Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΤΟΥΤΟ πρῶτον πίε, ταχὺ ποίει, χώρα Ζαβουλών, ἡ γῆ Νεφθαλὶμ ὁδὸν θαλάσσης καὶ οἱ λοιποὶ οἱ τὴν παραλίαν κατοικοῦντες καὶ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, τὰ μέρη τῆς ᾿Ιουδαίας. | 1 Πιε πρώτον το πικρόν τούτο ποτήριον, σύντομα κάμε αυτό. Πιε το ποτήριον συ, η χώρα της Ζαβουλών και της Νεφθαλίμ. Σεις, που κατοικείτε την οδόν, η οποία οδηγεί προς την Μεσόγειον Θαλασσαν, και οι άλλοι, που κατοικείτε εις την παραλίαν της λίμνης Γεννησαρέτ· οι κάτοικοι ανατολικά του Ιορδάνου, η Γαλιλαία αυτή των εθνών και ολόκληρος η Ιουδαία. | 1 Τοῦτο τὸ πικρὸν ποτήριον τῆς δοκιμασίας πίε πρῶτον συντόμως κάμε αὐτό, ὦ χώρα τῆς φυλῆς Ζαβουλὼν καὶ ὦ γῆ τῆς φυλῆς Νεφθαλίμ· σεῖς ποὺ κατοικεῖτε εἰς τὸν παραθαλάσσιον δρόμον καί οἱ λοιποὶ ποὺ μένετε εἰς τὴν παραλίαν καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου εἰς τὴν ἀνατολικὴν περιοχὴν αὐτοῦ, ἡ Γαλιλαία, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ εἰδωλολάτραι, τὰ μέρη τῆς Ἰουδαίας. |
2 ὁ λαὸς ὁ πορευόμενος ἐν σκότει, ἴδετε φῶς μέγα· οἱ κατοικοῦντες ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου, φῶς λάμψει ἐφ᾿ ὑμᾶς. | 2 Ο λαός των χωρών αυτών, που ευρίσκεται και ζη στο πνευματικόν σκότος, θα ίδουν πρώτοι το μέγα φως του Μεσσίου. Εις σας, που κατοικείτε εις την χώραν, όπου επικρατεί η σκια του θανάτου, θα λάμψη το σωτήριον και χαρμόσυνον φως. | 2 Ὁ λαὸς τῶν χωρῶν αὐτῶν, ὁ ὁποῖος ζῇ καὶ κινεῖται εἰς τὸ σκότος τῆς δυστυχίας καὶ τῆς πλάνης, εἴδατε φῶς μέγα καὶ σωτήριον· τὸ φῶς τοῦ Μεσσίου.Καὶ εἰς σᾶς, ποὺ κατοικεῖτε εἰς τὴν χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν ρίπτει τὴν ὀλεθρίαν σκιάν του ὁ θάνατος, θὰ λάμψῃ φῶς σωτήριον καὶ χαρμόσυνον. |
3 τὸ πλεῖστον τοῦ λαοῦ, ὃ κατήγαγες ἐν εὐφροσύνῃ σου, καὶ εὐφρανθήσονται ἐνώπιόν σου ὡς οἱ εὐφραινόμενοι ἐν ἀμήτῳ καὶ ὃν τρόπον οἱ διαιρούμενοι σκῦλα. | 3 Το πλείστον μέρος του λαού, που επίστευσε, και το οποίον, Κυριε, αποκατέστησες εις την ευφροσύνην σου με το φως και την σωτηρίαν, που θα δώση ο Μεσσίας, αυτοί θα ευφρανθούν ενώπιόν σου, όπως ευφραίνονται οι γεωργοί κατά την ώραν του θερισμού και οι νικηταί κατά την ώραν, που μοιράζονται μεταξύ των τα λάφυρα. | 3 Τὸ πλεῖστον μέρος τοῦ λαοῦ, τὸ ὁποῖον ἐπίστευσε καὶ τὸ ὁποῖον, ὦ Θεέ, ἀποκατέστησας εἰς τὴν εὐφροσύνην σου διὰ τοῦ μεγάλου τούτου φωτός, οὗτοι καὶ θὰ εὐφρανθοῦν ἐνώπιόν σου εὐφροσύνην ἁγίαν, ὅπως εὐφραίνονται κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θερισμοῦ οἱ ἄνθρωποι καὶ ὅπως χαίρουν οἱ διαμοιράζοντες ὕστερα ἀπὸ νίκην λάφυρα. |
4 διότι ἀφῄρηται ὁ ζυγὸς ὁ ἐπ᾿ αὐτῶν κείμενος καὶ ἡ ράβδος ἡ ἐπὶ τοῦ τραχήλου αὐτῶν· τὴν γὰρ ράβδον τῶν ἀπαιτούντων διεσκέδασε Κύριος, ὡς τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἐπὶ Μαδιάμ. | 4 Διότι θα έχη πλέον αφαιρεθή από αυτούς ο ζυγός της δουλείας, που τους εβαρυνεν, όπως επίσης από τον τράχηλόν των η οδυνηρά ράβδος εκείνων, οι οποίοι τους κατεδυνάστευαν. Διότι την ράβδον εκείνων, οι οποίοι τους εξηναγκαζαν εις έργα δουλείας, την συνέτριψε και την διεσκόρπισεν ο Κυριος, όπως ικατά την ημέραν, κατά την οποίαν επραγματοποιήθη η συντριβή των Μαδιανιτών. | 4 Διότι ὁ ζυγὸς τῆς δουλείας, ὁ ὁποῖος ἔκειτο βαρὺς ἐπ’ αὐτῶν, καὶ ἡ ράβδος τῆς ἀγγαρείας ἡ ἐπὶ τοῦ τραχήλου των ἔχει ἤδη ἀφαιρεθῇ ὑπὸ τοῦ μεγάλου φωτός.Διότι τὴν ράβδον τὴν καταναγκαστικὴν αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπῄτουν ἔργα βαρέα δουλείας ἀπὸ αὐτούς, τὴν διεσκόρπισε καὶ τὴν συνέτριψεν ὁ Κύριος, ὅπως κατὰ τὴν ἡμέραν, καθ' ἣν συνετελέσθη ἡ συντριβὴ τῶν Μαδιανιτῶν. |
5 ὅτι πᾶσαν στολὴν ἐπισυνηγμένην δόλῳ καὶ ἱμάτιον μετὰ καταλλαγῆς ἀποτίσουσι καὶ θελήσουσιν εἰ ἐγενήθησαν πυρίκαυστοι. | 5 Διότι αι στολαί και τα ιμάτια, τα οποία οι καταδυναστεύοντες εμάζευσαν με δόλον και απάτην και καταπίεσιν, θα τα αποδώσουν με το παραπάνω. Οι δε λυτρωμένοι άνθρωποι θα θελήσουν, όπως όλα αυτά παραδοθούν εις την φωτιάν. | 5 Πράγματι δὲ πλήρης θὰ εἶναι ἡ συντριβὴ τῆς ράβδου καὶ τοῦ ζυγοῦ τῶν καταδυναστευτῶν, διότι κάθε στολισμὸν καὶ ἱμάτιον, ποὺ ἐμάζευσαν οὗτοι μὲ δόλον καὶ ἀπάτην καὶ καταπίεσιν, θὰ τὰ ἀποδώσουν μετὰ τόκου· καὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ ἐλευθερωθοῦν, θὰ θελήσουν τὰ στρατιωτικὰ λάφυρα τῶν κατασυντριβησομένων κατακτητῶν νὰ παραδοθοῦν εἰς τὸ πῦρ. |
6 ὅτι παιδίον ἐγενήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐγενήθη ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελός, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· ἐγὼ γὰρ ἄξω εἰρήνην ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, εἰρήνην καὶ ὑγίειαν αὐτῷ. | 6 Αυτά δε θα πραγματοποιηθούν, διότι θα γεννηθή δι' ημάς παιδίον, θα δοθη εις ημάς ο υιός αυτός, του οποίου η αρχή και εξουσία υπάρχει απ' αρχής επάνω στους ώμους του και θα καλήται το όνομα αυτού αγγελιαφόρος της μεγάλης βουλής του Θεού, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, αρχηγός της ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος. “Εγώ, λέγει ο θεός, θα φέρω την ειρήνην στους άρχοντας, ειρήνην και υγείαν θα χορηγήσω στο παιδίον αυτό. | 6 Ταῦτα πάντα θὰ συντελεσθοῦν ἀσφαλῶς, διότι παιδίον θὰ γεννηθῇ δι’ ἡμᾶς, υἱὸς θὰ δοθῇ εἰς ἡμᾶς, τοῦ ὁποίου ἡ ἐξουσία καὶ ἡ ἰσχὺς θὰ ὑπάρχουν ἐπὶ τοῦ ὤμου του· καὶ θὰ ὀνομάζεται ἀγγελιαφόρος τῆς μεγάλης καὶ σωτηρίου θείας βουλῆς, σύμβουλος θαυμαστός, Θεὸς δυνατός, ἐξουσιάζων τῶν πάντων μετὰ δυνάμεως, δημιουργὸς καὶ ἀρχηγὸς εἰρήνης, πατὴρ τῆς μελλούσης ἐποχῆς τῆς Χάριτος· διότι, λέγει ὁ Θεός, ἐγὼ θὰ φέρω εἰρήνην εἰς τοὺς ἄρχοντας, εἰρήνην καὶ ὑγείαν εἰς τὸ παιδίον τοῦτο. |
7 μεγάλη ἡ ἀρχὴ αὐτοῦ, καὶ τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ὅριον ἐπὶ τὸν θρόνον Δαυὶδ καὶ τὴν βασιλείαν αὐτοῦ κατορθῶσαι αὐτὴν καὶ ἀντιλαβέσθαι αὐτῆς ἐν κρίματι καὶ ἐν δικαιοσύνῃ ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸν αἰῶνα· ὁ ζῆλος Κυρίου σαβαὼθ ποιήσει ταῦτα. | 7 Η βασιλική του εξουσία θα έχη απεριόριστον έκτασιν, θα εκτείνεται εις όλην την οικουμένην. Της δε ειρηνικής του βασιλείας δεν θα υπάρχη τέλος. Αυτός θα ανορθώση τον θρόνον και την ένδοξον βασιλείαν του προφητάνακτος Δαβίδ, θα αναλάβη και θα φέρη εις πέρας το έργον αυτής της άνορθώσεως με δικαίον κρίσιν από τώρα και στους αιώνας των αιώνων”. Η άπειρος αγάπη του Κυρίου παντοκράτορας προς τον λαόν του θα πραγματοποίηση αυτά. | 7 Ἡ βασιλική του ἐξουσία θὰ ἐκτείνεται ἀπεριορίστως καὶ ἐφ’ ὅλης τῆς οἰκουμένης, καὶ τοῦ εἰρηνικοῦ κράτους τοῦ δὲν θὰ ὑπάρχῃ τέλος, ἀλλ’ ἡ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξασφαλισθησομένη εἰρήνη θὰ εἶναι διαρκής.Θὰ καθήσῃ ἐπὶ τοῦ θρόνου τοῦ Δαβὶδ καὶ ἐπὶ τῆς βασιλείας του, διὰ νὰ ἀνορθώσῃ ταύτην καὶ καταλάβῃ αὐτὴν βασιλεύων ἐν δικαίᾳ κρίσει ἀπὸ τώρα, ὅτε θὰ γεννηθῇ, καὶ εἰς τοὺς ἀτελευτήτους αἰῶνας.Ἡ ζηλότυπος ἀγάπη τοῦ παντοκράτορος Κυρίου πρὸς τὸν λαόν του θὰ κάμῃ ταῦτα. |
8 Θάνατον ἀπέστειλε Κύριος ἐπὶ ᾿Ιακώβ, καὶ ἦλθεν ἐπὶ ᾿Ισραήλ, | 8 Θανατον και τέλος απέστειλεν ο Κυριος εναντίον του βασιλείου του Ισραήλ και του βασιλείου του Ιούδα. | 8 Θανατικὸν ἀπέστειλεν ὁ Κύριος κατὰ τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἦλθε τοῦτο ἐφ’ ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
9 καὶ γνώσονται πᾶς ὁ λαὸς τοῦ ᾿Εφραὶμ καὶ οἱ ἐγκαθήμενοι ἐν Σαμαρείᾳ ἐφ᾿ ὕβρει καὶ ὑψηλῇ καρδίᾳ λέγοντες· | 9 Θα μάθουν και θα αισθανθούν από προσωπικήν των πλέον πείραν την τιμωρίαν αυτήν όλοι οι πολίται του βασιλείου του Ισραήλ, αυτοί που κατοικούν εις την Σαμά-ρειαν, οι οποίοι με αυθάδειαν και υψηλόφρονα την ικαρδίαν λέγουν· | 9 Καὶ θὰ μάθουν διὰ τῆς πείρας καὶ τῶν τιμωριῶν ὅλος ὁ λαός, ὁ βασιλευόμενος ὑπὸ τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραίμ, καὶ αὐτοὶ ποὺ κάθηνται ἐπὶ ἀλαζονικῆς ὕβρεως καὶ ὑπερηφανείας καὶ λέγουν: |
10 πλίνθοι πεπτώκασιν, ἀλλὰ δεῦτε λαξεύσωμεν λίθους καὶ ἐκκόψωμεν συκαμίνους καὶ κέδρους καὶ οἱκοδομήσωμεν ἑαυτοῖς πύργον. | 10 Εάν κρημνισθούν αι πλινθόκτιστοι οικίαι μας από τους εχθρούς μας, ημείς θα είπωμεν ο ενας προς τον άλλον· ελάτε να πελεκήσωμεν λίθους και να κόψωμεν συκαμίνους και κέδρους και να οικοδομήσωμεν δια τον εαυτόν μας όχι απλάς οικίας, αλλά πύργους. | 10 Μὲ αὐτό, ποὺ μᾶς συνέβη, σπίτια πτωχικά, κατεσκευασμένα μὲ πλίθρες, ἔχουν πέσει· ἀλλ’ ἐμπρὸς ἂς λαξεύσωμεν λίθους καὶ ἂς κόψωμεν συκομορέας καὶ κέδρα καὶ ἂς οἰκοδομήσωμεν διὰ τοὺς ἑαυτούς μας πύργον, ποὺ νὰ μὴ πίπτῃ καὶ νὰ μὴ σείεται. |
11 καὶ ράξει ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανισταμένους ἐπὶ ὄρος Σιὼν ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν διασκεδάσει, | 11 Ο Κυριος θα κατασυντρίψη τους εχθρούς, οι οποίοι επέρχονται εναντίον της Ιερουσαλήμ, αυτούς τους εχθρούς θα τους διασκόρπιση. | 11 Καὶ θὰ κατασυντρίψῃ κτυπῶν κατὰ γῆς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπαναστατοῦν κατὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τοῦ ἐν αὐτῇ Ναοῦ, καὶ τοὺς ἐχθροὺς τῶν ἐν τῇ Σιὼν θὰ διασκορπίσῃ, |
12 Συρίαν ἀφ᾿ ἡλίου ἀνατολῶν καὶ τοὺς ῞Ελληνας ἀφ᾿ ἡλίου δυσμῶν, τοὺς κατεσθίοντας τὸν ᾿Ισραὴλ ὅλῳ τῷ στόματι. ἐπὶ πᾶσι τούτοις οὐκ ἀπεστράφη ὁ θυμός, ἀλλ᾿ ἔτι ἡ χεὶρ ὑψηλή. | 12 Θα συντρίψη και θα διασκόρπιση την Συρίαν από ανατολάς και τους Ελληνας, δηλαδή τους Φιλισταίους, από δυσμάς, αυτούς οι οποίοι κατατρώγουν με όλον των το στόμα τον Ισραηλιτικόν λαόν. Παρ' όλην δε την σκληράν αυτήν τιμωρίαν ο θυμός του Κυρίου δεν θα αποστραφή και δεν θα καταπαύση. Και δια τούτο η χειρ του είναι ακόμη υψωμένη, ετοίμη να αποστείλη και νέας τιμωρίας. | 12 τὴν Συρίαν δηλαδὴ ἐξ ἀνατολῶν καὶ τοὺς Φιλισταίους ἀπὸ δυσμῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ ὅλον τους τὸ στόμα κατατρώγουν τοὺς Ἰσραηλίτας.Καὶ παρ’ ὅλην τὴν κατασυντριβὴν καὶ τὸν διασκορπισμὸν τοῦτον ὁ θυμὸς τοῦ Κυρίου δὲν ἀνεχαιτίσθη, ἀλλ’ ἡ χείρ του εἶναι ἀκόμη ὑψωμένη, ἕτοιμος νὰ ἐπιπέσῃ πάλιν κατ’ αὐτῶν. |
13 καὶ ὁ λαὸς οὐκ ἀπεστράφη, ἕως ἐπλήγη, καὶ τὸν Κύριον οὐκ ἐξεζήτησαν. | 13 Παρ' όλον όμως τούτο ο λαός δεν μετενόησε, καίτοι ετιμωρήθη, δεν ανεζήτησεν εν μετάνοια τον Κυριον. | 13 Καὶ ὁ λαὸς δὲν μετενόησε, μέχρις ὅτου ἐκτυπήθη ὑπὸ τῆς παντοδυνάμου χειρός, ἀλλὰ καὶ πάλιν δὲν ἐζήτησαν μὲ τὴν καρδιά τους τὸν Κύριον, ἀλλ’ ἠδιαφόρησαν πρὸς αὐτόν. |
14 καὶ ἀφεῖλε Κύριος ἀπὸ ᾿Ισραὴλ κεφαλὴν καὶ οὐράν, μέγαν καὶ μικρὸν ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ, πρεσβύτην καὶ τοὺς τὰ πρόσωπα θαυμάζοντας (αὕτη ἡ ἀρχὴ) καὶ προφήτην διδάσκοντα ἄνομα (οὗτος ἡ οὐρά). | 14 Δια τούτο ο Κυριος αφήρεσεν από τον Ισραηλιτικόν λαόν κεφαλήν και ουράν, μεγάλους και μικρούς, εις μίαν και την αυτήν ημέραν, ασυνέτους πρεσβύτας και προσωπολήπτας, που θαυμάζουν τα μεγάλα, αλλά άδικα, πρόσωπα, (αυτοί αποτελούν την κεφαλήν), και ψευοοπροφήτας, οι οποίοι διδάσκουν παρανομίας (αυτοί αποτελούν την ουράν) . | 14 Καὶ θὰ ἀφαιρεση ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραὴλ κεφαλὴν καὶ οὐράν, δηλαδὴ ἐπιφανῆ καὶ ἄσημον, μέγαν καὶ μικρόν, αἰφνιδίως καὶ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον τὸν ἀσύνετον πρεσβύτην καὶ τοὺς μεροληπτικῶς κρίνοντας καὶ θαυμάζοντας τὰ διαθέτοντα ἐπιρροὴν πρόσωπα· «ὁ ἄφρων πρεσβύτης καὶ ὁ μεροληπτικὸς κριτὴς αὐτοὶ εἶναι ἡ ἀρχῃὴ καὶ ἡ κεφαλή»· θὰ ἐξαφανίσῃ καὶ τὸν ψευδοπροφήτην, ποὺ διδάσκει ἀντίθετα πρὸς τὸν Νόμον «αὐτὸς εἶναι ἡ οὐρά». |
15 καὶ ἔσονται οἱ μακαρίζοντες τὸν λαὸν τοῦτον πλανῶντες καὶ πλανῶσιν, ὅπως καταπίωσιν αὐτούς. | 15 Αυτοί δέ, οι οποίοι κολακεύουν τον λαόν και τον αποκοιμίζουν με ψευδείς ελπίδας, τον πλανούν συνεχώς, δια να τον εκμεταλλεύονται, μέχρις ότου τον καταβροχθίσουν. | 15 Καὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ κολακεύουν καὶ διὰ ψευδῶν ἐλπίδων θὰ βαυκαλίζουν τὸν λαὸν αὐτόν, θὰ τὸν ἀποπλανοῦν, διὰ νὰ τὸν καταπιοῦν ἐκμεταλλευόμενοι αὐτόν. |
16 διὰ τοῦτο ἐπὶ τοὺς νεανίσκους αὐτῶν οὐκ εὐφρανθήσεται ὁ Κύριος καὶ τοὺς ὀρφανοὺς αὐτῶν καὶ τὰς χήρας αὐτῶν οὐκ ἐλεήσει, ὅτι πάντες ἄνομοι καὶ πονηροί, καὶ πᾶν στόμα λαλεῖ ἄδικα. ἐπὶ πᾶσι τούτοις οὐκ ἀπεστράφη ὁ θυμός, ἀλλ᾿ ἔτι ἡ χεὶρ ὑψηλή. | 16 Εξ αιτίας της διαφθοράς του λαού δεν θα ευαρεστηθή ο Κυριος ούτε εις τα νεαρά αυτών τέκνα, και δεν θα ελεήση τους ορφανούς αυτών και τας χήρας αυτών, διότι όλοι είναι άνομοι και πονηροί. Καθε στόμα λαλεί αδικίας. Παρ' όλην δε την τυμωρίαν, που θα αποστείλη ο Κυριος εναντίον των, αυτοί δεν θα μετανοήσουν και δια τούτο η τιμωρός χειρ του θα είναι ακόμη ετοίμη να καταπέση εναντίον των. | 16 Διότι δὲ εὐχαριστεῖται εἰς τοὺς πλάνους τούτους ὁ λαός, διὰ τοῦτο ὁ Κύριος δὲν θὰ εὐφρανθῇ καὶ δὲν θὰ εὐαρεστηθῇ εἰς τοὺς φύσει ἑλκύοντας τὴν συμπάθειαν νεαροὺς βλαστοὺς τοῦ ἔθνους, καὶ δὲν θὰ λυπηθῇ τοὺς ὀρφανοὺς τοῦ λαοῦ καὶ τὰς χήρας των, παρὰ τὸ ἀξιοσυμπάθητον αὐτῶν, διότι ὅλοι εἶναι παράνομοι καὶ πονηροὶ καὶ κάθε στόμα λαλεῖ ἄδικα.Παρ' ὅλην δὲ τὴν τιμωρίαν, ποὺ θὰ ἐπαγάγῃ κατ’ αὐτῶν ὁ Κύριος, δὲν θὰ καταπαύσῃ ὁ θυμός του, ἀλλ’ ἡ τιμωρὸς χείρ του θὰ εἶναι ἀκόμη ὑψηλά, ἕτοιμος νὰ καταπέσῃ καὶ πάλιν κατ’ αὐτῶν. |
17 καὶ καυθήσεται ὡς πῦρ ἡ ἀνομία καὶ ὡς ἄγρωσις ξηρὰ βρωθήσεται ὑπὸ πυρός· καὶ καυθήσεται ἐν τοῖς δάσεσι τοῦ δρυμοῦ, καὶ συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν βουνῶν πάντα. | 17 Η παρανομία των θα ανάψη και θα γίνη δι' αυτούς πυρκαϊά. Θα γίνουν ωσάν την ξηράν αγριάδα, η οποία κατατρώγεται από το πυρ. Θα καή η παρανομία, όπως η πυρκαϊά κατακαίει και κατατρώγει τα δένδρα του δάσους και τελευταία όλα τα γύρω από τα βουνά. | 17 Καὶ θὰ καῇ σὰν φωτιὰ ἡ ἀνομία καὶ σὰν ξηρὰ ἀγριάδα θὰ καταφαγωθῆ ἀπὸ τὴν φωτιά· καὶ θὰ καῇ ὅπως εἰς τὰ δάση τὰ πυκνὰ καὶ ἐκτεταμένα καὶ θὰ καταφάγῃ μαζὶ μὲ τὰ ξηρὰ καὶ εὔφλεκτα καὶ ὅλα, ὅσα φύονται τριγύρω ἀπὸ τὰ βουνά. |
18 διὰ θυμὸν ὀργῆς Κυρίου συγκέκαυται ἡ γῆ ὅλη, καὶ ἔσται ὁ λαὸς ὡς κατακεκαυμένος ὑπὸ πυρός· ἄνθρωπος τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ οὐκ ἐλεήσει, | 18 Εξ αιτίας της μεγάλης οργής του Κυρίου έχει ανάψει η Παλαιστίνη και καίονται όλοι αυτής οι κάτοικοι. Μέσα εις την μεγάλην συμφοράν ο άνθρωπος δεν θα ευσπλαγχνιζεται τον συνάνθρωπόν του. | 18 Λόγῳ τῆς μεγάλης ὀργῆς τοῦ Κυρίου ἔχει ἀνάψει ἀπὸ τὴν ἐξέγερσιν τῶν κατοίκων της ὅλη ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας· καὶ θὰ εἶναι ὁ λαός της σὰν κατακαυμένος ἀπὸ φωτιά, μὴ δυνάμενος νὰ σταθῇ καὶ νὰ ἠσυχάσῃ πουθενά· δὲν θὰ λυπηθῇ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἀδελφόν του, |
19 ἀλλὰ ἐκκλινεῖ εἰς τὰ δεξιά, ὅτι πεινάσει καὶ φάγεται ἐκ τῶν ἀριστερῶν, καὶ οὐ μὴ ἐμπλησθῇ ἄνθρωπος ἔσθων τὰς σάρκας τοῦ βραχίονος αὐτοῦ. | 19 Η θλίψις και η πείνα θα είναι τόσον μεγάλη, που θα στρέφεται ο καθένας εις τα δεξιά, χωρίς να ευρίσκη εκεί τροφήν, και διότι θα πεινά, θα στρέφεται και θα τρώγη εις τα αριστερά και δεν θα χορταίνη. Οι άνθρωποι θα κατατρώγουν ο ένας τον άλλον, και πάλιν θα πεινούν. | 19 ἀλλὰ λόγῳ τῆς μεγάλης πείνης θὰ στρέφεται καθένας εἰς τὰ δεξιά, καὶ μὴ εὑρίσκων ἐκεῖ ἀρκετὴν τροφήν, διότι θὰ πεινᾷ, θὰ στρέφεται καὶ θὰ τρώγῃ εἰς τὰ ἀριστερά.Καὶ δὲν θὰ χορταίνῃ ὁ ἄνθρωπος τρώγων καὶ τὰς σάρκας τοῦ βραχίονός του. |
20 φάγεται γὰρ Μανασσῆς τοῦ ᾿Εφραὶμ καὶ ᾿Εφραὶμ τοῦ Μανασσῆ, ὅτι ἅμα πολιορκήσουσι τὸν ᾿Ιούδαν. ἐπὶ τούτοις πᾶσιν οὐκ ἀπεστράφη ὁ θυμός, ἀλλ᾿ ἔτι ἡ χείρ ὑψηλή. | 20 Διότι η φυλή του Μανασσή θα καταφάγη εις εμφύλιον πόλεμον την φυλήν του Εφραίμ, και η φυλή του Εφραίμ θα καταφάγη τας σάρκας της φυλής Μανασσή. Και αι δύο συγχρόνως φυλαί αλλόφρονες θα πολιορκήσουν την φυλήν του Ιούδα. Παρ' όλας όμως αυτάς τας συμφοράς, ο θυμός του Κυρίου δεν ανεστάλη, η τιμωρός χειρ του Θεού είναι ακόμη υψωμένη, δια να αποστείλη και νέας τιμωρίας εναντίον των. | 20 Διότι θὰ φάγῃ ἡ φυλὴ τοῦ Μανασσῆ τὰς σάρκας τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραίμ, καὶ ἡ φυλὴ τοῦ Ἐφραὶμ τὰς σάρκας τῆς φυλῆς τοῦ Μανασσῆ· καὶ ὅμως, παρὰ τὴν πρὸς ἀλλήλους ἔριν, συγχρόνως καὶ αἱ δύο θὰ πολιορκήσουν τὸν Ἰούδαν.Καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν ἀνεχαιτίσθη ὁ θυμὸς τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἑξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἡ τιμωρὸς τοῦ χεὶρ ὑψηλά, ἕτοιμος καὶ πάλιν νὰ καταπέσῃ κατ’ αὐτῶν. |