Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Εἰς τὸ τέλος· τῷ δούλῳ Κυρίου τῷ Δαυΐδ. | 1 | 1 |
2 (Μασ. 36) ΦΗΣΙΝ ὁ παράνομος τοῦ ἁμαρτάνειν ἐν ἑαυτῷ, οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ· | 2 (Μασ. 36) Λέγει από μέσα του ο παράνομος, που έχει πάρει πλέον την απόφασιν να αμαρτάνη· Δεν υπάρχει φόβος Θεού ενώπιόν του. Δεν φοβείται την δικαίαν κρίσιν του Θεού. | 2 Λέγει καθ’ ἑαυτὸν καὶ μὲ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του ἔχει λάβει ἀπόφασιν ὁ παράνομος ὥστε νὰ ἁμαρτάνῃ· δὲν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ ἐμπρός του, καὶ δὲν ἔχει πρὸ ὀφθαλμῶν τὸ κριτήριον, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ κληθῇ νὰ δώσῃ λόγον διὰ τὰς πράξεις του. |
3 ὅτι ἐδόλωσεν ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ εὑρεῖν τὴν ἀνομίαν αὐτοῦ καὶ μισῆσαι. | 3 Διέστρεψε δολίως και εθόλωσε τα πάντα ενώπιόν του, ώστε δεν είναι δυνατόν πλέον να διακρίνη αυτός την αμαρτίαν και να την αποστραφή με αποτροπιασμόν. | 3 Διότι ἐνόθευσε καὶ διέστρεψε τὰ πάντα ἔμπροσθεν αὐτοῦ, ὥστε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διακρίνῃ καὶ νὰ εὕρῃ τὴν ἀνομίαν του καὶ νὰ μισήσῃ αὐτήν. |
4 τὰ ῥήματα τοῦ στόματος αὐτοῦ ἀνομία καὶ δόλος, οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι τοῦ ἀγαθῦναι· | 4 Οι λόγοι, οι οποίοι βγαίνουν από το στόμα του, είναι παρανομία και δολιότης. Δεν ηθέλησε να συνέλθη, να συνετισθή και να πράξη κάτι το αγαθόν. | 4 Οἱ λόγοι, οἱ ὁποῖοι ἐξέρχονται ἀπὸ τὸ στόμα του, εἶναι γεμᾶτοι ἀνομίαν καὶ δόλον, δὲν ἠθέλησεν οὔτε ἐσκέφθη νὰ συνέλθῃ εἰς ἑαυτὸν καὶ νὰ ἀποκτήσῃ σύνεσιν καὶ φρόνησιν, ὥστε νὰ ἐπιτελέσῃ τὸ ἀγαθόν. |
5 ἀνομίαν διελογίσατο ἐπὶ τῆς κοίτης αὐτοῦ, παρέστη πάσῃ ὁδῷ οὐκ ἀγαθῇ, κακίᾳ δὲ οὐ προσώχθισε. | 5 Και κατά την νύκτα ακόμη, που ευρίσκεται επάνω εις την κλίνην του, εσκέπτετο παρανομίας. Εις κάθε κακόν δρόμον ήτο παρών. Ουδέποτε απετροπιάσθη και εμίσησε το κακόν. | 5 Καὶ ὄχι μόνον κατὰ τὴν ἡμέραν ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν νύκτα, ὅταν εὑρίσκεται εἰς τὴν κοίτην του, ἀντὶ νὰ σκέπτεται τὸν Θεὸν καὶ νὰ ζητῇ τὸ ἔλεός του διὰ τὰς παραβάσεις τῆς ἡμέρας, διαλογίζεται καὶ σχεδιάζει ἀδικίαν καὶ ἀνομίαν κατὰ τοῦ πλησίον· εὑρέθη ἐμπρὸς παρὼν πάντοτε καὶ πρωτοστατῶν εἰς κάθε δρόμον πονηρόν· καὶ ἡ πώρωσίς του ἔφθασεν εἰς σημεῖον, ὥστε νὰ μὴ ἀποτροπιάζεται τὴν κακίαν καὶ νὰ μὴ τὴν χορταίνῃ ποτέ. |
6 Κύριε, ἐν τῷ οὐρανῷ τὸ ἔλεός σου, καὶ ἡ ἀλήθειά σου ἕως τῶν νεφελῶν· | 6 Κυριε, μέχρι του ουρανού απλώνεται το μέγα έλεός σου και η αλήθεια των λόγων σου και η αξιοπιστία των υποσχέσεών σου φθάνει έως τα νέφη του ουρανού. | 6 Κύριε, τὸ ἔλεός σου εἶναι ἀπεριόριστον, καὶ ἁπλοῦται εἰς τὸν οὐρανὸν ἀκαταμέτρητον καὶ μόνος ὁ οὐρανὸς δύναται νὰ τὸ περιλάβῃ· καὶ ἡ ἀλήθειά σου καὶ ἡ πιστὴ τήρησις τῶν ἐπαγγελιῶν σου, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀδιάψευστον τῶν κρίσεών σου καὶ τῶν λόγων σου φθάνουν μέχρι τῶν νεφελῶν. |
7 ἡ δικαιοσύνη σου ὡς ὄρη Θεοῦ, τὰ κρίματά σου ὡσεὶ ἄβυσσος πολλή· ἀνθρώπους καὶ κτήνη σώσεις, Κύριε. | 7 Η δικαιοσύνη σου είναι ασάλευτος και αιωνία, όπως τα όρη του Θεού. Αι κρίσεις σου και αι δίκαιαι αποφάσεις σου είναι ανεξερεύνητοι, όπως τα βάθη των ωκεανών. Συ, Κυριε, σώζεις ανθρώπους και ζώα. | 7 Ἡ δικαιοσύνη σου ὑψοῦται ἄσειστος καὶ ἀσάλευτος καὶ αἰώνια σὰν τὰ θεόκτιστα καὶ πανύψηλα ὄρη· τὰ σχέδιά σου καὶ αἱ σοφαὶ κρίσεις σου, διὰ τῶν ὁποίων κυβερνᾶται ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν λαῶν, εἶναι ἀνεξερεύνητοι, καθὼς τῶν ὠκεανῶν αἱ βαθεῖαι ἄβυσσοι· διὰ τῆς πανσόφου καὶ ἀγαθῆς προνοίας σου σώζεις ὄχι μόνον τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ τὰ κτήνη καὶ τὴν κατωτέραν ταύτην δημιουργίαν σου. |
8 ὡς ἐπλήθυνας τὸ ἔλεός σου, ὁ Θεός· οἱ δὲ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν σκέπῃ τῶν πτερύγων σου ἐλπιοῦσι. | 8 Ποσον μέγα, συνεχές και ακατάληπτον έδειξες τα έλεός σου, Θεέ μου! Ολοι οι άνθρωποι έχουν τας ελπίδας των εις την σκέπην των πτερύγων σου. | 8 Θεέ μου, πόσον μέγα καὶ ἀνυπολόγιστον εἰς πλῆθος εἶναι τὸ ἔλεός σου. Ἐξαιρέτως ὅμως οἱ ἀπόγονοι τῶν ἀνθρώπων θὰ στηρίζουν τὴν ἐλπίδα των εἰς τὴν προστασίαν τῆς βοηθείας σου, ὑπὸ τὴν ὁποίαν θὰ σκεπασθῶσιν ἐν ἀσφαλείᾳ, ὅπως ὑπὸ τὰς στοργικὰς πτέρυγας τῆς ὄρνιθος τὰ μικρὰ πουλιά της. |
9 μεθυσθήσονται ἀπὸ πιότητος οἴκου σου, καὶ τὸν χειμάῤῥουν τῆς τρυφῆς σου ποτιεῖς αὐτούς· | 9 Θα χορτάσουν αυτοί και θα μεθύσουν από την πλουσιωτάτην τράπεζαν των αγαθών του οίκου σου. Θα τους ποτίσης με την απερίγραπτον τρυφήν των πνευματικών σου απολαύσεων, αι οποίαι ρέουν πλούσιοι ως άλλος χείμαρρος. | 9 Θὰ χορτασθοῦν καὶ θὰ μεθύσουν ἀπὸ τὴν ἀφθονίαν καὶ τὸν πλοῦτον τῆς τραπέζης τοῦ οἴκου σου καὶ θὰ τοὺς ποτίσῃς μὲ τὴν τρυφὴν τῶν ἀρρήτων σου πνευματικῶν ἀπολαύσεων, ποὺ ἡ ἀφθονία της ὁμοιάζει πρὸς ἀσυγκράτητον ρεῦμα χειμωνιάτικου ποταμοῦ. |
10 ὅτι παρὰ σοὶ πηγὴ ζωῆς, ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς. | 10 Διότι συ είσαι η πηγή της ζωής και με το ιδικόν σου φως θα ίδωμεν το αληθινόν φως. | 10 Ναὶ θὰ χορτασθοῦν καὶ θὰ μεθύσουν, διότι εἰς τὰ βάθη τῶν κόλπων σου ὑπάρχει ἡ ἀνεξάντλητος πηγὴ πάσης ζωῆς καὶ σὺ εἶσαι ὁ μόνος ζωοδότης. Διὰ τοῦ φωτός σου, ὅταν τοῦτο ἐπιλάμψῃ εἰς τὴν διάνοιάν μας, θὰ ἴδωμεν τὸ φῶς ποὺ θὰ μᾶς παρηγορῇ καὶ θὰ μᾶς καθοδηγῇ καὶ θὰ μᾶς γεμίζῃ θάρρος καὶ ἐλπίδα. |
11 παράτεινον τὸ ἔλεός σου τοῖς γινώσκουσί σε καὶ τὴν δικαιοσύνην σου τοῖς εὐθέσι τῇ καρδίᾳ. | 11 Απλωσε και εξακολούθει να παρέχης πάντοτε πλούσιον το έλεός σου εις όλους, όσοι σε γνωρίζουν. Δώσε την δικαιοσύνην σου στους ανθρώπους, τους ευθείς και ειλικρινείς κατά την καρδίαν. | 11 Ἑξακολούθησε νὰ ἐκχύνῃς καὶ νὰ παρέχῃς ἀδιάκοπα τὸ ἔλεός σου εἰς ὅσους ἔχουν τὴν ἀληθῆ γνῶσιν περὶ σοῦ, καὶ προστάτευε μὲ τὴν δικαιοσύνην σου τοὺς εὐθεῖς κατὰ τὴν καρδίαν καὶ μὴ τρέφοντας δόλους εἰς αὐτήν. |
12 μὴ ἐλθέτω μοι ποὺς ὑπερηφανίας, καὶ χεὶρ ἁμαρτωλοῦ μὴ σαλεύσαι με. | 12 Εις εμέ δε ας μη πέση επάνω μου το πόδι του υπερηφάνου, δια να μη με καταπατήση, και το χέρι του αμαρτωλού ας μη με συγκλονίση και με διώξη. | 12 Ἂς μὴ ἐπέλθῃ κατ’ ἐμοῦ ποὺς ἁμαρτωλοῦ καὶ ὑπερηφάνου διὰ νὰ μὲ καταπατήσῃ, καὶ χεὶρ ἁμαρτωλοῦ ἂς μὴ ἐξεγερθῇ κατ’ ἐμοῦ διὰ νὰ μὲ μετακινήσῃ ἀπὸ τὸν οἶκον μου ἐξόριστον καὶ φυγάδα. |
13 ἐκεῖ ἔπεσον πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, ἐξώσθησαν καὶ οὐ μὴ δύνωνται στῆναι. | 13 Ιδού, εκεί κατεκρημνίσθησαν όλοι όσοι εργάζονται την ανομίαν. Απωθήθησαν και εξεδιώχθησαν, ώστε να μη μπορούν πλέον να σταθούν όρθιοι εις τα πόδια των. | 13 Ἰδοὺ ἐκεῖ! Κατεκρημνίσθησαν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους οἰκτρῶς ὅλοι, ὅσοι ἐργάζονται τὴν ἀνομίαν. Ἐξώσθησαν ἀπὸ τὰς θέσεις των καὶ δὲν δύνανται κατ’ οὐδένα λόγον νὰ σταθοῦν ὄρθιοι. |