Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 58 (ΝΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Εἰς τὸ τέλος· μὴ διαφθείρῃς· τῷ Δαυΐδ εἰς στηλογραφίαν, ὁπότε ἀπέστειλε Σαοὺλ καὶ ἐφύλαξε τὸν οἶκον αὐτοῦ τοῦ θανατῶσαι αὐτόν. 1 1
2 (Μασ. 59) ΕΞΕΛΟΥ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, ὁ Θεός, καὶ ἐκ τῶν ἐπανισταμένων ἐπ᾿ ἐμὲ λύτρωσαί με· 2 (Μασ. 59) Ω Θεέ μου, βγάλε με από τα χέρια των εχθρών μου. Γλύτωσέ με από την επιβουλήν εκείνων, οι οποίοι έχουν εξεγερθή εναντίον μου. 2 Ω Θεέ μου, ἐλευθέρωσέ με ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου, καὶ ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐξεγείρονται κατ’ ἐμοῦ.
3 ρῦσαί με ἐκ τῶν ἐργαζομένων τὴν ἀνομίαν καὶ ἐξ ἀνδρῶν αἱμάτων σῶσόν με. 3 Γλύτωσέ με από τους ανθρώπους, που εργάζονται την ανομίαν. Σώσε με από ανθρώπους αιμοβόρους, που σκέπτονται και διαπράττουν εγκλήματα. 3 Γλύτωσέ με ἀπὸ τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν καὶ ἀπὸ ἀνθρώπους αἱμοβόρους σῶσέ με.
4 ὅτι ἰδοὺ ἐθήρευσαν τὴν ψυχήν μου, ἐπέθεντο ἐπ᾿ ἐμὲ κραταιοί. οὔτε ἡ ἀνομία μου οὔτε ἡ ἁμαρτία μου, Κύριε· 4 Διότι ιδού, έστησαν ενέδρας, δια να μου πάρουν την ζωήν. Επετέθησαν εναντίον μου οι ισχυροί της εποχής αυτής. Ούτε η παρανομία μου, ούτε η αμαρτία μου υπήρξαν, Κυριε, αιτία της καταφοράς των αυτής. 4 Διότι ἰδοὺ ἔστησαν ἐνέδρας κατὰ τῆς ζωῆς μου, ζητοῦντες ὡς ἄλλο θήραμα νὰ μὲ συλλάβουν καὶ νὰ μὲ ἐξοντώσουν, καὶ ἐπετέθησαν ἐναντίον μου ἰσχυροί, διαθέτοντες μεγάλας δυνάμεις. Τούτου δὲ αἰτία δὲν εἶναι, Κύριε, οὔτε κάποιον ἀνόμημά μου οὔτε κάποια ἁμαρτία ποὺ νὰ διέπραξα ἐγώ.
5 ἄνευ ἀνομίας ἔδραμον καὶ κατεύθυνα· ἐξεγέρθητι εἰς συνάντησίν μου καὶ ἴδε. 5 Μέχρι σήμερον επέρασα τας ημέρας της ζωής μου χωρίς παρανομία. Εξ αντιθέτου συμπεριεφέρθην με ευθύτητα. Σηκω, λοιπόν, Κυριε, και έλα εις συνάντησίν μου και ίδε τον κίνδυνον, που με απειλεί. 5 Μέχρι σήμερον διήνυσα τὸ στάδιον τοῦ βίου χωρὶς ἀνομίαν καὶ συμπεριεφέρθην μὲ εὐθύτητα καὶ εἰλικρίνειαν· ἐγέρθητι καὶ ἐλθὲ εἰς συνάντησιν καὶ βοήθειάν μου· ἴδε εἰς ποῖον κίνδυνον εὑρίσκομαι καὶ ποῖα δεινὰ ὑποφέρω.
6 καὶ σύ, Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ὁ Θεὸς τοῦ ᾿Ισραήλ, πρόσχες τοῦ ἐπισκέψασθαι πάντα τὰ ἔθνη, μὴ οἰκτειρήσῃς πάντας τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν. (διάψαλμα). 6 Συ, Κυριε, ο Θεός των επουρανίων και επιγείων δυνάμεων, συ ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού, σπεύσε εν τη δικαιοσύνη σου να επισκεφθής με την τιμωρόν ράβδον σου όλα τα αμαρτωλά έθνη. Μη δείξης ευσπλαγχνίαν προς εκείνους, οι οποίοι εργάζονται την παρανομίαν. 6 Καὶ σύ, Κύριε, ὅστις εἶσαι ὁ Θεὸς καὶ δεσπότης τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων, ὁ Θεὸς ὁ λατρευόμενος ὑπὸ τοῦ Ἰσραήλ, σπεῦσον νὰ ἐπισκεφθῇς μὲ τὴν τιμωρητικήν σου ράβδον ὅλα τὰ μακράν σου πλανώμενα ἔθνη, καὶ μὴ σπλαγχνισθῇς διόλου ὅλους ἐκείνους, οἵτινες ἄνευ τύψεως ἢ δισταγμοῦ τινος ἐργάζονται τὴν ἀνομίαν, ἀλλὰ τιμώρησέ τους ἀλύπητα.
7 ἐπιστρέψουσιν εἰς ἑσπέραν καὶ λιμώξουσιν ὡς κύων καὶ κυκλώσουσι πόλιν. 7 Οπως ο κύων κατά την εσπέραν περιέρχεται αναζητών τροφήν εις τα απορρίμματα, έτσι και αυτοί, διψασμένοι και πεινασμένοι δι' ανθρώπινον αίμα, θα περιέλθουν την πόλιν αναζητούντες τα θύματά των. 7 Ὅπως ὁ κύων κατὰ τὴν ἑσπέραν περιέρχεται ἀναζητῶν τροφὴν εἰς τὰ σαρίδια καὶ ἀπορρίμματα τῶν σπιτιῶν καὶ διαταράττει τὴν ἡσυχίαν τῶν κατοίκων μὲ τὰ ἐκ πείνης γαυγίσματά του, οὕτω καὶ αὐτοὶ φεύγοντες τὸ φῶς τῆς ἀληθείας καὶ καλυπτόμενοι ὑπὸ τὸ σκότος τῆς ὑποκρισίας καὶ ἀνειλικρινείας ἐπιστρέφουν κατὰ τὴν νύκτα καὶ λιμώττουν διψῶντες αἷμα ἀνθρώπινον καὶ διατρέχουν τριγύρω τὴν πόλιν, ἀναζητοῦντες τὰ θύματά των.
8 ἰδοὺ ἀποφθέγξονται ἐν τῷ στόματι αὐτῶν, καὶ ρομφαία ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτῶν, ὅτι τίς ἤκουσε; 8 Ιδού, αυτοί εκτοξεύουν από το στόμα τους φαρμακερούς και υβριστικούς λόγους. Κοφτερή ρομφαία τα χείλη των. Με θρασύτητα λέγουν· Ποιός μας ακούει; Και αν μας ακούη, άνθρωπος η Θεός, μήπως και θα δώσωμεν λόγον; 8 Δὲν θὰ γαυγίσουν βέβαια ὡς ὁ κύων, ἀλλ' ἰδοὺ θὰ εἴπουν λόγους καὶ λέξεις μὲ τὸ στόμα των καὶ εἰς τὰ χείλη των ὑπάρχει ρομφαία καὶ μάχαιρα κοπτερά. Ὑβρίσατε, κακολογήσατε καὶ συκοφαντήσατε, λέγουν. Διότι, ποῖος μᾶς ἀκούει; Καὶ εἰς ποῖον πρόκειται νὰ δώσωμεν λόγον, δι’ αὐτὰ ποὺ θὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὰ χείλη μας;
9 καὶ σύ, Κύριε, ἐκγελάσῃ αὐτούς, ἐξουδενώσεις πάντα τὰ ἔθνη. 9 Συ όμως, Κυριε, θα τους περιγελάσης. Θα εκμηδενίσης γενικώς όλα τα ειδωλολατρικά αμαρτωλά έθνη. 9 Καὶ καθ’ ὃν χρόνον λέγουν αὐτοὶ τοὺς χλευαστικοὺς καὶ φαρμακερούς των λόγους, σύ, Κύριε, θὰ τοὺς ἐμπαίξῃς καὶ θὰ τοὺς περιγελάσῃς, θὰ ἐκμηδενίσῃς ὅλα τὰ μακράν σου πλανώμενα ἔθνη.
10 τὸ κράτος μου, πρὸς σὲ φυλάξω, ὅτι σύ, ὁ Θεός, ἀντιλήπτωρ μου εἶ. 10 Την δύναμίν μου, Κυριε, την σωτηρίαν και ασφάλειάν μου, θα αναθέσω εις σέ, διότι συ είσαι ο Θεός μου, ο προστάτης και υπερασπιστής μου. 10 Τὴν δύναμιν καὶ ἐπικράτησίν μου εἰς τὴν ἰδικήν σου περιφρούρησιν καὶ προστασίαν θὰ ἀναθέσω, διότι σύ, ὦ Θεέ μου, εἶσαι ὁ βοηθὸς καὶ προστάτης μου.
11 ὁ Θεός μου, τὸ ἔλεος αὐτοῦ προφθάσει με· ὁ Θεός μου δείξει μοι ἐν τοῖς ἐχθροῖς μου. 11 Ω Θεέ μου, πιστεύω απολύτως, ότι θα έλθη προς εμέ το έλεός σου στον κατάλληλον καιρόν, δια να με προφθάση, πριν πάθω τι. Συ, ο Θεός μου, θα μου δείξης το έργον της δικαιοσύνης σου εναντίον των εχθρών μου. 11 Ὦ Θεέ μου, εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ ἀποστείλῃς ἐγκαίρως τὸ ἔλεός σου, διὰ νὰ μὲ προφθάσῃ, ὥστε νὰ μὴ πάθω τίποτε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου· ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον λατρεύω καὶ ἔχω ἰδικόν μου, θὰ μοῦ δείξῃ ὅ,τι εἶναι πρέπον καὶ δίκαιον νὰ ἐπισυμβῇ εἰς τοὺς ἐχθρούς μου.
12 μὴ ἀποκτείνῃς αὐτούς, μήποτε ἐπιλάθωνται τοῦ νόμου σου· διασκόρπισον αὐτοὺς ἐν τῇ δυνάμει σου καὶ κατάγαγε αὐτούς, ὁ ὑπερασπιστής μου, Κύριε. 12 Μη τους θανατώσης όμως, Κυριε, αλλά τιμώρησέ τους κατ' άλλον τρόπον, δια να βλέπη το έθνος μου την τιμωρίαν αυτήν και μη λησμονή τον Νομον σου. Διασκόρπισέ τους εν τη παντοδυναμία σου μακράν από την πατρίδα των. Ριψε τους ταπεινωμένους και εξευτελισμένους κάτω στο χώμα, συ Κυριε, που είσαι ο υπερασπιστής και προστάτης μου. 12 Μὴ θανατώσῃς αὐτούς, Κύριε, ἀλλὰ διὰ τῶν τιμωριῶν σου ταπείνωσέ τους παραδειγματικῶς. Ποθῶ τοῦτο, ἵνα μὴ τὸ ἔθνος μου λησμονήσῃ τὸν νόμον σου, ἐπειδὴ δὲν θὰ ἔχῃ ζωντανὸν παράδειγμα τῶν ἐκδικήσεών σου· διασκόρπισέ τους διὰ τῆς δυνάμεώς σου μακρὰν τῆς πατρίδος των καὶ κατάρριψέ τους τεταπεινωμένους καὶ συρομένους ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἐν ἀθλιότητι, ὦ Κύριε, ποὺ εἶσαι ὁ ὑπερασπιστὴς καὶ προστάτης μου.
13 ἁμαρτία στόματος αὐτῶν, λόγος χειλέων αὐτῶν, καὶ συλληφθήτωσαν ἐν τῇ ὑπερηφανίᾳ αὐτῶν· καὶ ἐξ ἀρᾶς καὶ ψεύδους διαγγελήσονται ἐν συντελείᾳ, 13 Ποσον αηδιαστική ήτο η αμαρτία, που εξεμούσε το στόμα αυτών! Ποσον πονηρός και δόλιος ο λόγος των χειλέων των! Ας συλληφθούν αυτοί μέσα εις τα δίκτυα των εγωπαθών και φθονερών σχεδίων των. Τα αμαρτωλά λόγια, με τα οποία αυτοί με κατηρώντο και εψεύδοντο εις βάρος μου, θα διαλαληθούν εις όλους έπειτα από την συντριβήν των. 13 Ὤ! πόσον ἀπεχθὴς εἶναι ἡ ἁμαρτία τοῦ στόματός των· πόσον δηλητηριώδης καὶ φονικὸς εἶναι ὁ λόγος τῶν χειλέων των! Καὶ ὡς ἐκ τούτου ἂς συλληφθοῦν μὲ τὰ τῆς ὑπερηφανείας των, ταπεινούμενοι καὶ ἐξευτελιζόμενοι· καὶ ἀπὸ τὴν κατάραν καὶ τὸ ψεῦδος, ποὺ ἐξήρχοντο ἀπὸ τὰ χείλη των, θὰ γίνουν διάγγελμα καὶ διαλάλημα ἀνὰ τὸν κόσμον, διὰ τὴν καταστροφὴν καὶ ἀπώλειάν τους.
14 ἐν ὀργῇ συντελείας, καὶ οὐ μὴ ὑπάρξουσι· καὶ γνώσονται, ὅτι Θεὸς δεσπόζει τοῦ ᾿Ιακὼβ τῶν περάτων τῆς γῆς. (διάψαλμα). 14 Η τιμωρία των, εν τη δικαία σου οργή, θα είναι πλήρης και δεν θα υπάρχουν πλέον. Τοτε θα μάθουν όλοι, ότι ο Θεός είναι ο Κυριος και προστάτης των Ισραηλιτών, μέχρι και των περάτων της γης. 14 Θὰ γίνουν ἐξακουστοὶ διὰ τὸν θάνατον καὶ ἐξαφανισμόν των ὑπὸ τῆς ὀργῆς τοῦ δικαίου Κριτοῦ. Καὶ δὲν θὰ ὑπάρξουν πλέον ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ διὰ τῆς τοιαύτης τιμωρίας τῶν ἀσεβῶν θὰ μάθουν ὅλοι, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δεσπότης καὶ Κύριος τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακώβ, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων ποὺ κατοικοῦν μέχρι τῶν περάτων καὶ τῶν ἐσχατιῶν τῆς γῆς.
15 ἐπιστρέψουσιν εἰς ἑσπέραν, καὶ λιμώξουσιν ὡς κύων καὶ κυκλώσουσι πόλιν. 15 Αυτοί, όπως ο πεινασμένος κύων κατά την εσπέραν περιέρχεται τους δρόμους εις αναζήτησιν τροφής του μέσα εις τα απορρίμματα, έτσι και αυτοί πεινασμένοι και διψασμένοι δι' αίμα ανθρώπων, θα περιτριγυρίζουν γύρω την πόλιν ζητούντες θύματα. 15 Σὰν κύων πεινασμένος, ποὺ ἀναζητεῖ μὲ γαυγίσμα τὴν τροφὴν κατὰ τὴν ἑσπέραν εἰς τὰς ὁδοὺς τῆς πόλεως, οὕτω καὶ αὐτοὶ ἐπιστρέφουν κατὰ τὴν νύκτα πρὸς ἐκτέλεσιν τῶν σκοτεινῶν σχεδίων των ζητοῦντες νὰ χορτασθοῦν μὲ αἵματα καὶ σάρκας ἀνθρώπων, καὶ διατρέχουν τριγύρω τὴν πόλιν ἀναζητοῦντες τὰ θύματά των.
16 αὐτοὶ διασκορπισθήσονται τοῦ φαγεῖν· ἐὰν δὲ μὴ χορτασθῶσι, καὶ γογγύσουσιν. 16 Αυτοί θα διασκορπισθούν από έδω και από εκεί, δια να φάγουν κάποιον. Εάν δε και δεν κορέσουν τα αιμοβόρα ένστικτά των, θα γογγύζουν και θα γαυγίζουν. 16 Αὐτοὶ θὰ διασκορπισθοῦν καὶ θὰ πλανῶνται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, μὲ τὸν πόθον νὰ φάγουν καὶ νὰ κορέσουν τὸ μῖσος των καὶ τὰς αἱμοβόρους διαθέσεις των· ἀλλὰ δὲν πρόκειται νὰ χορτασθοῦν. Καὶ ἐφ’ ὅσον δὲν χορτασθοῦν, θὰ γογγύζουν καὶ θὰ γαυγίζουν.
17 ἐγὼ δὲ ᾄσομαι τῇ δυνάμει σου καὶ ἀγαλλιάσομαι τὸ πρωΐ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐγενήθης ἀντιλήπτωρ μου καὶ καταφυγή μου ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς μου. 17 Εγώ όμως θα ψάλλω δοξολογίαν προς σέ, τον παντοδύναμον Θεόν. Θα πλημμυρίσω από αγαλλίασιν την πμωΐαν, που θα ίδω το έλεός σου, διότι συ υπήρξες προστάτης μου και καταφύγιόν μου εις περίοδον θλίψεων και κινδύνων. 17 Ἐγὼ ὅμως θὰ ψάλω ᾆσμα δοξολογίας εἰς τὴν δύναμίν σου, διὰ τῆς ὁποίας ἐσώθην, καὶ θὰ γεμίσῃ τὸ πρωῒ ἡ καρδία μου ἀπὸ ἀγαλλίασιν διὰ τὸ παρασχεθὲν εἰς ἐμὲ ἔλεός σου. Διότι ἔγινες βοηθός μου καὶ καταφύγιόν μου κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς καταπιέσεώς μου καὶ τῶν κινδύνων μου.
18 βοηθός μου εἶ, σοὶ ψαλῶ, ὅτι σύ, ὁ Θεός, ἀντιλήπτωρ μου εἶ, ὁ Θεός μου, τὸ ἔλεός μου. 18 Συ, Κυριε, είσαι βοηθός μου. Θα ψάλλω και θα υμνολογώ σέ, διότι συ ήσουνα και είσαι ο προστάτης μου, ο Θεός μου, γεμάτος έλεος και ευσπλαγχνίαν προς εμέ. 18 Εἶσαι βοηθός μου. Πρὸς τιμὴν καὶ δοξολογίαν σου θὰ ψάλω ὕμνον, διότι σύ, ὦ Θεέ μου, εἶσαι ὁ προστάτης μου, ὁ Θεὸς τὸν ὁποῖον λατρεύω καὶ εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκω, ὁ γεμᾶτος ἔλεος καὶ εὐσπλαγχνίαν πρὸς ἐμέ.