Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
᾿Αλληλούϊα. | | |
1 (Μασ. 105) ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΣΘΕ τῷ Κυρίῳ καὶ ἐπικαλεῖσθε τὸ ὄνομα αὐτοῦ, ἀπαγγείλατε ἐν τοῖς ἔθνεσι τὰ ἔργα αὐτοῦ· | 1 (Μασ. 105) Δοξολογείτε τον Κυριον με θσυμασμόν δια το μεγαλείον του και με ευγνωμοσύνην δια τας ευεργεσίας του. Επικαλείσθε πάντοτε το άγιον Ονομά του, διαλαλήσατε εις τα έθνη τα θαυμάσια αυτού έργα. | 1 Δοξολογεῖτε μετ' εὐγνωμοσύνης τὸν Κύριον καὶ ἐπικαλεῖσθε μετ’ ἐπευφημιῶν τὸ ὄνομα αὐτοῦ, γνωστοποιήσατε εἰς τὰ ἔθνη τὰ ἔργα του, ἵνα καὶ αὐτὰ γνωρίσουν τὸν ἀληθινὸν Θεόν. |
2 ᾄσατε αὐτῷ καὶ ψάλατε αὐτῷ, διηγήσασθε πάντα τὰ θαυμάσια αὐτοῦ. | 2 Ψαλατε μελωδικούς ύμνους και συνθέσατε μουσικάς αρμονίας προς αυτόν. Διηγηθήτε μεταξύ σας όλα τα αξιοθαύμαστα έργα του. | 2 Μελωδήσατε μὲ τὴν φωνήν σας ὕμνον εἰς αὐτὸν καὶ ψάλατε μουσικὰς ἁρμονίας πρὸς τιμήν του, διηγήθητε ἅλα τὰ προκαλοῦντα θαυμασμὸν ἔργα του. |
3 ἐπαινεῖσθε ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἁγίῳ αὐτοῦ. εὐφρανθήτω καρδία ζητούντων τὸν Κύριον· | 3 Πλημμυρίσατε από δικαιολογημένην καύχησιν στο άγιον Ονομα του Θεού, καυχώμενοι διότι τέτοιον έχετε Θεόν. Ας ευφρανθή η καρδία όλων εκείνων, οι οποίοι ζητούν τον Κυριον. | 3 Μὴ παύετε νὰ καυχάσθε διὰ τὸ ἅγιον ὄνομά του ἐγκαλλωπιζόμενοι ὅτι τοιοῦτον ἔχετε Θεὸν καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Προστάτης σας· ἂς εὐφρανθῇ ἡ καρδία ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν τὸν Κύριον, πληροφορουμένη τὰ ὅσα ὑπὲρ τῶν ἐπικαλουμένων αὐτὸν ἐποίησε θαυμαστά. |
4 ζητήσατε τὸν Κύριον καὶ κραταιώθητε, ζητήσατε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διαπαντός. | 4 Επιζητήσατε τον Κυριον ως προστάτην και θα λάβετε μεγάλην δύναμιν. Ζητήσατε πάντοτε την στοργικήν και παντοδύναμον προστασίαν του. | 4 Ζητήσατε τὸν Κύριον καὶ ἀντλήσατε θάρρος καὶ κραταιὰν ἐνίσχυσιν, ζητήσατε ἀπαύστως τὸ πρόσωπόν του καὶ τὴν περιφανῆ ἐπίσκεψιν τῆς προστασίας καὶ συμμαχίας του. |
5 μνήσθητε τῶν θαυμασίων αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε, τὰ τέρατα αὐτοῦ καὶ τὰ κρίματα τοῦ στόματος αὐτοῦ, | 5 Ενθυμηθήτε τα θαυμαστά έργα, τα οποία επραγματοποίησεν ο Κυριος· τα καταπληκτικά υπερφυσικά έργα του, τας δικαίας κρίσεις και αποφάσστου. | 5 Ἐνθυμηθῆτε τὰ θαυμάσιά του, τὰ ὁποῖα ἐποίησε, τὰ καταπληκτικὰ καὶ πᾶσαν δύναμιν ὑπερβαίνοντα ὑπερφυσικὰ ἔργα του καὶ τὰς δικαίας κρίσεις καὶ ἀποφάσεις τοῦ στόματός του κατὰ τῶν ἀπειθούντων. |
6 σπέρμα ῾Αβραὰμ δοῦλοι αὐτοῦ, υἱοὶ ᾿Ιακὼβ ἐκλεκτοὶ αὐτοῦ. | 6 Ενθυμηθήτε σεις, απόγονοι του Αβραάμ, δούλοι του Θεού, απόγονοι του Ιακώβ, τους οποίους ο Θεός ανάμεσα από όλους τους άλλους λαούς εξέλεξεν ως λαόν του. | 6 Ἐνθυμηθῆτε ταῦτα σεῖς, ὦ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ὦ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ, ποὺ σᾶς ἐξέλεξεν ὡς λαόν του. |
7 αὐτὸς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐν πάσῃ τῇ γῇ τὰ κρίματα αὐτοῦ. | 7 Ο δημιουργός και κυβερνήτης του σύμπαντος, αυτός είναι ο Κυριος και Θεός μας. Και αι δίκαιαι αυτού αποφάσεις έχουν κύρος και ισχύν εις όλην την γην. | 7 Αὐτὸς ὁ Κύριος τοῦ παντὸς εἶναι ὁ Θεός μας, τοῦ ὁποίου αἱ δίκαιαι κρίσεις καὶ ἀποφάσεις ἐνεργοῦνται καὶ κυριαρχοῦν ἐν πάσῃ τῇ γῇ. |
8 ἐμνήσθη εἰς τὸν αἰῶνα διαθήκης αὐτοῦ, λόγου, οὗ ἐνετείλατο εἰς χιλίας γενεάς, | 8 Ενεθυμήθη και ενθυμείται πάντοτε την διαθήκην, την οποίαν συνήψε με τον λαόν του, τον λόγον τον οποίον έδωσεν ως εντολήν του δια τας γενεάς των γενεών, | 8 Ἐνεθυμήθη εἰς τὸν αἰῶνα τὴν διαθήκην του, χωρίς ποτὲ νὰ λησμονήσῃ αὐτὴν καὶ ἐξετέλεσεν αὐτὴν πιστῶς· ἐνεθυμήθη πάντοτε τὴν ὑπόσχεσιν καὶ τὸν λόγον, ὁ ὁποῖος ὡς ἀπαράβατος νόμος καὶ ἐντολὴ θὰ ἐτηρεῖτο καὶ θὰ ἐπραγματοποιεῖτο εἰς πολλὰς διὰ μέσου τῶν αἰώνων γενεὰς |
9 ὃν διέθετο τῷ ῾Αβραάμ, καὶ τοῦ ὅρκου αὐτοῦ τῷ ᾿Ισαὰκ | 9 αυτόν τον οποίον συνήψε με τον Αβραάμ και τον οποίον ενόρκως διεβεβαίωσεν στον Ισαάκ. | 9 καὶ τὸν ὁποῖον ὑπεσχέθη εἰς τὸν Ἀβραὰμ καὶ ἐνόρκως ἐβεβαίωσεν εἰς τὸν Ἰσαὰκ |
10 καὶ ἔστησεν αὐτὸν τῷ ᾿Ιακὼβ εἰς πρόσταγμα καὶ τῷ ᾿Ισραὴλ εἰς διαθήκην αἰώνιον | 10 Αυτόν τον λόγον εθέσπισε και ώρισεν στον Ιακώβ ως αμετακίνητον και απαράβατον πρόσταγμα και ως αιωνίαν διαθήκην προς χάριν του ισραηλιτικού λαού | 10 καὶ ἔστησεν ἀμετακινήτως τὸν λόγον αὐτὸν ὡς ἀπαράβατον διάταγμά του ὑπὲρ τοῦ Ἰακὼβ καὶ ὡς αἰωνίαν διαθήκην του ὑπὲρ τοῦ Ἰσραὴλ |
11 λέγων· σοὶ δώσω τὴν γῆν Χαναὰν σχοίνισμα κληρονομίας ὑμῶν. | 11 λέγων ρητώς· Εις σας θα δώσω την γην Χαναάν ως κληρονομικόν μερίδιόν σας. | 11 λέγων θὰ δώσω εἰς σὲ τὴν γῆν Χαναὰν κληρονομίαν σας καταμετρημένην διὰ γεωμετρικοῦ σχοινίου. |
12 ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἀριθμῷ βραχεῖς, ὀλιγοστοὺς καὶ παροίκους ἐν αὐτῇ | 12 Αυτά δε υπεσχέθη και διεκήρυξεν ο Θεός, όταν αυτοί ήσαν ολιγάριθμοι, ελάχιστοι και κατοικούσαν ως πάροικοι και ξένοι εις την γην Χαναάν. | 12 Καὶ ἔδωκε τὴν ὑπόσχεσίν του ταύτην, ὅταν ἦσαν κατὰ τὸν ἀριθμὸν ὀλίγοι, ἐλάχιστοι καὶ ὅταν κατῴκουν ὡς ξένοι καὶ μετανάσται ἐν τῇ γῇ ταύτῃ. |
13 καὶ διῆλθον ἐξ ἔθνους εἰς ἔθνος, καὶ ἐκ βασιλείας εἰς λαὸν ἕτερον. | 13 Ακριβώς δε διότι δεν είχον ιδικήν των γην εκείνοι οι πατριάρχαι μας, μετεκινούντο από το ένα έθνος στο άλλο και από το ένα βασίλειον στο άλλο βασίλειον. | 13 Καὶ ἀλλάσσοντες συχνὰ κατοικίαν καὶ διαμονὴν μετηνάστευσαν οἱ Πατριάρχαι ἀπὸ ἓν ἔθνος εἰς ἄλλο καὶ ἀπὸ τοῦτο τὸ βασίλειον εἰς ἄλλον λαόν. |
14 οὐκ ἀφῆκεν ἄνθρωπον ἀδικῆσαι αὐτοὺς καὶ ἤλεγξεν ὑπὲρ αὐτῶν βασιλεῖς· | 14 Αν και ήσαν ξένοι και ανίσχυροι ανάμεσα στους άλλους λαούς, δεν επέτρεψεν ο Κυριος εις κανένα άνθρωπον να τους βλάψη και ήλεγξε βασιλείς προς χάριν των λέγων· | 14 Καὶ μολονότι ἔζων διαρκῶς ὡς ξένοι μεταξὺ ἀγνώστων, δὲν ἐπέτρεψεν εἰς ἄνθρωπον νὰ τοὺς ἀδικήσῃ ἢ ὁπωσδήποτε νὰ τοὺς βλάψῃ, καὶ πρὸς προστασίαν των ἐπετίμησε καὶ ἤλεγξε βασιλεῖς, τὸν Φαραώ, τὸν Ἀβιμέλεχ καὶ λοιπούς, πρὸς τοὺς ὁποίους εἶπε· |
15 μὴ ἅπτεσθε τῶν χριστῶν μου καὶ ἐν τοῖς προφήταις μου μὴ πονηρεύεσθε. | 15 Μη εγγίζετε με διαθέσεις κακάς αυτούς, που έχουν το χρίσμα μου. Και μη σκέπτεσθε πονηρά εναντίον των προφητών μου, εκείνων οι οποίοι εμπνέονται από το πνεύμα μου. | 15 Μὴ ἐγγίσετε αὐτούς οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀφωσιωμένοι εἰς ἐμὲ καὶ διὰ τοῦτο θεωρῶ τούτους ὡς χρισθέντας ὑπ’ ἐμοῦ, καὶ μὴ σκέπτεσθε πονηρὰ καὶ κακὰ κατ’ αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι λόγῳ τῶν πρὸς αὐτοὺς ἀποκαλύψεών μου καὶ τῶν μετ’ αὐτῶν συνδιαλέξεών μου εἶναι προφῆται μου. |
16 καὶ ἐκάλεσε λιμὸν ἐπὶ τὴν γῆν, πᾶν στήριγμα ἄρτου συνέτριψεν· | 16 Επροκάλεσε πείναν, στέρησιν άρτου και φαγητού ανάμεσα εις την χώραν των. Κατέστρεψε κάθε απόθεμα άρτου, ο οποίος στηρίζει και ενδυναμώνει τον άνθρωπον. | 16 Καὶ προεκάλεσε πεῖναν καὶ στέρησιν σίτου ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ πᾶσαν προμήθειαν ἄρτου, ὁ ὁποῖος στηρίζει τὴν σωματικὴν δύναμιν τῶν ἀνθρώπων, συνέτριψε καὶ ἐξηφάνισε. |
17 ἀπέστειλεν ἔμπροσθεν αὐτῶν ἄνθρωπον, εἰς δοῦλον ἐπράθη ᾿Ιωσήφ. | 17 Εστειλεν εμπρός από αυτούς εκλεκτόν άνθρωπον εις την Αίγυπτον· εκεί επωλήθη ως δούλος ο Ιωσήφ. | 17 Ἀπέστειλε πρὸ αὐτῶν εἰς τὴν Αἴγυπτον ἄνθρωπον, ἐπωλήθη ὡς δοῦλος ὁ Ἰωσήφ. |
18 ἐταπείνωσαν ἐν πέδαις τοὺς πόδας αὐτοῦ, σίδηρον διῆλθεν ἡ ψυχὴ αὐτοῦ | 18 Εκεί τον έρριψαν εις την φυλακήν, έδεσαν με σιδηρά δεσμά τους πόδας του και τον εξηυτέλισαν, ως εάν επρόκειτο περί κακούργου. Η ψυχή του υπέφερε την αγωνίαν των σιδηρών αυτών αλύσεων· | 18 Ἔδεσαν ταπεινωτικῶς μὲ σιδηρᾶ δεσμὰ τοὺς πόδας του, ὅταν τὸν ἔρριπταν εἰς τὴν φυλακήν, ἀπὸ τὴν ὀδύνην καὶ ἀγωνίαν τῶν σιδηρῶν ἁλύσεων, μὲ τὰς ὁποίας τὸν περιέβαλαν, ἐπέρασεν ἡ ψυχή του. |
19 μέχρι τοῦ ἐλθεῖν τὸν λόγον αὐτοῦ, τὸ λόγιον τοῦ Κυρίου ἐπύρωσεν αὐτόν. | 19 μέχρις ότου έφθασεν η εκπλήρωσίς του λόγου, τον οποίον προς αυτόν είχεν είπει ο Κυριος και του οποίου την εκπλήρωσιν επερίμενεν ο Ιωσήφ, ευρισκόμενος μέσα εις την κάμινον του πυρός της δοκιμασίας. | 19 Καὶ ὑπέμεινε τὰς βασάνους αὐτοῦ καρτερικῶς, μέχρις ὅτου ἔλθῃ ἡ πραγματοποίησις καὶ ἐπαλήθευσις τοῦ λόγου, διὰ τοῦ ὁποίου προελέγετο ἡ ἀνύψωσις αὐτοῦ. Αὐτὸ δὲ τὸ λόγιον καὶ ἡ ὑπόσχεσις τοῦ Κυρίου, τῆς ὁποίας τὴν μετὰ πολλὰ ἔτη καὶ δοκιμασίας ἐπαλήθευσιν μετ’ ἐγκαρτερήσεως καὶ ἐλπίδος πολλῆς ἀνέμενε, κατέστησεν αὐτὸν δόκιμον, ὡς ἐν καμίνῳ πυρὸς δοκιμασθέντα. |
20 ἀπέστειλε βασιλεὺς καὶ ἔλυσεν αὐτόν, ἄρχων λαοῦ, καὶ ἀφῆκεν αὐτόν. | 20 Ο Φαραώ έστειλεν άνθρωπον εις την φυλακήν και τον έλυσε. Ο άρχων αυτός του αιγυπτιακού λαού διέταξε και τον αφήκαν ελεύθερον. | 20 Ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἔλυσεν αὐτὸν ἐκ τῶν δεσμῶν τῆς φυλακῆς, ὁ ἄρχων τοῦ αἰγυπτιακοῦ λαοῦ Φαραὼ ἀπέστειλε καὶ ἀφῆκεν αὐτὸν ἐλεύθερον. |
21 κατέστησεν αὐτὸν κύριον τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ ἄρχοντα πάσης τῆς κτήσεως αὐτοῦ | 21 Τον εγκατέστησε κύριον στον οίκον του, άρχοντα και διαχειριστήν όλης της περιουσίας του. | 21 Ἐγκατέστησεν αὐτὸν κύριον ἐπὶ τοῦ οἴκου του καὶ ἄρχοντα διαχειριζόμενον μετ’ ἐξουσίας ὅλα τὰ κτήματά του. |
22 τοῦ παιδεῦσαι τοὺς ἄρχοντας αὐτοῦ ὡς ἑαυτὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους αὐτοῦ σοφίσαι. | 22 Εδωκεν ο Φαραώ αυτό το υψηλόν αξίωμα στον Ιωσήφ, δια να εκπαιδεύση και καθοδηγήση τους άρχοντας της Αιγύπτου, να τους αναδείξη κατά το δυνατόν ωσάν τον εαυτόν του συνετούς κυβερνήτας. Να διδάξη και τους μεγαλυτέρους του σοφίαν και σύνεσιν. | 22 Καὶ ἔδωκεν ὁ Φαραὼ τὸ ἀξίωμα τοῦτο εἰς τὸν Ἰωσήφ, διὰ νὰ παιδαγωγήσῃ καὶ καταρτίσῃ οὗτος τοὺς ἄρχοντας τοῦ βασιλέως σὰν τὸν ἑαυτόν του καὶ διὰ να διδάξῃ τοὺς πρεσβυτέρους αὐτοῦ τὴν πολιτικὴν σοφίαν του. |
23 καὶ εἰσῆλθεν ᾿Ισραὴλ εἰς Αἴγυπτον, καὶ ᾿Ιακὼβ παρῴκησεν ἐν γῇ Χάμ. | 23 Επειτα από τα γεγονότα αυτά εισήλθεν ο Ιακώβ εις την Αίγυπτον. Ο Ιακώβ εγκατεστάθη ως προσωρινός και πάροικος εις την χώραν αυτήν του Χαμ. | 23 Καὶ ἀκολούθως εἰσῆλθεν ὁ εὐλογημένος πατριάρχης Ἰσραὴλ εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ ὁ Ἰακὼβ ἐγκατεστάθη προσωρινῶς εἰς τὴν χώραν τοῦ Χάμ, πρώτου οἰκιστοῦ τῆς Αἰγύπτου. |
24 καὶ ηὔξησε τὸν λαὸν αὐτοῦ σφόδρα καὶ ἐκραταίωσεν αὐτὸν ὑπὲρ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ. | 24 Και ο Κυριος ηύξησε και επολλαπλασίασε τον ισραηλιτικόν του λαόν. Τον έκαμεν ισχυρόν, ισχυρότερον από τους εχθρούς του. | 24 Καὶ ηὔξησεν ὁ Θεὸς τὸν λαόν του μεγάλως καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἰσχυρότερον καὶ κραταιότερον ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του. |
25 μετέστρεψε τὴν καρδίαν αὐτοῦ τοῦ μισῆσαι τὸν λαὸν αὐτοῦ, τοῦ δολιοῦσθαι ἐν τοῖς δούλοις αὐτοῦ. | 25 Επέτρεψεν όμως ο Κυριος και μετεστράφη η καρδία του νέου Φαραώ, ώστε αυτός να μισήση τον λαόν τούτον και να χρησιμοποιήση δόλια και εξοντωτικά μέσα με τα όργανά του εναντίον του ισραηλιτικού λαού. | 25 Καὶ ἐπέτρεψε νὰ μεταστροφῇ ἡ καρδία τοῦ νέου βασιλέως, ὥστε νὰ μισήσῃ τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου καὶ νὰ χρησιμοποιῇ δόλια μέσα πρὸς ἐξόντωσιν τῶν δούλων του. |
26 ἐξαπέστειλε Μωϋσῆν τὸν δοῦλον αὐτοῦ, ᾿Ααρών, ὃν ἐξελέξατο ἑαυτῷ. | 26 Αλλά τότε ο Κυριος έστειλε τον δούλον του τον Μωϋσήν και τον Ααρών, τους οποίους αυτός είχεν εκλέξει, δια να τους χρησιμοποιήση εις την υπηρεσίαν του. | 26 Ἀλλ’ ὁ Θεὸς ἐξαπέστειλε τὸν Μωϋσῆν τὸν δοῦλον του, καὶ τὸν Ἀαρὼν τὸν ὁποῖον ἐξέλεξε δι’ ἑαυτὸν καὶ τὴν λατρείαν του. |
27 ἔθετο ἐν αὐτοῖς τοὺς λόγους τῶν σημείων αὐτοῦ καὶ τῶν τεράτων αὐτοῦ ἐν γῇ Χάμ. | 27 Εθεσεν στον νουν και το στόμα αυτών τους λόγους του, την δύναμιν των καταπληκτικών θαυμάτων του και των εξαιρετικών γεγονότων, που θα επραγματοποιούσαν εις την χώραν του Χαμ. | 27 Μετέδωκε καὶ ἔθεσεν εἰς αὐτοὺς τὴν δύναμιν πρὸς πραγματοποίησιν τῶν λόγων, διὰ τῶν ὁποίων θὰ συνετελοῦντο τὰ σημεῖα του καὶ τὰ καταπληκτικὰ θαύματά του ἐν τῇ χώρᾳ Χάμ. |
28 ἐξαπέστειλε σκότος καὶ ἐσκότασεν, ὅτι παρεπίκραναν τοὺς λόγους αὐτοῦ· | 28 Ετσι δε ο Θεός εξαπέστειλε σκοτάδι και εσκοτείνιασε την χώραν της Αιγύπτου, διότι οι Αιγύπτιοι αντεστάθησαν εις τας εντολάς του και τον εξώργισαν. | 28 Ἐξαπέστειλε σκότος καὶ ἐσκότισε τὴν χώραν των ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας, διότι ἀντέστησαν εἰς τοὺς λόγους του καὶ παρώργισαν αὐτόν. |
29 μετέστρεψε τὰ ὕδατα αὐτῶν εἰς αἷμα, καὶ ἀπέκτεινε τοὺς ἰχθύας αὐτῶν. | 29 Αυτός μετέβαλε τα ύδατά των εις αίμα και εφόνευσε τα ψάρια, που εζούσαν μέσα εις τα ύδατα. | 29 Μετέβαλε τὰ ὕδατά των εἰς αἷμα καὶ ἐθανάτωσε τοὺς ἰχθύας ποὺ ἐκινοῦντο ἐντὸς αὐτῶν. |
30 ἐξῆρψεν ἡ γῆ αὐτῶν βατράχους ἐν τοῖς ταμιείοις τῶν βασιλέων αὐτῶν. | 30 Η χώρα των έβγαλε βατράχους, οι οποίοι επηδούσαν και εσύροντο φθάνοντες μέχρι και αυτών των βασιλικών διαμερισμάτων. | 30 Ἐξήγαγεν ἡ χώρα των ἔρποντας βατράχους εἰς τόσον πλῆθος, ὥστε εἰσεχώρησαν οὗτοι καὶ εἰς αὐτὰ τὰ βασιλικὰ ταμεῖα καὶ δωμάτια. |
31 εἶπε, καὶ ἦλθε κυνόμυια καὶ σκνῖπες ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῶν. | 31 Διέταξε και ήλθαν κυνόμυιαι και σκνίπες εις όλην την έκτασιν των ορίων της Αιγύπτου. | 31 Εἶπεν ὁ Κύριος καὶ ἦλθε μυῖα ἄγρια καὶ ἐπιθετικὴ καὶ σκνῖπες ἐφ’ ὅλων τῶν ὁρίων των. |
32 ἔθετο τὰς βροχὰς αὐτῶν χάλαζαν, πῦρ καταφλέγον ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, | 32 Μετέβαλε τας βροχάς, που ως ευεργετικάς επερίμεναν οι Αιγύπτιοι, εις χάλαζαν. Εστειλεν αστραπάς και κεραυνούς εναντίον της χώρας των. | 32 Μετέτρεψε τὰς βροχάς, ποὺ ἐπερίμεναν διὰ τὰ σπαρτά των, εἰς χάλαζαν, καὶ ἔπεμψε πῦρ κεραυνῶν, τὸ ὁποῖον κατέκαιε ἐν τῇ χώρᾳ των πᾶσαν καλλιέργειαν καὶ φυτείαν. |
33 καὶ ἐπάταξε τὰς ἀμπέλους αὐτῶν καὶ τὰς συκᾶς αὐτῶν καὶ συνέτριψε πᾶν ξύλον ὁρίου αὐτῶν. | 33 Εκτύπησε και απεγύμνωσε από καρπούς και φύλλα τα αμπέλια των και τις συκιές των. Συνέτριψε και κατέστρεψε κάθε δένδρον εις την περιοχήν των. | 33 Καὶ ἐπάταξεν τὰς ἀμπέλους των καὶ τὰς συκᾶς των καὶ συνέτριψε κάθε δένδρον εὑρισκόμενον εἰς τὰ ὄριά των. |
34 εἶπε καὶ ἦλθεν ἀκρίς, καὶ βροῦχος, οὗ οὐκ ἦν ἀριθμός, | 34 Διέταξε και ήλθεν ακρίδα και βρούχος, καταστρεπτικά έντομα αναρίθμητα. | 34 Διέταξε καὶ ἦλθεν ἀκρὶς καὶ βροῦχος ἀναρίθμητα εἰς πλῆθος |
35 καὶ κατέφαγε πάντα τὸν χόρτον ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, καὶ κατέφαγε τὸν καρπὸν τῆς γῆς αὐτῶν. | 35 Τα σμήνη αυτά των ακρίδων κατέφαγον ολο το χορτάρι της χώρας των και τους καρπούς της καλλιεργημένης γης των. | 35 καὶ κατέφαγε πᾶσαν τὴν χλόην εἰς τὴν χώραν των καὶ κατέφαγεν ὅλον τὸν καρπὸν τῆς καλλιεργημένης ὑπ’ αὐτῶν γῆς. |
36 καὶ ἐπάταξε πᾶν πρωτότοκον ἐν τῇ γῇ αὐτῶν, ἀπαρχὴν παντὸς πόνου αὐτῶν. | 36 Εθανάτωσεν όλα τα πρωτοτόκα εις την χώραν των· την απαρχήν της τεκνοποιΐας και γεννήσεως ανθρώπων και ζώων. | 36 Καὶ ἐπάταξε διὰ θανάτου κάθε πρωτότοκον ἐν τῇ χώρᾳ των, πρώτην τεκνοποίησιν κάθε τοκετοῦ καὶ κοιλοπόνου ἀνθρώπων καὶ ζώων. |
37 καὶ ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐν ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ, καὶ οὐκ ἦν ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν ὁ ἀσθενῶν. | 37 Εβγαλεν έπειτα αυτούς από την Αίγυπτον με άργυρον και με χρυσόν, που τους είχαν δώσει οι Αιγύπτιοι. Κανείς δε ασθενής και ανίκανος να βαδίση δεν υπήρχε μεταξύ των Ισραηλιτών. | 37 Καὶ ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἀπὸ τὴν χώραν τῆς δουλείας με ἀργύριον καὶ μὲ χρυσίον, τὸ ὁποῖον ἔλαβον ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους, καὶ δὲν ἦτο κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἐξόδου μεταξὺ τῶν φυλῶν των κανεὶς ἀσθενής, μὴ δυνάμενος να ὁδοιπορήσῃ καὶ νὰ ἐξέλθῃ μετὰ τῶν ὁμοεθνῶν του ἀπὸ τὴν χώραν τῆς δουλείας. |
38 εὐφράνθη Αἴγυπτος ἐν τῇ ἐξόδῳ αὐτῶν, ὅτι ἐπέπεσεν ὁ φόβος αὐτῶν ἐπ᾿ αὐτούς. | 38 Ηυφράνθησαν οι Αιγύπτιοι με την αναχώρησιν των Ισραηλιτών, διότι θα εσταματούσαν πλέον αι εναντίον των τιμωρίαι του Θεού και διότι είχεν επιπέσει ο φόβος των Ισραηλιτών βαρύς επάνω των. | 38 Ἀνεκουφίσθησαν καὶ ἐχάρησαν οἱ Αἰγύπτιοι διὰ τὴν ἔξοδόν των, διότι λόγῳ τῶν ἀλλεπαλλήλων πληγῶν ὁ ἐκ τῶν Ἰσραηλιτῶν φόβος εἶχεν ἐπιπέσει ἐπ’ αὐτῶν καὶ ἔτρεμον, μήπως καὶ ἄλλα κακὰ καὶ πληγὰς ὑποστῶσι. |
39 διεπέτασε νεφέλην εἰς σκέπην αὐτοῖς καὶ πῦρ τοῦ φωτίσαι αὐτοῖς τὴν νύκτα. | 39 Ηπλωσεν ο Κυριος νεφέλην, δια να σκεπάζη τους Ισραηλίτας από το καύμα των ηλιακών ακτίνων κατά την ημέραν, στύλον δε πυρός, δια να τους φωτίζη κατά την νύκτα. | 39 Ἐξήπλωσεν ὁ Κύριος νεφέλην, διὰ νὰ σκέπῃ καὶ σκιάζῃ προστατευτικῶς αὐτοὺς κατὰ τὴν ἡμέραν καὶ στῦλον πυρός, διὰ να φωτίζῃ αὐτοὺς κατὰ τὴν νύκτα. |
40 ᾔτησαν, καὶ ἦλθεν ὀρτυγομήτρα, καὶ ἄρτον οὐρανοῦ ἐνέπλησεν αὐτούς· | 40 Εζήτησαν τροφήν και έδωκεν εις αυτούς άφθονα ορτύκια, έδωσεν εις αυτούς το μάνα, άρτον που κατέβαινεν από τον ουρανόν και δι' αυτών τους εχόρτασε με το παραπάνω. | 40 Ἐζήτησαν νὰ φάγουν κρέας καὶ ἦλθε πλῆθος πτηνῶν τοῦ εἴδους ποὺ καλεῖται ὀρτυγομήτρα, ἐπὶ πλέον δὲ καὶ μὲ ἄρτον ποὺ ἔπιπτεν ἐξ οὐρανοῦ τοὺς ἐχόρτασε. |
41 διέρρηξε πέτραν, καὶ ἐρρύησαν ὕδατα, ἐπορεύθησαν ἐν ἀνύδροις ποταμοί. | 41 Διέρρηξε τον ξηρόν βράχον και ανέβλυσαν άφθονα νερά. Μέσα εις ανύδρους τόπους εξεχύθησαν ποταμοί. | 41 Ἔσχισεν ἄγονον καὶ ξηρὸν βράχον καὶ ἔρρευσαν ἄφθονα νερά, μέσα εἰς ἀνύδρους τόπους ἐξεχύθησαν καὶ διήνοιξαν τὰς κοίτας των ποταμοί. |
42 ὅτι ἐμνήσθη τοῦ λόγου τοῦ ἁγίου αὐτοῦ τοῦ πρὸς ῾Αβραὰμ τὸν δοῦλον αὐτοῦ | 42 Εκαμεν όλα αυτά τα θαυμάσια υπέρ του λαού του ο Κυριος, διότι ενεθυμήθη τον άγιον λόγον του, την ιεράν υπόσχεσιν, την οποίαν έδωκε προς τον Αβραάμ τον δούλον του. | 42 Καὶ ἐνήργησεν ὁ Κύριος τὰ θαύματα ταῦτα ὑπὲρ τοῦ λαοῦ του, διότι ἐνεθυμήθη τὸν ἅγιον λόγον του καὶ τὴν ἱερὰν ὑπόσχεσίν του, τὸν ὁποῖον εἶπε πρὸς Ἀβραὰμ τὸν δοῦλον του. |
43 καὶ ἐξήγαγε τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐν ἀγαλλιάσει καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ ἐν εὐφροσύνῃ. | 43 Και από την χώραν της δουλείας, από την Αίγυπτον, έβγαλε τον λαόν του ελεύθερον χαίροντα και ευφραινόμενον· αυτούς, που εδιάλεξεν ανάμεσα από τα αλλά έθνη, τους ωδήγησεν ευφραινομένους προς την γην της επαγγελίας. | 43 Καὶ ἐξήγαγε τὸν λαόν του ἐκ τῆς χώρας τῆς δουλείας μὲ ἀγαλλίασιν καὶ χαρὰν μεγάλην, καὶ αὐτοὺς ποὺ ἐξέλεξεν ἀπὸ τὰ ἄλλα ἔθνη ὡς ἰδικόν του ἔθνος ὠδήγησε σκιρτώντας καὶ εὐφραινομένους πρὸς κατάκτησιν τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας. |
44 καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς χώρας ἐθνῶν, καὶ πόνους λαῶν κατεκληρονόμησαν, | 44 Εδωκεν εις αυτούς χώρας, τας οποίας κατείχον ειδωλολατρικά έθνη, και έτσι αυτοί εκληρονόμησαν ως ιδικούς των πολυχρονίους κόπους άλλων λαών. | 44 Καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς χώρας κατεχομένας ἀπὸ ἔθνη εἰδωλολατρικά, καὶ πολυχρονίους κόπους λαῶν ὁλοκλήρων ἐκληρονόμησαν αὐτοὶ ὡς κατάκτησιν μόνιμον καὶ ἀσφαλῆ. |
45 ὅπως ἂν φυλάξωσι τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, καὶ τὸν νόμον αὐτοῦ ἐκζητήσωσιν. | 45 Εστειλε δε ο Κυριος όλας αυτάς τας ανεκτιμήτους και θαυμαστάς ευεργεσίας του προς τον λαόν, δια να φυλάξουν και εκείνοι τας εντολάς και τα δικαιώματά του και να επιζητήσουν με όλην των την θέλησιν την ακριβή γνώσιν και εφαρμογήν του νόμου του. | 45 Καὶ ἐπέδειξεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας τὴν θαυμαστὴν ταύτην προστασίαν του, ἵνα, ὅπως αὐτὸς ἐτήρησε τὰς πρὸς αὐτοὺς ὑποσχέσεις του, οὕτω καὶ αὐτοὶ φυλάξουν τὰς ἐντολάς, τῶν ὁποίων τὴν τήρησιν δικαιωματικῶς ἄξιοι ἀπὸ τὸν καθένα μας ὁ Κύριος, καὶ ἶνα ζητήσουν μὲ ὅλην των τὴν θέλησιν τὴν ἀκριβῆ ἐφαρμογὴν τοῦ νόμου του. |