Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ, ᾠδή· ῾Ιερεμίου καὶ ᾿Ιεζεκιήλ ἐκ τοῦ λαοῦ τῆς παροικίας, ὅτε ἔμελλον ἐκπορεύεσθαι. | 1 | 1 |
2 (Μασ. 65) ΣΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ὕμνος, ὁ Θεός, ἐν Σιών, καὶ σοὶ ἀποδοθήσεται εὐχὴ ἐν ῾Ιερουσαλήμ. | 2 (Μασ. 65) Εις σέ, Κυριε, είναι πρέπον να αναπέμπεται κάθε δοξολογία εις την Σιών. Εις την Ιερουσαλήμ πρέπει να εκπληρώνεται το τάξιμον του λαού σου προς σέ. | 2 Εἰς σὲ καὶ ὄχι εἰς τὰ νεκρὰ εἴδωλα, ὦ Θεέ, ἁρμόζει νὰ ἀναπέμπεται ἐν τῇ Σιὼν ὕμνος, καὶ εἰς σὲ ὡς ὀφειλόμενον χρέος θὰ ἀποδοθῇ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἡ εὐχὴ καὶ τὸ τάξιμον, τὸ ὁποῖον ὁ λαός σου ὑπεσχέθη κατὰ τὴν θεομηνίαν τῆς ἐλλείψεως βροχῆς. |
3 εἰσάκουσον προσευχῆς μου· πρὸς σὲ πᾶσα σὰρξ ἥξει. | 3 Ακουσε, Κυριε, και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου, διότι κάθε ανθρωπίνη σαρξ, ασθενής καθώς είναι, προς σε θα έλθη να ζητήση βοήθειαν. | 3 Εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου. Πρὸς σὲ θὰ ἔλθῃ πᾶσα σὰρξ καὶ ἀπὸ σὲ πᾶς περικείμενος τὴν ἀσθενῆ ἀνθρωπίνην φύσιν θὰ ζητήσῃ βοήθειαν. |
4 λόγοι ἀνόμων ὑπερεδυνάμωσαν ἡμᾶς, καὶ ταῖς ἀσεβείαις ἡμῶν σὺ ἱλάσῃ. | 4 Πολλαί και διάφοροι ανομίαι με λόγια και με έργα υπερίσχυσαν, υπεδούλωσαν την θέλησίν μας, ημαρτήσαμεν ενώπιόν σου. Συ όμως, Κυριε, θα φανής ελεήμων εις τας αμαρτίας μας και θα μας συγχωρήσης. | 4 Ἀνομίαι ποικίλαι μᾶς κατεκυρίευσαν ὑπερισχύσασαι τῆς θελήσεώς μας. Ἀλλ’ εἰς τὰς ἀσεβείας μας σὺ ὁ εὔσπλαγχνος καὶ φιλάνθρωπος θὰ φανῇς ἵλεως καὶ θὰ μᾶς τὰς συγχωρήσῃς. |
5 μακάριος ὃν ἐξελέξω καὶ προσελάβου· κατασκηνώσει ἐν ταῖς αὐλαῖς σου. πλησθησόμεθα ἐν τοῖς ἀγαθοῖς τοῦ οἴκου σου· ἅγιος ὁ ναός σου, | 5 Τρισευτυχισμένος εκείνος, τον οποίον συ εξέλεξες και με στοργήν επήρες κοντά σου. Αυτός θα μένη διαρκώς εις τας ιεράς αυλάς του ναού σου. Εάν αξιώσης και ημάς αυτής της δωρεάς, θα χορτάσωμεν από τα πλούσια αγαθά του οίκου σου. Αγιος είναι και ιερός ο ναός σου. Αξιοθαύμαστος ο ναός σου δια τα πλούσια έργα της δικαιοσύνης σου. | 5 Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἐξέλεξας καὶ προσέλαβες ἵνα ὡς λάτρης σου καὶ οἰκεῖος σου ἐπικοινωνῇ πρὸς σέ, ἔχων παρρησίαν πλησίον σου. Θὰ κατασκηνώσῃ ὁ τοιοῦτος ἐν ταῖς αὐλαῖς σου. Ἐὰν ἀξιώσῃς καὶ ἠμᾶς τῆς αὐτῆς κοινωνίας καὶ παρρησίας, θὰ ἐμπλησθῶμεν ψυχικῶς ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰς εὐλογίας τοῦ οἴκου σου· εἶναι ἅγιος ὁ οἶκος καὶ ναός σου, θαυμαστὸς διὰ τὰ φυλαττόμενα ἐν αὐτῷ σημεῖα τῶν ἐπιφανειῶν σου, διὰ τὰς πλάκας, διὰ τὴν ράβδον τοῦ Ἀαρών, διὰ τὸ μάννα καὶ πρὸ παντὸς διὰ τὸν διδάσκοντα τὴν δικαιοσύνην νόμον σου. |
6 θαυμαστὸς ἐν δικαιοσύνῃ. ἐπάκουσον ἡμῶν, ὁ Θεός, ὁ σωτὴρ ἡμῶν, ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς καὶ τῶν ἐν θαλάσσῃ μακράν, | 6 Καμε δεκτήν την προσευχήν μας συ, ο Θεός και ο σωτήρ μας· η ελπίς όλων των ανθρώπων μέχρι και των περάτων της γης και αυτών που διαπλέουν θαλάσσας και κατοικούν εις νήσους μακράν. | 6 Εἰσάκουσόν μας, ὦ Θεέ, σὺ ποὺ εἶσαι ὁ Σωτήρ μας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐλπὶς ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν λαῶν τῆς γῆς ὁλοκλήρου μέχρι πασῶν τῶν ἐσχατιῶν της, καθὼς καὶ πάντων, ὅσοι κατοικοῦν ἢ πλέουν εἰς μακρυνὰς θαλάσσας καὶ νήσους. |
7 ἑτοιμάζων ὄρη ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ, περιεζωσμένος ἐν δυναστείᾳ, | 7 Συ, ο οποίος στερεώνεις με την τεραστίαν δύναμίν σου τα όρη, συ ο οποίος είσαι περιζωσμένος με άπειρον ισχύν. | 7 Σὺ εἶσαι ποὺ διὰ τῆς κραταιᾶς δυνάμεώς σου στερεώνεις καὶ ἐδραιώνεις τὰ ὅρη, ὥστε να παραμένουν ἀκίνητα, σὺ εἶσαι ζωσμένος τὴν ἰσχὺν καὶ δύναμιν, ὥστε μετὰ πολλῆς εὐκολίας νὰ δύνασαι τὰ πάντα. |
8 ὁ συνταράσσων τὸ κῦτος τῆς θαλάσσης, ἤχους κυμάτων αὐτῆς. ταραχθήσονται τὰ ἔθνη, | 8 Συ, ο οποίος αναταράσσεις την θάλασσαν καθ' όλον το πλάτος και βάθος αυτής, και προκαλείς την βοήν των κυμάτων της. Από όλας αυτάς τας μεγαλειώδεις εκδηλώσεις της δυνάμεώς σου θα καταπλαγούν και θα ταραχθούν τα έθνη. | 8 Ὁ ὁποῖος συνταράσσει τὸ βάθος τῆς θαλάσσης, καὶ ὅταν αὕτη ταραχθῇ, ποῖος θὰ ὑποφέρῃ τὴν βοὴν τῶν κυμάτων της; Οὕτω θὰ ταραχθοῦν καὶ τὰ ἔθνη, |
9 καὶ φοβηθήσονται οἱ κατοικοῦντες τὰ πέρατα ἀπὸ τῶν σημείων σου· ἐξόδους πρωΐας καὶ ἑσπέρας τέρψεις. | 9 Από τα αξιοθαύμαστα έργα σου θα τρομάξουν οι κατοικούντες μέχρι και εις τα πέρατα του κόσμου. Θα τέρψης όμως και θα γοητεύσης τους ανθρώπους με το πρωϊνόν φως, τότε που αρχίζει η πρωΐα και με το ηλιοβασίλεμμα, τότε που αρχίζει η εσπέρα. | 9 καὶ θὰ φοβηθοῦν ὅλοι ὅσοι κατοικοῦν εἰς τὴν γῆν μέχρι τῶν ἐσχατιῶν της, ἀπὸ τὰ σημεῖα σου καὶ τὰ θαῦματά σου· ἀπὸ τῆς πλέον μακρυνῆς ἀνατολῆς, ὁπόθεν βγαίνει καὶ ἔχει τὰς ἐξόδους της ἡ πρωΐα, μέχρι τῆς πλέον μακρυνῆς δύσεως, ὅπου ὑπάρχουν αἱ ἔξοδοι τῆς ἑσπέρας, ὅλους ὅσοι κατοικοῦν εἰς τὴν γῆν θὰ τοὺς τέρψῃς καὶ θὰ τοὺς εὐφράνῃς μὲ τὰ σημεῖα τῆς δυνάμεώς σου, ἡ ὁποία κατακρημνίζει τοὺς ἀσεβεῖς καὶ σώζει τοὺς δικαίους. |
10 ἐπεσκέψω τὴν γῆν καὶ ἐμέθυσας αὐτήν, ἐπλήθυνας τοῦ πλουτίσαι αὐτήν· ὁ ποταμὸς τοῦ Θεοῦ ἐπληρώθη ὑδάτων· ἡτοίμασας τὴν τροφὴν αὐτῶν, ὅτι οὕτως ἡ ἑτοιμασία. | 10 Επεσκέφθης, Κυριε, με ευεργετικήν βροχήν την γην. Ερριψες άφθονο νερό και την εμέθυσες, έβρεξες πολύ, δια να πλουτίσης την χώραν μας με πλουσίαν καρποφορίαν. Ο Ιορδάνης, ο ποταμός του Θεού, εγέμισεν από ύδατα. Με τας βροχάς σου ητοίμασας πλουσίαν τροφήν στους κατοίκους της Παλαιστίνης. Διότι έτσι γίνεται η καλλιέργεια και η καρποφορία της γης. | 10 Ἐπεσκέφθης τὴν γῆν καὶ τὴν ἐπότισας δι' ἀφθόνου βροχῆς, μέχρι σημείου ποὺ νὰ γίνῃ αὕτη σὰν μεθυσμένη· ἔρριψας πλήθη βροχῶν, διὰ νὰ τὴν πλουτίσῃς μὲ τὴν ἀφθονίαν τῆς καρποφορίας καὶ τῆς συγκομιδῆς. Ὁ ποταμὸς Ἰορδάνης, ὁ διασχίζων τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ, ἐγέμισεν ἀπὸ ὕδατα. Ἡτοίμασας τὴν τροφὴν τῶν κατοίκων της, διότι οὕτω διὰ τῶν ἀφθόνων καὶ ἐγκαίρων βροχῶν συντελεῖται ἡ ἑτοιμασία τῆς τροφῆς των. |
11 τοὺς αὔλακας αὐτῆς μέθυσον, πλήθυνον τὰ γεννήματα αὐτῆς, ἐν ταῖς σταγόσιν αὐτῆς εὐφρανθήσεται ἀνατέλλουσα. | 11 Ποτισε, λοιπόν, τα αυλάκια της γης με τα πλούσια νερά της βροχής, πλήθυνε τα γεννήματα και τους καρπούς της. Με την σιγαλήν ποτιστικήν βροχήν θα ευφρανθή η χώρα μας, διότι θα πλημμυρίση από βλάστησιν. | 11 Πότισε μέχρι μέθης τὰ αὐλάκια τῆς γῆς δι’ ἀφθόνου βροχῆς, πλήθυνον τὰ γεννήματα καὶ τοὺς καρπούς της· διὰ τῶν σιγαλῶν σταγόνων τῆς βροχῆς θὰ εὐφρανθῇ ἡ γῆ ἐκφύουσα καὶ ἀναβλαστάνουσα. |
12 εὐλογήσεις τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου, καὶ τὰ πεδία σου πλησθήσονται πιότητος· | 12 Ολον τον κύκλον του ετησίου χρόνου θα πλουτίσης, Κυριε, με τα αγαθά σου και έτσι αι πεδιάδες της χώρας σου θα πλημμυρίσουν από μεγάλην ευφορίαν. | 12 Ὁλόκληρον τὸ ἔτος, ποὺ σὰν στέφανος κυκλοῦται καὶ ἐπιστρέφει κανονικῶς εἰς τὰς αὐτὰς πάντοτε ἐποχάς, θὰ τὸ εὐλογήσῃς μὲ τὰ ἀγαθὰ τῆς καλωσύνης καὶ εὐεργετικότητός σου, καὶ αἱ πεδιάδες θὰ γεμίσουν ἀπὸ πάχος εὐφορίας καὶ καρποφορίας. |
13 πιανθήσεται τὰ ὄρη τῆς ἐρήμου, καὶ ἀγαλλίασιν οἱ βουνοὶ περιζώσονται. | 13 Και αυτά τα όρη της έρημου και τα βουνά θα παρουσιάσουν πλουσίαν βλάστησιν. Θα περιβληθούν την αγαλλίασιν και την ωραιότητα του πρασίνου. | 13 Πλήρη βλαστήσεως θὰ ἐμφανισθοῦν τὰ ἀτείχιστα καὶ ἀκαλλιέργητα ὀροπέδια, ὅταν θὰ δεχθοῦν τὴν ἐπίδρασιν τῶν ὡρῶν τοῦ ἔτους, καὶ τὰ βουνὰ κατακαλυπτόμενα ἀπὸ χλόην θὰ περιζωσθοῦν ἀγαλλίασιν καὶ θὰ παρουσιάζωνται χαρούμενα. |
14 ἐνεδύσαντο οἱ κριοὶ τῶν προβάτων, καὶ αἱ κοιλάδες πληθυνοῦσι σῖτον· κεκράξονται, καὶ γὰρ ὑμνήσουσι. | 14 Οι κριοι των προβάτων, χορτασμένοι από την πλουσίαν βοσκήν πεδιάδων και βουνών, θα ενδυθούν το νέον μαλλί των. Αι πεδιάδες θα παράγουν άφθονον σίτον. Δι' όλα αυτά άνθρωποι και φύσις θα κραυγάσουν και θα υμνολογήσουν τον Κυριον. | 14 Καὶ ἐπὶ τῶν χλοερῶν λειμώνων τῶν βουνῶν, οἱ κριοὶ τῶν προβάτων, οἵτινες κατὰ τὸ θέρος ἐκουρεύθησαν, ἐνεδύθησαν τὸ νέον μαλλίον αὐτῶν. Καὶ αἱ κοιλάδες θὰ παραγάγωσι πλῆθος σίτου· καὶ διὰ τῆς καρποφορίας των θὰ κράζουν, διότι σιωπηλῶς, ἀλλὰ καὶ αἰσθητῶς εἰς τοὺς ἀποθαυμάζοντας τῶν ἀνθρώπων ὀφθαλμοὺς θὰ ὑμνήσουν τὸν Μέγαν τροφοδότην. |