Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΗΣΑΪΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 50 (Ν)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΟΥΤΩΣ λέγει Κύριος· ποῖον τὸ βιβλίον τοῦ ἀποστασίου τῆς μητρὸς ὑμῶν, ᾧ ἐξαπέστειλα αὐτήν; ἢ τίνι ὑπόχρεῳ πέπρακα ὑμᾶς; ἰδοὺ ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν ἐπράθητε, καὶ ταῖς ἀνομίαις ὑμῶν ἐξαπέστειλα τὴν μητέρα ὑμῶν. 1 Ούτω λέγει ο Κυριος· Που και ποίον είναι το έγγραφον του διαζυγίου της μητέρας σας, δια του οποίου διεζεύχθην και την εγκατέλειψα; Η εις ποίον δανειστήν μου σας επώλησα; Δεν σας επώλησα εγώ δούλους, αλλά σεις λόγω των αμαρτιών σας επωλήθητε, εξ αιτίας δε των παρανομιών σας απέπεμψα την μητέρα σας, την Σιών. 1 Οὕτω λέγει ὁ Κύριος: Ποῖον τὸ ἔγγραφον τοῦ διαζυγίου τῆς μητρός σας Συναγωγῆς, διὰ τοῦ ὁποίου διεζεύχθην καὶ ἀπέπεμψα αὐτήν; Ἢ εἰς ποῖον δανειστήν μου σᾶς ἐπώλησα; Ἰδού, διὰ τὰς ἁμαρτίας σας ἐπωλήσατε σεῖς τοὺς ἑαυτούς σας καὶ διὰ τὰς ἀνομίας σας ἀπέπεμψα τὴν μητέρα σας.
2 τί ὅτι ἦλθον καὶ οὐκ ἦν ἄνθρωπος; ἐκάλεσα καὶ οὐκ ἦν ὁ ὑπακούων; μὴ οὐκ ἰσχύει ἡ χείρ μου τοῦ ρύσασθαι ἢ οὐκ ἰσχύω τοῦ ἐξελέσθαι; ἰδοὺ τῇ ἀπειλῇ μου ἐξερημώσω τὴν θάλασσαν καὶ θήσω ποταμοὺς ἐρήμους, καὶ ξηρανθήσονται οἱ ἰχθύες αὐτῶν ἀπὸ τοῦ μὴ εἶναι ὕδωρ καὶ ἀποθανοῦνται ἐν δίψει. 2 Διατί, όταν ήλθα, δεν υπήρξεν άνθρωπος να με υποδεχθή; Διατί, όταν προσεκάλεσα, δεν υπήρξε κανείς, που να υπακούση εις την πρόσκλησίν μου; Μηπως δεν είναι ισχυρά η χείρ μου, δια να σας ελευθερώση και σας σώση η δεν έχω την δύναμιν να σας βγάλω από την χώραν της αιχμαλωσίας σας; Ιδού, εγώ με την απειλήν μου δύναμαι να ξηράνω και να κάμω έρημον την θάλασσαν να καταστήσω ξηρούς και ερήμους τους ποταμούς, ώστε να αποθάνουν από την δίψαν τα ψάρια, διότι δεν θα υπάρχη ύδωρ. 2 Διατί, ὅταν ἦλθον πλησίον σας, δὲν ὑπῆρχεν ἄνθρωπος νὰ μὲ ὑποδεχθῇ; Διατί, ὅταν σᾶς ἐκάλεσα, δὲν ὑπῆρξε κανείς, ὁ ὁποῖος νὰ ἀνταποκριθῇ εἰς τὴν πρόσκλησίν μου; Μήπως δὲν ἔχει δύναμιν ἡ χείρ μου διὰ νὰ ἐλευθερώσῃ ἢ μήπως δὲν εἶμαι δυνατὸς διὰ νὰ σώσω; Ἰδού, μὲ τὴν ἀπειλήν μου δύναμαι νὰ μεταβάλω εἰς ἔρημον τὴν θάλασσαν καὶ νὰ κάμω τοὺς ποταμοὺς ξηρὰν καὶ θὰ ξηρανθοῦν οἱ ἰχθύες των ἀπὸ τὴν ἔλλειψιν ὕδατος καὶ θὰ ἀποθάνουν ἐκ δίψης.
3 ἐνδύσω τὸν οὐρανὸν σκότος καὶ ὡς σάκκον θήσω τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ. 3 Εγώ ημπορώ να ενδύσω με σκοτάδι τον ουρανόν και να μεταβάλω την λαμπράν περιβολήν και εμφάνισίν του εις πένθιμον σάκκον. 3 Θὰ ἐνδύσω τὸν οὐρανὸν μὲ σκότος καὶ ὡσὰν πένθιμον σάκκον θὰ μεταβάλω τὴν περιβολήν του.
4 Κύριος δίδωσί μοι γλῶσσαν παιδείας τοῦ γνῶναι ἡνίκα δεῖ εἰπεῖν λόγον ἔθηκέ μοι πρωΐ πρωΐ, προσέθηκέ μοι ὠτίον ἀκούειν· 4 Ο Κυριος μου έχει δώσει γλώσσαν παιδείας και σοφίας, δια να γνωρίζω τι και πότε πρέπει να ομιλήσω. Πολύ ενωρίς μου εδώσε την μόρφωσιν αυτήν και μου προσέθεσεν οξύτητα ακοής, δια να ακούω την αλήθειαν και υπακούω εις αυτόν. 4 Ὁ Κύριος μοῦ δίδει γλῶσσαν παιδευτικὴν καὶ διδακτικήν, διὰ νὰ γνωρίζω πότε πρέπει νὰ εἴπω λόγον.Πρωΐ - πρωῒ μοῦ ἔδωκε τὴν παίδευσιν ταύτην καὶ μοῦ προσέθεσεν ὀξύτητα ἀκοῆς, διὰ νὰ ἀκούω καὶ ὑπακούω εἰς τὰς ἀποκαλύψεις Του.
5 καὶ ἡ παιδεία Κυρίου Κυρίου ἀνοίγει μου τὰ ὦτα, ἐγὼ δὲ οὐκ ἀπειθῶ οὐδὲ ἀντιλέγω, 5 Η δια των παιδαγωγικών παθημάτων παιδεία του Κυρίου, μάλιστα του Κυρίου, μου ανοίγει τα αυτιά, εγώ δε δεν απειθώ, δεν αντιλέγω εις την παιδείαν αυτήν. 5 Καὶ ἡ διὰ δοκιμασιῶν παιδαγωγία, τὴν ὁποίαν μοῦ ἔκαμεν ὁ Κύριος, μοῦ διήγειρε καὶ μοῦ ἐκτύπησε βαθιὰ τὴν ἀκοήν.Ἐγὼ δὲ δὲν ἀπειθῶ, οὔτε ἀντιλέγω.
6 τὸν νῶτόν μου ἔδωκα εἰς μάστιγας, τὰς δὲ σιαγόνας μου εἰς ραπίσματα, τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπέστρεψα ἀπὸ αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων· 6 Εδωκα τον νώτον μου εις μάστιγας και τας σιαγόνας μου εις ραπίσματα, το δε πρόσωπόν μου δεν το απέστρεψα από την αισχύνην των εμπτυσμάτων. 6 Τὰ νῶτα μου παρέδωκα εἰς μάστιγας καὶ τὰς σιαγόνας μου εἰς ραπίσματα, τὸ δὲ πρόσωπόν μου δὲν ἀπέστρεψα ἀπὸ τὴν ἐντροπὴν καὶ τὸν ἐξευτελισμὸν τῶν ἐμπτυσμάτων.
7 καὶ Κύριος Κύριος βοηθός μοι ἐγενήθη, διὰ τοῦτο οὐκ ἐνετράπην, ἀλλὰ ἔθηκα τὸ πρόσωπόν μου ὡς στερεὰν πέτραν καὶ ἔγνων ὅτι οὐ μὴ αἰσχυνθῶ· 7 Αλλα ο Κυριος, ο Κυριος είναι και μου συμπαρεστάθη βοηθός μου. Χαρις εις την στοργικήν παρουσίαν του, δεν εκυριεύθην από έντροπην, άλλα ακλόνητον ως βράχον προέβαλα το πρόσωπόν μου, διότι εγνώριζα ότι τελικώς δεν πρόκειται να εντροπιασθώ. 7 Καὶ κατόπιν τῆς ὑπακοῆς μου αὐτῆς ὁ Κύριος, ναί, ὁ Κύριος ἔγινε βοηθός μου.Δι’ αὐτό, ἐπειδὴ ἤλπιζα εἰς τὴν βοήθειαν αὐτήν, δὲν κατεκυριεύθην ἀπὸ ἐντροπήν, ἀλλὰ προέταξα τὸ πρόσωπόν μου ἀλύγιστον ὡσὰν στερεὰν πέτραν, διότι ἐγνώριζα ὅτι τελικῶς δὲν θὰ ἐντροπιασθῶ.
8 ὅτι ἐγγίζει ὁ δικαιώσας με. τίς ὁ κρινόμενός μοι; ἀντιστήτω μοι ἅμα· καὶ τίς ὁ κρινόμενός μοι; ἐγγισάτω μοι. 8 Ναι, δεν θα εντροπιασθώ, διότι ευρίσκεται πλησίον μου, έρχεται κοντά μου αυτός, ο οποίος θα μου αποδώση το δίκαιον. Ποιός είναι αυτός, ο οποίος θέλει να αντιμετρηθή μαζή μου εις δίκην; Ας σταθή αντιμέτωπός μου αμέσως. Και ποιός θα εκρίνετο μαζή μου και θα ενόμιζεν ότι έχει δίκαιον απέναντί μου; Ας με πλησίαση. 8 Ναὶ δὲν θὰ ἐντροπιασθῶ, διότι εἶναι πλησίον καὶ ἔρχεται Αὐτὸς ποὺ θὰ μὲ δικαιώσῃ.Ποῖος θὰ ἐδικάζετο μαζί μου καὶ θὰ μὲ ὡδηγεῖ εἰς δίκην; Ἂς σταθῇ ἀντιμέτωπός μου συγχρόνως.Καὶ ποῖος θὰ ἐκρίνετο μαζί μου καὶ θὰ ἐνόμιζεν ὅτι ἔχει δίκαιον ἀπέναντί μου; Ἂς μὲ πλησιάσῃ.
9 ἰδοὺ Κύριος Κύριος βοηθήσει μοι· τίς κακώσει με; ἰδοὺ πάντες ὑμεῖς ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσεσθε, καὶ ὡς σὴς καταφάγεται ὑμᾶς. 9 Ιδού, ο Κυριος και Θεός είναι βοηθός μου. Ποιός θα μου κάμη κακόν; Ιδού, όλοι σεις οι αντιτιθέμενοι προς εμέ, θα παληώσετε και θα καταρρακωθήτε σαν ιμάτιον και ωσάν σκόρος θα σας καταφάγη η κακότης και αμαρτωλότης σας. 9 Ἰδού, Κύριος ὁ Θεὸς εἶναι βοηθός μου.Ποῖος θὰ μὲ καταδικάσῃ καὶ θὰ μὲ κακοποιήσῃ; Ἰδού, ὅλοι σεῖς θὰ παλιώσετε καὶ θὰ καταρρακωθῆτε ὡσὰν ἱμάτιον, καὶ ὡσὰν σκόρος θὰ σᾶς καταφάγῃ ἡ ἐνοχή σας καὶ ἡ καταδίκη σας.
10 Τίς ἐν ὑμῖν ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον; ὑπακουσάτω τῆς φωνῆς τοῦ παιδὸς αὐτοῦ. οἱ πορευόμενοι ἐν σκότει καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς φῶς, πεποίθατε ἐπὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου καὶ ἀντιστηρίσασθε ἐπὶ τῷ Θεῷ. 10 Ποιός μεταξύ σας φοβείται τον Κυριον; Ας υπακούση εις την φωνήν του παιδός του. Σεις, οι οποίοι πορεύεσθε μέσα στο σκότος της αγνοίας και δεν υπάρχει κανένα δια σας φως, πιστεύσατε στο όνομα του Κυρίου, στηριχθήτε με πεποίθησιν στον Θεόν. 10 Ποῖος μεταξύ σας ὑπάρχει, ὁ ὁποῖος φοβεῖται τὸν Κύριον; Ἂς ὑπακούσῃ εἰς τὴν φωνὴν τοῦ δούλου Τοῦ Μεσαίου.Σεῖς, ποὺ πορεύεσθε εἰς τὸ σκότος τῆς ἀγνοίας καὶ τῆς δουλείας τῆς ἁμαρτίας καὶ εἰς τοὺς ὁποίους δὲν ὑπάρχει φῶς θείας ἐλλάμψεως καὶ ἐλευθερίας, στηρίξατε τὴν πεποίθησίν σας εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ ἀντὶ παντὸς ἅλλου στηρίγματος στηριχθῆτε ἐπὶ τοῦ Θεοῦ.
11 ἰδοὺ πάντες ὑμεῖς πῦρ καίετε καὶ κατισχύετε φλόγα· πορεύεσθε τῷ φωτὶ τοῦ πυρὸς ὑμῶν καὶ τῇ φλογί, ᾗ ἐξεκαύσατε· δι᾿ ἐμὲ ἐγένετο ταῦτα ὑμῖν, ἐν λύπῃ κοιμηθήσεσθε. 11 Ιδού, όλοι σεις, που δεν υπακούετε στον παίδα του Θεού, ανάπτετε φωτιάν στον εαυτόν σας και τον κατακαίετε. Τροφοδοτείτε και δυναμώνετε ολονέν περισσότερον την φλόγα του πυρός, που σας κατακαίει. Πορευθήτε με το αντιφέγγισμα του ολεθρίου πυρός, που σεις ανάψατε κατά του εαυτού σας, και με την φλόγα, την οποίαν σεις εδυναμώσετε ακόμη περισσότερον. Συνέβησαν όλα αυτά τα φοβερά εις σας, διότι δεν επιστεύσατε εις εμέ. Βυθισμένοι δε εις την λύπην και τον πόνον θα αποθάνετε. 11 Ἰδοὺ ὅλοι σεῖς, οἱ μὴ ὑπακούοντες εἰς τὸν Παῖδα τοῦ Θεοῦ, φωτιὰν ἀνάπτετε εἰς τοὺς ἑαυτούς σας καὶ ὁλονὲν ἰσχυροτέραν καθιστᾶτε τὴν φλόγα της.Προχωρεῖτε φωτιζόμενοι ἀπὸ τὸ ἀπατηλὸν καὶ ὀλέθριον φῶς τῆς φωτιᾶς, ποὺ οἱ ἴδιοι ἠνάψατε, καὶ ἀπὸ τὴν φλόγα, τὴν ὁποίαν ἐδυναμώσατε.Ἕνεκεν τῆς πρὸς Ἐμὲ ἀπιστίας σας ἔγιναν ταῦτα εἰς σᾶς.Θὰ ἀποθάνετε ἐν λύπῃ.