Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
Τῷ Δαυΐδ, πρὸς τὸν Γολιάδ. | | |
1 (Μασ. 144) ΕΥΛΟΓΗΤΟΣ Κύριος ὁ Θεός μου ὁ διδάσκων τὰς χεῖράς μου εἰς παράταξιν, τοὺς δακτύλους μου εἰς πόλεμον· | 1 (Μασ. 144) Δοξασμένος ας είναι ο Κυριος και Θεός μου, ο οποίος διδάσκει τα χέρια μου να χειρίζονται την σπάθην κατά τας συμπλοκάς εις τας μάχας, και τα δάκτυλά μου να χρησιμοποιούν το τόξον κατά τους πολέμους. | 1 Δοξασμένος νὰ εἶναι ὁ Κύριος καὶ Θεός μου, ὁ ὁποῖος διδάσκει τὰς χεῖρας μου νὰ χειρίζωνται τὴν σπάθην εἰς παράταξιν μαχῶν καὶ τοὺς δακτύλους μου νὰ χρησιμοποιοῦν τὸ τόξον εἰς περίπτωσιν πολέμου. |
2 ἔλεός μου καὶ καταφυγή μου, ἀντιλήπτωρ μου καὶ ρύστης μου, ὑπερασπιστής μου, καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ ἤλπισα, ὁ ὑποτάσσων τὸν λαόν μου ὑπ᾿ ἐμέ. | 2 Αυτός είναι το έλεός μου, το καταφύγιόν μου, ο προστάτης μου και ο ελευθερωτής μου, ο υπερασπιστής μου, και εις αυτόν έχω στηρίξει τας ελπίδας μου· εις αυτόν, ο οποίος υποτάσσει ομονοημένον τον λαόν μου εις εμέ. | 2 Αὐτὸς εἶναι τὸ ἔλεος καὶ τὸ καταφύγιόν μου, ὁ προστάτης μου καὶ ὁ ἐλευθερωτής μου, ὁ ὑπερασπιστής μου, καὶ ἐπ’ αὐτοῦ ἐστήριξα τὰς ἐλπίδας μου, ὁ ὁποῖος ὑποτάσσει ἀφατρίαστον καὶ ὁμονοοῦντα τὸν λαόν μου εἰς ἐμέ. |
3 Κύριε, τί ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι ἐγνώσθης αὐτῷ, ἢ υἱὸς ἀνθρώπου ὅτι λογίζῃ αὐτῷ; | 3 Κυριε, τι είναι τάχα ο ευτελής άνθρωπος, ώστε να αποκαλύπτης και να καθιστάς τον εαυτόν σου γνωστόν εις αυτόν; Η ο υιός του ανθρώπου, ώστε να τον λογαριάζης και να τον λαμβάνης υπ όψιν σου; | 3 Κύριε, ποῖος εἶμαι ἐγώ, τὸν ὁποῖον τόσον ἠγάπησας; Τί εἶναι ἐν γένει ὁ εὐτελὴς ἄνθρωπος, ὥστε νὰ τοῦ καθιστὰς γνωστὸν τὸν ἑαυτόν σου καὶ νὰ ἀποκαλύπτεσαι εἰς αὐτόν; Ἢ τί εἶναι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ τὸν συλλογίζεσαι καὶ να τὸν λογαριάζῃς; |
4 ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη, αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιὰ παράγουσι. | 4 Ο άνθρωπος είναι όμοιος προς το μάταιον και παροδικόν. Αι ημέραί του παρέρχονται ωσάν σκια. | 4 Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅμοιος πρὸς ματαιότητα καὶ πρὸς περαστικὸν φύσημα ἀνέμου, αἱ ἡμέραι του περνοῦν ὅπως ἡ σκιά. |
5 Κύριε, κλῖνον οὐρανοὺς καὶ κατάβηθι, ἅψαι τῶν ὀρέων, καὶ καπνισθήσονται. | 5 Συ όμως, Κυριε, που είσαι τόσον συγκαταβατικός προς ημάς τους ευτελείς ανθρώπους, χαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβα. Εγγισε με τα χέρια σου τα βουνά και θα ανάψουν και θα γεμίσουν καπνόν. | 5 Ἀλλ' ἀφοῦ εἶσαι τόσον ἀγαθός, ὥστε νὰ συγκαταβαίνῃς πρὸς τὴν ματαιότητα καὶ σκιὰν ταύτην, σὲ παρακαλῶ, χαμήλωσον, Κύριε, καὶ τώρα τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατάβα πρὸς βοήθειάν μου· ἔγγισον διὰ τῆς χειρός σου τὰ ὅρη, καὶ ἀμέσως ταῦτα θὰ καπνισθοῦν δι’ ἠφαιστειώδους ἐκρήξεως. |
6 ἄστραψον ἀστραπὴν καὶ σκορπιεῖς αὐτούς, ἐξαπόστειλον τὰ βέλη σου καὶ συνταράξεις αὐτούς. | 6 Αστραψε αστραπήν επάνω από τους εχθρούς μου κα θα τους διασκορπίσης. Στείλε εναντίον των τα βέλη σου, και θα τους συγκλονίσης | 6 Ἄστραψε μίαν καὶ μόνην ἀστραπὴν ὑπεράνω τῶν ἐχθρῶν μου καὶ εἶναι ἀρκετὴ αὕτη διὰ νὰ τοὺς σκορπίσῃς. Ἐξαπόστειλον κατ’ αὐτῶν τὰ βέλη τῶν κεραυνῶν σου καὶ θὰ τοὺς ταράξῃς ὅλους. |
7 ἐξαπόστειλον τὴν χεῖρά σου ἐξ ὕψους, ἐξελοῦ με καὶ ρῦσαί με ἐξ ὑδάτων πολλῶν, ἐκ χειρὸς υἱῶν ἀλλοτρίων, | 7 Απλωσε, Κυριε, το χέρι σου από το ουράνιον ύψος, βγάλε με και γλύτωσέ με από τα πολλά ορμητικά ύδατα, που απειλούν να με πνίξουν· από τα χέρια δηλαδή των αλλοεθνών ανθρώπων. | 7 Ἄπλωσε τὴν προστατευτικὴν καὶ ἀκαταμάχητον χεῖρα σου ἀπὸ τὸ ἔνδοξον ὕψος σου, ἐλευθέρωσέ με καὶ σῶσε με ἀπὸ τὰς ἀτάκτους ἐφόδους τῶν πολεμίων, οἱ ὁποῖοι ὡς ὕδατα πολλὰ μὲ ὁρμὴν μεγάλην ἐπέπεσαν κατ’ ἐμοῦ· σῶσε με ἀπὸ τὴν χεῖρα ἀνθρώπων ἀλλοφύλων καὶ ἀλλοεθνῶν, |
8 ὧν τὸ στόμα ἐλάλησε ματαιότητα, καὶ ἡ δεξιὰ αὐτῶν δεξιὰ ἀδικίας. | 8 Αυτών, των οποίων το στόμα ελάλησε δόλια και ασύστατα πράγματα και η δεξιά των χειρ είναι όργανον αδικημάτων. | 8 τῶν ὁποίων τὸ στόμα ἐλάλησε πάντοτε ἀσύστατα ψεύδη καὶ ἡ δεξιά των εἶναι δεξιὰ ψευδορκοῦσα πρὸς ἐπιτυχίαν ἀδίκων καὶ ἀνόμων σκοπῶν. |
9 ὁ Θεός, ᾠδὴν καινὴν ᾄσομαί σοι, ἐν ψαλτηρίῳ δεκαχόρδῳ ψαλῶ σοι | 9 Ω Θεέ μου, εις την νέαν αυτήν συντριβήν των εχθρών μου, θα ψάλλω εγώ προς σε νέον άσμα ευγνωμοσύνης. Με δεκάχορδον μουσικόν όργανον θα σε υμνολογήσω· σέ, | 9 Ὦ Θεέ μου, ᾠδὴν νέαν, ἁρμόζουσαν εἰς τὴν νέαν ταύτην περίστασιν τῆς προστασίας σου, θὰ σοῦ ἀναπέμψω, μὲ ψαλτήριον δεκάχορδον συγχρόνως θὰ σοῦ ψάλω· |
10 τῷ διδόντι τὴν σωτηρίαν τοῖς βασιλεῦσι, τῷ λυτρουμένῳ Δαυΐδ τὸν δοῦλον αὐτοῦ ἐκ ρομφαίας πονηρᾶς. | 10 ο οποίος ανέκαθεν δίδεις νίκας και σωτηρίαν στους βασιλείς· σέ, ο οποίος έσωσες εμέ, τον δούλον σου Δαυίδ από την θανατηφόρον ρομφαίαν του Γολιάθ. | 10 εἰς σέ, ὁ ὁποῖος παρέχεις τὴν σωτηρίαν εἰς τοὺς πιστοὺς βασιλεῖς, ὁ ὁποῖος ἐλύτρωσε τὸν δοῦλον του Δαβὶδ ἀπὸ σπάθην πονηρὰν καὶ ὀλεθρίαν, τὴν σπάθην τοῦ Γολιάθ. |
11 ρῦσαί με καὶ ἐξελοῦ με ἐκ χειρὸς υἱῶν ἀλλοτρίων, ὧν τὸ στόμα ἐλάλησε ματαιότητα καὶ ἡ δεξιὰ αὐτῶν δεξιὰ ἀδικίας. | 11 Απάλλαξέ με και τώρα και γλύτωσέ με από τα χέρια των αλλοεθνών, των οποίων το στόμα ελάλησε και λαλεί ψευδολογίας, η δε δεξιά των χειρ είναι όργανον αδικίας. | 11 Γλύτωσέ με καὶ ἐλευθέρωσέ με ἀπὸ τὴν χεῖρα τῶν ἀλλοφύλων, τῶν ὁποίων τὸ στόμα ἐλάλησε πάντοτε ἀσύστατα ψεύδη καὶ ἡ δεξιά των ψευδορκεῖ, ἵνα διαπράττῃ ἐπιτυχῶς κάθε ἀδικίαν· |
12 ὧν οἱ υἱοὶ ὡς νεόφυτα ἱδρυμένα ἐν τῇ νεότητι αὐτῶν, αἱ θυγατέρες αὐτῶν κεκαλλωπισμέναι, περικεκοσμημέναι ὡς ὁμοίωμα ναοῦ, | 12 Αυτοί απολαμβάνουν σήμερον όλα τα αγαθά. Τα παιδιά των λόγω της νεότητός των όμοιάζουν σαν βλαστάρια καλώς ριζωμένα και θαλερά. Αι θυγατέρες των είναι καλλωπισμένες και στολισμένες με κοσμήματα στο σώμα των, ωσάν τα αγάλματα ειδωλολατρικού ναού. | 12 τῶν ὁποίων οἱ υἱοὶ ὁμοιάζουν πρὸς νεοφύτευτα δένδρα, καλῶς ριζωμένα καὶ πράσινα λόγῳ τῆς νεότητός των· αἱ θυγατέρες των εἶναι καλλωπισμένα! μὲ ψιμύθια καὶ στολισμέναι μὲ κοσμήματα γύρω ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ σώματος των, ὅπως στολίζεται ἄγαλμα καὶ εἴδωλον ναοῦ. |
13 τὰ ταμιεῖα αὐτῶν πλήρη, ἐξερευγόμενα ἐκ τούτου εἰς τοῦτο, τὰ πρόβατα αὐτῶν πολύτοκα, πληθύνοντα ἐν ταῖς ἐξόδοις αὐτῶν, | 13 Αι αποθήκαι των είναι γεμάται από αγαθά. Υπερεκχυλίζουν από κάθε είδος· τα πρόβατά των είναι πολύτοκα. Πολλαπλασιάζονται αναρίθμητα στους βοσκοτόπους, όπου εξέρχονται προς βοσκήν. | 13 Αἱ ἀποθῆκαι των εἶναι γεμᾶται καὶ βγάζουν ἀπὸ τὰ ὑπερχειλιζόμενα βάθη των παντὸς εἴδους τροφὰς καὶ προϊόντα, ὥστε ἀπὸ τὸ ἓν δοχεῖον ποὺ ἐγέμισε νὰ μεταφέρεται τὸ περίσσευμα εἰς τὸ ἕτερον· τὰ πρόβατά των εἶναι πολύτοκα αὐξάνοντα καὶ πληθυνόμενα εἰς τοὺς ἀνοικτοὺς τόπους, εἰς τοὺς ὁποίους ἐξέρχονται πρὸς βοσκήν. |
14 οἱ βόες αὐτῶν παχεῖς, οὐκ ἔστι κατάπτωμα φραγμοῦ, οὐδὲ διέξοδος, οὐδὲ κραυγὴ ἐν ταῖς πλατείαις αὐτῶν, | 14 Τα βόϊδια των είναι παχέα. Κανένας από τους τοίχους των οικοδομών των δεν έχει κρημνισθή ούτε και έχει υποστή καμμίαν ρωγμήν. Δεν ακούεται κραυγή θρήνου και πόνου εις τας πλατείας των. | 14 Οἱ βόες των εἶναι παχεῖς. Δὲν ὑπάρχει κανὲν ρῆγμα εἰς τοὺς φραγμοὺς καὶ εἰς τὰ τείχη των, ἀλλ’ ὀρθοῦνται ταῦτα στερεά, οὔτε ἔξοδος πολιτῶν συρομένων εἰς αἰχμαλωσίαν, οὔτε κραυγή τις θρήνου δι’ ἀτύχημα τῶν ἐθνικὸν ἀκούεται εἰς τὰς πλατείας των. |
15 ἐμακάρισαν τὸν λαόν, ᾧ ταῦτά ἐστι· μακάριος ὁ λαός, οὗ Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ. | 15 Εκείνοι, οι οποίοι αγνοούν σε και το θέλημά σου, εκαλοτύχησαν τον λαόν, ο οποίος απολαμβάνει αυτά τα αγαθά. Αλλά εις την πραγματικότητα μακάριος είναι ο λαός εκείνος, του οποίου ο αληθινός Θεός είναι ο Θεός και Κυριος του. | 15 Οἱ μάταιοι καὶ ὑλόφρονες ἄνθρωποι ἐμακάρισαν τὸν λαόν, εἰς τὸν ὁποῖον ὑπάρχουν τὰ ἀγαθὰ ταῦτα. Ἀλλὰ μακάριος πράγματι εἶναι ὁ λαός, τοῦ ὁποίου Θεός του εἶναι ὁ Κύριος τοῦ παντός. |