Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΨΑΛΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36 (ΛϚ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Τῷ Δαυΐδ.
1 (Μασ. 37) ΜΗ ΠΑΡΑΖΗΛΟΥ ἐν πονηρευομένοις μηδὲ ζήλου τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν· 1 (Μασ. 37) Μη ζηλεύης και μη ποθής την φαινομενικήν ευτυχίαν εκείνων, οι οποίοι σκέπτονται το πονηρόν. Μη ζηλεύης εκείνους, οι οποίοι πράττουν την ανομίαν, 1 Μὴ ἐρεθίζεσαι ἐκ φθόνου καὶ μὴ παρακινῆσαι πρὸς μίμησιν τῶν πονηρευομένων, μηδὲ ζήλευε βλέπων τὴν εὐτυχίαν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ζοῦν μέσα εἰς τὴν παρανομίαν.
2 ὅτι ὡσεὶ χόρτος ταχὺ ἀποξηρανθήσονται καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης ταχὺ ἀποπεσοῦνται. 2 διότι αυτοί γρήγορα σαν το χορτάρι θα ξηρανθούν. Και σαν την πρασίνην χλόην θα μαρανθούν και θα πέσουν στο έδαφος. 2 Ἡ εὐτυχία των εἶναι προσωρινή. Διότι γρήγορα σὰν χορτάρι θὰ ἀποξηρανθοῦν καὶ σὰν τὴν πρασίνην χλόην ταχέως θὰ μαρανθοῦν.
3 ἔλπισον ἐπὶ Κύριον καὶ ποίει χρηστότητα καὶ κατασκήνου τὴν γῆν, καὶ ποιμανθήσῃ ἐπὶ τῷ πλούτῳ αὐτῆς. 3 Στήριξε την ελπίδα σου στον Κυριον, πράττε το αγαθόν και έτσι ασφαλής και ειρηνικός θα κατοικήσης εις την γην της Επαγγελίας, και από τον καλόν ποιμένα, τον Θεόν, θα ποιμανθής με στοργήν και θα απολαύσης τον πλούτον της χώρας, όπου κατοικείς. 3 Στήριξε τὴν ἐλπίδα σου εἰς τὸν Κύριον καὶ ἐργάζου τὸ ἀγαθὸν εἰς ὅλους, καὶ τότε ἀφόβως καὶ ἀσφαλῶς θὰ κατοικήσῃς εἰς τὴν εὐλογημένην γῆν τῆς ἐπαγγελίας, καὶ ὁ Κύριος ὡς καλὸς ποιμὴν θὰ σὲ ποιμάνῃ καὶ θὰ σὲ διαθρέψῃ μὲ τὸν πλοῦτον της.
4 κατατρύφησον τοῦ Κυρίου, καὶ δώσει σοι τὰ αἰτήματα τῆς καρδίας σου. 4 Εντρύφημά σου και χαρά σου ας είναι ο Κυριος και αυτός θα σου δώση κάθε αγαθόν υλικόν και πνευματικόν, που ποθεί η καρδία σου. 4 Ἀπόλαυσε τὸν Κύριον διὰ τῆς πρὸς αὐτὸν ἀγάπης καὶ ἀφωσιωμένης λατρείας, καὶ θὰ σοῦ δώσῃ Ἐκεῖνος ὅ,τι ποθεῖ καὶ ζητεῖ ἡ καρδία σου.
5 ἀποκάλυψον πρὸς Κύριον τὴν ὁδόν σου καὶ ἔλπισον ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ αὐτὸς ποιήσει 5 Φανερόν ενώπιον του Θεού με πλήρη εμπιστοσύνην να έχης πάντοτε τον δρόμον της ζωής σου. Εχε εις αυτόν τας ελπίδας σου και αυτός θα πράξη εις σε εκείνο, το οποίον σε συμφέρει και σε χαροποιεί. 5 Φανέρωσε πρὸς τὸν Κύριον μετὰ πάσης ἐμπιστοσύνης τὸν δρόμον καὶ τὰς ἐπιδιώξεις καὶ ἀνάγκας τῆς ζωῆς σου καὶ ἔλπισον εἰς αὐτὸν καὶ αὐτὸς θὰ κάμῃ ἐκεῖνα ποὺ ζητεῖς καὶ χρειάζεσαι.
6 καὶ ἐξοίσει ὡς φῶς τὴν δικαιοσύνην σου καὶ τὸ κρῖμά σου ὡς μεσημβρίαν. 6 Θα φανερώση και θα προβάλη αυτός το δίκαιόν σου λαμπρόν ωσάν το φως, και θα κάμη ολοφωτον την δικαίαν του κρίσιν υπέρ σου, ωσάν τον μεσημβρινόν ήλιον. 6 Καὶ θὰ φανερώσῃ αὐτὸς τὸ δίκαιόν σου περίλαμπρον σὰν τὸ φῶς, καὶ θὰ παρουσιάσῃ τὴν περὶ σοῦ δικαίαν ψῆφον καὶ κρίσιν του φαεινὴν καὶ ἀπαστράπτουσαν, ὅπως εἶναι ὁ ἥλιος τὸ μεσημέρι.
7 ὑποτάγηθι τῷ Κυρίῳ καὶ ἱκέτευσον αὐτόν· μὴ παραζήλου ἐν τῷ κατευοδουμένῳ ἐν τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐν ἀνθρώπῳ ποιοῦντι παρανομίαν. 7 Να υποταχθής στον Κυριον και αυτόν να παρακαλής θερμώς δια της προσευχής σου. Μη αφήσης να καταλάβη ποτέ την καρδίαν σου η ζήλεια και ο φθόνος δια τον άνθρωπον, που ευδοκιμεί εις την ζωήν του, ο οποίος όμως πράττει παρανομίας. 7 Δείκνυε ὑποταγὴν πρὸς τὸν Κύριον καὶ μετ’ ἐλπίδος καὶ ἐμπιστοσύνης παρακάλει αὐτόν· μὴ παροξύνεσαι καὶ μὴ ζηλεύῃς διὰ τὸν εὐδοκιμοῦντα καὶ προοδεύοντα εἰς τὸν δρόμον τῆς ζωῆς τοῦ ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος δὲν παύει ἀπὸ τοῦ νὰ ἐργάζεται τὴν παρανομίαν.
8 παῦσαι ἀπὸ ὀργῆς καὶ ἐγκατάλιπε θυμόν, μὴ παραζήλου ὥστε πονηρεύεσθαι· 8 Παύσε να αγανακτής δι' αυτόν. Αφησε κατά μέρος κάθε θυμόν. Πρόσεξε, μη τον ζηλεύης, ώστε και συ να σκέπτεσαι πονηρά, όπως εκείνος. 8 Παῦσον νὰ ὀργίζεσαι ἀγανακτῶν ἐπὶ τῇ εὐτυχίᾳ τῶν ἁμαρτωλῶν, καὶ ἄφησε κάθε θυμόν, ἀκόμη καὶ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εἶναι δυνατὸν νὰ διεγείρεται μέσα σου, ὅταν βλέπῃς τοὺς ἀσεβεῖς ἐκ τῆς εὐτυχίας τῶν ἀποθρασυνομένους. Πρόσεξε μήπως παρασυρθῇς ἀπὸ ζήλειαν, ὥστε καὶ σὺ νὰ πονηρεύεσαι, καθὼς ἐκεῖνοι.
9 ὅτι οἱ πονηρευόμενοι ἐξολοθρευθήσονται, οἱ δὲ ὑπομένοντες τὸν Κύριον αὐτοὶ κληρονομήσουσι γῆν. 9 Διότι όλοι αυτοί, οι οποίοι σκέπτονται το πονηρόν και πράττουν το κακόν, θα εξολοθρευθούν. Οσοι όμως με πίστιν στον Κυριον υπομένουν τας θλίψεις και αναμένουν από τον Κυριον την λύτρωσιν, αυτοί θα έχουν ως παντοτεινήν και ασφαλή κληρονομίαν των την γην και τα αγαθά της. 9 Διότι αὐτοί, ποὺ πράττουν τὸ κακόν, θὰ ἐξολοθρευθοῦν, αὐτοὶ δὲ ποὺ μὲ ὑπομονητικὴν ἐλπίδα προσμένουν τὴν προστασίαν τοῦ Κυρίου, θὰ κληρονομήσουν τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς.
10 καὶ ἔτι ὀλίγον καὶ οὐ μὴ ὑπάρξῃ ὁ ἁμαρτωλός, καὶ ζητήσεις τὸν τόπον αὐτοῦ, καὶ οὐ μὴ εὕρῃς· 10 Καμε υπομονήν· ολίγος καιρός ακόμη θα περάση και ο αμαρτωλός, του οποίου συ σήμερον την ευτυχίαν ημπορεί να ζηλεύης, δεν θα υπάρχη πλέον. Θα αναζητήσης τον τόπον, στον οποίον αυτός είχε ζήσει ευτυχής, και δεν θα τον εύρης. 10 Μὴ ζηλεύσῃς τὴν εὐτυχίαν τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Περίμενε, καὶ ὀλίγος καιρὸς θὰ παρέλθῃ ἀκόμη, καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς αὐτός, ποὺ τώρα εὐτυχεῖ, δὲν θὰ ὑπάρχῃ καὶ θὰ ζητήσῃς τὸν τόπον ποὺ κατεῖχε περίβλεπτος καὶ δὲν θὰ τὸν εὕρης.
11 οἱ δὲ πραεῖς κληρονομήσουσι γῆν καὶ κατατρυφήσουσιν ἐπὶ πλήθει εἰρήνης. 11 Εξ αντιθέτου αυτοί οι οποίοι είναι πράοι και έγιναν πράοι δια μέσου των θλίψεων, θα είναι οι παντοτεινοί κληρονόμοι της γης της Επαγγελίας. Θα εντρυφούν εις τα πλούσια αγαθά της και θα ζουν με πολλήν ειρήνην. 11 Αὐτοὶ ὅμως ποὺ διὰ τῆς δοκιμασίας τῶν θλίψεων ἐταπεινώθησαν καὶ ἔγιναν πρᾶοι, θὰ κληρονομήσουν τὴν γῆν μὴ ἐξαφανιζόμενοι ἀδόξως ἐξ αὐτῆς ὡς οἱ ἀσεβεῖς, καὶ θὰ ἀπολαύσουν ἐν τρυφῇ τὰ ἀγαθά της γεμᾶτοι εἰρήνην.
12 παρατηρήσεται ὁ ἁμαρτωλὸς τὸν δίκαιον καὶ βρύξει ἐπ᾿ αὐτὸν τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ· 12 Με μίσος εις την καρδίαν θα παρατηρήση ο αμαρτωλός τον δίκαιον και θα τρίξη με μανίαν τους οδόντας του εναντίον αυτού. 12 Μὲ ἀπέχθειαν θὰ παρατηρήσῃ τὸν δίκαιον ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ θὰ τρίξῃ μὲ μανίαν τοὺς ὀδόντάς του, ζητῶν εἰ δυνατὸν νὰ μασήσῃ τὰς σάρκας του.
13 ὁ δὲ Κύριος ἐκγελάσεται αὐτόν, ὅτι προβλέπει ὅτι ἥξει ἡ ἡμέρα αὐτοῦ. 13 Ο Κυριος όμως θα γελάση εις βάρος του αμαρτωλού, διότι προβλέπει, ότι θα έλθη η ημέρα της τιμωρίας του και του αφανισμού του. 13 Ὁ Κύριος ὅμως γελάσῃ εἰς βάρος τοῦ ἁμαρτωλοῦ· διότι προβλέπει ὅτι ἀσφαλῶς θὰ ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τῆς καταδίκης του καὶ τοῦ ἀφανισμοῦ του.
14 ρομφαίαν ἐσπάσαντο οἱ ἁμαρτωλοί, ἐνέτειναν τόξον αὐτῶν τοῦ καταβαλεῖν πτωχὸν καὶ πένητα, τοῦ σφάξαι τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ· 14 Εγύμνωσαν την σπάθην των οι αμαρτωλοί. Ετέντωσαν το τόξον των, δια να κτυπήσουν με αυτό και ρίψουν κατά γης νεκρόν τον ταλαιπωρημένον και τον πτωχόν, και με την μάχαιράν των να σφάξουν όλους εκείνους, οι οποίοι έχουν ευθείαν και ειλικρινή την καρδίαν. 14 Ἐγύμνωσαν τὸ ξίφος των οἱ ἁμαρτωλοί, ἕτοιμοι νὰ πλήξουν ἐκ τοῦ πλησίον τὸν δίκαιον, καὶ ἐτέντωσαν τὸ τόξον των, ἵνα ἀπὸ μακρὰν κτυπήσουν καὶ ρίψουν κάτω τὸν πτωχὸν καὶ ἀπροστάτευτον, ποὺ μόνην ἐλπίδα του ἔχει τὸν Θεόν, καὶ ἶνα μὲ τὴν μάχαιράν των σφάξουν τοὺς μὴ ἔχοντας δόλον καὶ πονηρίαν εἰς τὴν καρδίαν των.
15 ἡ ρομφαία αὐτῶν εἰσέλθοι εἰς τὰς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ τόξα αὐτῶν συντριβείη. 15 Η ρομφαία των θα εισέλθη και θα διαπεράση την ιδικήν των καρδίαν, τα δε τόξα των θα συντριβούν. 15 Ἡ μάχαιρά των εἴθε νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὰς καρδίας των, καὶ εἴθε νὰ συντριβοῦν τὰ τόξα των. Ἂς ματαιωθοῦν αἱ ἐπιβουλαί των, καὶ ἂς πέσουν αὐτοὶ εἰς τὸν λάκκον, ποὺ ἔσκαψαν πρὸς ὄλεθρον τοῦ δικαίου.
16 κρεῖσσον ὀλίγον τῷ δικαίῳ ὑπὲρ πλοῦτον ἁμαρτωλῶν πολύν· 16 Το ολίγον, αλλά τίμιον, του δικαίου ανθρώπου είναι πολυτιμότερον από τα πολλά πλούτη των αμαρτωλών. 16 Τί σημαίνει, ἐὰν οἱ ἁμαρτωλοὶ πρὸς καιρὸν πλουτοῦν; Τὸ ὀλίγον, ποὺ ἔχει ὁ δίκαιος, εἶναι πολὺ προτιμότερον καὶ πολὺ καλύτερον δι’ αὐτόν, παρὰ ὁ πολὺς πλοῦτος τῶν ἁμαρτωλῶν.
17 ὅτι βραχίονες ἁμαρτωλῶν συντριβήσονται, ὑποστηρίζει δὲ δικαίους ὁ Κύριος. 17 Διότι οι βραχίονες των αμαρτωλών, που φαίνονται σήμερον τόσον ισχυροί, θα συντριβούν μετ' ολίγον. Ο δε Θεός υποστηρίζει και υπερασπίζει τους δικαίους. 17 Διότι οἱ βραχίονες τῶν ἁμαρτωλῶν, ποὺ φαίνονται τώρα ἰσχυροί, θὰ συντριβοῦν, καὶ θὰ ἐξαφανισθῇ ἡ δύναμις καὶ ἡ ἐπιρροή των, τοὺς δικαίους ὅμως ὑποστηρίζει ὁ Θεός, καὶ αὐτὸς εἶναι ἡ ἄθραυστος καὶ ἀκαταγώνιστος δύναμίς των.
18 γινώσκει Κύριος τὰς ὁδοὺς τῶν ἀμώμων, καὶ ἡ κληρονομία αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα ἔσται· 18 Ο Κυριος γνωρίζει πολύ καλά και εκτιμά τους δρόμους της ζωής των δικαίων και ειλικρινών ανθρώπων. Και με την προστασίαν Του η κληρονομία των εις την γην των πατέρων των θα είναι παντοτεινή από γενεάς εις γενεάν. 18 Παρακολουθεῖ στοργικῶς καὶ γνωρίζει ὁ Κύριος τὴν ὅλην ζωὴν τῶν εὐσεβῶν καὶ ἀμέμπτων μεθ’ ὅλων τῶν λεπτομερειῶν καὶ περισπασμῶν της, καὶ ἡ κληρονομία των εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας θὰ εἶναι παντοτεινὴ διαβιβαζομένη εἰς τοὺς ἀπογόνους των ἐπὶ αἰῶνας μακρούς.
19 οὐ καταισχυνθήσονται ἐν καιρῷ πονηρῷ καὶ ἐν ἡμέραις λιμοῦ χορτασθήσονται. 19 Δεν θα εντροπιασθούν αυτοί εις περιστάσεις δυσκόλους, αλλά τουναντίον και εις εποχήν λιμού θα χορτάσουν. 19 Δὲν θὰ ἐντροπιασθοῦν διαψευδομένων τῶν ἐλπίδων των εἰς καιροὺς δυσκολίας καὶ κινδύνων, καὶ εἰς ἡμέρας πείνης καὶ στερήσεων θὰ χορτασθοῦν.
20 ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπολοῦνται, οἱ δὲ ἐχθροὶ τοῦ Κυρίου ἅμα τῷ δοξασθῆναι αὐτοὺς καὶ ὑψωθῆναι ἐκλείποντες ὡσεὶ καπνὸς ἐξέλιπον. 20 Ενῷ εξ αντιθέτου οι αμαρτωλοί θα εξολοθρευθούν. Οι εχθροί αυτοί του Κυρίου αμέσως μόλις δοξασθούν ανερχόμενοι εις μεγάλα αξιώματα και πλούτη, θα εξαφανισθούν, όπως διαλύεται και εξαφανίζεται ο καπνός. 20 Διότι οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ ἐξολοθρευθοῦν, καὶ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Κυρίου εὐθὺς ὡς δοξασθοῦν καὶ ὑψωθοῦν, ἀμέσως μετὰ βραχεῖαν καὶ προσωρινὴν λάμψιν ἐκλείψουν σὰν ἀποπνικτικός, ἀλλὰ καὶ συντόμως διαλυόμενος καπνός.
21 δανείζεται ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ οὐκ ἀποτίσει, ὁ δὲ δίκαιος οἰκτείρει καὶ δίδωσιν· 21 Θα πτωχύνη ο αμαρτωλός πλούσιος. Θα ευρεθή εις την ανάγκην να ζητήση δάνειον δεν θα ημπορέση όμως λόγω της πτωχείας του να το αποδώση. Ο δίκαιος όμως, πλούσιος με τα δώρα του Θεού, θα συμπαθή πάντοτε τους πτωχούς και τους έχοντας ανάγκην, και θα δίδη προς αυτούς βοήθειαν. 21 Εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ δανεισθῇ ὁ χθὲς βαθύπλουτος ἁμαρτωλός, καὶ δὲν θὰ ἠμπορέσῃ λόγῳ τῆς ἐσχάτης ἀνεχείας του νὰ ἐξοφλήσῃ τὸ χρέος του, ὁ δίκαιος ὅμως θὰ συμπαθῇ καὶ θὰ ἐλεῇ τοὺς στερουμένους καὶ πτωχούς, ἀλλὰ καὶ θὰ ἔχῃ πάντοτε, ὥστε νὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ δίδῃ καὶ νὰ συντρέχῃ αὐτούς.
22 ὅτι οἱ εὐλογοῦντες αὐτὸν κληρονομήσουσι γῆν, οἱ δὲ καταρώμενοι αὐτὸν ἐξολοθρευθήσονται. 22 Διότι όσοι με τα λόγια και με τα έργα των δοξάζουν τον Κυριον, θα κληρονομήσουν την γην με τα αγαθά της. Εκείνοι όμως, οι οποίοι τον βλασφημούν, θα εξολοθρευθούν. 22 Διότι οἰ εὐλογοῦντες καὶ δοξάζοντες τὸν Θεὸν θὰ κληρονομήσουν τὴν γῆν καὶ τὰ ἀγαθά της, αὐτοὶ δὲ ποὺ καταρῶνται αὐτὸν καὶ τὸν βλασφημοῦν, θὰ ἐξολοθρευθοῦν.
23 παρὰ Κυρίου τὰ διαβήματα ἀνθρώπου κατευθύνεται, καὶ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ θελήσει σφόδρα· 23 Από τον Κυριον σταθερώς και ασφαλώς κατευθύνονται τα βήματα της ζωής του αγαθού ανθρώπου προς επιτυχίαν και ευτυχίαν, διότι τον τρόπον της ζωής του εγκρίνει και αποδέχεται πλήρως ο Κυριος. 23 Ἀπὸ τὸν Κύριον διευθύνονται πρὸς ἐπιτυχίαν αἱ λεπτομέρειαι καὶ τύχαι τῆς ζωῆς τοῦ ἀγαθοῦ ἀνθρώπου, καὶ τὴν ὅλην πορείαν τοῦ βίου τοῦ θὰ εὐλογῇ καὶ θὰ ἀποδέχεται ὁ Θεὸς κατευοδώνων αὐτήν, ὥστε πάντοτε νὰ εἶναι ἀρεστὴ ἐνώπιόν του.
24 ὅταν πέσῃ, οὐ καταῤῥαχθήσεται, ὅτι Κύριος ἀντιστηρίζει χεῖρα αὐτοῦ. 24 Και όταν ακόμη ο αγαθός άνθρωπος πέση, δεν θα ραγίση, δεν θα συντριβή, διότι ο Κυριος θα τον υποβαστάση, θα τον συγκρατήση από το χέρι. 24 Ὅταν ὁ δίκαιος προσκρούσῃ κάπου καὶ πέσῃ, δὲν θὰ ραγίσῃ καὶ δὲν θὰ συντριβῇ, διότι ὁ Κύριος θέτει ὑποκάτω τὴν χεῖρα του καὶ τὸν ὑποβαστάζει.
25 νεώτερος ἐγενόμην καὶ γὰρ ἐγήρασα καὶ οὐκ εἶδον δίκαιον ἐγκαταλελειμμένον, οὐδὲ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ζητοῦν ἄρτους· 25 Υπήρξα νέος και τώρα εγήρασα. Καθ' όλον δε αυτό το διάστημα της ζωής μου δεν είδον δίκαιον άνθρωπον να εγκαταλείπεται από τον Θεόν, ούτε τους απογόνους των να ζητιανεύουν ψωμί. 25 Ὑπῆρξα νεώτερος ἄλλοτε καὶ ἐγήρασα βεβαίως τώρα, ἀλλὰ δὲν εἶδα ὁ δίκαιος νὰ δυστυχῆ καὶ νὰ εἶναι ἔρημος καὶ ἐγκαταλελειμμένος, οὔτε εἶδα τοὺς ἀπογόνους του νὰ ψωμοζητοῦν.
26 ὅλην τὴν ἡμέραν ἐλεεῖ καὶ δανείζει ὁ δίκαιος, καὶ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς εὐλογίαν ἔσται. 26 Ολας τας ημέρας της ζωής του συμπαθεί ο δίκαιος τους έχοντας ανάγκην και τους ελεεί. Και όμως παρ' όλα δσα δίδει, οι απόγονοί του δεν θα στερηθούν, αλλά θα ζουν μέσα εις τας ευλογίας του Θεού. 26 Ὅλην τὴν ἡμέραν ὁ δίκαιος ἐξακολουθεῖ νὰ δίδῃ ἐλεημοσύνην καὶ νὰ δανείζῃ τοὺς εἰς στενόχωρον ἀνάγκην εὑρισκομένους, καὶ ὅμως οἱ ἀπόγονοί του δὲν εὐρεθοῦν εἰς ἔνδειαν καὶ χρηματικὴν στενοχώριαν, ἀλλὰ θὰ ἀπολαμβάνουν τὰς θείας εὐλογίας.
27 ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθὸν καὶ κατασκήνου εἰς αἰῶνα αἰῶνος· 27 Τραβήξου μακρυά από το κακόν και πράττε πάντοτε το καλόν. Τοτε θα κατοικήσης μονίμως και ασφαλώς εις την ιεράν γην των πατέρων σου, 27 Ἀπομακρύνθητι ἀπὸ τὸ κακὸν καὶ κάμε τὸ ἀγαθὸν γινόμενος εὐεργετικὸς πρὸς ὅλους, καὶ ὡς ἀνταμοιβὴν θὰ ἔχῃς ὅτι θὰ κατασκήνωσῃς παντοτεινὰ καὶ αἰωνίως εἰς τὰς οὐρανίους σκηνάς.
28 ὅτι Κύριος ἀγαπᾷ κρίσιν καὶ οὐκ ἐγκαταλείψει τοὺς ὁσίους αὐτοῦ, εἰς τὸν αἰῶνα φυλαχθήσονται· ἄνομοι δὲ ἐκδιωχθήσονται, καὶ σπέρμα ἀσεβῶν ἐξολοθρευθήσεται. 28 διότι ο Κυριος αγαπά την δικαίαν κρίσιν. Και δια τούτο δεν θα εγκαταλείψη ποτέ τους αφωσιωμένους εις αυτόν, αλλά θα τους προστατεύη. Και έτσι αυτοί κάτω από την θείαν προστασίαν θα διαφυλάσσωνται πάντοτε ασφαλείς. Εξ αντιθέτου οι παράνομοι θα εξολοθρευθούν και θα εκδιωχθούν από τον τόπον των. Και οι απόγονοι ακόμη των ασεβών ανθρώπων θα εξολοθρευθούν. 28 Θὰ ἔχῃς δὲ τὴν ἀνταπόδοσιν ταύτην, διότι ὁ Κύριος εἶναι φιλοδίκαιος καὶ ἀγαπᾷ νὰ κρίνῃ δικαίως, καὶ δὲν θὰ ἐγκαταλείψῃ ἀπροστατεύτους τοὺς ἀφωσιωμένους εἰς αὐτόν· θὰ διαφυλαχθοῦν οὗτοι ὑπὸ τῆς προνοίας τοῦ αἰωνίως· οἱ ἄνομοι ὅμως καὶ οἱ φαῦλοι θὰ ἐκδιωχθοῦν καὶ οἱ ἀπόγονοι τῶν ἀσεβῶν θὰ ἐξολοθρευθοῦν.
29 δίκαιοι δὲ κληρονομήσουσι γῆν καὶ κατασκηνώσουσιν εἰς αἰῶνα αἰῶνος ἐπ᾿ αὐτῆς. 29 Οι δε δίκαιοι θα είναι οι παντοτεινοί κληρονόμοι της γης της Επαγγελίας και εις αυτήν θα εγκατασταθούν μονίμως εις αιώνας αιώνων. 29 Ἀντιθέτως οἱ δίκαιοι θὰ λάβουν ὡς κληρονομίαν τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας καὶ τὰ ἀγαθά της, καὶ διὰ τῶν ὁλονὲν διαδεχομένων ἀλλήλους ἀπογόνων των θὰ κατοικήσουν ἐπ' αὐτῆς εἰς μακροὺς αἰῶνας.
30 στόμα δικαίου μελετήσει σοφίαν, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ λαλήσει κρίσιν. 30 Από το στόμα του δικαίου ανθρώπου θα εξέρχωνται αι σοφαί σκέψεις και κρίσεις της διανοίας του, και η γλώσσα του θα λαλή πάντοτε το δίκαιον και το ορθόν. 30 Ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ δικαίου θὰ ἀκούεται σοφία, διότι θὰ βγαίνουν πάντοτε ἀπὸ αὐτὸ τὰ ὅσα οὗτος ἐκ τῆς μελέτης τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ διδάσκεται, καθὼς καὶ ἡ γλῶσσα του θὰ λαλῇ πάντοτε τὰ ὀρθὰ καὶ τὰ ὑπὸ τῆς ἀληθείας καὶ εὐθείας κρίσεως ἐμπνεόμενα.
31 ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ, καὶ οὐχ ὑποσκελισθήσεται τὰ διαβήματα αὐτοῦ. 31 Ο νόμος του Θεού είναι χαραγμένος μονίμως εις την καρδίαν του. Δια τούτο δεν θα υποσκελισθή από κανένα ορατόν η αόρατον εχθρόν και δεν θα σκοντάψη εις τα βήματα της ζωής του. 31 Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ του εἶναι χαραγμένος μέσα εἰς τὴν καρδίαν του καὶ δὲν θὰ σκοντάψῃ οὔτε εἰς τοὺς λόγους καὶ τὰς σκέψεις του, οὔτε εἰς τὴν ἐξωτερικὴν συμπεριφοράν του.
32 κατανοεῖ ὁ ἁμαρτωλὸς τὸν δίκαιον καὶ ζητεῖ τοῦ θανατῶσαι αὐτόν, 32 Ο αμαρτωλός παραμονεύει τον δίκαιον και ζητεί ευκαιρίαν να τον θανατώση. 32 Παρακολουθεῖ καὶ παραμονεύει ὁ ἁμαρτωλὸς τὸν δίκαιον, λαμβάνων πλήρη γνῶσιν τῶν κινήσεων καὶ τῶν ἐνεργειῶν αὐτοῦ, καὶ ζητεῖ νὰ εὕρῃ εὐκαιρίαν διὰ νὰ τὸν θανατώσῃ.
33 ὁ δὲ Κύριος οὐ μὴ ἐγκαταλίπῃ αὐτὸν εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ, οὐδὲ μὴ καταδικάσηται αὐτόν, ὅταν κρίνηται αὐτῷ. 33 Ο Κυριος όμως δεν θα εγκαταλείψη και δεν θα αφήση αβοήθητον τον δίκαιον εις τα χέρια του αμαρτωλού. Ούτε θα τον αφήση να καταδικασθή, όταν θα κρίνεται εν αντιδικία με τον επιβουλευθέντα αυτόν αμαρτωλόν. 33 Ὁ Κύριος ὅμως κατ' οὐδένα λόγον δὲν θὰ τὸν ἐγκαταλίπῃ νὰ περιέλθῃ εἰς τὰς χεῖρας καὶ τὴν ἐξουσίαν ἐκείνου, οὔτε θὰ καταδικάσῃ ὁ Κύριος τὸν δίκαιον, ὅταν θὰ κρίνεται μετὰ τοῦ ἐπιβουλευθέντος αὐτὸν ἁμαρτωλοῦ.
34 ὑπόμεινον τὸν Κύριον καὶ φύλαξον τὴν ὁδὸν αὐτοῦ, καὶ ὑψώσει σε τοῦ κατακληρονομῆσαι γῆν· ἐν τῷ ἐξολοθρεύεσθαι ἁμαρτωλοὺς ὄψει. 34 Δείξε υπομονήν, περίμενε με ελπίδα την επέμβασιν και προστασίαν του Κυρίου. Φυλαξε και ζήσε σύμφωνα με τας εντολάς του. Και αυτός θα σε δοξάση, θα σε αναδείξη μέγαν, ώστε να κληρονομήσης την γην της Επαγγελίας και τα αγαθά της. Θα ίδης δε με τα ίδια σου τα μάτια τους αμαρτωλούς, όταν θα εξολοθρεύονται, από τον Κυριον. 34 Ἀνάμεινον μετὰ καρτερικῆς ἐλπίδος τὴν ἐπέμβασιν καὶ προστασίαν τοῦ Κυρίου, καὶ φύλαξον τὰ προστάγματα, κατὰ τὰ ὁποῖα μᾶς παρήγγειλε νὰ συμπεριφερώμεθα καὶ νὰ βαδίζωμεν· καὶ πολὺ σύντομα θὰ σὲ ὑψώσῃ καὶ θὰ σὲ ἀναδείξῃ μέγαν, διὰ νὰ κληρονομήσῃς τὴν γῆν καὶ τὰ ἀγαθά της ἀπολαμβάνων πᾶσαν εὐτυχίαν ἐν αὐτῇ· θὰ ἴδῃς δὲ μὲ τοὺς ἰδίους σου ὀφθαλμοὺς τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅταν θὰ ἐξολοθρεύωνται.
35 εἶδον τὸν ἀσεβῆ ὑπερυψούμενον καὶ ἐπαιρόμενον ὡς τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου· 35 Είδα τον ασεβή να ακμάζη, να υπερυψώνεται πανίσχυρος, να ψηλώνη ωσάν τα αιωνόβια κέδρα του Λιβάνου. 35 Εἶδον τὸν ἀσεβῆ νὰ ἀκμάζῃ, νὰ ὑπερυψοῦται πανίσχυρος καὶ νὰ ἐξαπλώνῃ τὴν ἐπιρροήν του σὰν τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου.
36 καὶ παρῆλθον, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν, καὶ ἐζήτησα αὐτόν, καὶ οὐχ εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ. 36 Μολις όμως επέρασα πάλιν από εκεί και ιδού, αυτός δεν υπήρχε πλέον. Εγύρισα πίσω, ανεζήτησα να τον εύρω, αλλά δεν ημπόρεσα να εύρω ούτε τον τόπον, στον οποίον προηγουμένως κατοικούσε. 36 Καὶ μόλις ἐπρόφθασα νὰ περάσω ἀπ' ἐκεῖ, καὶ ἰδοὺ οὗτος ἐν τῷ μεταξὺ εἶχεν ἐκλείψει. Καὶ ἐπέρασα ἐκ νέου καὶ ἐζήτησα αὐτὸν καὶ δὲν εὑρέθη ὄχι μόνον αὐτός, ἀλλ’ οὔτε ὁ τόπος, ποὺ εὑρίσκετο προτήτερα ὑψωμένος καὶ ἀγέρωχος. Κάθε ἴχνος του ἐχάθη.
37 φύλασσε ἀκακίαν καὶ ἴδε εὐθύτητα, ὅτι ἐστὶν ἐγκατάλειμμα ἀνθρώπῳ εἰρηνικῷ· 37 Προσπάθει συ να είσαι άκακος. Βλέπε πάντοτε μπροστά σου τον ευθύν δρόμον του Θεού, διότι ο ειρηνικός άνθρωπος θα αφήση οπίσω του μνήμην αγαθήν και ευτυχισμένους απογόνους. 37 Προσπάθει νὰ εἶσαι ἄκακος καὶ ἀπονήρευτος καὶ βλέπε πάντοτε τὸν εὐθὺν δρόμον τῆς ἀρετῆς μὴ ἀπομακρυνόμενος ποτὲ ἀπὸ αὐτόν· διότι ὁ εἰρηνικὸς ἄνθρωπος θὰ ἀφήσῃ πάντοτε ὀπίσω του καὶ φήμην καλὴν καὶ ἀπογόνους εὐτυχισμενους καὶ τιμῶντας τὴν μνήμην του.
38 οἱ δὲ παράνομοι ἐξολοθρευθήσονται ἐπὶ τὸ αὐτό, τὰ ἐγκαταλείμματα τῶν ἀσεβῶν ἐξολοθρευθήσονται. 38 Οι παράνομοι όμως θα εξολοθρευθούν όλοι μαζή. Θα διαλυθούν και θα εξαφανισθούν τα υπολείμματα από τα πλούτη των, το όνομά των και οι απόγονοί των. 38 Οἱ παράνομοι ὅμως θὰ ἐξολοθρευθοῦν ὅλοι μαζί, καὶ μετ' αὐτῶν θὰ ἐξολοθρευθοῦν ὅ,τι θὰ ἀφήσουν ὀπίσω τους οἱ ἀσεβεῖς, καὶ τὰ πλούτη καὶ ἡ φήμη των καὶ οἱ ἀπόγονοί των.
39 σωτηρία δὲ τῶν δικαίων παρὰ Κυρίου, καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν ἐστιν ἐν καιρῷ θλίψεως, 39 Βεβαία όμως και ασφαλής θα έλθη από τον Κυριον η σωτηρία των δικαίων διότι αυτός είναι ο υπερασπιστής των στον καιρόν των θλίψεων και των δοκιμασιών των. 39 Ἀντιθέτως ἡ σωτηρία τῶν δικαίων εἶναι ἀσφαλὴς καὶ βεβαία, διότι συντελεῖται αὕτη ἀπὸ τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ ὑπερασπιστής των ἐν καιρῷ θλίψεως.
40 καὶ βοηθήσει αὐτοῖς Κύριος καὶ ῥύσεται αὐτοὺς καὶ ἐξελεῖται αὐτοὺς ἐξ ἁμαρτωλῶν καὶ σώσει αὐτούς, ὅτι ἤλπισαν ἐπ᾿ αὐτόν. 40 Ο Κυριος θα βοηθήση τους δικαίους. Θα τους απαλλάξη από τας θλίψεις και τας συμφοράς και θα τους γλυτώση από τα χέρια των αμαρτωλών. Θα τους σώση, διότι αυτοί εις εκείνον εστήριξαν τας ελπίδας των. 40 Καὶ θὰ τοὺς βοηθήσῃ ὁ Κύριος καὶ θὰ τοὺς ἀπαλλάξῃ ἐκ κακῶν συμφορῶν καὶ θὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς· καὶ θὰ τοὺς σώσῃ, διότι ἐστήριξαν τὴν ἐλπίδα των εἰς αὐτόν.