Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:33
Δύση: 17:07
Σελ. 12 ημ.
347-19
16ος χρόνος, 6144η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΗΣΑΪΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 43 (ΜΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ νῦν οὕτως λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας σε, ᾿Ιακώβ, ὁ πλάσας σε, ᾿Ισραήλ· μὴ φοβοῦ, ὅτι ἐλυτρωσάμην σε· ἐκάλεσά σε τὸ ὄνομά σου, ἐμὸς εἶ σύ. 1 Και τώρα αυτά λέγει Κυριος ο Θεός, ο ποιητής σου, ω Ιακώβ, ο πλάστης σου, ω ισραηλιτικέ λαε· “μη φοβείσαι, διότι, ιδού εγώ σε ηλευθέρωσα. Σε εφώναξα με το όνομά σου. Συ είσαι ίδικός μου πλέον. 1 Καὶ τώρα οὕτω λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος σὲ ἐποίησεν ἔθνος ἐκλεκτόν, ὦ Ἰακώβ, ὁ Ὁποῖος σὲ ἔπλασε καὶ σοῦ ἔδωκεν ὕπαρξιν, ὦ Ἰσραήλ: Μὴ φοβῆσαι, διότι σὲ ἠλευθέρωσα· σὲ ἐκάλεσα μὲ τὸ ὄνομά σου· εἶσαι ἰδικός μου σύ.
2 καὶ ἐὰν διαβαίνῃς δι᾿ ὕδατος, μετὰ σοῦ εἰμι, καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσί σε· καὶ ἐὰν διέλθῃς διὰ πυρός, οὐ μὴ κατακαυθῇς, φλὸξ οὐ κατακαύσει σε. 2 Και εάν αναβαινης δια μέσου των υδάτων, εγώ θα είμαι προστάτης μαζή σου. Και τα ύδατα ακόμη των ποταμών δεν θα σε κατακλύσουν. Και αν περάσης ανάμεσα από τη φωτιά, δεν θα κατακαής, Η φλόγα δεν θα σε κατακαύση. 2 Καὶ ἐὰν συμβῇ νὰ διαβαίνῃς διὰ μέσου ὕδατος, εἶμαι μαζί σου, καὶ χάρις εἰς τὴν προστασίαν μου οἱ ποταμοὶ δὲν θὰ σὲ καταποντίσουν.Καὶ ἐὰν περᾴσῃς μέσα ἀπὸ φωτιάν, δὲν θὰ κατακαῇς, ἡ φλόγα δὲν θὰ σὲ κατακαύσῃ.
3 ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός σου ὁ ἅγιος ᾿Ισραὴλ ὁ σῴζων σε· ἐποίησα ἄλλαγμά σου Αἴγυπτον καὶ Αἰθιοπίαν καὶ Σοήνην ὑπὲρ σοῦ. 3 Διότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σου, ο άγιος Θεός του ισραηλιτικού λαού, ο σωτήρ σου. Δια σε εγώ έδωκα ως αντάλλαγμα την Αίγυπτον, την Αιθιοπίαν και την Σοήνην. 3 Καὶ δὲν διατρέχεις κάποιον κίνδυνον ἀπὸ ὅλα αὐτά, διότι ἐγώ, ὁ Κύριος καὶ Θεός σου, ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ, εἶμαι αὐτὸς ποὺ σὲ σώζει.Ἔκαμα ἀντάλλαγμα ἀντὶ σοῦ τὴν Αἴγυπτον καὶ τὴν Αἰθιοπίαν καὶ τὴν Σοήνην ἢ Σαβά, τὰς ὁποίας ἀπεδοκίμασα, διὰ νὰ σὲ κάμω λαὸν ἰδικόν μου.
4 ἀφ᾿ οὗ ἔντιμος ἐγένου ἐναντίον ἐμοῦ, ἐδοξάσθης, καὶ ἐγὼ σὲ ἠγάπησα· καὶ δώσω ἀνθρώπους πολλοὺς ὑπὲρ σοῦ καὶ ἄρχοντας ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς σου. 4 Από την στιγμήν που έγινες πολύτιμος ενώπιόν μου και αγαπητός, εδοξάσθης και εγώ σε ηγάπησα. Και στο μέλλον θα δώσω πολλούς ανθρώπους προς χάριν σου και άρχοντας επικεφαλής σου, δια να σε κυβερνούν με σύνεσιν και να ζήσης ασφαλής. 4 Ἀφ’ ὅτου ἔγινες ἐνώπιόν μου ἀκριβὸς καὶ πολύτιμος λόγῳ τῆς ἐκλογῆς μου ταύτης, ἀπὸ τότε καὶ ἐδοξάσθης, καὶ ἐγὼ σοῦ ἔδειξα ἰδιαιτέρως τὴν ἀγάπην μου.Καὶ εἰς τὸ μέλλον προστατεύων σὲ θὰ δώσω ἀνθρώπους πολλοὺς χάριν σου καὶ ἄρχοντας, διὰ νὰ ζήσῃς σὺ καὶ νὰ μὴ χαθῇς ὡς ἔθνος.
5 μὴ φοβοῦ, ὅτι μετὰ σοῦ εἰμι· ἀπὸ ἀνατολῶν ἄξω τὸ σπέρμα σου καὶ ἀπὸ δυσμῶν συνάξω σε. 5 Μη φοβείσαι, διότι εγώ είμαι μαζή σου. Από τας χώρας της ανατολής θα φέρω τους απογόνους σου. Από τα μέρη της δύσεως θα σας συγκεντρώσω. 5 Μὴ φοβῆσαι, διότι εἶμαι μαζί σου φύλαξ καὶ προστάτης σου· ἀπὸ τὰς χώρας τῆς Ἀνατολῆς θὰ φέρω τοὺς ἀπογόνους σου καὶ ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Δύσεως θὰ σᾶς συναθροίσω.
6 ἐρῶ τῷ Βορρᾷ· ἄγε, καὶ τῷ Λιβί· μὴ κώλυε, ἅγιε τοὺς υἱούς μου ἀπὸ γῆς πόρρωθεν καὶ τὰς θυγατέρας μου ἀπ᾿ ἄκρων τῆς γῆς, 6 Θα είπω στον Βορράν· Φέρε τα παιδιά μου από τας βορείους χώρας· και στον Νοτον· Μη εμποδιζης, φέρε τα παιδιά μου από τας μακρυνάς χώρας και τας θυγατέρας μου από τα άκρα της γης. 6 Θὰ εἴπω εἰς τὸν Βορρᾶν: Φέρε τοὺς υἱούς μου, ὅσους εἶναι εἰς τὰς βορείους χώρας.Καὶ εἰς τὸν Νότον θὰ εἴπω: Μὴ ἐμποδίζῃς· φέρε τοὺς υἱούς μου ἀπὸ τὴν χώραν, ὅσους εὑρίσκονται μακρὰν εἰς τὰς νοτίους περιοχάς, καὶ τὰς θυγατέρας μου ἀπὸ τὰ ἄκρα τῆς γῆς.
7 πάντας ὅσοι ἐπικέκληνται τῷ ὀνόματί μου· ἐν γὰρ τῇ δόξῃ μου κατεσκεύασα αὐτὸν καὶ ἔπλασα αὐτὸν καὶ ἐποίησα αὐτόν· 7 Φέρετε όλους εκείνους, οι οποίοι έχουν πάρει ως όνομά των το Ονομά μου. Διότι προς δόξαν μου ωργάνωσα και ανέδειξα τον λαόν αυτόν. Τον έπλασα και τον εδημιούργησα. 7 Φέρετε ὅλους ἐν γένει, ὅσοι ἔχουν ἐπονομασθῇ μὲ τὸ ὄνομά μου· διότι πρὸς δόξαν μου κατεσκεύασα τὸν λαὸν τοῦτον καὶ ἔπλασα αὐτὸν καὶ ἐποίησα αὐτόν.
8 καὶ ἐξήγαγον λαὸν τυφλόν, καὶ ὀφθαλμοί εἰσιν ὡσαύτως τυφλοί, καὶ κωφοὶ τὰ ὦτα ἔχοντες. 8 Εφερα από τας διαφόρους χώρας της αιχμαλωσίας του τον λαόν μου, ο οποίος ήτο ώσαν τυφλός, ότι τα μάτια του δεν έβλεπαν. Ητο ωαν κωφός, αν και είχεν αυτιά. 8 Καὶ ἐξήγαγον ὡς μάρτυρα τῆς ἀξιοπιστίας μου καὶ τῆς μακροθυμίας μου λαὸν τυφλόν, ἔχοντα ὀφθαλμούς, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοὶ εἶναι ὡσαύτως τυφλοί· λαὸν κωφόν, καίτοι ἔχουν αὐτιά.
9 πάντα τὰ ἔθνη συνήχθησαν ἅμα, καὶ συναχθήσονται ἄρχοντες ἐξ αὐτῶν. τίς ἀναγγελεῖ ταῦτα; ἢ τὰ ἐξ ἀρχῆς τίς ἀναγγελεῖ ὑμῖν; ἀγαγέτωσαν τοὺς μάρτυρας αὐτῶν καὶ δικαιωθήτωσαν καὶ εἰπάτωσαν ἀληθῆ. 9 Ολα τα έθνη συνεκεντρώθησαν συγχρόνως. Μετ' ολίγον θα συγκεντρωθούν οι άρχοντες αυτών. Ποίος από τους ψευδείς θεούς θα αναγγείλη αυτά τα μελλοντικά θαυμαστά γεγονάτα η ποιός θα προφητεύση εις σας τους ειδωλολάτρας αυτά; Ας φέρουν οι ειδωλικοί θεοί σας τους μάρτυράς των, ας προσπαθήσουν να δικαιωθούν και ας είπουν, ότι τα όσα προεφήτευσαν είναι αληθινά. 9 Ὅλα τὰ ἔθνη συνήχθησαν συγχρόνως μὲ τὸν μάρτυρά μου τοῦτον, καὶ μετ’ ὀλίγον θὰ συναχθοῦν καὶ ἄρχοντες ἀπὸ αὐτά.Ποῖος ἐκ τῶν ψευδοθεῶν θὰ ἀναγγείλῃ αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ ἢ ποῖος θὰ προφητεύσῃ εἰς σᾶς, ὦ εἰδωλολάτραι, τὰ πρὸ τῆς ἐκβάσεως τῶν εἰς χρόνους παρελθόντος προλεχθέντα; Ἂς φέρουν οἱ θεοί σας τοὺς μάρτυράς των καὶ ἂς δικαιωθοῦν διὰ τῆς μαρτυρίας των καὶ ἂς ἀκούσουν ὅλοι τὴν μαρτυρίαν ταύτην καὶ ἂς εἴπουν: Εἶναι ἀληθινὰ τὰ ὅσα λέγουν.
10 γίνεσθέ μοι μάρτυρες, καὶ ἐγὼ μάρτυς, λέγει Κύριος ὁ Θεός, καὶ ὁ παῖς μου, ὃν ἐξελεξάμην, ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε καὶ συνῆτε ὅτι ἐγώ εἰμι. ἔμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεὸς καὶ μετ᾿ ἐμὲ οὐκ ἔσται. 10 Σεις όμως, οι ιδικοί μου προφήται, εγίνατε μάρτυρές μου. Και εγώ, λέγει Κυριος ο Θεός, είμαι ο μάρτυς ο αληθινός· και ο δούλος μου, ο ισραηλιτικός λαός, τον οποίον εγώ από όλα τα έθνη εξέλεξα, δια να μαρτυρή εκείνος περί εμού, και να γνωρίσετε και να πιστεύσετε και να κατανοήσετε, ότι εγώ από τον εαυτόν μου αιωνίως υπάρχω. Προ εμού δεν υπήρξεν άλλος Θεός, ούτε και έπειτα από εμέ θα υπάρξη. 10 Γίνετε μάρτυρές μου σεῖς, οἱ Προφῆταί μου.Καὶ Ἐγώ, τοῦ ὁποίου τὸ στόμα εἶναι ἀψευδές, εἶμαι μάρτυς, λέγει Κύριος ὁ Θεός.Καὶ ὁ δοῦλός μου, ὁ Ἰσραήλ, τὸν ὁποῖον ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη ἐξέλεξα, εἶναι μάρτυς, διὰ νὰ μαρτυρῇ περὶ Ἐμοῦ καὶ διὰ νὰ γνωρίσετε καὶ πιστεύσετε καὶ ἐννοήσετε ὅτι Ἐγὼ ἐξ ἑαυτοῦ ὑπάρχω.Πρὸ ἐμοῦ δὲν ἔγινεν ἀπὸ κανένα ἄλλος θεός, διότι δὲν ὑπῆρχε κανεὶς διὰ νὰ τὸν κατασκευάσῃ, καὶ ἔπειτα ἀπὸ Ἐμὲ δὲν πρόκειται νὰ ὑπάρξῃ ἄλλος, διότι θὰ ὑπάρχω Ἐγὼ αἰωνίως καὶ δεν πρόκειται νὰ ἀντικατασταθῶ ποτέ.
11 ἐγὼ ὁ Θεός, καὶ οὐκ ἔστι πάρεξ ἐμοῦ ὁ σῴζων. 11 Εγώ είμαι ο αληθινός απειροτελειος Θεός και έκτος εμού δεν υπάρχει άλλος σωτήρ. 11 Ἐγὼ καὶ μόνος εἶμαι ὁ Θεός, καὶ δὲν ὑπάρχει ἐκτὸς ἐμοῦ ἄλλος, ὁ ὁποῖος νὰ σώζῃ.
12 ἐγὼ ἀνήγγειλα καὶ ἔσωσα, ὠνείδισα καὶ οὐκ ἦν ἐν ὑμῖν ἀλλότριος. ὑμεῖς ἐμοὶ μάρτυρες καὶ ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός. 12 Εγώ προανήγγειλα την απελευθέρωσίν σας και σας έσωσα. Εγώ σας ήλεγξα και σας ωνείδισα και δεν υπήρχε μεταξύ σας κανείς ξένος Θεός, δια να σας υπερασπισθή. Σεις, λοιπόν, κατόπιν όλων αυτών είσθε οι μάρτυρές μου και εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας. 12 Ἐγὼ ἀνήγγειλα καὶ προεφήτευσα τὴν ἀπελευθέρωσίν σας καὶ σᾶς ἔσωσα.Σᾶς ὠνείδισα, διότι μὲ ἐπεκαλεῖσθε μόνον ὅταν ἐκινδυνεύατε· καὶ ἦτο τότε ἐποχή, ὅτε δὲν ὑπῆρχε μεταξύ σας θεὸς ξένος.Σεῖς λοιπὸν εἶσθε μάρτυρές μου καὶ ἐγὼ ὁ Κύριος καὶ Θεός σας.
13 ἔτι ἀπ᾿ ἀρχῆς καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἐκ τῶν χειρῶν μου ἐξαιρούμενος· ποιήσω, καὶ τίς ἀποστρέψει αὐτό; 13 Απ' αρχής του χρόνου και προ πάσης αρχής της δημιουργίας εγώ υπάρχω και δεν υπάρχει κανείς άλλος, ο οποίος ημπορεί να να ελευθερώση κανένα από τα χέρια μου. Εγώ θα κάμω ο,τι απεφάσισα, και ποιός θα ημπορέση ποτέ να ματαίωση αυτό;” 13 Ἀκόμη ἀπ’ αὐτῆς τῆς ἀρχῆς τοῦ χρόνου καὶ τῆς δημιουργίας, αἰωνίως καὶ ἀϊδιως ὑπάρχω, καὶ δὲν ὑπάρχει κανείς, ὁ ὁποῖος νὰ δύναται νὰ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὰς χεῖρας μου ἐκεῖνον, ποὺ ἐνέπεσεν εἰς αὐτάς.Θὰ κάμω ὅ,τι ἀπεφάσισα· καὶ ποῖος θὰ ἀνακαλέσῃ καὶ θὰ ματαιώσῃ αὐτό;
14 Οὕτως λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὁ λυτρούμενος ῾υμᾶς, ὁ ἅγιος τοῦ ᾿Ισραήλ· ἕνεκεν ὑμῶν ἀποστελῶ εἰς Βαβυλῶνα καὶ ἐπεγερῶ φεύγοντας πάντας, καὶ Χαλδαῖοι ἐν πλοίοις δεθήσονται. 14 Αυτά λέγει Κυριος ο Θεός, ο οποίος σας ελευθερώνει πάντοτε από την αιχμαλωσίαν, ο άγιος Θεός του Ισραήλ. “Προς χάριν σας θα αποστείλω εγώ εις την Βαβυλώνα όργανον της τιμωρίας μου. Θα ξεσηκώσω και θα αναγκάσω να τραπούν εις πανικόβλητον φυγήν οι Βαβυλώνιοι, οι δε Χαλδαίοι θα δεθούν αιχμάλωτοι εις τα πλοία των. 14 Οὕτω λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος πάντοτε σᾶς λυτρώνει, ὁ μόνος καὶ ἐξ ὁλοκλήρου ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ: Πρὸς ἐκδίκησιν τῆς εἰς βάρος σας ἀδικίας θὰ ἀποστείλω εἰς τὴν Βαβυλῶνα τὸ ὄργανον τῆς τιμωρίας μου καὶ θὰ ξεσηκώσω ὅλους εἰς φυγήν, καὶ οἱ Χαλδαῖοι θὰ δεθοῦν εἰς πλοῖα καὶ θὰ ἐξορισθοῦν.
15 ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος ὑμῶν, ὁ καταδείξας ᾿Ισραὴλ βασιλέα ὑμῶν. 15 Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός, ο άγιος υμών, ο οποίος ανέδειξα Ιακώβ, τον πρόγονόν σας, ένδοξον ωσάν βασιλέα σας”. 15 Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος καὶ Θεός, ὁ ἅγιος ὑμῶν, ὁ ἐνεργῶν ταῦτα, ὁ Ὁποῖος κατέδειξα διὰ τῆς προστασίας μου τὸν εὐλογημένον πρόγονόν σας Ἰσραὴλ πατριάρχην ἔνδοξον, ἀπολαύοντα τιμῶν βασιλικῶν.
16 οὕτως λέγει Κύριος, ὁ διδοὺς ἐν θαλάσσῃ ὁδὸν ἐν ὕδατι ἰσχυρῷ τρίβον, 16 Ούτω λέγει ο Κυριος, ο οποίος προς χάριν σας ήνοιξεν εντός της Ερυθράς θαλάσσης οδόν και ανάμεσα από πλήθος υδάτων δίοδον, δια να περάσετε. 16 Οὕτω λέγει ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος δίδει δρόμον διὰ νὰ περάσῃ τις ἐντὸς τῆς θαλάσσης, ὅπως ἔσχισε διὰ σᾶς τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν, καὶ ὁ Ὁποῖος διανοίγει δίοδον εἰς ὕδωρ ὁρμητικὸν καὶ πολύ,
17 ὁ ἐξαγαγὼν ἅρματα καὶ ἵππον καὶ ὄχλον ἰσχυρόν· ἀλλ᾿ ἐκοιμήθησαν καὶ οὐκ ἀναστήσονται, ἐσβέσθησαν ὡς λίνον ἐσβεσμένον. 17 “Εγώ είμαι εκείνος, ο οποίος έβγαλα έξω από την Αίγυπτον και ωδήγησα έντος της Ερυθράς θαλάσσης τα πολεμικά άρματα του Φαραώ, το ιππικόν και τον πολυάριθμον εχθρικόν στρατόν του, οι οποίοι και επνίγησαν εντός των υδάτων. Δεν θα σηκωθούν πλέον από εκεί. Εσβησαν, όπως σβήνει το από λίνον φτιασμένο φυτίλι. 17 ὁ Ὁποῖος ἐξήγαγε πολεμικὰ ἅρματα καὶ ἱππικὸν καὶ πλῆθος στρατοῦ ἰσχυρόν· ἀλλ’ ἀπέθανον πνιγέντες καὶ δὲν θὰ ἀναστηθοῦν διὰ νὰ κάμουν χρῆσιν τῶν ὅπλων των· ἔσβησαν, ὅπως τὸ φυτίλιον τὸ ἐκ λίνου τὸ σβησμένον.
18 μὴ μνημονεύετε τὰ πρῶτα καὶ τὰ ἀρχαῖα μὴ συλλογίζεσθε. 18 'Αλλα μην ενθυμείσθε αυτά, που προηγήθησαν. Μη συλλογίζεσθε τα αρχαία, που έγιναν, 18 Μὴ ἐνθυμεῖσθε τὰ πρῶτα, καὶ τὰ ἀρχαῖα μὴ συλλογίζεσθε.Ὠχριοῦν ταῦτα καὶ ἔρχονται εἰς δευτέραν μοῖραν.
19 ἰδοὺ ἐγὼ ποιῶ καινὰ ἃ νῦν ἀνατελεῖ, καὶ γνώσεσθε αὐτά· καὶ ποιήσω ἐν τῇ ἐρήμῳ ὁδὸν καὶ τῇ ἀνύδρῳ ποταμούς. 19 διότι εγώ θα κάμω νέα θαυμαστά έργα, τα οποία τώρα θα αναφανούν και θα τα κατανοήσετε καλά. Θα κάμω δρόμον βατόν μέσα εις την έρημον, εις δε την ξηράν και άνυδρον χώραν θα στείλω ποταμούς υδάτων. 19 Ἰδοὺ ἐγὼ κάμνω μετ’ ὀλίγον νέα, τὰ ὁποῖα τώρα θὰ ἀναφανοῦν λαμπρῶς καὶ θὰ γνωρίσετε αὐτά· καὶ θὰ κάμω δρόμον βατὸν εἰς τὴν ἔρημον καὶ εἰς τὴν ἄνυδρον χώραν θὰ ἐμφανίσω ποταμούς.
20 εὐλογήσουσί με τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, σειρῆνες καὶ θυγατέρες στρουθῶν, ὅτι ἔδωκα ἐν τῇ ἐρήμῳ ὕδωρ καὶ ποταμοὺς ἐν τῇ ἀνύδρῳ ποτίσαι τὸ γένος μου τὸ ἐκλεκτόν, 20 Δια τα θαυμαστά αυτά έργα μου θα με δοξολογήσουν και αυτά ακόμη τα θηρία του αγρού. Γλαύκες και παιδιά στρουθοκαμήλων, διότι έδωσα εις την έρημον γην ύδωρ και ποταμούς εις την άνυδρον χώραν, δια να ποτίσω και ξεδιψάσω το εκλεκτόν γένος μου, 20 Θὰ μὲ δοξολογήσουν δὲ τὰ ἄγρια θηρία, ποὺ ζοῦν εἰς τὸν ἀγρὸν μακρὰν τῶν ἀνθρώπων, αἱ γλαῦκες καὶ αἱ στρουθοκάμηλον θὰ ἐξημερωθῇ δηλαδὴ καὶ αὐτὴ ἡ ἄγρια φύσις, διότι ἔδωκα εἰς τὴν ἔρημον ὕδωρ καὶ εἰς τὴν ἄνυδρον καὶ ζηρὰν γῆν ποταμούς, διὰ νὰ ποτίσω τὸ γένος μου τὸ ἐκλεκτόν,
21 λαόν μου, ὃν περιεποιησάμην τὰς ἀρετάς μου διηγεῖσθαι. 21 τον ισραηλιτικόν λαόν, τον οποίον διετήρησα και περιεποιήθην, δια να διηγήται τας τελειότητάς μου και τα θαυμαστά έργα μου. 21 τὸν λαόν μου, τὸν ὁποῖον ὡς ἰδιαίτερόν μου κτῆμα ἐξεχώρισα καὶ ἀπέκτησα, διὰ νὰ διηγῆται καὶ διακηρύττῃ τὰς ἐξόχους καὶ ἀπείρους ἰδιότητάς μου.
22 οὐ νῦν ἐκάλεσά σε, ᾿Ιακώβ, οὐδὲ κοπιάσαι σε ἐποίησα, ᾿Ισραήλ. 22 Δεν σε εκάλεσα τώρα, ω λαέ του Ιακώβ, ούτε και σε έκαμα να υποβληθής εις κόπους προς χάριν μου, ω Ισραήλ. 22 Δὲν σὲ ἐκάλεσα τώρα, ὦ Ἰακώβ.Οὔτε σὲ ἔκαμα νὰ ὑποβληθῇς εἰς κόπους δι’ ἐμέ, ὦ Ἰσραήλ.
23 οὐκ ἐμοὶ ἤνεγκας πρόβατα τῆς ὁλοκαρπώσεώς σου, οὐδὲ ἐν ταῖς θυσίαις σου ἐδόξασάς με· οὐκ ἐδούλωσά σε ἐν θυσίαις, οὐδὲ ἔγκοπον ἐποίησά σε ἐν λιβάνῳ, 23 Δεν μου προσέφερες πρόβατα ως ολοκαυτώματα, ούτε με τας θυσίας σου με εδοξασες. Εγώ δε δεν σε υπεχρέωσα ούτε και σε υπέβαλα στον κόπον να μου προσφέρη θυσίας στον τόπον της εξορίας σου, ούτε σε επεβάρυνα με κόπους να μου προσφέρης λιβανωτόν. 23 Δὲν ἔφερες εἰς Ἐμὲ πρόβατα ἐξ ὁλοκλήρου κατακαιόμενα ἐπί τοῦ Θυσιαστηρίου ὑπὸ σοῦ, οὔτε μὲ ἐδόξασες μὲ τὰς θυσίας σου, ἀφοῦ συγχρόνως ἡ καρδία σου ἦτο ξένη πρὸς Ἐμέ.Δὲν σὲ κατέστησα δοῦλον εἰς θυσίας, οὔτε σὲ ὑπέβαλα εἰς βαρεῖς κόπους διὰ νὰ μοῦ προσφέρῃς λιβάνι,
24 οὐδὲ ἐκτήσω μοι ἀργυρίου θυμίαμα, οὐδὲ τὸ στέαρ τῶν θυσιῶν σου ἐπεθύμησα, ἀλλὰ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις σου καὶ ἐν ταῖς ἀδικίαις σου προέστην σου. 24 Ούτε σε υπεχρεωσα να απόκτησης δια χρημάτων θυμίαμα εδώ, που ευρίσκεσαι, ούτε το λίπος των θυσιών μου εγώ επεθύμησα. Παρ' όλον τούτο εγώ υπήρξα προστάτης σου, καθ' ον χρόνον συ έμενες αμετανόητος εις τας αμαρτίας σου και εις τας αδικίας σου. 24 οὔτε ἀπέκτησες δι’ Ἐμὲ ἀντὶ ἀργυρίου θυμίαμα, οὔτε ἐπεθύμησα τὸ πάχος τῶν θυσιῶν σου, τὸ ὁποῖον κατακαίεται ὁλόκληρον ἐπί τοῦ Θυσιαστηρίου· ἀλλ’ ὑπῆρξα προστάτης σου, καθ’ ὃν χρόνον σὺ ἐνέμενες εἰς τὰς ἁμαρτίας σου καὶ εἰς τὰς ἀδικίας σου.
25 ἐγώ εἰμι, ὁ ἐξαλείφων τὰς ἀνομίας σου ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τὰς ἁμαρτίας σου καὶ οὐ μὴ μνησθήσομαι. 25 Εγώ είμαι, εγώ είμαι ο μόνος, ο οποίος σβήνω και εξαλείφω τας ανομίας σου ένεκεν της αγαθότητός μου και προς δόξαν μου, και δεν θα ενθυμηθώ πλέον τας αμαρτίας σου. 25 Ἐγὼ εἶμαι, Ἐγὼ καὶ μόνος Ἐγὼ εἶμαι, ὁ Ὁποῖος σβήνω καὶ ἐξαλείφω τελείως τὰς ἀνομίας σου ἕνεκεν τῆς ἀγαθότητός μου καὶ τὰς ἁμαρτίας σου καὶ δὲν θὰ ἐνθυμηθῶ ποτὲ ταύτας.
26 σὺ δὲ μνήσθητι καὶ κριθῶμεν· λέγε σὺ τὰς ἀνομίας σου πρῶτος, ἵνα δικαιωθῇς. 26 Συ όμως να έχης πάντοτε ύπ' όψιν σου τας ανομίας σου, να ενθυμήσαι ποίος είσαι, και έλα να δικασθώμεν. Λέγε συ πρώτος τας ανομίας σου, αναγνωρίζων εν μετανοία αυτάς, δια να λάβης δικαίωσιν και συγχώρησιν. 26 Σὺ ὅμως ἐνθυμήσου τὰς ἀνομίας σου καὶ ἐνθυμούμενος ταύτας ἔλα νὰ δικασθῶμεν μαζί.Λέγε σὺ τὰς ἀνομίας σου πρῶτος, ἀναγνωρίζων αὐτάς, διὰ νὰ δικαιωθῇς καὶ συγχωρηθῇς.
27 οἱ πατέρες ὑμῶν πρῶτοι καὶ οἱ ἄρχοντες ὑμῶν ἠνόμησαν εἰς ἐμέ, 27 Και αυτοί οι πρόγονοί σας πρώτοι και οι άρχοντες σας, διέπραξαν απέναντί μου αμαρτίας 27 Οἱ προπάτοράς σας πρῶτοι καὶ οἱ ἄρχοντές σας ἡμάρτησαν εἰς Ἐμέ·
28 καὶ ἐμίαναν οἱ ἄρχοντες τὰ ἅγιά μου, καὶ ἔδωκα ἀπολέσαι ᾿Ιακὼβ καὶ ᾿Ισραὴλ εἰς ὀνειδισμόν. 28 και εμόλυναν οι άρχοντες τον άγιον ναόν μου. Δια τούτο παρέδωκα εις απώλειαν τους Ισραηλίτας, εις καταφρόνησιν και εξευτελισμόν». 28 καὶ ἐβεβήλωσαν οἱ ἄρχοντές σας τὸν ἅγιόν μου Ναόν.Δι’ αὐτὸ καὶ παρεχώρησα νὰ παραδώσουν εἰς ἀπώλειαν τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ εἰς καταφρόνησιν καὶ ἐξευτελισμὸν τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ.