | 57 Καὶ ὠπισθοδρόμησαν πρὸς τὸ κακὸν καὶ παρέβησαν τὰς ἐντολάς του, ὅπως καὶ οἱ πρόγονοί των, μετεβλήθησαν εἰς τόξον στρεβλὸν ποὺ δὲν εὐθυβολεῖ. Οὕτω καὶ ἡ διάνοιά των ἀστοχοῦσα μακρὰν τοῦ Κυρίου, οὔτε τὰς θείας εὐεργεσίας ἐχρησιμοποίει εἰς καλόν, οὔτε σκέψεις εὐθείας καὶ ἀγαθὰς διελογίζετο. |
58 καὶ παρώργισαν αὐτὸν ἐν τοῖς βουνοῖς αὐτῶν, καὶ ἐν τοῖς γλυπτοῖς αὐτῶν παρεζήλωσαν αὐτόν. | 58 Τον εξώργισαν με την ειδωλολατρείαν των επάνω εις τα όρη. Προεκάλεσαν την ζηλοτυπίαν του με τα γλυπτά είδωλα, που ελάτρευαν εκεί. | 58 Καὶ προεκάλεσαν τὴν ὀργήν του μὲ τοὺς εἰδωλολατρικοὺς βωμούς των, ποὺ ἔστησαν ἐπὶ τῶν κορυφῶν τῶν βουνῶν, καὶ ἐξήγειραν τὴν ζήλειαν του μὲ τὴν λατρείαν, ποὺ προσέφερον εἰς τὰ γλυπτὰ εἴδωλά των. |
59 ἤκουσεν ὁ Θεὸς καὶ ὑπερεῖδε καὶ ἐξουδένωσε σφόδρα τὸν ᾿Ισραήλ. | 59 Ο Κυριος ήκουσε τας ειδωλολατρικάς αυτών προαευχάς, απέστρεψεν από αυτούς το βλέμμα του, δια να μη τους βλέπη, και παρέδωσεν εις εξουθένωσαν και καταφρόνησιν μεγάλην τον ισραηλιτικόν λαόν. | 59 Ἤκουσεν ὁ Θεὸς τὰς ὀργιαστικὰς λατρείας των, τὰς ὁποίας ἐτέλουν εἰς τὰ βουνά των, καὶ ἀπέστρεψε τὰ βλέμματά του διὰ νὰ μὴ τοὺς βλέπῃ καὶ παρέδωκεν εἰς μεγάλην καταφρόνησιν καὶ εἰς ἐσχάτην ταπείνωσιν τὸν Ἰσραήλ. |
60 καὶ ἀπώσατο τὴν σκηνὴν Σιλώμ, σκήνωμα, ὃ κατεσκήνωσεν ἐν ἀνθρώποις. | 60 Απώθησε και εστέρησε την πόλιν Σηλώμ από την προστασίαν του, την οποίαν πόλιν ο ίδιος είχεν εκλέξει, δια να εγκατασταθή μεταξύ των ανθρώπων η Σκηνή του Μαρτυρίου του. | 60 Καὶ ἀπώθησε τὴν σκηνήν, ποὺ εἶχε στήθη εἰς Σηλώμ, παραχωρήσας νὰ ἁρπαγῇ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρας ἡ ἱερὰ κιβωτὸς καὶ ἐγκατέλιπε τὸ ἱερὸν ἐκεῖνο σκήνωμα, ὅπου ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῶν Κριτῶν κατῴκησεν ὁ Θεὸς ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρώπων. |
61 καὶ παρέδωκεν εἰς αἰχμαλωσίαν τὴν ἰσχὺν αὐτῶν καὶ τὴν καλλονὴν αὐτῶν εἰς χεῖρα ἐχθρῶν | 61 Παρέδωσεν εις τα χέρια των εχθρών των, στους Φιλισταίους, την δύναμίν των, όπως επίσης και το λαμπρόν των στόλισμα, δηλαδή την Κιβωτόν του Μαρτυρίου. | 61 Καὶ παρέδωκε λάφυρον αἰχμαλωσίας εἰἲς τοὺς Φιλισταίους τὴν κιβωτόν, ποὺ ἀπετέλει τὴν προστατευτικὴν δύναμίν των, καὶ τὸ λαμπρὸν τοῦτο ἐγκαλλώπισμά των ἀφῆκε νὰ πέσῃ εἰς τὰς ἐχθρικὰς χεῖρας. |
62 καὶ συνέκλεισεν ἐν ρομφαίᾳ τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ ὑπερεῖδε. | 62 Αφήκε να περικυκλωθή ο λαός του από εχθρούς, οι οποίοι εκρατούσαν γυμνήν την ρομφαίαν, και εγύρισεν αλλού το βλέμμα του, όταν αυτοί, η περίφημος κληρονομία του, εσφάζοντο. | 62 Καὶ ἐπέτρεψε να περικυκλωθῇ ὅλος μαζὶ καὶ να κατασφαγῇ ὁ λαός του καὶ δὲν ἔρριψεν οὔτε ἓν βλέμμα εἰς τὴν κληρονομίαν του διὰ νὰ προστατεύσῃ αὐτήν. |
63 τοὺς νεανίσκους αὐτῶν κατέφαγε πῦρ, καὶ αἱ παρθένοι αὐτῶν οὐκ ἐπενθήθησαν· | 63 Τους νεαρούς υιούς των κατέφαγε το πυρ του πολέμου, τας θυγατέρας δε παρθένους των, όταν ωδηγούντο εις αιχμαλωσίαν και εξευτελισμόν, δεν ευρέθη κανείς να τας πενθήση. | 63 Τὰ νεαρὰ παιδιά των κατέφαγε τὸ πῦρ τοῦ πολέμου, καὶ τὰς κόρας των, ὅταν τὰς ἔσυρον αἰχμαλώτους, δὲν εὑρέθη κανεὶς νὰ τὰς πενθήσῃ κλαίων τὴν δυστυχίαν των, διότι καὶ ἀδελφοὶ καὶ πατέρες εἶχον θανατωθῆ καὶ ἑξανδραποδισθῆ. |
64 οἱ ἱερεῖς αὐτῶν ἐν ρομφαίᾳ ἔπεσον, καὶ αἱ χῆραι αὐτῶν οὐ κλαυθήσονται. | 64 Οι ιερείς των έπεσαν εν στόματι ρομφαίας, και τας χήρας των σφαγιασθέντων ανδρών δεν ευρέθη κανείς να τας παρηγορήση και να κλαύση μαζή των. | 64 Οἱ ἱερεῖς των ἔπεσαν νεκροὶ ὑπὸ τὰ πλήγματα τῆς σπάθης, καὶ τὰς ἐκ τῆς σφαγῆς καὶ τοῦ θανάτου τῶν ἀνδρῶν των χήρας δὲν εὑρέθη κανεὶς νὰ τὰς κλαύσῃ. |
65 καὶ ἐξηγέρθη ὡς ὁ ὑπνῶν Κύριος, ὡς δυνατὸς κεκραιπαληκὼς ἐξ οἴνου, | 65 Αλλά ο μακρόθυμος Κυριος ηγέρθη από την φαινομενικήν απραξίαν του, όπως εγείρεται ο εξυπνών από τον ύπνον του, όπως ο γίγας που συνέρχεται από την μέθην του. | 65 Ἀλλ’ ὁ Θεὸς καὶ πάλιν οἰκτειρεῖ τὸν λαόν του. Καὶ μετὰ μακρὰν σιγὴν ἐξηγέρθη ὁ Κύριος, ὅπως σηκώνεταί τις ἀπὸ ὕπνον, ὡς γίγας τις ἰσχυρός, ὁ ὁποῖος εἶχε μεθύσει ἀπὸ πολὺν οἶνον καὶ μετὰ τὸν ὕπνον παρῆλθεν ἡ ζάλη αὐτοῦ. |
66 καὶ ἐπάταξε τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω, ὄνειδος αἰώνιον ἔδωκεν αὐτοῖς. | 66 Και εκτύπησε τους εχθρούς του, τους έτρεψε πανικόβλητους εις φυγήν και έδωκεν εις αυτούς αιωνίαν καταισχύνην με την ταπεινωτικήν ήτταν των. | 66 Καὶ ἐπάταξε τοὺς ἐχθρούς του ἀναγκάσας τούτους εἰς ὀπισθοχώρησιν καὶ φυγήν, καταισχύνην καὶ ἀτιμωτικὴν ἧτταν παντοτεινὴν ἐπέφερεν εἰς αὐτούς. |
67 καὶ ἀπώσατο τὸ σκήνωμα ᾿Ιωσὴφ καὶ τὴν φυλὴν ᾿Εφραὶμ οὐκ ἐξελέξατο· | 67 Αλλά και απεμάκρυνεν από την προστασίαν του τους απογόνους του Ιωσήφ, έπαυσε να έχη ως εκλεκτήν ηγεμονεύουσαν φυλήν τους Εφραιμίτας. | 67 Συγχρόνως ὅμως ἐκ τῶν δώδεκα φυλῶν ἀπέρριψε καὶ ἀπεδοκίμασε τὰς κατασκηνώσεις τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τὴν φυλὴν τοῦ Ἐφραὶμ δὲν ἐξέλεξε. |
68 καὶ ἐξελέξατο τὴν φυλὴν ᾿Ιούδα, τὸ ὄρος τὸ Σιών, ὃ ἠγάπησε, | 68 Αλλά εξέλεξεν ως άρχουσαν φυλήν την φυλήν του Ιούδα και ως τόπον ιερόν του το όρος Σιών, το οποίον ιδιαιτέρως ηγάπησεν. | 68 Καὶ ἐξέλεξε τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα, τὸ ὄρος τὸ Σιών, τὸ ὁποῖον ἠγάπησε. |
69 καὶ ᾠκοδόμησεν ὡς μονοκέρωτος τὸ ἁγίασμα αὐτοῦ, ἐν τῇ γῇ ἐθεμελίωσεν αὐτὴν εἰς τὸν αἰῶνα. | 69 Εκεί ηυδόκησεν ο Κυριος και οικοδομήθη το θυσιαστήριόν του, ισχυρότατον όπως ο μονόκερως. Εις την γην της Παλαιστίνης εστερέωσεν αιωνίαν την φυλήν του Ιούδα. | 69 Καὶ ᾠκοδόμησε ἐπ τοῦ ὄρους τούτου τὸ μοναδικὸν ἅγιον θυσιαστήριόν του, περίβλεπτον καὶ ἀδιάσειστον ὡς ἰσχυρότατον κέρας ζώου τρομεροῦ ποὺ ἔχει ἓν μόνον κέρατον, εἰς τὸ ὁποῖον συγκεντρώνεται ἡ ὅλη δύναμίς του, καὶ τὸ ἐθεμελίωσεν ἐν τῇ γῇ τῆς ἐπαγγελίας, ὅπως ἐθεμελίωσε καὶ ταύτην εἰς τὸν αἰῶνα ἀδιάσειστον. |
70 καὶ ἐξελέξατο Δαυΐδ τὸν δοῦλον αὐτοῦ καὶ ἀνέλαβεν αὐτὸν ἐκ τῶν ποιμνίων τῶν προβάτων, | 70 Ο Κυριος εξέλεξεν ως βασιλέα τον δούλον του Δαυίδ και τον επήρεν από τα κοπάδια των προβάτων. | 70 Καὶ ἐξέλεξε τὸν Δαβίδ, τὸν ταπεινὸν δοῦλον του καὶ τὸν ἐπῆρεν ἀπὸ τὰ ποίμνια τῶν προβάτων· |
71 ἐξόπισθεν τῶν λοχευομένων ἔλαβεν αὐτόν ποιμαίνειν ᾿Ιακὼβ τὸν δοῦλον αὐτοῦ καὶ ᾿Ισραὴλ τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ | 71 Τον επήρεν από εκεί, που ακολουθούσε τα ετοιμόγεννα πρόβατα, και τον έβαλε να κυβερνά και να καθοδηγή τους δούλους του, τους απογόνους του Ιακώβ, τους Ισραηλίτας, οι οποίοι είναι ιδική του κληρονομία. | 71 τὸν ἐπῆρεν, ἐνῷ ἠκολούθει ὀπίσω ἀπὸ τὰ ἐτοιμόγεννα πρόβατα, διὰ νὰ ποιμαίνῃ καὶ κυβερνᾷ τὸν λαὸν Ἰακὼβ τοὺς δούλους του, καὶ τὸν Ἰσραήλ, ὅστις ἦτο ἡ κληρονομία του. |
72 καὶ ἐποίμανεν αὐτοὺς ἐν τῇ ἀκακίᾳ τῆς καρδίας αὐτοῦ, καὶ ἐν τῇ συνέσει τῶν χειρῶν αὐτοῦ ὡδήγησεν αὐτούς. | 72 Ο Δαυίδ εκυβέρνησε πράγματι αυτούς με άδολον καρδίαν και τους καθωδήγησεν στον δρόμον του Θεού και της ασφαλείας με τα πλήρη συνέσεως έργα του. | 72 Καὶ ἐποίμανεν αὐτοὺς μὲ ἄκακον καὶ ἄδολον καρδίαν καὶ μὲ τὰ πλήρη συνέσεως ἔργα τῶν χειρῶν του ἀνεδείχθη καθοδηγὸς αὐτῶν. |