Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ. | | |
1 (Μασ. 15) ΚΥΡΙΕ, τίς παροικήσει ἐν τῷ σκηνώματί σου; ἢ τίς κατασκηνώσει ἐν ὄρει ἁγίῳ σου; | 1 (Μασ. 15) Κυριε, ποιός είναι άξιος να φιλοξενηθή, έστω και επ' ολίγον, στο εν τη Ιερουσαλήμ κατοικητήριόν σου; Η ποιός είναι άξιος να στήση την σκηνήν του στο άγιον σου όρος, όπου υπάρχει ο ναός σου; | 1 Κύριε, ποῖος εἶναι ἄξιος ἔστω καὶ ὡς φιλοξενούμενος νὰ παραμείνῃ εἰς τὸ ἐπὶ γῆς κατοικητήριόν σου; Ἢ ποῖος θὰ θεωρηθῇ ἱκανὸς νὰ στήσῃ τὴν σκηνήν του εἰς τὸ ἅγιον σου ὄρος καὶ εἰσερχόμενος εἰς τὸν ναόν σου νὰ λατρεύσῃ πρεπόντως τὴν μεγαλειότητά σου; |
2 πορευόμενος ἄμωμος καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην, λαλῶν ἀλήθειαν ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ, | 2 Μονον ο άμεμπτος και ακατηγόρητος. Εκείνος ο οποίος εργάζεται και εφαρμόζει δικαιοσύνην, ο οποίος αγαπά την αλήθειαν με όλην του την καρδίαν και αυτήν μόνον λέγει. | 2 Ἐκεῖνος ὅστις συμπεριφέρεται καὶ πολιτεύεται μὲ ἄμεμπτον διαγωγὴν καὶ ἐργάζεται τὴν τελείαν ἁρετήν, τοῦ ὁποίου τὸ ἐσωτερικὸν κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν, ὥστε αὐτὴν εἰλικρινῶς νὰ ἀγαπᾷ καὶ αὐτὴν πάντοτε ὡς περίσσευμα τῆς καρδίας του νὰ λαλῇ. |
3 ὃς οὐκ ἐδόλωσεν ἐν γλώσσῃ αὐτοῦ, οὐδὲ ἐποίησε τῷ πλησίον αὐτοῦ κακὸν καὶ ὀνειδισμὸν οὐκ ἔλαβεν ἐπὶ τοῖς ἔγγιστα αὐτοῦ. | 3 Εκείνος, που δεν έπλεξε δόλιον σχέδια με την γλώσσαν του και δεν έκαμε ποτέ κάτι κακόν προς τον πλησίον του, ούτε ενέπαιξε ποτέ η εδυσφήμησε τους γύρω του ανθρώπους. | 3 Ἐκεῖνος εἶναι ἄξιος νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος δὲν ἔπλεξε δόλους μὲ τὴν γλῶσσαν του, οὔτε ἔκαμε ποτὲ κακὸν εἰς τὸν πλησίον του καὶ δὲν ἐπεριγέλασε τοὺς ὁπωσδήποτε ἀτυχοῦντας ἀδελφούς του, οὐδὲ διέδωκε δυσφημήσεις καὶ ἀτιμωτικὰς κατηγορίας καὶ διαβολὰς κατ’ αὐτῶν. |
4 ἐξουδένωται ἐνώπιον αὐτοῦ πονηρευόμενος, τοὺς δὲ φοβουμένους τὸν Κύριον δοξάζει· ὁ ὀμνύων τῷ πλησίον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἀθετῶν· | 4 Αυτός, στους οφθαλμούς του οποίου θεωρείται ανάξιος και εξουδενωμένος εκείνος, που βαδίζει τον δρόμον της πονηρίας, ενώ εξ αντιθέτου τιμώνται και δοξάζονται από αυτόν εκείνοι, που φοβούνται τον Κυριον. Αυτός έχει το δικαίωμα παρά του Θεού να εισέλθη στον ναόν Κυρίου· αυτός που δίδει τιμίας και ενόρκους υποσχέσεις στον πλησίον του και ποτέ δεν τας παραβαίνει, αλλά τας τηρεί με ακρίβειαν. | 4 Θεωρεῖται ὑπ' αὐτοῦ ἀνάξιος προσοχῆς καὶ συναναστροφῆς καὶ ἐστερημένος τιμῆς καθένας ποὺ πονηρεύεται καὶ πράττει τὸ κακόν, Ἔστω καὶ ἂν εἶναι πλούσιος καὶ κατὰ κόσμον ἔνδοξος καὶ ἐπιφανής, σέβεται δὲ καὶ τιμᾷ μόνον τοὺς φοβουμένους τὸν Κύριον, Ἔστω καὶ ἂν εἶναι οὖτοι πτωχοὶ καὶ κατὰ κόσμον ἄσημοι. Ἐκεῖνος θὰ γίνῃ δεκτὸς εἰς τὸ κατοικητήριον τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος δίδει ἐνόρκους ὑποσχέσεις εἰς τὸν πλησίον του καὶ δὲν τὰς ἀθετεῖ, ἀλλὰ μὲ φόβον Θεοῦ παραμένει πιστὸς εἰς τοὺς ὅρκους του. |
5 τὸ ἀργύριον αὐτοῦ οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ καὶ δῶρα ἐπ᾿ ἀθῴοις οὐκ ἔλαβεν. ὁ ποιῶν ταῦτα, οὐ σαλευθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. | 5 Αυτός, ο οποίος δεν δανείζει τα χρήματά του με τόκον και δεν δέχεται δώρα, δια να εκδώση καταδικαστικάς αποφάσεις εις βάρος αθώων ανθρώπων. Ο άνθρωπος, που πράττει αυτά, δεν θα σαλευθή ποτέ ούτε ενώπιον και τον μεγαλυτέρων κινδύνων. | 5 Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἐξεμεταλλεύθη ποτὲ τὸν πτωχὸν εἰς τὴν ἀνάγκην αὐτοῦ, ἀλλ’ ἐδάνεισεν ἀτόκως τὰ χρήματά του καὶ δὲν ἔλαβε ποτὲ δῶρα διὰ νὰ βλάψῃ καὶ ἀδικήσῃ τοὺς ἀθώους. Ἐκεῖνος ποὺ πράττει αὐτά, θὰ παραμείνῃ αἰωνίως ἀσάλευτος καὶ ἀκλόνητος ἐν μέσῳ οἰωνδήποτε προσβολῶν καὶ κινδύνων. |