Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
1 (Μασ. 11) Ἐπὶ τῷ Κυρίῳ πέποιθα· πῶς ἐρεῖτε τῇ ψυχῇ μου· μεταναστεύου ἐπὶ τὰ ὄρη ὡς στρουθίον; 1 (Μασ. 11) Εγώ έχω στηρίζει την πεττοίθησιν και την ελπίδα μου στον παντοδύναμον Κυριον και πως σεις μου λέγετε· “φύγε, μετανάστευσε από εδώ, πέταξε σαν στρουθίον τρομαγμένον εις τα βουνά, δια να εύρης εκεί την σωτηρίαν σου;” 1 Επὶ τοῦ παντοδυνάμου Κυρίου ἔχω στηρίξει τὴν πεποίθησιν καὶ ἐλπίδα μου. Καὶ πῶς σεῖς λέγετε εἰς ἐμέ: Φεῦγε καὶ γίνε μετανάστης, πέταξε σὰν στρουθίον τρομαγμένον εἰς τὰ ὄρη, ζητῶν ἐκεῖ τὴν σωτηρίαν σου;
2 ὅτι ἰδοὺ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐνέτειναν τόξον, ἡτοίμασαν βέλη εἰς φαρέτραν τοῦ κατατοξεῦσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ. 2 Φυγε, μου λέγουν, διότι οι αμαρτωλοί άνθρωποι έχουν ετοιμάσει τα βέλη των, δια να τα εκτοξεύσουν με μανίαν από τον σκοτεινόν τόπον, που ενεδρεύουν, εναντίον των απονηρεύτων και εναρέτων ανθρώπων. 2 Φεῦγε τὸ γρηγορώτερον, διότι ἰδοὺ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐτέντωσαν τὰ τόξα των, ἐτοίμασαν εἰς τὴν φαρέτραν βέλη ἀκονισμένα καὶ φαρμακερὰ διὰ νὰ τοξεύσουν μὲ λύσσαν καιροφυλακτοῦντες εἰς ἀπόκρυφα καὶ ἀθέατα καρτερία τοὺς ἐναρέτους καὶ ἀπονηρεύτους ἀνθρώπους.
3 ὅτι ἃ σὺ κατηρτίσω, αὐτοὶ καθεῖλον· ὁ δὲ δίκαιος τί ἐποίησε; 3 Ολα όσα, συ Κυριε, σοφώς και δικαίως έχεις νομοθετήσει, αυτοί τα κρημνίζουν και τα καταπατούν. Και επάνω εις την αλαζονείαν των ερωτούν· “ποίον είναι λοιπόν το κέρδος του δικαίου; Κανένα”. 3 Οἱ κόποι σου ἀποβαίνουν ἄσκοποι, διότι ὅσα σὺ ὁ δίκαιος μὲ κόπους πολλοὺς ἐπεμελήθης ἀρτίως καὶ τελείως νὰ οἰκοδομήσῃς, αὐτοὶ ἐν τῇ κακίᾳ καὶ τῷ φθόνῳ των τὰ κατεκρήμνισαν. Τί κατώρθωσε λοιπὸν μὲ τοὺς μόχθους αὐτοῦ ὁ δίκαιος; Αὐτὰ σεῖς, ὦ ὀλιγόπιστοι, μοῦ λέγετε.
4 Κύριος ἐν ναῷ ἁγίῳ αὐτοῦ· Κύριος ἐν οὐρανῷ ὁ θρόνος αὐτοῦ. οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ εἰς τὸν πένητα ἀποβλέπουσι, τὰ βλέφαρα αὐτοῦ ἐξετάζει τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων. 4 Ο Κυριος όμως ευρίσκεται ακατανίκητος στον ουρανόν και στον ιερόν ναόν του. Ο Κυριος έχει στήσει τον δικαστικόν του θρόνον υψηλά στον ουρανόν. Από εκεί οι οφθαλμοί του βλέπουν με προσοχήν και με ευμένειαν τον ταλαιπωρούμενον πτωχόν. Διεισδυτικά εξετάζουν και διακρίνουν τους υιούς των ανθρώπων. 4 Ἀλλ' ὁ Κύριος ζῇ καὶ ὑπάρχει εἰς τὸν ἐν οὐρανοῖς ἅγιον καὶ ὑπερκόσμιον ναόν του. Ἔχει ὁ Κύριος τὸν θρόνον του εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπου κανὲν βέλος δὲν δύναται νὰ φθάσῃ. Καὶ ἀπ’ ἐκεῖ τὰ μάτια του βλέπουν μὲ προστατευτικὴν εὐμένειαν τὸν πτωχόν, ποὺ ἐλπίζει εἰς αὐτὸν καὶ τὰ βλέφαρά του ἐξετάζουν καὶ διακρίνουν τοὺς ἀπογόνους τῶν ἀνθρώπων.
5 Κύριος ἐξετάζει τὸν δίκαιον καὶ τὸν ἀσεβῆ, ὁ δὲ ἀγαπῶν τὴν ἀδικίαν μισεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν. 5 Ο Κυριος εξετάζει και ξεχωρίζει με ακρίβειαν, χωρίς καμμίαν πλάνην, τον δίκαιον και τον ασεβή. Οποιος δε αγαπά την αδικίαν και επιμένει εις αυτήν, αυτός μισεί και βλάπτει κυρίως τον εαυτόν του. 5 Ὁ Κύριος ἐξετάζει καὶ διαχωρίζει μὲ ἀκρίβειαν καὶ χωρὶς τὴν παραμικρὰν πλάνην τὸν δίκαιον καὶ τὸν ἀσεβῆ. Ὁποῖος δὲ ἀγαπᾷ τὴν ἀδικίαν καὶ οὐχὶ ἐξ ἀδυναμίας, ἀλλ' ἀπὸ ἔρωτα πρὸς αὐτὴν ἐνεργεῖ τὸ κακόν, αὐτὸς μισεῖ καὶ βλάπτει μόνον τὸν ἑαυτόν του.
6 ἐπιβρέξει ἐπὶ ἁμαρτωλοὺς παγίδας, πῦρ καὶ θεῖον καὶ πνεῦμα καταιγίδος ἡ μερὶς τοῦ ποτηρίου αὐτῶν. 6 Ο Κυριος θα εξαπολύση, ωσάν βροχήν, και θα γεμίση με ολεθρίας παγίδας τον δρόμον των αμαρτωλών ανθρώπων, θα ρίψη εναντίον των φωτιάν και θειάφι, θα εξαπολύση βίαιον και ορμητικόν άνεμον, δια να αναρριπίζη την φλόγα. Αυτό θα είναι το ποτήριον της οργής του Θεού κατάπικρον εναντίον των αμαρτωλών ανθρώπων. 6 Ὁ Κύριος θὰ ἑξαπολύσῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν σὰν βροχὴν ὀλεθρίους παγίδας ἐπὶ τῶν ἁμαρτωλῶν. Θὰ ρίψῃ κατ' αὐτῶν φωτιὰ καὶ θειάφι, ποὺ δὲν σβήνει εὔκολα, καὶ ἄνεμον βίαιον καὶ σφοδρόν, διὰ να τὰ ἀναφυσᾷ καὶ τὰ ἀναρριπίζῃ. Αὐτὰ θ’ ἀποτελοῦν τὸ καταστρεπτικὸν μερίδιον ποὺ θὰ γεμίζῃ τὸ ποτήριον, τὸ ὁποῖον οἱ ἀμαρτωλοὶ θὰ ἀναγκασθοῦν νὰ πίουν.
7 ὅτι δίκαιος Κύριος, καὶ δικαιοσύνας ἠγάπησεν, εὐθύτητας εἶδε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ. 7 Διότι ο Κυριος είναι δίκαιος και αγαπά δικαιοσύνας, στρέφει τους οφθαλμούς του με ιλαρότητα και ευμένειαν στους ευθείς και αγαθούς ανθρώπους. 7 Διότι ὁ Κύριος εἶναι δίκαιος καὶ δικαιοσύνας ἀγαπᾷ, στρέφει τὸ πρόσωπόν του ἱλαρὸν καὶ εὐμενὲς εἰς τοὺς εὐθεῖς καὶ ἀγαθούς.