Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
᾿ῼδὴ τῶν ἀναβαθμῶν. | | |
1 (Μασ. 126) ΕΝ Τῼ ἐπιστρέψαι Κύριον τὴν αἰχμαλωσίαν Σιὼν ἐγενήθημεν ὡσεὶ παρακεκλημένοι. | 1 (Μασ. 126) Οταν ο δίκαιος και παντοδύναμος Κυριος επανέφερεν ημάς τους αιχμαλώτους από την Βαβυλώνα και αποκατέστησεν εις την πατρίδα μας, ησθάνθημεν μεγάλην παρηγορίαν και χαράν. | 1 Όταν ὁ Κύριος ἐπέστρεψε καὶ ἀποκατέστησεν εἰς τὴν πατρίδα των τοὺς αἰχμαλώτους τῶν τέκνων τῆς Σιών, ἠσθάνθημεν μεγάλην παρηγορίαν καὶ χαράν. |
2 τότε ἐπλήσθη χαρᾶς τὸ στόμα ἡμῶν καὶ ἡ γλῶσσα ἡμῶν ἀγαλλιάσεως. τότε ἐροῦσιν ἐν τοῖς ἔθνεσιν· ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαι μετ᾿ αὐτῶν. | 2 Τοτε εγέμισε το στόμα μας από ενθουσιώδεις αναφωνήσεις χαράς και η γλώσσα μας από λόγια αγαλλιάσεως. Τοτε και αυτοί ακόμη οι ειδωλολατρικοί, λαοί έλεγαν· Ο Κυριος έκαμε μεγάλα έργα προς χάριν των Ισραηλιτών. | 2 Τότε ἐγέμισε τὸ στόμα μας ἀπὸ λόγους καὶ ἐπιφωνήσεις χαρᾶς καὶ ἡ γλῶσσα μας ἀπὸ λόγους ἀγαλλιάσεως. Τότε ἐπὶ τῇ ἐπιστροφῇ ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας εἶπαν ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν πολλοί: Μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἐποίησεν ὁ Κύριος εἰς αὐτούς. |
3 ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαι μεθ᾿ ἡμῶν, ἐγενήθημεν εὐφραινόμενοι. | 3 Πράγματι μεγάλα και θαυμαστά έργα υπέρ ημών έκαμεν ο Κυριος. Δι' αυτό και ημείς εγεμίσαμεν από χαράν και αγαλλίασιν. | 3 Ναί· ὅντως μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἐποίησεν εἰς ἡμᾶς ὁ Κύριος καὶ δι' αὐτὸ εἴχομεν εὐφρανθῇ. |
4 ἐπίστρεψον, Κύριε, τὴν αἰχμαλωσίαν ἡμῶν ὡς χειμάρρους ἐν τῷ νότῳ. | 4 Επανάφερε όμως, Κυριε, και τους υπολειφθέντας αιχμαλώτους Ιουδαίους, πολυαρίθμους, σαν χειμάρρους, οι οποίοι κατά τον χειμώνα γεμίζουν νερά και ορμητικοί χύνονται προς νότον. | 4 Κατευόδωσε, Κύριε, καὶ τῶν ὑπολοίπων αἰχμαλώτων μας τὴν ἐπιστροφήν· ἐπίστρεψέ τους σὰν τοὺς χειμάρρους εἰς τὴν πρὸς νότον τῆς Παλαιστίνης ἄνυδρον χώραν, ἥτις διψῶσα καὶ ξηραινομένη κατὰ τὸ θέρος ἀπορροφὰ ἀπλήστως τὰ κατακλύζοντα αὐτὴν κατὰ τὸν χειμῶνα ὕδατα τῶν χειμάρρων. Ξηρὰ καὶ ἔρημος κατήντησε καὶ ἡ πατρίς μας καὶ ἵνα ἀναθάλῃ ἔχει ἀνάγκην ὡς χείμαρροι πλημμυροῦντες νὰ ἐπιστρέψουν εἰς αὐτὴν τὰ τέκνα της. |
5 οἱ σπείροντες ἐν δάκρυσιν ἐν ἀγαλλιάσει θεριοῦσι. | 5 Οσοι με δάκρυα απελπισίας εξ αιτίας της ξηρασίας σπείρουν τους αγρούς των, όταν πέσουν αι βροχαί και καρποφορήσουν οι αγροί των, θα θερίσουν σκιρτώντες από αγαλλίασιν. | 5 Οἱ πρὸς νότον τῆς Παλαιστίνης κατοικοῦντες, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὸν καιρὸν τῆς σπορᾶς βλέποντες τὴν τρομερὰν ξηρασίαν σπείρουν μὲ δάκρυα, μετὰ τὴν γονιμοποίησιν τῶν ἀγρῶν των διὰ τῆς πλημμύρας, θὰ θερίσουν σκιρτῶντες ἐξ ἀγαλλιάσεως. |
6 πορευόμενοι ἐπορεύοντο καὶ ἔκλαιον βάλλοντες τὰ σπέρματα αὐτῶν· ἐρχόμενοι δὲ ἥξουσιν ἐν ἀγαλλιάσει αἴροντες τὰ δράγματα αὐτῶν. | 6 Οι γεωργοί μεταβαίνοντες στους αγρούς των ρίπτουν τους σπόρους με δάκρυα, διότι δεν γνωρίζουν, αν και τι θα θερίσουν. Κατά τον θερισμόν όμως επανέρχονται από τους αγρούς με αγαλλίασιν φέροντες στους ώμους των τα δεμάτια από τα μεστωμένα στάχυα. Ετσι και ημείς πονεμένοι και κλαίοντες εβαδίζαμεν προς την εξορίαν της Βαβυλώνος. Χαίροντες δε και αγαλλόμενοι επανήλθομεν με την βοήθειάν σου εις την πατρίδα μας. | 6 Πορευόμενοι καὶ οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραὴλ εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν, ἐπήγαιναν καὶ ἔκλαιον ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τοῦ βασιλείου των ἐν τῇ ἐξορίᾳ. Ἀλλ’ ἔκλαιον σπείροντες τὰ σπέρματα τῆς παιδαγωγίας καὶ δοκιμασίας των, ἐκ τῆς ὁποίας θὰ ἐκαρποφορεῖ καὶ πάλιν ἐλευθερία. Ἐπιστρέφοντες δὲ ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας θὰ ἔρχωνται μὲ ἀγαλλίασιν σηκώνοντες ἐπὶ τῶν ὤμων των τὰ χειροβόλια τῶν καρπῶν τῆς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ παιδαγωγίας των. |