Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ ᾿Ιδιθούν· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ. | 1 | 1 |
2 (Μασ. 62) ΟΥΧΙ τῷ Θεῷ ὑποταγήσεται ἡ ψυχή μου; παρ᾿ αὐτῷ γὰρ τὸ σωτήριόν μου· | 2 (Μασ. 62) Εις τον Θεόν δεν θα υποταχθή η ψυχή μου; Βεβαίως. Διότι εις τα χέρια αυτού υπάρχει η σωτηρία μου. | 2 Δὲν θὰ ὑποταχθῇ εἰς τὸν Θεὸν ἡ ψυχή μου; Ναί, εἰς αὐτὸν θὰ ὑποταχθῇ· διότι ἡ σωτηρία, τὴν ὁποίαν περιμένω, ἐξ αὐτοῦ καὶ μόνον θὰ προέλθῃ. |
3 καὶ γὰρ αὐτὸς Θεός μου καὶ σωτήρ μου, καὶ ἀντιλήπτωρ μου, οὐ μὴ σαλευθῶ ἐπὶ πλεῖον. | 3 Ακριβώς επειδή αυτός ο Θεός μου, είναι ο σωτήρ μου και ο υπερασπιστής μου, δεν θα κλονισθώ πλέον στους πειρασμούς, οι οποίοι ενδεχομένως θα με προσβάλουν. | 3 Διότι ἀληθῶς, αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον λατρεύω, αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ σωτήρ μου καὶ ὁ βοηθός μου. Καὶ μὲ τὴν βοήθειαν καὶ προστασίαν αὐτοῦ δὲν θὰ κλονισθῶ πλέον οὐδὲ θὰ ἀποθαρρυνθῶ ἀπὸ τοὺς κλυδωνισμοὺς τοῦ βίου, ἀλλὰ θὰ παραμείνω ἀκλόνητος, ὁσονδήποτε μέγας καὶ ἂν εἶναι ὁ σάλος. |
4 ἕως πότε ἐπιτίθεσθε ἐπ᾿ ἄνθρωπον; φονεύετε πάντες ὡς τοίχῳ κεκλιμένῳ καὶ φραγμῷ ὠσμένῳ. | 4 Εως πότε σεις θα επιτίθεσθε με φονικήν μανίαν εναντίον αθώου ανθρώπου; Εως πότε σεις θα επιζητήτε να με φονεύσετε επιπίπτοντες εναντίον μου, ωσάν προς ετοιμόρροπον τοίχον και προς φράκτην ο οποίος έχει σπρωχθή και είναι έτοιμος να σωριασθή στο έδαφος; | 4 Ἕως πότε σεῖς θὰ ἐπιτίθεσθε κατ’ ἀνθρώπου μεμονωμένου καὶ ἀθώου; Ἕως πότε θὰ ζητῆτε νὰ μὲ φονεύσετε ὅλοι σεῖς ἐπιπίπτοντες κατ' ἐμοῦ ὡς ἐπὶ τοίχου ἐτοιμορρόπου καὶ φραγμοῦ ποὺ ἐσπρώχθη καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ καταπέσῃ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους; |
5 πλὴν τὴν τιμήν μου ἐβουλεύσαντο ἀπώσασθαι, ἔδραμον ἐν δίψει, τῷ στόματι αὐτῶν εὐλόγουν καὶ τῇ καρδίᾳ αὐτῶν κατηρῶντο. (διάψαλμα). | 5 Παρ' όλην την τραγικήν μου κατάστασιν, οι εχθροί μου εσκέφθησαν να ποδοπατήσουν στο χώμα την βασιλικήν μου τιμήν. Και προς τούτο, διψασμένοι δια το αίμα μου, έτρεξαν εναντίον μου. Με το στόμα των έλεγαν λόγους επαινετικούς και κολακευτικούς. Με την καρδιάν των όμως με κατηρώντο. | 5 Παρ’ ὅλα ταῦτα, ἂν καὶ ἐγὼ ἤμην ἤδη συντετριμμένος ὑπὸ τοῦ πόνου, ἐσκέφθησαν νὰ ποδοπατήσουν τὴν βασιλικὴν τιμήν μου· καὶ πρὸς τοῦτο ἔτρεξαν διψασμένοι, διὰ νὰ πιοῦν τὸ αἷμα μου· μὲ τὸ στόμα των ἔλεγον λόγους εὐλογιῶν καὶ ἐπαίνων καὶ μὲ τὴν καρδίαν των κατηρῶντο. |
6 πλὴν τῷ Θεῷ ὑποτάγηθι, ἡ ψυχή μου, ὅτι παρ᾿ αὐτῷ ἡ ὑπομονή μου. | 6 Πλην συ, ω ψυχή μου, στον Θεόν πρέπει να υποταχθής, διότι από αυτόν με υπομονήν και πίστιν θα περιμένω λύτρωσιν από τας θλίψεις μου. | 6 Παρ’ ὅλα ὅμως ποὺ πράττουν αὐτοί, σύ, ὡ ψυχή μου, ὑποτάχθητι εἰς τὸν Θεόν, διότι παρ’ αὐτοῦ θὰ μοὶ ἔλθῃ ἡ βοήθεια, τὴν ὁποίαν μεθ’ ὑπομονῆς καὶ ἐγκαρτερήσεως ἐλπίζω. |
7 ὅτι αὐτὸς Θεός μου καὶ σωτήρ μου, ἀντιλήπτωρ μου, οὐ μὴ μεταναστεύσω. | 7 Διότι αυτός είναι ο Θεός και σωτήρ μου, το στήριγμά μου· και παρά την μανίαν των εχθρών μου δεν θα μεταναστεύσω εξόριστος εις ξένας περιοχάς. | 7 Διότι αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός μου καὶ ὁ Σωτήρ μου καὶ ὁ βοηθὸς καὶ προστάτης μου, ἔχων δὲ τὴν βοήθειαν καὶ προστασίαν του, κατ’ οὐδένα λόγον δὲν θὰ μετακινηθῶ καὶ δὲν θὰ σαλευθῶ. |
8 ἐπὶ τῷ Θεῷ τὸ σωτήριόν μου καὶ ἡ δόξα μου· ὁ Θεὸς τῆς βοηθείας μου, καὶ ἡ ἐλπίς μου ἐπὶ τῷ Θεῷ. | 8 Εις τον Θεόν έχω στηρίξει με πίστιν την σωτηρίαν μου και την δόξαν μου. Ο Θεός αυτός είναι ο βοηθός μου και όλαι αι ελπίδες μου εις αυτόν στηρίζονται. | 8 Ἐπὶ τοῦ Θεοῦ, ὡς θεμελίου ἀδιασείστου, στηρίζεται ἡ σωτηρία μου καὶ ἡ δόξα μου· ὁ Θεὸς παρέχει εἰς ἐμὲ βεβαίαν καὶ ἀκαταγώνιστον βοήθειαν. Καὶ ἡ ἐλπίς μου ὁλόκληρος ἐπὶ τοῦ Θεοῦ βασίζεται. |
9 ἐλπίσατε ἐπ᾿ αὐτὸν πᾶσα συναγωγὴ λαοῦ· ἐκχέετε ἐνώπιον αὐτοῦ τὰς καρδίας ὑμῶν, ὅτι ὁ Θεὸς βοηθὸς ἡμῶν. (διάψαλμα). | 9 Εις τον Θεόν στηρίξατε τας ελπίδας σας όλα τα πλήθη του λαού. Αφήσατε να εκχυθή προς αυτόν το περιεχόμενον της καρδίας σας, είτε θλίψις είναι και πόνοι, είτε χαρά και αγαλλίασις. Διότι ο Θεός είναι βοηθός μας. | 9 Εἰς τὸν Θεὸν ἐλπίσατε, κάθε σύναξις καὶ πλῆθος λαοῦ· ἐκχύνετε ἐνώπιόν του τὰς καρδίας σας μὲ πᾶσαν ἐμπιστοσύνην ἀποκαλύπτοντας εἰς αὐτὸν τοὺς μυστικούς σας πόνους καὶ τὰς συνεχούσας ὑμᾶς ἀνάγκας. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι βοηθός μας καὶ προστάτης μας, ἀσφαλὲς καταφύγιον καὶ παρηγορία μας. |
10 πλὴν μάταιοι οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων, ψευδεῖς οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ζυγοῖς τοῦ ἀδικῆσαι αὐτοὶ ἐκ ματαιότητος ἐπὶ τὸ αὐτό. | 10 Εξ αντιθέτου οι άνθρωποι είναι ματαιολόγοι και κούφοι, ψεύδονται μεταξύ των, απατούν και απατώνται, και αδικούν ο ενας τον άλλον. Ολοι αυτοί κινούνται από συμφώνου ένεκα της ματαιοδοξίας των. | 10 Ἀντιθέτως εἰς ἀνθρώπους δὲν δύνασαι νὰ βασισθῇς. Πράγματι· εἶναι μάταιοι οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ παρέρχονται ὡς σκιά. Ἀλλ’ ἐπὶ πλέον δὲν δύνασαι νὰ στηριχθῇς καὶ εἰς τοὺς λόγους των. Διότι εἶναι ψευδεῖς οἰ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ ταλαντεύονται, ὅπως κινοῦνται εὔκολα αἱ πλάστιγγες ζυγοῦ, ἀσταθεῖς καὶ αὐτοὶ καὶ εὔκολοι εἰς τὸ νὰ ἀθετήσουν τοὺς λόγους των καὶ ἀδικήσουν. Αὐτοὶ λόγῳ τῆς ματαιότητος, πρὸς τὴν ὁποίαν εἶναι προσκεκολλημένοι, συμφωνοῦν νὰ ἐξαπατήσουν. |
11 μὴ ἐλπίζετε ἐπ᾿ ἀδικίαν καὶ ἐπὶ ἁρπάγματα μὴ ἐπιποθεῖτε· πλοῦτος ἐὰν ρέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν. | 11 Σεις, οι άνθρωποι, μη στηρίζετε τας ελπίδας σας στον πλούτον και εις την αδικίαν. Μη φλογίζεσθε από τον πόθον δια πλούτη, που προέρχονται από αρπαγάς. Και αν ίδετε ωσάν ποτάμι να ρέη ο πλούτος εμπρός σας, μη προσκολλάτε εις αυτόν την καρδίαν σας. | 11 Ἀλλ' οὔτε καὶ εἰς τὸν πλοῦτον νὰ βασίζεσθε. Μὴ στηρίζετε τὰς ἐλπίδας σας εἰς τὴν ἀδικίαν καὶ μὴ ἐπιποθεῖτε τὰς ἁρπαγάς, διὰ τῶν ὁποίων συνήθως ἐπισωρεύονται τὰ μεγάλα πλούτη. Καὶ ἂν ἴδετε ὡς ποταμὸς νὰ ρέῃ ἐνώπιόν σας ὁ πλοῦτος, μὴ προσκολλᾶτε εἰς αὐτὸν τὴν καρδίαν σας καὶ μὴ φθονεῖτε τὴν ἐφήμερον λάμψιν του. |
12 ἅπαξ ἐλάλησεν ὁ Θεός, δύο ταῦτα ἤκουσα, ὅτι τὸ κράτος τοῦ Θεοῦ, | 12 Απαξ δια παντός διεκήρυξεν ο Θεός, εγώ δε ήκουσα τα δύο αυτά πράγματα. Πρώτον ότι η κραταιά δύναμις ανήκει εις σε τον Θεόν | 12 Ἅπαξ διὰ παντὸς ἐλάλησε καὶ ἀπεκάλυψε διὰ τῶν προφητῶν του τὴν ἀλήθειαν ὁ Θεός, καὶ ἐγὼ ἤκουσα τὰς δύο ταύτας ἀληθείας· ὅτι ἡ ἰσχὺς ἡ κραταιὰ καὶ ἀκατάβλητος εἶναι τοῦ Θεοῦ τοῦ παντοδυνάμου. |
13 καὶ σοῦ, Κύριε, τὸ ἔλεος, ὅτι σὺ ἀποδώσεις ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ. | 13 και δεύτερον ότι η ευσπλαγχνία είναι επίσης ιδική σου. Βασει λοιπόν αυτών, Κυριε, συ θα αποδώσης εις έκαστον κατά τα έργα του. Θα τιμωρήσης δια τας αδικίας του τον ένοχον. Θα αμείψης τον αγαθόν δια τα καλά του έργα. | 13 Καὶ ὅτι ἐκ σοῦ πηγάζει, Κύριε, τὸ ἔλεος, ὅστις εἶσαι πολυεύσπλαγχνος. Διότι σύ, Κύριε, ἐν ἐλέει βραβεύων τὴν ἀρετὴν τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐν δυνάμει πατάσσων τὴν κακίαν αὐτῶν, θὰ ἀποδώσης εἰς ἕκαστον συμφώνους πρὸς τὰ ἔργα του. |