Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
Συνέσεως τῷ ᾿Ασάφ. | | |
1 (Μασ. 74) ΙΝΑΤΙ ἀπώσω, ὁ Θεός, εἰς τέλος; ὠργίσθη ὁ θυμός σου ἐπὶ πρόβατα νομῆς σου; | 1 (Μασ. 74) Διατί άρά γε, ω Θεέ μου, μας απώθησες και μας απεμάκρυνες εξ ολοκλήρου από κοντά σου; Διατί εξέσπασεν ο θυμός σου εναντίον των προβάτων της ποίμνης σου και της βοσκής σου; | 1 Διὰ ποίαν ἆραγε αἰτίαν, ὦ Θεέ μου, μᾶς ἀπώθησας καὶ μᾶς ἀπεδοκίμασας ὁλοτελῶς; Διατὶ ἐξέσπασε καὶ παρετάθη ἐπὶ μακρὸν ὁ θυμὸς καὶ ἡ ἀγανάκτησίς σου κατὰ τῶν προβάτων τῆς ποίμνης σου καὶ βοσκῆς σου; |
2 μνήσθητι τῆς συναγωγῆς σου, ἧς ἐκτήσω ἀπ᾿ ἀρχῆς· ἐλυτρώσω ράβδον κληρονομίας σου, ὄρος Σιὼν τοῦτο, ὃ κατεσκήνωσας ἐν αὐτῷ. | 2 Ενθυμήσου ημάς, τον λαόν σου, τον οποίον έκαμες ιδικόν σου κτήμα από αρχαιοτάτων χρόνων. Τον ελευθέρωσες από την Αίγυπτον δια να είναι ωσάν βασιλική ράβδος της κληρονομίας σου, δείγμα της ιδικής σου εξουσίας, και να κατοική στο όρος τούτο, την Σιών, στο οποίον συ έστησας την σκηνήν σου, τον ναόν σου. | 2 Ἐνθυμήσου καὶ μὴ λησμονῇς τὴν συναγωγὴν καὶ τὸ ἐκκλησίασμά σου, τὸ ὁποῖον κατέστησας κτῆμα σου παλαιόθεν καὶ ἐξ ἀρχῇς· τὸ ἠλευθέρωσες ἐκ τῆς Αἰγύπτου, διὰ νὰ εἶναι βασιλικὴ ράβδος καὶ σκῆπτρον τῆς κληρονομίας σου· μὴ λησμονῇς τὸ ὄρος τοῦτο τῆς Σιών, ἐν τῷ ὁποίῳ ἔστησας τὴν σκηνήν σου καὶ κατῴκησας ἐν αὐτῇ. |
3 ἔπαρον τὰς χεῖράς σου ἐπὶ τὰς ὑπερηφανίας αὐτῶν εἰς τέλος, ὅσα ἐπονηρεύσατο ὁ ἐχθρὸς ἐν τοῖς ἁγίοις σου. | 3 Σηκωσε τας χείρας σου και κτύπα με ορμήν τας αλαζονικάς επάρσεις των εχθρών σου. Συντριψέ τους εξ ολοκλήρου ένεκα των κακουργημάτων, που ετόλμησαν οι εχθροί σου να διαπράξουν εις βάρος των αγίων σου. | 3 Σήκω τὰς χεῖρας σου καὶ κατάφερε ταύτας κατὰ τῶν ὑπερηφανιῶν των καὶ κατὰ τῆς ἀλαζονικῆς ἰσχῦος των πρὸς ὁλοκληρωτικὴν τιμωρίαν καὶ ἐξόντωσιν αὐτῶν. Ἴδε πόσα καὶ ποία πονηρὰ ἔργα ἀπετόλμησεν ὁ ἐχθρὸς κατὰ τοῦ ναοῦ σου καὶ τῶν ἐν αὐτῷ ἁγίων καὶ ἱερῶν. |
4 καὶ ἐνεκαυχήσαντο οἱ μισοῦντές σε ἐν μέσῳ τῆς ἑορτῆς σου, ἔθεντο τὰ σημεῖα αὐτῶν σημεῖα καὶ οὐκ ἔγνωσαν. | 4 Οι ειδωλολατρικοί αυτοί λαοί, που σε εμισούσαν, εκαυχώντο, διότι εισήλθον στον ναόν σου εν ώρα λατρείας και έθεσαν τα ειδωλολατρικά των σήματα ως σημεία θριάμβου και δεν ενόησαν, ποίαν τρομεράν βεβήλωσιν έκαμαν στον άγιόν σου τόπον. | 4 Καθ’ ὃν χρόνον διεξήγετο ἡ ἑορτή σου καὶ ὁ λαός σου ἦτο συνηγμένος εἰς λατρείαν σου, εἰσεπήδησαν μετ' ἀλαζονείας καὶ ἀσεβοῦς καυχήσεως οἱ ἐχθροί, οἱ ὁποῖοι σὲ μισοῦν, ἔθεσαν τὰς εἰδωλολατρικὰς σημαίας των διὰ νὰ κυματίζουν ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ σου ὡς σημαῖαι καὶ τρόπαια νίκης, καὶ δὲν εἶχον γνῶσιν τοῦ ποίαν ἀσέβειαν καὶ βεβήλωσιν διέπραττον. |
5 ὡς εἰς τὴν ἔξοδον ὑπεράνω, | 5 Εστησαν τας σημαίας των προς την έξοδον του ναού, επάνω από την πύλην. | 5 Ἔθεσαν δὲ τὰς σημαίας των ταύτας ὑψηλὰ πρὸς τὴν ἔξοδον τοῦ ναοῦ, ὑπεράνω τῆς πύλης. |
6 ὡς ἐν δρυμῷ ξύλων ἀξίναις ἐξέκοψαν τὰς θύρας αὐτῆς ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐν πελέκει καὶ λαξευτηρίῳ κατέρραξαν αὐτήν. | 6 Σαν να ευρίσκοντο εις πυκνόν δάσος δένδρων όλοι μαζή κατέκοψαν με αξίνας τας θύρας της. Με πέλεκυν και με σφήνα οξείαν την κατεθρυμμάτισαν. | 6 Σὰν να εὑρίσκοντο εἰς δάσος δένδρων καὶ ξύλων ἐφώρμησαν ὅλοι μαζὶ μὲ ἀξίνας καὶ ἐξέσχιζαν τὰς θύρας τῆς ἐξόδου, μὲ πέλεκυν καὶ μὲ σφῆνα σιδηρᾶν κατέθραυσαν αὐτήν. |
7 ἐνεπύρισαν ἐν πυρὶ τὸ ἁγιαστήριόν σου, εἰς τὴν γῆν ἐβεβήλωσαν τὸ σκήνωμα τοῦ ὀνόματός σου. | 7 Εβαλαν φωτιά και κατέκαυσαν το θυσιαστήριόν σου, εβεβήλωσαν και έρριψαν κάτω εις την γην εις ερείπια το σκήνωμα του αγίου Ονόματός σου. | 7 Κατέκαυσαν διὰ πυρὸς τὸ θυσιαστήριόν σου, καὶ ἐβεβήλωσαν τὸν ναὸν τὸν ἀφιερωμένον εἰς λατρείαν τοῦ ὀνόματός σου καταρρίψαντες αὐτὸν εἰς ἐρείπια ἐπὶ τῆς γῆς σὰν νὰ ἦτο κοινόν τι οἰκοδόμημα. |
8 εἶπαν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν αἱ συγγένειαι αὐτῶν ἐπὶ τὸ αὐτό· δεῦτε καὶ καταπαύσωμεν πάσας τὰς ἑορτὰς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς γῆς. | 8 Είπαν από κοινού εις τας καρδίας των αι φυλαί και συγγένειαί των· Ελάτε και ας θέσωμεν οριστικόν τέρμα εις όλας τας εορτάς του Θεού από την γην, ώστε να μη γίνουν ποτέ πλέον. | 8 Εἶπαν ἀπὸ κοινοῦ μέσα εἰς τὰς καρδίας των αἱ φυλαὶ καὶ συγγένειαί των: Ἔλθετε καὶ ἂς καταπαύσωμεν ὅλας τὰς ἑορτὰς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν γῆν, ὥστε εἰς τὸ μέλον νὰ μὴ γίνωνται αὗται. |
9 τὰ σημεῖα αὐτῶν οὐκ εἴδομεν, οὐκ ἔστιν ἔτι προφήτης, καὶ ἡμᾶς οὐ γνώσεται ἔτι. | 9 Είπαν εν συνεχεία· Δεν είδαμε άλλως τε κανένα από τα σημεία και τα θαύματα, με τα οποία λέγουν ότι ο Θεός τους επροστάτευε. Δεν υπάρχει πλέον προφήτης μεταξύ των και δεν θα μάθη ο Θεός των αυτά, τα οποία ημείς πράττομεν! | 9 Δὲν εἴδομεν κανὲν ἀπὸ τὰ σημεῖα καὶ θαύματα, μὲ τὰ ὁποῖα λέγουν ὅτι τοὺς ἐπροστάτευσεν ὁ Θεός των· δὲν ὑπάρχει πλέον προφήτης μεταξὺ αὐτῶν καὶ δὲν θὰ μᾶς μάθῃ πλέον ὁ Θεός των, ἀλλὰ θὰ μείνουν ἄγνωστα εἰς αὐτὸν τὰ ὅσα ἡμεῖς λέγομεν καὶ πράττομεν. |
10 ἕως πότε, ὁ Θεός, ὀνειδιεῖ ὁ ἐχθρός, παροξυνεῖ ὁ ὑπεναντίος τὸ ὄνομά σου εἰς τέλος; | 10 Κυριε και Θεέ, έως πότε θα υβρίζη και θα χλευάζη ο εχθρός μας και θα παροξύνη το Ονομά σου και θα προκαλή τόσον πολύ ο αντίθετός μας την οργήν σου με τας βλασφημίας του; | 10 Ἕως πότε, ὦ Θεέ, θὰ ὀνειδίζῃ καὶ θὰ χλευάζῃ ὁ ἐχθρὸς καὶ θὰ προκαλῇ ὁ ἀντίθετός μας τὴν ὀργήν σου, βλασφημῶν διηνεκῶς τὸ ὄνομά σου; |
11 ἱνατί ἀποστρέφεις τὴν χεῖρά σου καὶ τὴν δεξιάν σου ἐκ μέσου τοῦ κόλπου σου εἰς τέλος; | 11 Διατί απομακρύνστο προστατευτικόν σου χέρι από ημάς; Και διατί δεν βγάζεις την παντοδύναμον δεξιάν σου από τον κόλπον σου, δια να κτυπήσης οριστικά τους εχθρούς σου; | 11 Διατὶ ἀπομακρύνεις ἀφ' ἡμῶν τὴν προστατευτικήν σου χεῖρα καὶ διατὶ ἐπιμένεις νὰ μὴ ἐξάγῃς τὴν δεξιάν σου ἀπὸ τὸν κόλπον σου διὰ νὰ τὴν καταφέρῃς τιμωρὸν κατ' αὐτῶν; |
12 ὁ δὲ Θεὸς βασιλεὺς ἡμῶν πρὸ αἰώνων, εἰργάσατο σωτηρίαν ἐν μέσῳ τῆς γῆς. | 12 Και όμως ο Θεός μας είναι ο προαιώνιος βασιλεύς μας. Αυτός επραγματοποίησε κατά τρόπον θαυμαστόν την σωτηρίαν μας φανερά εν μέσω όλης της γης, ώστε να γίνη γνωστή εις όλον τον κόσμον. | 12 Καὶ ὅμως παρὰ τὴν ἐγκατάλειψίν του αὐτὴν ὁ Θεὸς εἶναι ὁ πρὸ αἰώνων βασιλεύς μας, εἰργάσθη διὰ θαυμάτων τὴν σωτηρίαν μας περιφανῶς ἐν μέσῳ τῆς γῆς, ὥστε νὰ γίνῃ ἐξακουστὴ εἰς ὅλους. |
13 σὺ ἐκραταίωσας ἐν τῇ δυνάμει σου τὴν θάλασσαν, σὺ συνέτριψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ἐπὶ τοῦ ὕδατος. | 13 Συ, με την ακατανίκητον δύναμίν σου διέρρηξες την θάλασσαν και εκράτησες ακίνητα εκατέρωθεν τα ύδατά της, δια να διέλθη ο λαός σου. Συ συνέτριψες τας κεφαλάς των δρακόντων, των αρχηγών δηλαδή του αιγυπτιακού στρατού, και έπνιξες αυτούς μαζή με τον στρατόν των εις τα ύδατα. | 13 Σὺ καὶ μόνον σὺ διασχίσας εἰς δύο τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν ἐκράτησας διὰ τῆς δυνάμεώς σου στερεὰ ἑκατέρωθεν ὡς ἄλλα τείχη τὰ ὕδατα. Σὺ καὶ ὄχι ἄλλος τις συνέτριψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ὅτε συνέπνιγες εἰς τὰ ὕδατα τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης τοὺς ἄρχοντας καὶ σατράπας τῶν Αἰγυπτίων. |
14 σὺ συνέθλασας τὴν κεφαλὴν τοῦ δράκοντος, ἔδωκας αὐτὸν βρῶμα λαοῖς τοῖς Αἰθίοψι. | 14 Συ συνέτριψες την κεφαλήν του άλλου δράκοντός, του Φαραώ, και παρέδωκες την χώραν του ως λάφυρον στους λαούς των Αιθιόπων. | 14 Σὺ κατετσάκισες τὴν κεφαλὴν τοῦ δράκοντος, τοῦ σκληροῦ καὶ βδελυροῦ Φαραώ, καὶ ὅταν ἐρημώθη οὕτω ἡ χώρα του ἀπὸ πᾶσαν στρατιωτικὴν δύναμιν, παρέδωκας αὐτὴν λείαν καὶ λάφυρον εἰς τοὺς λαοὺς τῶν Αἰθιόπων. |
15 σὺ διέρρηξας πηγὰς καὶ χειμάρρους, σὺ ἐξήρανας ποταμοὺς ᾿Ηθάμ. | 15 Συ έσπασες βράχους και ανέβλυσαν πηγαί με ύδατα. Συ εξ αντιθέτου εξήρανες τους πλουσίους ποταμούς Ηθάμ και τους εστείρευσες. | 15 Σὺ εἰς τὴν ἔρημον διέρρηξας κατάξηρον βράχον, ὥστε ἐξ αὐτοῦ νὰ ἀναβλύσουν πηγαὶ καὶ ἄφθονα νερὰ σὰν κατεβασιαὶ χειμεριναί· Σὺ προκειμένου νὰ διαβοῦν οἱ Ἰσραηλῖται τὸν Ἰορδάνην, ἐξήρανας πλατεῖς καὶ ἀστείρευτους ποταμούς. |
16 σή ἐστιν ἡ ἡμέρα, καὶ σή ἐστιν ἡ νύξ, σὺ κατηρτίσω φαῦσιν καὶ ἥλιον. | 16 Ιδική σου είναι η ημέρα, ιδική σου είναι και η νύκτα. Συ εδημιούργησες το φως και τον ήλιον. | 16 Ἰδική σου εἶναι ἡ ἡμέρα, ἰδική σου καὶ ἡ νύξ· Σὺ ἐδημιούργησας καὶ ἐγκατέστησας τὸ φῶς καὶ τὸν ἥλιον. |
17 σὺ ἐποίησας πάντα τὰ ὡραῖα τῆς γῆς· θέρος καὶ ἔαρ, σὺ ἔπλασας αὐτά. | 17 Συ εδημιούργησες όλα τα ωραία πράγματα της φύσεως, συ έπλασες το θέρος και την άνοιξιν. | 17 Σὺ ἐποίησας ὅλα τὰ ὡραῖα (Ἄλλη γραφή: Τὰ ὅρια = τὰ ὁροθέσια, τὰ πελώρια ὅρη τὰ ἀποτελοῦντα σύνορα τῶν διαφόρων λαῶν. ) ποὺ ὑπάρχουν ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸ θέρος καὶ τὸ ἔαρ, τὰς ὡραίας αὐτὰς ἐποχὰς τοῦ ἔτους, σὺ τὰς ἐδημιούργησας. |
18 μνήσθητι ταύτης· ἐχθρὸς ὠνείδισε τὸν Κύριον, καὶ λαὸς ἄφρων παρώξυνε τὸ ὄνομά σου. | 18 Ενθυμησου, Κυριε, τούτο· ότι εχθρός άνθρωπος ύβρισε και εχλεύασε τον Κυριον, και λαός, εξ αιτίας της ασεβείας του άμυαλος, ύβρισε εξοργιστικώς το Ονομά σου. | 18 Ἐνθυμήσου καὶ μὴ λησμονήσῃς τοῦτο, ὅπερ θὰ εἴπω· ὁ ἐχθρὸς καθύβρισε τὸν Κύριον καὶ ὁ λαὸς κυριευθεὶς λόγῳ τῆς ἀσεβείας του ὑπὸ ἀφροσύνης ἐβλασφήμησε παραφόρως καὶ προκλητικῶς τὸ ὄνομά σου. |
19 μὴ παραδῷς τοῖς θηρίοις ψυχὴν ἐξομολογουμένην σοι, τῶν ψυχῶν τῶν πενήτων σου μὴ ἐπιλάθῃ εἰς τέλος. | 19 Μη λοιπόν παραδώσης στους θηριώδεις αυτούς ανθρώπους την ζωήν ημών, οι οποίοι σε δοξολογούμεν. Μη λησμονήσης ημάς τους πτωχούς και συντετριμμένους και μη μας αφήσης να καταστραφώμεν τελείως. | 19 Μὴ παραδώσης εἰς τοὺς θηριώδεις αὐτοὺς ἀνθρώπους τὴν ζωὴν ἐκείνων ποὺ σὲ ἀνυμνοῦν καὶ σὲ δοξολογοῦν, τὰς ψυχὰς τῶν πτωχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐν ταπεινώσει ἐλπίζουν εἰς σέ, μὴ τὰς λησμονήσῃς εἰς τὸ διηνεκές. |
20 ἐπίβλεψον εἰς τὴν διαθήκην σου, ὅτι ἐπληρώθησαν οἱ ἐσκοτισμένοι τῆς γῆς οἴκων ἀνομιῶν. | 20 Ριξε ένα βλέμμα εις την διαθήκην, την οποίαν έχεις κάμει συ με ημάς. Τιμώρησε τους κακούς, διότι όλοι οι απόμεροι και απόκρυφοι τόποι της χώρας μας εγέμισαν από κακοποιούς, έγιναν κρησφύγετα της ανομίας. | 20 Ρῖψε τὸ βλέμμα σου ἐπὶ τῆς διαθήκης, τὴν ὁποίαν συνῆψες μετὰ τῶν πατριαρχῶν μας, διότι τὰ σπήλαια, αἱ χαράδραι καὶ ἄλλαι συνεσκοτισμέναι ὀπαὶ καὶ σχισμαὶ τῆς ἁγίας γῆς ἔγιναν κρησφύγετα ληστῶν καὶ ἐγέμισαν ἀπὸ οἴκους ἀνομιῶν. |
21 μὴ ἀποστραφήτω τεταπεινωμένος καὶ κατῃσχυμένος· πτωχὸς καὶ πένης αἰνέσουσι τὸ ὄνομά σου. | 21 Ας μη γυρίση πίσω ταπεινωμένος και καταντροπιασμένος ο πτωχός λαός σου, ο οποίος σε ικετεύει. Αλλως τε, όχι οι πλούσιοι αλλά οι πτωχοί και οι άποροι, αυτοί θα υμνολογήσουν το όνομά σου. | 21 Ἀςμὴ γυρίσῃ ὀπίσω ταπεινωμένος καικατεντροπιασμένος ὁ πτωχὸς λαός σου. Ὄχι ἐκεῖνοι, οὐδὲ οἱ πλούσιοι τῆς γῆς, ἀλλ’ ὁ πτωχὸς καὶ ἐν ἀθλιότητι ζῶν ἄπορος, αὐτοὶ θὰ ὑμνήσουν τὸ ὄνομά σου. |
22 ἀνάστα, ὁ Θεός, δίκασον τὴν δίκην σου· μνήσθητι τοῦ ὀνειδισμοῦ σου τοῦ ὑπὸ ἄφρονος ὅλην τὴν ἡμέραν. | 22 Σηκω επάνω, ω Θεέ, δίκασε την υποθεσίν σου, που είναι και ιδικόν σου ζήτημα. Ενθυμήσου τους χλευασμούς και τας βλασφημίας, που σου απευθύνουν οι μωροί αυτοί λαοί όλας τας ημέρας της ζωής των. | 22 Σήκω ἐπάνω, ὦ Θεέ, καὶ δίκασε τὴν ὑπόθεσίν σου. Ἐν τῷ προσώπῳ ἠμῶν ὑβρίζεσαι καὶ βλασφημεῖσαι σύ. Ἐνθυμήσου τὸν ὀνειδισμὸν καὶ τὰς βλασφημίας, τὰς ὁποίας σοῦ ἀπευθύνουν καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν αὐτοί, ποὺ ἀπὸ τὴν ἀσέβειάν των ἐσκοτίσθησαν καὶ ἔγιναν ἄφρονες. |
23 μὴ ἐπιλάθῃ τῆς φωνῆς τῶν ἱκετῶν σου· ἡ ὑπερηφανία τῶν μισούντων σε ἀνέβη διὰ παντός. | 23 Μη λησμονήσης, Κυριε, την φωνήν αυτών, οι οποίοι τώρα σε ικετεύουν. Η αλαζονεία εκείνων, που σε μισούν, εξεπέρασε κάθε όριον, και διαρκώς ανεβαίνει εξοργιστική μέχρις αυτού του ουρανίου θρόνου σου. | 23 Μὴ λησμονήσῃς τὴν φωνὴν αὐτῶν ποὺ ταπεινῶς σὲ ἰκετεύουν· ἡ ἀγέρωχος ἀλαζονεία ἐκείνων ποὺ σὲ μισοῦν, ὑπερέβη κάθε ὅριον καὶ διαρκῶς ἀναβαίνει προκλητικὴ μέχρις αὐτοῦ τοῦ ἐν οὐρανοῖς θρόνου σου. |