Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΗΣΑΪΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 65 (ΞΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΜΦΑΝΗΣ ἐγενήθην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσιν, εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν. εἶπα· ἰδού εἰμι τῷ ἔθνει, οἳ οὐκ ἐκάλεσάν μου τὸ ὄνομα. 1 Εγινα φανερός εις εκείνους, οι οποίοι δεν με ερωτούν. Παρουσιάσθην και ευρέθην από εκείνους, οι οποίοι δεν με αναζητούν. Είπα· Ιδού, εγώ είμαι ανά μέσον του έθνους εκείνου, το οποίον δεν έχει επικαλεσθή το Ονομά μου. 1 Έγινα φανερὸς καὶ ἀπεκάλυψα τὸν ἑαυτόν μου εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν μὲ ἰκέτευαν, ἐπειδὴ μὲ ἠγνόουν ὁλοτελῶς· εὑρέθην ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐζήτουν νὰ μὲ εὔρουν.Εἶπα: Ἰδού, εἶμαι παρών.Τὸ εἶπα εἰς ἔθνος, τὸ ὁποῖον δὲν ἐπεκαλέσθη τὸ ὄνομά μου.
2 ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου ὅλην τὴν ἡμέραν πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα, οἳ οὐκ ἐπορεύθησαν ὁδῷ ἀληθινῇ, ἀλλ᾿ ὀπίσω τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν. 2 Ηπλωσα τα χέρια μου όλην την ημέραν προς ένα λαόν ανυπάκουον και αντιλέγοντα στο θέλημά μου. Οι άνθρωποι αυτοί δεν επορεύθησαν την αληθινήν οδόν, την οδόν των εντολών μου, αλλ' επορεύθησαν οπίσω από τας αμαρτίας των. 2 Ἥπλωσα στοργικῶς τὰς χεῖρας μου καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν πρὸς λαόν, ὁ ὁποῖος ἀπειθεῖ καὶ ἀντιλέγει, πρὸς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπορεύθησαν εἰς τὴν ὑπὸ τοῦ θείου Νόμου δεικνυομένην ἀληθινὴν ὁδόν, ἀλλ’ ἠκολούθησαν ὀπίσω ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας των.
3 ὁ λαὸς οὗτος ὁ παροξύνων με ἐναντίον ἐμοῦ διαπαντός, αὐτοὶ θυσιάζουσιν ἐν τοῖς κήποις καὶ θυμιῶσιν ἐπὶ ταῖς πλίνθοις τοῖς δαιμονίοις, ἃ οὐκ ἔστιν. 3 Ο λαός αυτός είναι εκείνος, που φέρεται προκλητικώς πάντοτε ενώπιόν μου και με πα-ροργίζει. Οι άνθρωποι αυτοί θυσιάζουν εις τα είδωλα και εις τα άλση των ειδώλων. Προσφέρουν θυμίαμα εις τα εκ πλίνθων κατεσκευασμένα δαιμονικά είδωλα, εις θεούς, οι οποίοι δεν υπάρχουν. 3 Ὁ λαὸς αὐτὸς εἶναι, ὁ ὁποῖος μὲ παροργίζει, φερόμενος ἐνώπιόν μου προκλητικῶς πάντοτε.Αὐτοὶ προσφέρουν θυσίας εἰς τὰ ἄλση καὶ τοὺς εἰδωλολατρικοὺς κήπους καὶ προσφέρουν θυμίαμα ἐπὶ βωμῶν ἐκ πλίνθων εἰς τὰ δαιμόνια καὶ οὐχὶ εἰς θεούς, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπάρχουν.
4 ἐν τοῖς μνήμασι καὶ ἐν τοῖς σπηλαίοις κοιμῶνται δι᾿ ἐνύπνια, οἱ ἔσθοντες κρέα ὕεια καὶ ζωμὸν θυσιῶν, μεμολυμμένα πάντα τὰ σκεύη αὐτῶν· 4 Αυτοί κοιμώνται εις τα μνήματα και εις τα σπήλαια, δια να ίδουν μαντικά όνειρα. Τρώγουν κρέατα χοίρων και πίνουν τον ζωμόν από ειδωλολατρικάς θυσίας. Ολα τα σκεύη των είναι μολυσμένα και ακάθαρτα. 4 Κοιμῶνται εἰς τὰ μνήματα καὶ εἰς τὰ μαντικὰ σπήλαια, διὰ νὰ ἴδουν ἀποκαλυπτικὰ ἐνύπνια, αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι τρώγουν παρὰ τὴν ὑπὸ τοῦ Νόμου ἀπαγόρευσιν χοιρινὰ κρέατα καὶ ζωμὸν εἰδωλολατρικῶν θυσιῶν διὰ τοῦτο εἶναι μολυσμένα καὶ ἀκάθαρτα ὅλα τὰ ἐπιτραπέζια σκεύη των.
5 οἱ λέγοντες· πόρρω ἀπ᾿ ἐμοῦ, μὴ ἐγγίσῃς μοι, ὅτι καθαρός εἰμι· οὗτος καπνὸς τοῦ θυμοῦ μου, πῦρ καίεται ἐν αὐτῷ πάσας τὰς ἡμέρας. 5 Αυτοί, υστέρα από τας ειδωλολατρικάς αυτάς τελετάς των, λέγουν ο ένας στον άλλον· Απομακρύνσου από εμέ, μη με εγγίσης, διότι εγώ είμαι καθαρός. Με τας βδελυρότητάς των όμώς αυτάς εξάπτουν σφοδρόν και καπνίζοντα τον θυμόν μου· ολέθριον δι' αυτούς πυρ καίεται όλας τας ημέρας. 5 Αὐτοὶ ποὺ ὑποβάλλονται εἰς τὰς μαγικὰς καὶ εἰδωλολατρικὰς αὐτὰς τελετὰς καὶ λέγουν, θεωροῦντες ὅτι δι’ αὐτῶν ἐγένοντο καθαρώτεροι τῶν ἄλλων: Μακρὰν ἀπὸ Ἐμέ· μὴ μὲ ἐγγίσῃς, διότι εἶμαι καθαρός· ἀλλ’ αὐτοὶ ἐξάπτουν σφοδρὸν καὶ καπνίζοντα τὸν θυμόν μου· φωτιὰ καίεται ἐν τῷ θυμῷ μου ὅλας τὰς ἡμέρας πρὸς ἐξολόθρευσιν αὐτῶν.
6 ἰδοὺ γέγραπται ἐνώπιόν μου· οὐ σιωπήσω ἕως ἂν ἀποδώσω εἰς τὸν κόλπον αὐτῶν· 6 Ιδού, τα τρομερά αυτών αμαρτήματα είναι γραμμένα ενώπιόν μου. Δεν θα ησυχάσω, έως ότου ανταποδώσω εις αυτούς την πρέπουσαν τιμωρίαν. 6 Ἰδοὺ τὰ ἁμαρτήματα αὐτὰ εἶναι γραμμένα ἐνώπιόν μου καὶ δὲν τὰ λησμονῶ.Δὲν θὰ σιωπήσω καὶ δὲν θὰ ἀδιαφορήσω, ἕως ὅτου τιμωρήσω αὐτοὺς εἰς τὸν κόλπον των, πολὺ δηλαδὴ καὶ ἀναλόγως τοῦ κακοῦ θησαυροῦ, ποὺ φυλάσσουν εἰς τὸ στῆθος των.
7 τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν καὶ τῶν πατέρων αὐτῶν, λέγει Κύριος, οἳ ἐθυμίασαν ἐπὶ τῶν ὀρέων καὶ ἐπὶ τῶν βουνῶν ὠνείδισάν με, ἀποδώσω τὰ ἔργα αὐτῶν εἰς τὸν κόλπον αὐτῶν. 7 Θα τιμωρήσω τας ιδικάς των αμαρτίας, όπως επίσης και τας αμαρτίας των πατέρων των, λέγει ο Κυριος· εκείνων, οι οποίοι προσέφεραν θυμίαμα εις τα είδωλα επάνω εις τα υψηλά όρη, εις δε τα χαμηλά βουνά με ύβρισαν και με ενέπαιξαν με τας ειδωλολατρικάς των θυσίας. Θα ανταποδώσω εις αυτούς την δικαίον τιμωρίαν, σύμφωνα με τα έργα των αυτά. 7 Θὰ τιμωρήσω, λέγει ὁ Κύριος, τὰς ἁμαρτίας των καὶ τὰς ἁμαρτίας τῶν πατέρων των, οἱ ὁποῖοι προσέφεραν θυμίαμα ἐπὶ τῶν ὀρέων, καὶ ἐπὶ τῶν βουνῶν διὰ τῶν εἰδωλολατρικῶν θυσιῶν των μὲ περιΰβρισαν καὶ μὲ ἐβλασφήμησαν· θὰ ἀνταποδώσω τὰ ἀσεβῆ των ἔργα διὰ τιμωριῶν πολλῶν εἰς τὸν κόλπον των.
8 Οὕτως λέγει Κύριος· ὃν τρόπον εὑρεθήσεται ὁ ρὼξ ἐν τῷ βότρυϊ καὶ ἐροῦσι· μὴ λυμήνῃ αὐτόν, ὅτι εὐλογία ἐστὶν ἐν αὐτῷ, οὕτως ποιήσω ἕνεκεν τοῦ δουλεύοντός μοι, τούτου ἕνεκεν οὐ μὴ ἀπολέσω πάντας. 8 Ετσι λέγει ο Κυριος· Οπως, όταν ευρέθή μία ρώγα υγιής και ώριμος εις σταφύλι μαραμμένον, θα πουν οι τρυγηταί· μη την καταστρέψης την ρώγα αυτή μαζή με το μαραμμένο σταφύλι, διότι υπάρχει ευλογία εις αυτήν, έτσι θα κάμω και εγώ δι' εκείνον, ο οποίος με υπακούει. Χαριν αύτού δεν θα καταστρέψω όλους τους Ιουδαίους. 8 Οὕτω λέγει ὁ Κύριος: Ὅπως ὅταν εὑρεθῇ ὥριμος ρώγα εἰς τὴν σάπιαν σταφυλήν, θὰ εἴπουν οἱ τρυγῶντες· μὴ τὴν καταστρέψῃς, διότι ὑπάρχει εὐλογία εἰς αὐτήν, οὕτω θὰ κάμω καὶ ἐγὼ ἕνεκεν ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ὑπακούει καὶ δουλεύει εἰς Ἐμέ· διὰ τοὺς ὀλίγους αὐτοὺς δὲν θὰ καταστρέψω ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς Ἰουδαίους.
9 καὶ ἐξάξω τὸ ἐξ ᾿Ιακὼβ σπέρμα καὶ τὸ ἐξ ᾿Ιούδα, καὶ κληρονομήσει τὸ ὄρος τὸ ἅγιόν μου, καὶ κληρονομήσουσιν οἱ ἐκλεκτοί μου καὶ οἱ δοῦλοί μου καὶ κατοικήσουσιν ἐκεῖ. 9 'Αλλα από τους απογόνους του Ιακώβ, από την φυλήν του Ιούδα, θα βγάλω και θα διατηρήσω απογόνους, οι οποίοι θα κληρονομήσουν το άγιόν μου όρος, την Σιών. Οι εκλεκτοί μου αυτοί δούλοι θα κληρονομήσουν το άγιον αυτό όρος και θα κατοικήσουν εκεί. 9 Καὶ θὰ ἐξαγάγω ἐκ τοῦ καταλείμματος τούτου τοὺς ἐξ Ἰακὼβ ἀπογόνους καὶ ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα πνευματικὸν σπέρμα, καὶ θὰ κληρονομήσουν τὸ ὄρος τὸ ἅγιόν μου, τὴν νέαν Ἱερουσαλήμ, καὶ θὰ λάβουν αὐτὴν ὡς κληρονομίαν οἱ ἐκλεκτοί μου καὶ οἱ δοῦλοι μου καὶ θὰ κατοικήσουν ἐκεῖ.
10 καὶ ἔσονται ἐν τῷ δρυμῷ ἐπαύλεις ποιμνίων καὶ φάραγξ ᾿Αχὼρ εἰς ἀνάπαυσιν βουκολίων τῷ λαῷ μου, οἳ ἐζήτησάν με. 10 Θα υπάρξουν στο δάσος καταυλισμοί ποιμνίων πολλών, η φάραγξ Αχώρ θα είναι δια την ανάπαυσιν εις τας αγέλας των βοϊδιών προς χάριν του λαού μου, προς χάριν εκείνων, οι οποίοι με ανεζήτησαν. 10 Καὶ θὰ εἶναι μέσα εἰς τὸ πυκνὸν δάσος καταυλισμοὶ ποιμνίων, καὶ ἡ κατηραμένη φάραγξ τοῦ Ἀχὼρ θὰ εὐλογηθῇ καὶ θὰ μεταβληθῇ εἰς ἀναπαυτικὸν ἐνδιαίτημα κοπαδίων βοῶν διὰ τὸν λαόν μου, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν καὶ κατέφυγαν εἰς Ἐμὲ καὶ οὐχὶ εἰς τὰ εἴδωλα.
11 ὑμεῖς δὲ οἱ ἐγκαταλιπόντες με καὶ ἐπιλανθανόμενοι τὸ ὄρος τὸ ἅγιόν μου καὶ ἑτοιμάζοντες τῷ δαιμονίῳ τράπεζαν καὶ πληροῦντες τῇ τύχῃ κέρασμα, 11 Σας όμως, οι οποίοι με εγκατελείψατε και ελησμονήσατε το άγιόν μου όρος, την Σιών και τον ναόν μου, ετοιμάζετε δε και προσφέρετε τράπεζαν εις τα ειδωλολατρικά δαιμόνια, σας οι οποίοι προσφέρετε σπονδήν εις την θεάν τύχην, 11 Σεῖς δέ, οἱ ὁποῖοι μὲ ἐγκατελείψατε καὶ ἐλησμονήσατε ὁλοτελῶς τὸ ἅγιόν μου ὄρος, παρασυρθέντες εἰς εἰδωλολατρίαν, μὲ τὸ νὰ ἐτοιμάζετε τράπεζαν εἰδωλοθύτων εἰς τὸν δαίμονα καὶ νὰ γεμίζετε τὸ ποτήριον πρὸς σπονδὴν εἰς τὴν Τύχην, θὰ τιμωρηθῆτε.
12 ἐγὼ παραδώσω ὑμᾶς εἰς μάχαιραν, πάντες ἐν σφαγῇ πεσεῖσθε· ὅτι ἐλάλησα ὑμᾶς, καὶ οὐχ ὑπηκούσατε, ἐλάλησα καὶ παρηκούσατε καὶ ἐποιήσατε τὸ πονηρὸν ἐναντίον ἐμοῦ καὶ ἃ οὐκ ἐβουλόμην, ἐξελέξασθε. - 12 εγώ θα σας παραδώσω εις την μάχαιραν των εχθρών. Ολοι θα πέσετε δια φοβεράς σφαγής, διότι εγώ σας εκάλεσα και δεν υπηκούσατε· σας ωμίλησα και εδείξατε ανυπακοήν και διεπράξατε το πονηρόν ενώπιόν μου. Εξελέζατε και επροτιμήσατε εκείνα, τα οποία εγώ δεν ήθελα. 12 Ἐγὼ θὰ σᾶς παραδώσω εἰς μάχαιραν ἐχθρῶν ὅλοι θὰ πέσητε διὰ σφαγῆς· διότι σᾶς ἐκάλεσα καὶ δὲν ὑπηκούσατε, ὡμίλησα πρὸς σᾶς καὶ παρηκούσατε καὶ διεπράξατε τὸ κακὸν ἐνώπιόν μου προκλητικῶς, καὶ ὅσα Ἐγὼ δὲν ἤθελον, αὐτὰ σεῖς προετιμήσατε καὶ ἐξελέξατε.
13 Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ οἱ δουλεύσαντές μοι φάγονται, ὑμεῖς δὲ πεινάσετε. ἰδοὺ οἱ δουλεύοντές μοι πίονται, ὑμεῖς δὲ διψήσετε· ἰδοὺ οἱ δουλεύοντές μοι εὐφρανθήσονται, ὑμεῖς δὲ αἰσχυνθήσεσθε· 13 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού εκείνοι, οι οποίοι υπακούουν εις εμέ και με υπηρετούν, θα φάγουν και θα χορτάσουν, σεις όμως θα πεινάσετε. Ιδού· εκείνοι, οι οποίοι με υπηρετούν, θα πίουν οίνον, σεις όμως θα διψήσετε. Ιδού· εκείνοι, οι οποίοι υπακούουν και με υπηρετούν, θα ευφρανθούν, σεις δε θα καταισχυνθήτε. 13 Ἐπειδὴ λοιπὸν προετιμήσατε ἀντὶ τοῦ θελήματός μου τὸ πονηρόν, δι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος λέγει ταῦτα: Ἰδοὺ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μοῦ εἶναι πιστοὶ δοῦλοι, θὰ φάγουν τὰ ἀγαθά μου, σεῖς ὅμως θὰ πεινάσετε.Ἰδοὺ οἱ πιστοί μου δοῦλοι θὰ πίουν καὶ θὰ χορτάσουν τὴν δίψαν των, σεῖς ὅμως θὰ διψάσετε.Ἰδοὺ οἱ δοῦλοι μου θὰ εὐφρανθοῦν, ἐνῷ σεῖς θὰ ἐντροπιασθῆτε.
14 ἰδοὺ οἱ δουλεύοντές μοι ἀγαλλιάσονται ἐν εὐφροσύνῃ, ὑμεῖς δὲ κεκράξεσθε διὰ τὸν πόνον τῆς καρδίας ὑμῶν καὶ ἀπὸ συντριβῆς πνεύματος ὑμῶν ὀλολύξετε. 14 Ιδού· οι δούλοι μου θα γεμίσουν από α-γαλλίασιν και ευφροσύνην, σεις δε από τον πολύν πόνον της καρδίας σας θα κραυγάσετε με οδύνην. Και εξ αιτίας του συντετριμμένου πνεύματος σας θα κλαίετε με ολολυγμούς. 14 Ἰδοὺ οἱ δοῦλοι μου θὰ δοκιμάσουν μεγάλην ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, σεῖς ὅμως θὰ φωνάξετε δυνατὰ ἕνεκα τοῦ πόνου τῆς καρδίας σας καὶ ἀπὸ τὴν συντριβὴν τοῦ πνεύματός σας θὰ ὀλολύξετε.
15 καταλείψετε γὰρ τὸ ὄνομα ὑμῶν εἰς πλησμονὴν τοῖς ἐκλεκτοῖς μου, ὑμᾶς δὲ ἀνελεῖ Κύριος· τοῖς δὲ δουλεύουσί μοι κληθήσεται ὄνομα καινόν, 15 Και αυτό ακόμα το όνομά σας που θα αφήσετε, θα προκαλή αηδίαν και αποστροφήν στους εκλεκτούς μου. Θα σας θανατώση ο Κυριος. Εις εκείνους όμως, που με υπηρετούν, θα δοθή νέον όνομα, το οποίον θα είναι εύλο-γημένον εις όλην την οικουμένην. 15 Θὰ συντριβῆτε, διότι θὰ ἀφήσετε ἔτσι τὸ ὄνομά σας, ὥστε νὰ προκαλῇ τὴν ἀποστροφὴν καὶ ἀηδίαν εἰς τοὺς ἐκλεκτούς μου· σᾶς δὲ θὰ ἐξοντώσῃ καὶ θὰ ἐξαφανίσῃ ὁ Κύριος· ἀντιθέτως εἰς τοὺς δουλεύοντας εἰς Ἐμὲ θὰ δοθῇ ὄνομα νέον, δηλοῦν καὶ τὰς πολλὰς ἐπ' αὐτοὺς εὐλογίας μου·
16 ὃ εὐλογηθήσεται ἐπὶ τῆς γῆς· εὐλογήσουσι γὰρ τὸν Θεὸν τὸν ἀληθινόν, καὶ οἱ ὀμνύοντες ἐπὶ τῆς γῆς ὁμοῦνται τὸν Θεὸν τὸν ἀληθινόν· ἐπιλήσονται γὰρ τὴν θλῖψιν αὐτῶν τὴν πρώτην, καὶ οὐκ ἀναβήσεται αὐτῶν ἐπὶ τὴν καρδίαν. 16 Οι εκλεκτοί μου δούλοι θα ευλογούν και θα δοξάζουν τον αληθινόν Θεόν, όσοι δε εκ των κατοίκων της γης ευρίσκονται εις την ανάγκην να ορκίζωνται, θα ορκισθούν στον αληθινόν Θεόν. Θα λησμονήσουν την προηγουμένην αυτών συμφοράν και θλίψιν και δεν θα επανέλθη πλέον εις την διάνοιαν και την καρδίαν αυτών ούτε η ανάμνησις αυτής της θλίψεως. 16 τὸ ὁποῖον ὄνομα θὰ εὐλογηθῇ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ ἐπαινεθῇ ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς.Διότι τώρα θὰ εὐλογοῦν τὸν Θεὸν τὸν ἀληθινόν, καὶ οἱ εὑρισκόμενοι εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ ὁρκισθοῦν, θὰ ὁρκίζωνται εἰς τὸν Θεὸν τὸν ἀληθινόν.Αὐτὸν καὶ μόνον θὰ ἀναγνωρίζουν καὶ θὰ ὁμολογοῦν ὡς Θεόν των.Διότι θὰ λησμονήσουν τὴν θλῖψιν καὶ ταλαιπωρίαν των τὴν προηγουμένην, καὶ δὲν θὰ ἐπανέλθῃ πλέον αὕτη εἰς τὴν ἀνάμνησίν των διὰ νὰ θλίβῃ τὴν καρδίαν των.
17 ἔσται γὰρ ὁ οὐρανὸς καινὸς καὶ ἡ γῆ καινή, καὶ οὐ μὴ μνησθῶσι τῶν προτέρων, οὐδ᾿ οὐ μὴ ἐπέλθῃ αὐτῶν ἐπὶ τὴν καρδίαν, 17 Τιποτε από τα θλιβερά της προγενεστέρας των ζωής δεν θα ενθυμούνται, διότι ο ουρανός θα γίνη νέος και η γη νέα και δεν θα ενθυμούνται πλέον τας προγενεστέρας θλίψεις των. Ούτε και θα έλθη εις την διάνοιαν και την καρδίαν των η ανάμνησις των. 17 Δὲν θὰ ἐνθυμοῦνται δὲ οὐδὲν θλιβερὸν ἐκ τοῦ προτέρου των βίου, διότι θὰ γίνῃ ὁ οὐρανὸς καινουργὴς καὶ ἡ γῆ νέα· καὶ δὲν θὰ ἐνθυμοῦνται πλέον τὰ προηγούμενα, οὔτε θὰ ἔλθῃ εἰς τὴν καρδίαν των θλιβερά τις ἀνάμνησις·
18 ἀλλ᾿ εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίαμα εὑρήσουσιν ἐν αὐτῇ· ὅτι ἰδοὺ ἐγὼ ποιῶ ἀγαλλίαμα ῾Ιερουσαλὴμ καὶ τὸν λαόν μου εὐφροσύνην. 18 Αλλά εις την νέαν αυτήν κατάστασιν θα εύρουν ευφροσύνην και αγαλλίασιν, διότι Ιδού, εγώ δημιουργώ και φέρω αγαλλιασιν εις την Ιερουσαλήμ, ευφροσύνην εις ολόκληρον τον λαόν μου. 18 ἀλλὰ θὰ εὔρουν εἰς αὐτὴν εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίασιν διότι ἰδού, Ἐγὼ θὰ κάμω τὴν νέαν Ἱερουσαλὴμ πηγὴν ἀγαλλιάσεως καὶ θὰ γεμίσω τὸν λαόν μου εὐφροσύνην.
19 ἀγαλλιάσομαι ἐπὶ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ λαῷ μου καὶ οὐκέτι μὴ ἀκουσθῇ ἐν αὐτῇ φωνὴ κλαυθμοῦ οὐδὲ φωνὴ κραυγῆς. 19 Και εγώ ο ίδιος θα χαρώ δια την Ιερουσαλήμ και θα ευφρανθώ δια τον πιστόν λαόν μου. Δεν θα ακουσθή πλέον εις την Ιερουσαλήμ φωνή κλαυθμού, ούτε κραυγή οδύνης. 19 Θὰ δοκιμάζω δὲ καὶ Ἐγὼ ἀγαλλίασιν διὰ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ θὰ εὐφραίνωμαι διὰ τὸν λαόν μου.Καὶ δὲν θὰ ἀκούεται πλέον ἐκεῖ φωνὴ κλαυθμοῦ οὔτε φωνὴ κραυγῆς ἀδικουμένου.
20 καὶ οὐ μὴ γένηται ἔτι ἐκεῖ ἄωρος καὶ πρεσβύτης, ὃς οὐκ ἐμπλήσει τὸν χρόνον αὐτοῦ· ἔσται γὰρ ὁ νέος ἑκατὸν ἐτῶν, ὁ δὲ ἀποθνήσκων ἁμαρτωλὸς ἑκατὸν ἐτῶν καὶ ἐπικατάρατος ἔσται. 20 Εις την νέαν αυτήν εποχήν δεν θα υπάρξη άνθρωπος μικράς ηλικίας και μεγαλύτερος, ο οποίος δεν θα συμπληρώση τον βιολογικόν χρόνον της ζωής του. Τοτε ο νέος θα είναι εκατόν ετών, εκείνος δε ο οποίος θα αποθνήσκη εις ηλικίαν εκατόν ετών, θα αποθνήσκη δηλαδή προώρως, θα είναι ο αμαρτωλός και ο επικατάρατος. 20 Καὶ κατὰ τὴν νέαν ταύτην κατάστασιν τῶν πραγμάτων δὲν θὰ εἶναι πλέον ἐκεῖ, εἰς τὴν νέαν Ἱερουσαλήμ, μικρὰς ἡλικίας καὶ προχωρημένης ἡλικίας ἄνθρωποι, οὔτε ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι νὰ ἀποθνήσκουν προώρως καὶ να μὴ συμπληρώνουν ἐξ ὁλοκλήρου τὸν χρόνον τῆς ζωῆς του ἕκαστος.Θὰ εἶναι τότε μακρόβιοι οἱ ἄνθρωποι.Διότι ἐκεῖνος ποὺ θὰ εἶναι ἡλικίας ἑκατὸν ἐτῶν, θὰ εἶναι νέος ἀκόμη, ὁ ἁμαρτωλὸς δέ, ποὺ θὰ ἀποθνῄσκῃ ἑκατὸν ἐτῶν, θὰ τελευτᾷ προώρως καὶ ὡς κατηραμένος ἀπὸ τὸν Θεόν.
21 καὶ οἰκοδομήσουσιν οἰκίας καὶ αὐτοὶ ἐνοικήσουσι, καὶ καταφυτεύσουσι ἀμπελῶνας καὶ αὐτοὶ φάγονται τὰ γεννήματα αὐτῶν· 21 Και θα οικοδομήσουν τας οικίας των οι άνθρωποι και θα κατοικήσουν αυτοί εις αυτάς και θα φυτεύσουν πλουσίους αμπελώνας και αυτοί θα φάγουν τα γεννήματα των αμπελώνων και των αγρών των. 21 Καὶ θὰ οἰκοδομήσουν οἰκίας καὶ αὐτοὶ θὰ κατοικήσουν εἰς αὐτάς, καὶ θὰ φυτεύσουν ἀμπέλους καὶ αὐτοὶ θὰ φάγουν τὰ γεννήματά των.
22 καὶ οὐ μὴ οἰκοδομήσουσι καὶ ἄλλοι ἐνοικήσουσι, καὶ οὐ μὴ φυτεύσουσι καὶ ἄλλοι φάγονται· κατὰ γὰρ τὰς ἡμέρας τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς ἔσονται αἱ ἡμέραι τοῦ λαοῦ μου· τὰ γὰρ ἔργα τῶν πόνων αὐτῶν παλαιώσουσιν. 22 Δεν θα ανοικοδομήσουν αυτοί οικίας, δια να κατοικήσουν εις αυτάς άλλοι, και δεν θα φυτεύσουν αμπελώνας, δια να φάγουν άλλοι τον καρπόν. Αι ημέραι της ζωής του νέου λαού μου θα είναι μακραί και πολυχρόνιοι, όπως πολυχρόνιον είναι το δένδρον της ζωής, που υπήρχεν στον παράδεισον. Θα απολαμβάνουν καθ' όλον αυτό το μακρόν διάστημα τους καρπούς των κόπων των, διότι μακρά και πολυχρόνια θα είναι και τα έργα των. 22 Καὶ δὲν θὰ οἰκοδομήσουν οἰκίας, διὰ νὰ κατοικήσουν μέσα ἄλλοι, οὔτε θὰ φυτεύσουν, διὰ νὰ φάγουν ἄλλοι.Διότι ὅσον πολυχρόνιον ὑπῆρξε τὸ ἐν τῷ Παραδείσῳ δένδρον τῆς ζωῆς, τόσον μακραὶ θὰ εἶναι καὶ αἱ ἡμέραι τοῦ λαοῦ μου· θὰ ἀπολαμβάνουν δὲ οὗτοι τοὺς κόπους των, διότι μακρὰς διαρκείας θὰ εἶναι καὶ τὰ ἔργα τῶν κόπων των.
23 οἱ δὲ ἐκλεκτοί μου οὐ κοπιάσουσιν εἰς κενὸν οὐδὲ τεκνοποιήσουσιν εἰς κατάραν, ὅτι σπέρμα εὐλογημένον ὑπὸ Θεοῦ ἐστι, καὶ τὰ ἔκγονα αὐτῶν μετ᾿ αὐτῶν ἔσονται. 23 Οι εκλεκτοί μου δεν θα κοπιάσουν εις μάτην, ούτε θα τεκνοποιήσουν προς κατάραν, διότι οι απόγονοι των θα είναι ευλογημένοι από τον Θεόν και τα τέκνα των ευλογημένα μαζή με αυτούς. 23 Οἱ δὲ ἔκλεκτοί μου δὲν θὰ κοπιάσουν ματαίως καὶ εἰς τὰ κούφια, οὔτε θὰ τεκνοποιήσουν διὰ νὰ ἀποθάνουν ὡς κατηραμένα προώρως τὰ τέκνα των διότι τὸ γένος των εἶναι εὐλογημένον ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ οἱ ἀπόγονοί των θὰ ζοῦν μαζί των καθ’ ὅλον τὸν βίον τῶν πατέρων των.
24 καὶ ἔσται πρὶν ἢ κεκράξαι αὐτούς, ἐγὼ ὑπακούσομαι αὐτῶν, ἔτι λαλούντων αὐτῶν ἐρῶ· τί ἐστι; 24 Και τούτο το καλόν θα συμβή εις αυτούς πριν ακόμη κράξουν δια της προσευχής των προς εμέ, εγώ θα ακούω αυτούς, και ενώ ακόμη θα ομιλούν προς εμέ και θα μου εκθέτουν τα αιτήματά των, εγώ θα τους διακόπτω και θα τους ερωτώ· Τι συμβαίνει; 24 Καὶ θὰ συμβῇ τοῦτο· πρὶν φωνάξουν, Ἐγὼ θὰ εἰσακούσω τούτους.Καθ’ ὂν χρόνον ἀκόμη οὗτοι θὰ ὁμιλοῦν πρὸς Ἐμέ, Ἐγὼ διακόπτων αὐτοὺς θὰ τοὺς λέγω: Τί συμβαίνει;
25 τότε λύκοι καὶ ἄρνες βοσκηθήσονται ἅμα, καὶ λέων ὡς βοῦς φάγεται ἄχυρα, ὄφις δὲ γῆν ὡς ἄρτον· οὐκ ἀδικήσουσιν οὐδὲ μὴ λυμανοῦνται ἐπὶ τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ μου, λέγει Κύριος. 25 Τοτε, κατά την ευλογημένην αυτήν εποχήν της χάριτος, λύκοι και αρνιά θα βόσκουν μαζή. Ο λέων θα τρώγη άχυρον ωσάν το βόϊδι, το δε φίδι θα τρώγη την γην ωσάν το ψωμί. Τα άγρια θηρία, οι τέως κακοί άνθρωποι, δεν θα προξενήσουν πλέον καμμίαν βλάβην στο άγιον ορός της Σιών, δεν θα κάμουν κανένα κακόν, λέγει ο Κυριος. 25 Τότε λύκοι καὶ ἀρνία θὰ βόσκωνται μαζί, καὶ λέων θὰ φάγῃ ἄχυρα ὅπως ὁ βοῦς, παύοντες νὰ εἶναι σαρκοβόροι καὶ ἀποβάλλοντες τὴν ἀγρίαν φύσιν των ὁ ὄφις δέ, μὴ ἔχων πλέον δηλητήριον, θὰ τρώγῃ χῶμα ὡς ἀποκλειστικὴν τροφὴν του.Δὲν θὰ ἀδικοῦν, οὔτε θὰ βλάπτουν εἰς τὸ ὄρος τὸ ἅγιόν μου, βεβαιώνει ὁ Κύριος.