Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΙΔΕΤΕ ὡς ὁ δίκαιος ἀπώλετο, καὶ οὐδεὶς ἐκδέχεται τῇ καρδίᾳ, καὶ ἄνδρες δίκαιοι αἴρονται, καὶ οὐδεὶς κατανοεῖ. ἀπὸ γὰρ προσώπου ἀδικίας ἦρται ὁ δίκαιος· | 1 Ιδετέ πως ο δίκαιος χάνεται, και κανείς δεν βάζει αυτό εις την καρδία του, ούτε και συγκινείται! Ανδρες δίκαιοι φονεύονται και σαρώνονται και κανείς δεν κατανοεί το μέγεθος της αδικίας αυτής! Εξ αιτίας της μεγάλης κακότητός που επικρατεί γενικώς, έχει αφαιρεθή η ζωή του δικαίου. | 1 Ίδετε πῶς ὁ δίκαιος ἐχάθη, καὶ οὐδεὶς συγκινεῖται, οὐδὲ αἰσθάνεται τοῦτο ἡ καρδία του, καὶ πῶς ἄνδρες δίκαιοι θανατώνονται, καὶ κανεὶς δὲν τὸ προσέχει, ἀλλ’ ὅλοι ἀδιαφοροῦν.Συμβαίνει δὲ τοῦτο, διότι ἕνεκα τῆς μεγάλης ἀδικίας ἔχει θανατωθῆ ὁ δίκαιος. |
2 ἔσται ἐν εἰρήνῃ ἡ ταφὴ αὐτοῦ, ᾖρται ἐκ τοῦ μέσου | 2 Αφηρέθη η ζωή του εκ μέσου πονηράς γενεάς, ετάφη όμως ειρηνικώς και εισήλθεν εις την αωνίαν ειρήνην. | 2 Καὶ θὰ γίνῃ ἐν εἰρήνῃ ἡ ταφή του, ἔχει ἀρθῆ ἀπὸ τὸ μέσον γενεᾶς πονηρὰς καὶ ἐνόχου. |
3 ὑμεῖς δὲ προσαγάγετε ὧδε, υἱοὶ ἄνομοι, σπέρμα μοιχῶν καὶ πόρνης· | 3 Πλησιάσατε όμως εδώ σεις, υιοί της παρανομίας, καρποί μοιχών ανδρών και πόρνης γυναικός. | 3 Σεῖς δέ, πλησιάσατε ἐδῶ, ὦ υἱοὶ ἀθετηταὶ τοῦ Νόμου, ἀπόγονοι μοιχῶν καὶ εἰδωλολατρῶν καὶ πόρνης μητρός. |
4 ἐν τίνι ἐνετρυφήσατε; καὶ ἐπὶ τίνα ἠνοίξατε τὸ στόμα ὑμῶν; καὶ ἐπὶ τίνα ἐχαλάσατε τὴν γλῶσσαν ὑμῶν; οὐχ ὑμεῖς ἐστε τέκνα ἀπωλείας; σπέρμα ἄνομον; | 4 Και σας ερωτώ με ποίον και εις βάρος ποίου διεσκεδάσατε; Εναντίον ποίου ηνοιξατε υβριστικώς το στόμα σας; Και εναντίον τίνος εβγάλατε εμπαικτικώς μίαν σπιθαμήν την γλώσσαν σας; Δεν είσθε σεις τέκνα απωλείας, αμαρτωλοί απόγονοι γονέων παρανόμων; | 4 Μὲ ποῖον διεσκεδάσατε, περιπαίζοντες αὐτόν; Καὶ διὰ ποῖον ἠνοίξατε περιπαικτικῶς τὸ στόμα σας; Καὶ διὰ ποῖον ἐβγάλατε καὶ ἐκρεμάσατε ἔξω ἀπὸ τὰ χείλη σας χλευαστικῶς τὴν γλῶσσαν σας; Δὲν εἶσθε σεῖς τέκνα προωρισμένα δι' ἀπώλειαν; Ἀπόγονοι ἁμαρτωλοὶ γονέων παρανόμων; |
5 οἱ παρακαλοῦντες εἴδωλα ὑπὸ δένδρα δασέα, σφάζοντες τὰ τέκνα αὐτῶν ἐν ταῖς φάραγξιν ἀναμέσον τῶν πετρῶν. | 5 Σεις λατρεύετε και παρακαλείτε τα είδωλα κάτω από πυκνόφυλλα δένδρα και σφάζετε τα τέκνα σας εις τα είδωλα, εις τας φάραγγας, ανάμεσα από βράχους. | 5 Σεῖς, οἱ ὁποῖοι παρακαλεῖτε καὶ λατρεύετε τὰ εἴδωλα κάτω ἀπὸ δένδρα μὲ πυκνὸν φύλλωμα, σεῖς, οἱ ὁποῖοι σφάζετε τὰ τέκνα σας εἰς τὰς φάραγγας ἐν μέσῳ τῶν πετρῶν. |
6 ἐκείνη σου ἡ μερίς, οὗτός σου ὁ κλῆρος, κἀκείνοις ἐξέχεας σπονδὰς κἀκείνοις ἀνήνεγκας θυσίας· ἐπὶ τούτοις οὖν οὐκ ὀργισθήσομαι; | 6 Αυτή είναι λοιπόν η μερίς, την οποίαν εξέλεξες. Αύτη είναι η κληρονομία σου και όχι ο Θεός. Εις τα είδωλα έχυσες ιεράς σπονδάς οίνου και εις εκείνα προσέφερες τας θυσίας σου. Δια τα βέβηλα, λοιπόν, αυτά έργα σου δεν θα οργισθώ εναντίον σου; | 6 Ἐκεῖνα τὰ εἴδωλα ἔγιναν ἡ προτίμησίς σου καὶ ἡ ἀγάπη σου· αὐτῶν ἡ λατρεία ἔγινε ἡ κληρονομία σου, καὶ εἰς ἐκείνους τοὺς θεοὺς ἔχυσες σπονδὰς καὶ εἰς ἐκείνους προσέφερες θυσίας.Δι’ αὐτὰ λοιπὸν δὲν θὰ ὀργισθῶ ἐναντίον σου; |
7 ἐπ᾿ ὄρος ὑψηλὸν καὶ μετέωρον, ἐκεῖ σου ἡ κοίτη, καὶ ἐκεῖ ἀνεβίβασας θυσίας σου. | 7 Επάνω εις όρος υψηλόν και σαν μετέωρον στον αέρα εκεί ετοποθέτησες την αμαρτωλήν σου κλίνην, εκεί ανεβίβασες και προσέφερες τας θυσίας σου. | 7 Ἐπὶ ὄρους ὑψηλοῦ καὶ ὡσὰν κρεμαμένου, ἐκεῖ ἐτοποθέτησες διὰ τῆς λατρείας τοῦ εἰδώλου τὴν εἰς δεσμὸν ἀτιμίας συνδέουσαν σὲ μετ’ αὐτοῦ κλίνην σου καὶ ἐκεῖ ἀνέβασες τὰς θυσίας σου. |
8 καὶ ὀπίσω τῶν σταθμῶν τῆς θύρας σου ἔθηκας μνημόσυνά σου· ᾤου ὅτι ἐὰν ἀπ᾿ ἐμοῦ ἀποστῇς, πλεῖόν τι ἕξεις· ἠγάπησας τοὺς κοιμωμένους μετὰ σοῦ | 8 Πισω από τας παραστάδας των θυρών του σπιτιού σου έθεσες προς συνεχή ανάμνησιν τα ειδωλολατρικά σύμβολα. Ενόμισες, ότι, αν απομακρυνθής από εμέ, θα επιτύχης περισσότερα. Ηγήπησες αμαρτωλούς' και μαζή των κοιμάσαι. | 8 Καὶ ὀπίσω ἀπὸ τὰς παραστάδας τῆς θύρας σου ἔθεσες τὰς παραστάσεις τῶν εἰδώλων, διὰ νὰ σοῦ ὑπενθυμίζωνται ταῦτα καὶ νὰ τὰ βλέπῃς διαρκῶς· ἐνόμιζες ὅτι, ἐὰν ἀπομακρυνθῇς ἀπὸ Ἐμέ, θὰ ἔχῃς κάτι παραπάνω εἰς προστασίαν ἀπὸ τοὺς ψευδοθεούς· ἠγάπησας τοὺς ψενδοθεοὺς τούτους, μετὰ τῶν ὁποίων ὡς μοιχαλὶς συνεδέθης καὶ φαίνεσαι ὡσὰν νὰ κοιμᾶσαι μετ' αὐτῶν ὡς μετὰ συζύγων σου. |
9 καὶ ἐπλήθυνας τὴν πορνείαν σου μετ᾿ αὐτῶν καὶ πολλοὺς ἐποίησας τοὺς μακρὰν ἀπὸ σοῦ καὶ ἀπέστειλας πρέσβεις ὑπὲρ τὰ ὅριά σου καὶ ἀπέστρεψας καὶ ἐταπεινώθης ἕως ᾅδου. | 9 Εβυθίσθης εις την αμαρτωλότητα, επλήθυνας τας πορνείας σου μετ' αυτών. Πολλούς ψευδοθεούς, που ήσαν μακράν από σέ, τους έφερες κοντά σου. Εστειλες πρέσβεις πέραν από τα όρια της χώρας σου προς ειδωλολατρικούς λαούς, δια να ζητήσης βοήθειαν. Απεμακρύνθης από εμέ και εξηυτελίσθης μέχρις ·άδου. | 9 Καὶ ἐν πλεονασμῷ ἐξετράπης εἰς εἰδωλολατρίαν μετ' αὐτῶν, ἥτις σὲ καθίστα πόρνην καὶ μοιχαλίδα ὡς πρὸς τὸν Θεόν, ἀπὸ τοῦ Ὁποίου ἐχωρίζεσο· καὶ πολλοὺς ψευδοθεούς, οἵτινες ἦσαν μακρὰν ἀπὸ σοῦ, τοὺς ἔκαμες συγκοιμωμένους μαζί σου καὶ ἔστειλες ἀπεσταλμένους καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅριά σου, διὰ νὰ συμμαχήσῃς μὲ ἔθνη εἰδωλολατρικὰ καὶ νὰ συμμορφωθῇς μὲ τὰ ἤθη των, καὶ ἀπεμακρύνθης ἀπὸ Ἐμὲ καὶ ἐταπεινώθης μέχρις Ἅδου. |
10 ταῖς πολιοδίαις σου ἐκοπίασας καὶ οὐκ εἶπας· παύσομαι ἐνισχύουσα, ὅτι ἔπραξας ταῦτα, διὰ τοῦτο οὐ κατεδεήθης μου σύ. | 10 Συ, Ιερουσαλήμ, εταλαιπωρήθης και ματαίως εκοπίασές με τας πολλάς πορείας σου. Και όμως δεν είπες· Ματαία η προσπάθεια μου· θα παύσω να ζητώ ενισχύσεις από τους έξω. Επειδή παρεξέκλινες και έπραξες όλας αυτάς τας παρανομίας, ετυφλώθης και δια τούτο δεν ησθάνθης την ανάγκην μου, δεν ηθέλησες να παρακαλέσης εμέ. | 10 Μὲ τὰς πολλὰς πορείας σου ἐκοπίασες· καὶ ὅμως δὲν εἶπες: Θὰ παύσω ἐκτείνουσα τὰς δυνάμεις μου.Ἐπειδὴ ἔπραξες ταῦτα, δι' αὐτὸ δὲν ᾐσθάνθης τὴν ἀνάγκήν μου σὺ καὶ δὲν μὲ παρεκάλεσες. |
11 τίνα εὐλαβηθεῖσα ἐφοβήθης καὶ ἐψεύσω με καὶ οὐκ ἐμνήσθης μου, οὐδὲ ἔλαβές με εἰς τὴν διάνοιαν οὐδὲ εἰς τὴν καρδίαν σου; καὶ ἐγώ σε ἰδὼν παρορῶ, καὶ ἐμὲ οὐκ ἐφοβήθης. | 11 Από δέος προς ποίον εφοβήθης και είπες ψέματα προς εμέ, με την παράβασιν των υποσχέσεών σου, και δεν με εθυμήθης; Ούτε με έβαλες εις την σκέψιν σου και την καρδίαν σου· και εγώ δέ, όταν είδα την διαγωγήν σου, έκαμα ότι δεν σε βλέπω. Και πάλιν όμως συ δεν εφοβήθης, και συνέχισες τας παρεκτροπάς σου. | 11 Ποῖον σεβασθεῖσα ἐφοβήθης καὶ ἐψεύσθης πρὸς Ἐμέ, ἀθετήσασα τὰς πρὸς Ἐμὲ ὑποσχέσεις σου, καὶ δὲν μὲ ἐνεθυμήθης, οὐδὲ μὲ ἔλαβες εἰς τὴν σκέψιν σου καὶ εἰς τὴν καρδίαν σου; Καὶ Ἐγώ, ὅταν σὲ εἶδον, σὲ παρέβλεψα καὶ ἠδιαφόρησα πρὸς σέ, καὶ σὺ δὲν μὲ ἐφοβήθης. |
12 καὶ ἐγὼ ἀπαγγελῶ τὴν δικαιοσύνην μου καὶ τὰ κακά σου, ἃ οὐκ ὠφελήσει σε. | 12 Εγώ όμώς θα αναγγείλω την δικαίαν μου εναντίον σου απόφασιν και τας συμφοράς, αι οποίαι θα σε εύρουν. Τα δε είδωλά σου εις τίποτε δεν θα σε ωφελήσουν. | 12 Καὶ ἐγὼ θὰ ἀπαγγείλω τὴν δικαίαν ἀπόφασίν μου διὰ τὴν συμπεριφοράν σου αὐτὴν καὶ διὰ τὰς ἁμαρτωλὰς θυσίας, ποὺ προσέφερες εἰς τὰ εἴδωλα, αἱ ὁποῖαι δὲν θὰ σὲ ὠφελήσουν διόλου. |
13 ὅταν ἀναβοήσῃς, ἐξελέσθωσάν σε ἐν τῇ θλίψει σου· τούτους γὰρ πάντας ἄνεμος λήψεται καὶ ἀποίσει καταιγίς. οἱ δὲ ἀντεχόμενοί μου κτήσονται γῆν καὶ κληρονομήσουσι τὸ ὄρος τὸ ἅγιόν μου. | 13 Οταν θα κραυγάσης, ας εξέλθουν προς σέ, δια να σε απαλλάξουν από την θλίψιν σου! Ολους αυτούς τους ειδωλικούς θεούς θα τους πάρη ο άνεμος, θα τους πετάξη μακρυά η καταιγίδα. Οσοι όμως κρατούνται στερεά από εμέ θα κληρονομήσουν το όρος το άγιόν μου, την νέαν Ιερουσαλήμ. | 13 Ὅταν ἀναβοήσῃς ζητοῦσα βοήθειαν, ἂς σὲ ἀπαλλάξουν, ἂν ἠμποροῦν, τὰ εἴδωλά σου ἀπὸ τὴν θλῖψιν σου· δὲν θὰ ἠμπορέσουν τίποτε νὰ σοῦ κάμουν.Διότι ὅλους αὐτοὺς τοὺς ψευδοθεοὺς θὰ τοὺς καταλάβῃ ἄνεμος καὶ θὰ τοὺς ἀπαγάγῃ καταιγίς.Αὐτοὶ ὅμως, οἱ ὁποῖοι κρατοῦνται ἀπὸ Ἐμὲ στερεά, θὰ ἀποκτήσουν γῆν καὶ θὰ κληρονομήσουν τὸ ὄρος τὸ ἅγιόν μου τῆς ἄνῳ Ἱερουσαλήμ. |
14 καὶ ἐροῦσι· καθαρίσατε ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ ὁδοὺς καὶ ἄρατε σκῶλα ἀπὸ τῆς ὁδοῦ τοῦ λαοῦ μου. - | 14 Και. θα είπουν τότε· Καθαρίσατε ενώπιον αυτού τας οδούς, πάρτε και πετάξτε μακρυά τα εμπόδια από την οδόν, από την οποίαν θα διέλθη ο λαός μου”. | 14 Καὶ θὰ εἴπουν τότε: Καθαρίσατε πρὸ αὐτοῦ τοὺς δρόμους καὶ σηκώσατε τὰ ἐμπόδια ἀπὸ τὸν δρόμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον θὰ περάσῃ ὁ λαός μου. |
15 Τάδε λέγει Κύριος ὁ ῞Υψιστος, ὁ ἐν ὑψηλοῖς κατοικῶν τὸν αἰῶνα, ἅγιος ἐν ἁγίοις ὄνομα αὐτῷ, Κύριος ῞Υψιστος ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος καὶ ὀλιγοψύχοις διδοὺς μακροθυμίαν καὶ διδοὺς ζωὴν τοῖς συντετριμμένοις τὴν καρδίαν· | 15 Αυτά λέγει Κυριος, ο Υψιστος, ο κατοικών αιωνίως εν υψηλοίς, ο έχων αγιώτατον το όνομα αυτού, Κυριος, Υψιστος, επαναπαυόμενος και ευαρεστούμενος εν μέσω των αγίων. Αυτός ο οποίος δίδει καρτερίαν και δύναμιν στους ολιγοψύχους παρέχει ζωογόνον παρηγορίαν στους συντετριμμένους κατά την καρδίαν. | 15 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος ὁ Ὕψιστος, ὁ αἰωνίως καὶ ἀναλλοιώτως κατοικῶν ἐν ὑψηλοῖς, τοῦ Ὁποίου τὸ ὄνομα εἶναι ἁγιώτατον· ὁ Κύριος ὁ Ὕψιστος, Ὅστις ἀναπαύεται μεταξὺ τῶν ἁγίων καὶ ὁ Ὁποῖος δίδει καρτερίαν εἰς τοὺς ὀλιγοψύχους καὶ ζωογόνον παρηγορίαν εἰς τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν καὶ ἀπηλπισμένους: |
16 οὐκ εἰς τὸν αἰῶνα ἐκδικήσω ὑμᾶς, οὐδὲ διαπαντὸς ὀργισθήσομαι ὑμῖν· πνεῦμα γὰρ παρ᾿ ἐμοῦ ἐξελεύσεται καὶ πνοὴν πᾶσαν ἐγὼ ἐποίησα. | 16 Αυτός ο αιώνιος, ο παντοδύναμος και δίκαιος Κυριος λέγει· “δεν θα σας τιμωρώ αιωνίως, ούτε και πάντοτε θα είμαι ωργισμένος εναντίον σας. Διότι το πνεύμα, που ο καθένας σας έχει, από εμέ έχει εξέλθει. Και κάθε ζώσαν πνοήν εγώ την εδημιούργησα. | 16 Δὲν θὰ σᾶς ἐκδικοῦμαι αἰωνίως, οὔτε διαπαντὸς θὰ ὀργίζωμαι ἐναντίον σας· διότι τὸ πνεῦμα, ποὺ ὁ καθένας σας ἔχει, ἀπὸ Ἐμὲ ἐξῆλθε· καὶ πᾶσαν ζωντανὴν πνοὴν Ἐγὼ ἐποίησα.Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ θέλω τὴν ἐξόντωσίν σας; |
17 δι᾿ ἁμαρτίαν βραχύ τι ἐλύπησα αὐτὸν καὶ ἐπάταξα αὐτὸν καὶ ἀπέστρεψα τὸ πρόσωπόν μου ἀπ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐλυπήθη καὶ ἐπορεύθη στυγνὸς ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ. | 17 Τον αμάρτωλόν επειδή παρέβη το θέλημά μου και ημάρτησε επ' ολίγον διάστημα τον ετιμώρησα και τον ελύπησα. Τον εκτύπησα και εγυρισα αλλού το πρόσωπόν μου. Αυτός δε ελυπήθη και επορεύθη θλιμμένος τον δρόμον της ζωής του. | 17 Ἕνεκα ἁμαρτίας ἐπὶ βραχύν τινα χρόνον ἐλύπησα τὸν Ἰσραὴλ καὶ ἐπάταξα αὐτὸν διὰ τιμωρίας ἐπαχθείσης κατ’ αὐτοῦ καὶ ἀπέστρεψα μετ’ ἀποδοκιμασίας τὸ πρόσωπόν μου ἀπὸ αὐτὸν καὶ κατόπιν τῆς τιμωρίας μου αὐτῆς ἐλυπήθη καὶ ἐπορεύθη γεμᾶτος σκυθρωπασμὸν καὶ λύπην εἰς τὰ ἔργα του. |
18 τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ ἑώρακα καὶ ἰασάμην αὐτὸν καὶ παρεκάλεσα αὐτὸν καὶ ἔδωκα αὐτῷ παράκλησιν ἀληθινήν, | 18 Εγώ είδα την μετά ταύτα αλλαγήν των δρόμων της ζωής του και τον εθεράπευσα από την ασθένειάν του. Τον παρηγόρησα, έδωσα εις αυτόν πραγματικήν παρηγορίαν. | 18 Εἶδον τοὺς τρόπους τῆς νέας του ζωῆς καὶ ἐθεράπευσα αὐτὸν ἀπὸ τοὺς πόνους τῶν δοκιμασιῶν του· καὶ τὸν παρηγόρησα καὶ ἔδωκα εἰς αὐτὸν παρηγορίαν πραγματικήν. |
19 εἰρήνην ἐπ᾿ εἰρήνῃ τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγὺς οὖσι. καὶ εἶπε Κύριος· ἰάσομαι αὐτούς, | 19 Εδωκα ειρήνην μεγάλην και σταθεράν στους μακράν ευρισκομένους εθνικούς και εις τους πλησίον ευρισκομένους Ιουδαίους, και είπεν ο Κυριος· θα θεραπεύσω όλους αυτούς. | 19 Ἔδωκα εἰρήνην μεγάλην καὶ διηνεκῆ καὶ εἰς τοὺς μακρὰν εὑρισκομένους ἐθνικοὺς καὶ εἰς τοὺς πλησίον ὄντας Ἰουδαίους.Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος: Θὰ θεραπεύσω αὐτούς. |
20 οἱ δὲ ἄδικοι οὕτως κλυδωνισθήσονται καὶ ἀναπαύσασθαι οὐ δυνήσονται. | 20 Οι αμετανόητοι όμως αμαρτωλοί θα αναταράσσωνται, σαν να ευρίσκονται εις αγρίως τρικυμισμένην θάλασσαν. Δεν θα ημπορέσουν δέ ποτέ,να εύρουν πραγματικήν ανάπαυσιν. | 20 Οἱ ἄδικοι ὅμως θὰ ταράσσωνται ὡσὰν ὑπὸ κλύδωνος καὶ θαλασσίας τρικυμίας καὶ δὲν θὰ δυνηθοῦν νὰ ἀναπαυθοῦν. |
21 οὐκ ἔστι χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν, εἶπε Κύριος ὁ Θεός. | 21 Εις τους ασεβείς δεν υπάρχει χαρά, είπεν ο Κυριος ο Θεός. | 21 Δὲν ὑπάρχει χαρὰ εἰς τοὺς ἀσεβεῖς, εἶπε καὶ ἐβεβαίωσεν ὁ Κύριος καὶ Θεός. |