Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ εἶπε Κύριος πρός με· λάβε σεαυτῷ τόμον καινοῦ μεγάλου καὶ γράψον εἰς αὐτὸν γραφίδι ἀνθρώπου· τοῦ ὀξέως προνομὴν ποιῆσαι σκύλων· πάρεστι γάρ. | 1 Ο Κυριος μου είπε· “πάρε μαζή σου ένα πίνακα μεγάλον και καινούργιον· με γράμματα ευανάγνωστα και καταληπτά εις όλους γράψε δι' εκείνον, ο οποίος θα κάμη ταχείαν και ολοκληρωτικήν διανομήν λαφύρων. Ο καιρός της λαφυραγωγίας αυτής πλησιάζει, είναι παρών. | 1 Καὶ μοῦ εἶπεν ὁ Κύριος: Λάβε πρὸς χρῆσιν σου πίνακα καινουργῆ μέγαν καὶ γράψε εἰς αὐτὸν μὲ γράμματα εὔληπτα εἰς ὅλους τὰ ἑξῆς: Περὶ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος γρήγορα μέλλει να κάμῃ διανομὴν λαφύρων.Διότι αὐτὸς πλησιάζει καὶ εἶναι παρών. |
2 καὶ μάρτυράς μοι ποίησον πιστοὺς ἀνθρώπους, τὸν Οὐρίαν καὶ Ζαχαρίαν υἱὸν Βαραχίου. | 2 Ως μάρτυρας δε δια την προφητείαν αυτήν φέρε δύο αξιοπίστους ανθρώπους, τον Ουρίαν και τον Ζαχαρίαν, τον υιόν του Βαραχίου”. | 2 Καὶ κάμε μου μάρτυρας τῆς προφητείας αὐτῆς δύο ἀξιοπίστους ἀνθρώπους, τὸν Οὐρίαν καὶ τὸν Ζαχαρίαν, τὸν υἱὸν τοῦ Βαραχίου. |
3 καὶ προσῆλθον πρὸς τὴν προφῆτιν, καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβε καὶ ἔτεκεν υἱόν. καὶ εἶπε Κύριός μοι· κάλεσον τὸν ὄνομα αὐτοῦ Ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον· | 3 Και ο Ησαΐας εξακολουθών λέγει· ήλθον εις ένωσιν με την σύζυγόν μου και αυτή συνέλαβε και εγέννησεν υιόν, ο δε Κυριος μου είπε· ονόμασε τον υόν σου, ταχέως λαφυραγώγησον, πλήρως και τελείως λεηλάτησον, | 3 Καὶ ἦλθον εἰς συζυγικὴν σχέσιν μετὰ τῆς γυναικός μου καὶ συνέλαβε καὶ ἐγέννησεν υἱόν.Καὶ εἶπε πρὸς ἐμὲ ὁ Κύριος: Κάλεσε τὸ ὄνομά του· «Γρήγορα λαφυραγώγησε, μὲ πολλὴν ὁρμὴν καὶ βίαν λεηλάτησε». |
4 διότι πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον καλεῖν πατέρα ἢ μητέρα, λήψεται δύναμιν Δαμασκοῦ καὶ τὰ σκῦλα Σαμαρείας ἔναντι βασιλέως ᾿Ασσυρίων. | 4 διότι πριν ακόμη το παιδί μάθη να λέγη την λέξιν “πατέρα” και “μητέρα”, θα κυριεύση ενώπιον του βασιλέως των Ασσυρίων τον στρατόν της Δαμασκού και θα πάρη τα λάφυρα της Σαμαρείας. | 4 Θὰ τὸ ὀνομάσῃς δὲ οὕτω, διότι προτοῦ να μάθῃ τὸ παιδίον νὰ προφέρῃ τὴν λέξιν πατέρα ἢ μητέρα, θὰ καταλάβῃ ἐνώπιον τοῦ βασιλέως τῶν Ἀσσυρίων τὴν στρατιωτικὴν δύναμιν τῆς Δαμασκοῦ καὶ τὰ λάφυρα τοῦ βασιλείου τῆς Σαμαρείας. |
5 καὶ προσέθετο Κύριος λαλῆσαί μοι ἔτι· | 5 Ο Κυριος ωμίλησεν ακόμη προς εμέ και είπεν· | 5 Καὶ ὁ Κύριος ἐλάλησεν ἀκόμη πρὸς ἐμέ: |
6 διὰ τὸ μὴ βούλεσθαι τὸν λαὸν τοῦτον τὸ ὕδωρ τοῦ Σιλωὰμ τὸ πορευόμενον ἡσυχῆ, ἀλλὰ βούλεσθαι ἔχειν τὸν Ρασεὶμ καὶ τὸν υἱὸν Ρομελίου βασιλέα ἐφ᾿ ὑμῶν, | 6 “επειδή ο ίσραηλιτικός αυτός λαός δεν θέλει πλέον να απολαμβάνη το ευλογημένον ύδωρ της πηγής του Σιλωάμ, το οποίον ρέει με ησυχίαν και συμβολίζει έτσι την ειρηνικήν ζωήν, άλλα επιθυμούν να έχουν ως βασιλέα των τον Ρασείμ και τον υιόν του Ρομελίου, | 6 Ἐπειδὴ δὲν θέλει ὁ λαὸς αὐτός, ὁ ὁποῖος ἔπαυσε πλέον νὰ εἶναι ἰδικός μου, τὸ ὕδωρ τῆς δεξαμενῆς τοῦ Σιλωάμ, ποὺ ρέει καὶ χύνεται ἥσυχα, συμβολίζον τὴν εἰρηνικὴν καὶ ἀθόρυβον διακυβέρνησίν μου, ἀλλὰ θέλει νὰ ἔχῃ τὸν Ρασεὶμ καὶ τὸν υἱὸν τοῦ Ρομελίου βασιλέα ἐπάνω σας, |
7 διὰ τοῦτο ἰδοὺ Κύριος ἀνάγει ἐφ᾿ ὑμᾶς τὸ ὕδωρ τοῦ ποταμοῦ τὸ ἰσχυρὸν καὶ τὸ πολύ, τὸν βασιλέα τῶν ᾿Ασσυρίων καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ· καὶ ἀναβήσεται ἐπὶ πᾶσαν φάραγγα ὑμῶν καὶ περιπατήσει ἐπὶ πᾶν τεῖχος ὑμῶν | 7 δια τούτο ιδού, θα επιφέρη εναντίον σας ο Κυριος τα πολλά και ορμητικά ύδατα του ποταμού Ευφράτου, τον βασιλέα δηλαδή Ασσυρίων και το ονομαστόν στράτευμα του. Αυτοί ως ασυγκράτητον ύδωρ θα καταπλημμυρίσουν τα πάντα εις την χώραν σας, θα εισέλθουν εις κάθε φάραγγα, θα περιπατήσουν εις όλα τα οχυρά σας. | 7 διὰ τοῦτο ἰδού, ἀνεβάζει ἀσυγκράτητον ὁ Κύριος ἐφ’ ὑμῶν τὸ ὕδωρ τὸ δυνατὸν καὶ ἄφθονον τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτου, τὸν βασιλέα δηλαδὴ τῶν Ἀσσυρίων καὶ τὴν ἔνδοξον στρατιάν του.Καὶ ὡς ἄλλο ὕδωρ θὰ καταπλημμυρίσουν τὸ πᾶν εἰς τὴν χώραν σας.Θὰ εἰσέλθουν δηλαδὴ εἰς πᾶσαν φάραγγά σας καὶ θὰ περιπατήσουν εἰς κάθε τεῖχος σας. |
8 καὶ ἀφελεῖ ἀπὸ τῆς ᾿Ιουδαίας ἄνθρωπον, ὃς δυνήσεται κεφαλὴν ἆραι ἢ δυνατὸν συντελέσασθαί τι, καὶ ἔσται ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ὥστε πληρῶσαι τὸ πλάτος τῆς χώρας σου· μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός. | 8 Ο βασιλεύς των Ασσυρίων θα αφαιρέση από την χώραν της Ιουδαίας κάθε άνθρωπον, ο οποίος θα ημπορέση να σηκώση κεφαλήν εναντίον του και καθένα, ο οποίος θα είναι εις θέσιν να φέρη εις πέρας κάποιο έργον. Αναρίθμητα θα είναι τα στρατεύματά των, ώστε θα γεμίσουν την χώραν σας εις όλην της την εκτασιν. Παρ' όλα όμως αυτά ο Κυριος θα είναι μαζή μας”. | 8 Καὶ θὰ ἀφαιρέσῃ ὁ βασιλεὺς οὗτος ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν οἱονδήποτε ἄνθρωπον, ποὺ θὰ μπορέσῃ νὰ σηκώσῃ κεφάλι ἀνθιστάμενος ἢ ποὺ θὰ ἔχῃ δύναμιν νὰ φέρῃ εἰς πέρας κάτι· καὶ τὸ στρατόπεδόν του θὰ εἶναι τόσον μεγάλον, ὥστε θὰ γεμίσῃ ὅλην τὴν ἔκτασιν τῆς χώρας σου, ὦ Ἐμμανουήλ. |
9 γνῶτε ἔθνη καὶ ἡττᾶσθε, ἐπακούσατε ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς, ἰσχυκότες ἡττᾶσθε· ἐὰν γὰρ πάλιν ἰσχύσητε, πάλιν ἡττηθήσεσθε. | 9 Μαθετε λοιπόν σεις, ω 'Ασσυριοι, όπως και όλα τα άλλα έθνη, ότι ο θεός είναι μαζή μας. Ταπεινωθήτε και υποχώρησατε. Ακούσατε αυτά έως εις τα πέρατα της γης· σεις, που χάρις εις την δύναμιν σας έχετε υπερισχύσει, θα νικηθήτε, εάν δε και πάλιν υπερισχύσετε και πάλιν θα νικηθήτε. | 9 Μάθετε, ὦ Ἀσσύριοι, καθὼς καὶ ὅλα τὰ ἔθνη, ὅτι εἶναι μαζί μας ὁ Θεός, καὶ ταπεινώθητε, μὴ θεωροῦντες μόνιμον τὴν νίκην σας.Ἀκούσατε τοῦτο μέχρι τῶν ἐσχατιῶν καὶ τῶν ἄκρων τῆς γῆς.Ὅσον δὲ καὶ ἂν ἔχετε ὑπερισχύσει, θὰ νικηθῆτε· διότι ἐὰν καὶ πάλιν ὑπερισχύσητε, καὶ πάλιν θὰ νικηθῆτε. |
10 καὶ ἣν ἂν βουλεύσησθε βουλήν, διασκεδάσει Κύριος, καὶ λόγον ὃν ἂν εἴπητε, οὐ μὴ ἐμμείνῃ ἐν ὑμῖν, ὅτι μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός. | 10 Και οποιανδήποτε σκέψιν και απόφασιν αν παρέτε εναντίον του λαού του θεού, θα την ματαίωση και θα την διαλύση ο Κυριος. Και οποιονδήποτε απειλητικόν λόγον και αν εκστομίσετε, δεν θα μείνη και δεν θα πραγματοποιηθή, διότι ο θεός είναι μαζή μας. | 10 Καὶ ὁποιανδήποτε ἀπόφασιν καὶ ἂν λάβητε κατὰ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, θὰ τὴν ματαιώσῃ καὶ θὰ τὴν διασκορπίσῃ ὁ Κύριος, καὶ ὁποιονδήποτε ἀπειλητικὸν λόγον καὶ ἂν εἴπητε, δὲν θὰ σταθῇ καὶ δὲν θὰ πραγματοποιηθῇ, διότι ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας. |
11 Οὕτω λέγει Κύριος· τῇ ἰσχυρᾷ χειρὶ ἀπειθοῦσι τῇ πορείᾳ τῆς ὁδοῦ τοῦ λαοῦ τούτου λέγοντες· | 11 Αυτά λέγει ο Κυριος, ο παντοδύναμος και ακατανίκητος, εις όσους άπειθούν με την πορείαν της ζωής και συμπεριφοράς των· αυτά λέγει προς τον λαόν αυτόν. | 11 Οὕτω λέγει ὁ Κύριος πρὸς ἡμᾶς, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἰδικήν του πανίσχυρον βοήθειαν ἀντιδρῶμεν μὲ τοὺς λόγους μας πρὸς τὴν πορείαν καὶ συμπεριφορὰν τοῦ λαοῦ τούτου, ὁ ὁποῖος ἀπεξενώθη ἀπὸ τὴν εὔνοιάν του: |
12 μήποτε εἴπητε σκληρόν· πᾶν γάρ, ὃ ἐὰν εἴπῃ ὁ λαὸς οὗτος, σκληρόν ἐστι· τὸν δὲ φόβον αὐτοῦ οὐ μὴ φοβηθῆτε, οὐδ᾿ οὐ μὴ ταραχθῆτε· | 12 Μη ειπήτε ποτέ, ότι όσα λέγει ο θεός είναι σκληρά και απραγματοποίητα. Εξ αντιθέτου κάθε τι, το οποίον θα είπη ο ανυπάκοος ούτος λαός, αυτό είναι σκληρόν και ολέθριον τον δε φόβον, από τον οποίον κοτέχεται αυτός ο λαός, σεις οι πιστοί μη τον φοβηθήτε, ούτε και να ταραχθήτε καθόλου, όπως εκείνοι. | 12 Μὴ εἴπητέ ποτε, ὅτι ἡ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ συνιστωμένη στάσις της μετὰ πλήρους ἐμπιστοσύνης ἐλπίδος εἰς τὴν προστασίαν του εἶναι σκληρὸν καὶ ὀλέθριον διότι πᾶν ὅ,τι εἴπῃ ὁ λαὸς αὐτός, τοῦτο εἶναι τὸ σκληρὸν καὶ ὀλέθριον τὸν φόβον δέ, ποὺ δοκιμάζει ὁ λαὸς αὐτός, μὴ τὸν φοβηθῆτε σεῖς, οὔτε να ταραχθῆτε διόλου, ὅπως ταράσσονται αὐτοί. |
13 Κύριον αὐτὸν ἁγιάσατε, καὶ αὐτὸς ἔσται σου φόβος. | 13 Σεβασθήτε και υπακούσατε στον άγιον Κυριον, τιμήσατε αύτον· και μόνον ο φόβος, που εμπνέεται από αυτόν, ας είναι ο φόβος σας. | 13 Μόνον συναισθάνθητε τὴν ἁγιότητα τοῦ Κυρίου καὶ ἀποδώσατε εἰς αὐτὴν τὴν ὀφειλομένην δόξαν, καὶ μόνον ὁ ἀπὸ αὐτὴν ἐμπνεόμενος φόβος ἂς εἶναι φόβος σας. |
14 καὶ ἐὰν ἐπ᾿ αὐτῷ πεποιθὼς ἦς, ἔσται σοι εἰς ἁγίασμα καὶ οὐχ ὡς λίθου προσκόμματι συναντήσεσθε αὐτῷ, οὐδὲ ὡς πέτρας πτώματι· οἱ δὲ οἶκοι ᾿Ιακὼβ ἐν παγίδι, καὶ ἐν κοιλάσματι ἐγκαθήμενοι ἐν ῾Ιερουσαλήμ. | 14 Και εάν έχης στηριγμένην την πεποίθησίν σου εις αυτόν, θα είσαι ωσάν αφιερωμένος εις αυτόν, ασφαλής από κάθε κίνδυνον, και δεν θα συναντήσετε στον δρόμον της ζωής σας τον θεόν σαν λίθον προσκόμματος, σαν πέτραν επί της οποίας θα προσκρούσετε και θα πέσετε. Αι φυλαί του Ιακώβ, το ιουδαϊκόν και ισραηλιτικόν βασίλειον, θα συλληφθούν εις παγίδα, οι δε κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, οι άπιστοι και ασεβείς, θα πέσουν εις λάκκους ολέθρου, από τους οποίους δεν θα ημπορέσουν να εξέλθουν. | 14 Καὶ ἐὰν ἔχῃς ἐστηριγμένην τὴν πεποίθησίν σου ἐπ’ αὐτοῦ, θὰ εἶναι οὗτος διὰ σὲ σωτήριον καὶ προφυλακτικὸν ἁγίασμα, ὅπερ οὐδεὶς θὰ δύναται νὰ παραβιάσῃ· καὶ δὲν θὰ τὸν συναντήσετε εἰς τὸν δρόμον τῆς ζωῆς σας σὰν λίθον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ σκοντάψετε, οὔτε σὰν πέτραν πτώσεως.Οἱ οἶκοι δὲ τοῦ Ἰακώβ, ἐπειδὴ θὰ ἀπιστήσουν, θὰ εἶναι εἰς παγίδα, καὶ εἰς βαθούλωμα ὀλέθρου αὐτοὶ ποὺ κατοικοῦν καὶ κάθηνται ἀμέριμνοι εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. |
15 διὰ τοῦτο ἀδυνατήσουσιν ἐν αὐτοῖς πολλοὶ καὶ πεσοῦνται καὶ συντριβήσονται, καὶ ἐγγιοῦσι καὶ ἁλώσονται ἄνθρωποι ἐν ἀσφαλείᾳ. - | 15 Εξ αιτίας της απιστίας και αμαρτωλής ζωής των, οι περισσότεροι από τον λαόν θα χάσουν την δύναμίν των, θα γίνουν αδύνατοι και θα πέσουν εις παγίδα και θα συντρίβουν. Οι εχθροί θα τους πλησιάσουν και θα τους συλλάβουν αιχμαλώτους σαν ανθρώπους αμερίμνους, που εθεώρουν τον εαυτόν των εν ασφαλεία. | 15 Διὰ τοῦτο, ἐπειδὴ δηλαδὴ θὰ ἀπιστήσουν, θὰ χάσουν μεταξὺ αὐτῶν τὴν δύναμίν των καὶ θὰ σκοντάψουν πολλοὶ καὶ θὰ πέσουν εἰς τὴν παγίδα καὶ θὰ συντριβοῦν, προσκρούοντες εἰς τὸν βράχον τοῦ σκανδάλου» καὶ θὰ τοὺς πλησιάσουν οἱ ἐχθροὶ καὶ θὰ συλληφθοῦν αἰχμάλωτοι ἄνθρωποι, ποὺ ἐφαντάζοντο ὅτι ἦσαν ἐν ἀσφαλείᾳ. |
16 Τότε φανεροὶ ἔσονται οἱ σφραγιζόμενοι τὸν νόμον τοῦ μὴ μαθεῖν. | 16 Τοτε θα γίνουν φανεροί, όσοι από τους Ιουδαίους ωσάν με νοητήν σφραγίδα έχουν σφραγισθή με τον νόμον του Θεού και θα ξεχωρίσουν από τους άλλους, οι οποίοι δεν θέλουν να ακούσουν και να μάθουν τον Νομον. | 16 Τότε θὰ γίνουν φανεροὶ ἐκεῖνοι, διὰ τοὺς ὁποίους θὰ σφραγισθῇ τὸ προφητικὸν κήρυγμα καὶ ὁ Νόμος, ἐπιφυλασσόμενος ἵνα γνωσθῇ εἰς αὐτοὺς μόνους καὶ νὰ μὴ μάθουν τοῦτον οἱ λοιποί. |
17 καὶ ἐρεῖ· μενῶ τὸν Θεὸν τὸν ἀποστρέψαντα τὸ πρόσωπόν αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ οἴκου ᾿Ιακὼβ καὶ πεποιθὼς ἔσομαι ἐπ᾿ αὐτῷ. | 17 Καθε ευσεβής θα είπη· “εγώ θα περιμένω με πίστιν και ελπίδα τον Θεόν, ο οποίος τώρα έχει αποστρέψει με δίκαιαν αγανάκτησιν το πρόσωπόν του από τους Ισραηλίτας. Θα στηρίζω την πεποίθησίν μου εις αυτόν και μόνον”. | 17 Καὶ θὰ εἴπῃ μετ’ ἐμοῦ πᾶς πεποιθὼς ἐπὶ τὸν Κύριον: Θὰ ἀναμείνω μεθ’ ὑπομονῆς καὶ ἐλπίδος τὸν Θεόν, ὁ Ὁποῖος ἀπέστρεψεν ἐν ἀγανακτήσει τὸ προσωπόν του ἀπὸ τὸν οἶκον Ἰακώβ, καὶ θὰ ἐξακολουθήσω νὰ στηρίζω τὴν πεποίθησιν καὶ ἐλπίδα μου εἰς αὐτόν. |
18 ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία, ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός, καὶ ἔσται σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ οἴκῳ ᾿Ισραὴλ παρὰ Κυρίου σαβαώθ, ὃς κατοικεῖ ἐν τῷ ὄρει Σιών. | 18 Ιδού εγώ, λέγει, ο προφήτης Ησαΐας, και τα παιδιά, τα οποία μου δδωκεν ο θεός και τα οποία με τα συμβολικά ονόματά των προαναγγέλλουν μεγάλα και καταπληκτικά γεγονότα στον οίκον του Ισραήλ εκ μέρους Κυρίου του παντοκράτορος, ο οποίος κατοικεί στον ναόν, που ευρίσκεται εις την Σιών της Ιερουσαλήμ. | 18 Ἰδοὺ ἐγὼ ὁ Ἡσαΐας μὲ τὸ σημαῖνον τὴν σωτηρίαν ὄνομά μου, καθὼς καὶ τὰ δύο παιδιά, τὰ ὁποῖα μοῦ ἔδωκεν ὁ Θεὸς καὶ τὰ ὁποῖα μὲ τὰ συμβολικά των ὀνόματα προαναγγέλλουν μεγάλα γεγονότα.Καὶ θὰ γίνουν τὰ σημαδιακὰ αὐτὰ καὶ καταπληκτικὰ γεγονότα εἰς τὸν οἶκον Ἰσραήλ, ἐπαληθεύοντα τὰς προφητικὰς προρρήσεις τῆς σήμερον, θὰ συντελεσθοῦν δὲ ἀπὸ τὸν Κύριον τῶν Δυνάμεων, ὁ Ὁποῖος κατοικεῖ εἰς τὸν Ναόν, ποὺ ἔχει κτισθῇ εἰς τὸ ὄρος Σιών. |
19 καὶ ἐὰν εἴπωσι πρὸς ὑμᾶς· ζητήσατε τοὺς ἐγγαστριμύθους καὶ τοὺς ἀπὸ τῆς γῆς φωνοῦντας, τοὺς κενολογοῦντας, οἳ ἐκ τῆς κοιλίας φωνοῦσιν, οὐχὶ ἔθνος πρὸς Θεὸν αὐτοῦ ἐκζητήσουσι; τί ἐκζητοῦσι περὶ τῶν ζώντων τοὺς νεκρούς; | 19 Εάν δε ασεβείς και άπιστοι άνθρωποι σας είπουν· αναζητήσατε τους εγγαστρίμυθους, δια να παρέτε από αυτούς πληροφορίας και οδηγίας προς σωτηρίαν σας, αναζητήσατε εκείνους, οι οποίοι φωνάζουν τους νεκρούς από την γην, τους ματαιολόγους αγύρτας, οι οποίοι ομιλούν με την κοιλίαν των, μη τους ακούσετε. Διότι ορθόν και προτιμότερον δεν είναι να απευθυνθή το έθνος προς τον θεόν και από αυτόν να ζητήση καθοδήγησιν και παρηγορίαν; Τι ζητούν να μάθουν και τι θα εύρουν οι ζώντες, που καταφεύγουν στους νεκρομάντεις; | 19 Καὶ ἐὰν σᾶς εἴπουν· ζητήσατε ὁδηγίας ἀπὸ τοὺς γαστρομάντεις καὶ ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι καλοῦν ἀπὸ τὴν γῆν τοὺς νεκρούς, οἱ ὁποῖοι λέγουν μάταια καὶ χωρὶς ἀληθὲς περιεχόμενον λόγια καὶ ὁμιλοῦν ἀπὸ τὸ εἰς τὰς γαστέρας αὐτῶν πυθωνικὸν πνεῦμα, θὰ ἀπαντήσετε εἰς αὐτούς: Δὲν εἶναι ὀρθὸν τὸ ἔθνος νὰ ἀπευθυνθῇ πρὸς τὸν Θεόν του καὶ ἐξ Αὐτοῦ οἱ ἀποτελοῦντες αὐτὸ νὰ ζητήσουν καθοδήγησιν καὶ παρηγορίαν; Τί ἔχουν νὰ περιμένουν καὶ τὶ ζητοῦν νὰ μάθουν ἀπὸ τοὺς νεκροὺς διὰ τοὺς ζωντανούς; |
20 νόμον γὰρ εἰς βοήθειαν ἔδωκεν, ἵνα εἴπωσιν οὐχ ὡς τὸ ρῆμα τοῦτο, περὶ οὗ οὐκ ἔστι δῶρα δοῦναι περὶ αὐτοῦ. | 20 Εις τον Θεόν πρέπει να καταφεύγουν, διότι ο Κυριος έδωκε τον Νομον του προς βοήθειαν μας. Εάν δε αυτον δεχθούν και τηρήσουν, πληροφορημένοι πλέον από την προσωπικήν των πείραν θα είπουν· ότι δεν υπάρχει άλλο πολυτιμότερον πράγμα στον κόσμον αυτόν από τον νόμον του Κυρίου. Δεν υπάρχουν δώρα, με τα οποία θα ημπόρεση κανείς να ανταλλάξη αυτόν. | 20 Μακρὰν λοιπὸν ἀπὸ τῶν μαντειῶν, διότι ὁ Θεὸς πρὸς καθοδήγησιν μᾶς ἔδωκε τὸν Νόμον καὶ τὸν προφητικὸν λόγον, ἵνα οἱ προσέχοντες εἰς αὐτὸν καὶ καθοδηγούμενοι ὑπ’ αὐτοῦ εἴπουν: Δὲν ὑπάρχει ἄλλο πολύτιμον σὰν τὸν λόγον αὐτόν, διὰ τὸν ὁποῖον δὲν ὑπάρχουν δῶρα νὰ δοθοῦν πρὸς ἀγοράν του, ἀλλὰ παρέχεται δωρεάν. |
21 καὶ ἥξει ἐφ᾿ ὑμᾶς σκληρὰ λιμὸς καὶ ἔσται ὡς ἂν πεινάσητε, λυπηθήσεσθε καὶ κακῶς ἐρεῖτε τὸν ἄρχοντα καὶ τὰ πάτρια, καὶ ἀναβλέψονται εἰς τὸν οὐρανὸν ἄνω, | 21 Αλλά δια την απιστίαν σας θα έλθη εναντίον σας μεγάλη πείνα· υπό το κράτος δε της μεγάλης αυτής πείνας θα θλιβήτε και θα ταλαιπωρηθήτε τόσον πολύ, ώστε θα κακολογήσετε τον βασιλέα σας και τους παραδεδομένους πατρίους θεσμούς. Επάνω δε εις την απελπισίαν των θα σηκώνουν αυτοί τα μάτια των στον ουρανόν άνω· | 21 Καὶ θὰ ἔλθῃ εἰς σᾶς μεγάλη καὶ ἀνυπόφορος πεῖνα καὶ θὰ συμβῇ, ὅταν θὰ πεινάσητε, θὰ λυπηθῆτε καὶ θὰ κακολογήσητε τὸν βασιλέα διὰ τὴν ἀποτυχίαν τῆς διοικήσεως καὶ πολιτικῆς του, καθὼς καὶ τοὺς πατρίους θεσμοὺς καὶ παραδόσεις· καὶ μὲ ἀπελπισίαν θὰ σηκώσουν τὰ μάτια των εἰς τὸν οὐρανὸν |
22 καὶ εἰς τὴν γῆν κάτω ἐμβλέψονται, καὶ ἰδοὺ ἀπορία στενὴ καὶ σκότος, θλίψις καὶ στενοχωρία καὶ σκότος, ὥστε μὴ βλέπειν, καὶ οὐκ ἀπορηθήσεται ὁ ἐν στενοχωρίᾳ ὢν ἕως καιροῦ. | 22 θα ρίπτουν τα βλέμματα των κάτω εις την γην εις αναζήτησιν βοηθείας και σωτηρίας, και ιδού, σκοτάδι και αποπνικτική απορία θα υπάρχη ολόγυρα των. Θλίψις και στενοχωρία και σκοτάδι, ώστε από την στενοχωρίαν και την ζάλην των να μη βλέπουν. Αυτοί οι οποίοι θα περιέλθουν στοιαύτην στενόχωρον απορίαν, δεν θα μείνουν πάντοτε έτσι, αλλά μέχρις ωρισμένου καιρού. | 22 καὶ θὰ κυττάξουν κάτω εἰς τὴν γῆν, ἀναζητοῦντες ματαίως βοήθειαν καὶ σωτηρίαν· καὶ ἰδοὺ ἀδιέξοδος καὶ σκοτάδι, θλῖψις καὶ στενοχώρια καὶ σκοτάδι, ὥστε ἀπὸ τὴν ζάλην καὶ τὴν ἀπελπισίαν νὰ μὴ βλέπουν ὁ ἐν στενοχωρίᾳ ἐν τούτοις διατελῶν δὲν θὰ ἑξακολουθήσῃ νὰ εὑρίσκεται ἐν ἀπορίᾳ παρὰ μόνον μέχρις ὡρισμένου καιροῦ. |