Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐλεήσει Κύριος τὸν ᾿Ιακὼβ καὶ ἐκλέξεται ἔτι τὸν ᾿Ισραήλ, καὶ ἀναπαύσονται ἐπὶ τῆς γῆς αὐτῶν, καὶ ὁ γειώρας προστεθήσεται πρὸς αὐτοὺς καὶ προστεθήσεται πρὸς τὸν οἶκον ᾿Ιακώβ, | 1 Εξ αντιθέτου όμως ο Κυριος θα ελεήση τας φυλάς του Ιακωβ, θα εκλέξη και πάλιν ως λαόν του αγαπητόν τους ισραηλίτας, και θα αναπαυθούν εις την γην των προγόνων των. Επανερχομένους από την αιχμαλωσίαν των θα τους ακολουθήσουν προσήλυτοι της Βαβυλώνος, οι οποίοι και θα προστεθούν στον Ισραηλιτικόν λαόν. | 1 Καὶ θὰ ἐλεήσῃ ὁ Κύριος τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ θὰ ἐκδηλώσῃ καὶ πάλιν τὴν ἐκλογήν του εἰς τὸν Ἰσραήλ· καὶ θὰ ἀναπαυθοῦν οὗτοι εἰς τὴν χώραν των ἐπιστρέφοντες ἐκ τῆς ἐξορίας, καὶ ὁ προσήλυτος ἐκ Βαβυλῶνος θὰ προστεθῇ εἰς τὸν οἶκον Ἰακώβ, ἀκολουθῶν αὐτοὺς ἐπιστρέφοντας εἰς τὴν Ἰουδαίαν. |
2 καὶ λήψονται αὐτοὺς ἔθνη καὶ εἰσάξουσιν εἰς τὸν τόπον αὐτῶν, καὶ κατακληρονομήσουσι καὶ πληθυνθήσονται ἐπὶ τῆς γῆς τοῦ Θεοῦ εἰς δούλους καὶ δούλας· καὶ ἔσονται αἰχμάλωτοι οἱ αἰχμαλωτεύσαντες αὐτούς, καὶ κυριευθήσονται οἱ κυριεύσαντες αὐτῶν. | 2 Τα έθνη θα παραλάβουν τους διεσκορπισμένους Ιουδαίους και θα τους επαναφέρουν με τιμήν εις την πατρίδα των. Αυτήν θα την αποκτήσουν και πάλιν ως κληρονομίαν των και θα πληθυνθούν εις την θεοδώρητον αυτήν χώραν, ώστε να είναι και να μείνουν δούλοι και δούλαι του Θεού. Εκείνοι δέ που τους ηχμαλώτισαν, θα γίνουν τώρα αιχμάλωτοί των· θα κυριευθούν από αυτούς ως υποχείριοί των εκείνοι, οι οποίοι τους ειχαν κατακυριεύσει. | 2 Καὶ θὰ παραλάβουν αὐτοὺς τὰ ἔθνη καὶ θὰ εἰσαγάγουν αὐτοὺς εἰς τὸν τόπον των καὶ εἰς τὴν πατρίδα των καὶ θὰ ἀποκτήσουν μόνιμον κληρονομίαν εἰς αὐτὴν καὶ θὰ πληθυνθοῦν ἐπὶ τῆς χώρας ταύτης τοῦ Θεοῦ ἀποκτῶντες δούλους καὶ δούλας.Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἠχμαλώτισαν, θὰ γίνουν αἰχμάλωτοί των, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔγιναν κύριοί των, θὰ κυριευθοῦν ὑπ’ αὐτῶν καὶ θὰ γίνουν ὑποχείριοί των. |
3 Καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀναπαύσει σε Κύριος ἀπὸ τῆς ὀδύνης καὶ τοῦ θυμοῦ σου καὶ τῆς δουλείας σου τῆς σκληρᾶς, ἧς ἐδούλευσας αὐτοῖς. | 3 Κατά την ημέραν εκείνην θα σε αναπαύση ο Κυριος από τας οδύνας, που εδοκίμασες, από την εσωτερικην καταπίεσιν και αγανάκτησιν, από την σκληρην δουλείαν, εις την οποίαν είχες υποδουλωθή. | 3 Καὶ θὰ συμβῇ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ὥστε νὰ σὲ ἀναπαύσῃ καὶ νὰ σὲ ἀπαλλάξῃ ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν ὀδύνην καὶ ἀπὸ τὴν ἐσωτερικήν σου καταπίεσιν καὶ ἀγανάκτησιν καὶ ἀπὸ τὴν σκληρὰν δουλείαν, τὴν ὁποίαν ἐδούλευσας εἰς αὐτούς, ποὺ σὲ ἠχμαλώτισαν. |
4 καὶ λήψη τὸν θρῆνον τοῦτον ἐπὶ τὸν βασιλέα Βαβυλῶνος καὶ ἐρεῖς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνη· πῶς ἀναπέπαυται ὁ ἀπαιτῶν καὶ ἀναπέπαυται ὁ ἐπισπουδαστής; | 4 Και τότε συ, ο Ισραηλιτικός λαός βλέπων τας αδιηγήτους συμφοράς και τον όλεθρον των Βαβυλωνίων, θα αναλάβης κατά την ημέραν εκείνην θρήνον εναντίον του βασιλέως Βαβυλώνος και θα πης· Πως έσβησεν ο σκληρός απαιτητής φόρων δουλείας; Πως είχε λείψει ο υπερόπτης, ο σκληρός και πλεονέκτης αυτός τύραννος; | 4 Καὶ θὰ ἀναλάβῃς τὸ θρηνῶδες αὐτὸ ᾆσμα διὰ τὸν βασιλέα τῆς Βαβυλῶνος καὶ θὰ εἴπῃς κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην: Πῶς ἔχει παύσει αὐτὸς ποὺ ἀπαιτεῖ φόρους καὶ πῶς ἔχει ἐκλείψει αὐτός, ποὺ με καταναγκαστικὰ μέτρα ἐπέσπευδε τὴν εἴσπραξιν τούτων; |
5 συνέτριψε Κύριος τὸν ζυγὸν τῶν ἁμαρτωλῶν, τὸν ζυγὸν τῶν ἀρχόντων· | 5 Ελειψε, διότι ο Κυριος συνέτριψε τον ζυγόν, τον οποίον αμαρτωλοί άνθρωποι επέβαλαν, τον ζυγόν των πονηρών αρχόντων της Βαβυλώνος. | 5 Συνέτριψεν ὁ Κύριος τὸν ζυγὸν τῶν ἁμαρτωλῶν, τὸν ζυγὸν τῶν ἀρχόντων τῆς Βαβυλῶνος· |
6 πατάξας ἔθνος θυμῷ, πληγῇ ἀνιάτῳ, παίων ἔθνος πληγὴν θυμοῦ, ἣ οὐκ ἐφείσατο, ἀνεπαύσατο πεποιθώς. | 6 Επάνω στον δίκαιον θυμόν του εκτύπησε με συμφοράς αθεραπεύτους το πονηρόν τούτο έθνος· το έπληξε με αλεπαλλήλους συμφοράς και ανελέητα κτυπήματα· και τότε εσταμάτησε τα πλήγματα, όταν είδεν ότι ωλοκληρώθη η καταστροφή. | 6 ἀφοῦ ἐπάταξε τὸ ἔθνος τῶν Βαβυλωνίων μετὰ θυμοῦ διὰ πληγῆς ἀθεραπεύτου, φέρων ἀλλεπάλληλα κτυπήματα κατὰ τοῦ ἔθνους μὲ θυμόν, κτυπήματα ἀλύπητα, ἔπαυσέ με τὴν πεποίθησιν, ὅτι ἦλθε τὸ ἐξοντωτικὸν ἀποτέλεσμα μὲ τὰ κτυπήματα ταῦτα. |
7 πᾶσα ἡ γῆ βοᾷ μετ᾿ εὐφροσύνης, | 7 Εξ αιτίας της καταστροφής του πονηρού και επικινδύνου βασιλείου της Βαβυλώνος, ολόκληρος η γη βοά με ευφροσύνην. | 7 Ὅλη ἡ γῆ φωνάζει δυνατὰ μὲ εὐφροσύνην, |
8 καὶ τὰ ξύλα τοῦ λιβάνου εὐφράνθησαν ἐπὶ σοὶ καὶ ἡ κέδρος τοῦ Λιβάνου· ἀφ᾿ οὗ σὺ κεκοίμησαι, οὐκ ἀνέβη ὁ κόπτων ἡμᾶς. | 8 Τα μεγάλα δένδρα και τα κέδρα του Λιβάνου ηυφράνθησαν, ω Βαβυλών, δια την κατάστροφήν σου, και είπαν· “από τότε που συ απέθανες και έλειψες από το πρόσωπον της γης, κανένας υλοτόμος δεν ανέβη, δια να μας κόψη. | 8 καὶ τὰ δένδρα τοῦ Λιβάνου εὐφράνθησαν διὰ τὸν ὄλεθρόν σου καὶ αἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου ἥσυχοι πλέον ἀνέκραξαν· ἀφ’ ὅτου σὺ ἀπέθανες, οὐδεὶς ἀνέβη ὑλοτόμος διὰ να μᾶς κόψῃ. |
9 ὁ ᾅδης κάτωθεν ἐπικράνθη συναντήσας σοι, συνηγέρθησάν σοι πάντες οἱ γίγαντες οἱ ἄρξαντες τῆς γῆς, οἱ ἐγείραντες ἐκ τῶν θρόνων αὐτῶν πάντας βασιλεῖς ἐθνῶν. | 9 Και αυτός ο εις τα καταχθόνια πονηρός άδης έπικράνθη και ηγανάκτησεν, όταν σε συνήντησεν. Εσηκώθησαν δια σε όλοι μαζή οι γίγαντες, οι οποίοι, όταν συ εζούσες, υπήρξαν άρχοντες εις την γην αυτοί, που είχαν ξεσηκώσει και πετάξει από τους θρόνους των όλους τους βασιλείς των εθνών. | 9 Ὁ Ἅδης ὑποκάτω ἐπικράνθη καὶ ἠγανάκτησεν, ὅταν σὲ συνήντησεν, ἐσηκώθησαν διὰ σὲ μαζὶ ὅλοι οἰ γίγαντες, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἔζων, ὑπῆρξαν ἄρχοντες τῆς γῆς, οἱ ὁποῖοι ἐσήκωσαν καὶ ἐπέταξαν ἀπὸ τοὺς θρόνους των ὅλους τοὺς βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν. |
10 πάντες ἀποκριθήσονται καὶ ἐροῦσί σοι· καὶ σὺ ἑάλως, ὥσπερ καὶ ἡμεῖς, ἐν ἡμῖν δὲ κατελογίσθης. | 10 Ολοι αυτοί θα πάρουν τον λόγον και θα σου πουν· “ώστε λοιπόν και συ εκυριεύθης από τον θάνατον και τον όλεθρον καθώς και ημείς; Συγκατεριθμήθης, λοιπόν αναμεταξύ μας. | 10 Ὅλοι θὰ ἀποκριθοῦν καὶ θὰ σοῦ εἴπουν: Καὶ σὺ ἐκυριεύθης ἀπὸ τὸν θάνατον, καθὼς καὶ ἡμεῖς, συγκατηριθμήθης δὲ μεταξὺ ἡμῶν. |
11 κατέβη εἰς ᾅδου ἡ δόξα σου, ἡ πολλὴ εὐφροσύνη σου· ὑποκάτω σου στρώσουσι σῆψιν, καὶ τὸ κατακάλυμμά σου σκώληξ. | 11 Εις τον άδην κατέβηκεν η δόξα σου και η πολλή ευφροσύνη σου. Σαπίλαν θα στρώσουν υπό κάτω σου και το σκέπασμα, με το οποίον θα σκεπασθής, θα είναι σκουλήκια». | 11 Κατέβη εἰς τὸν Ἅδην ἡ δόξα σου καὶ ἡ πολλή σου εὐφροσύνη.Θὰ στρώσουν ὑποκάτω σου σαπήλαν, καὶ τὸ σκέπασμα, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ καλυφθῇς τελείως, θὰ εἶναι σκωλήκια. |
12 πῶς ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὁ ἑωσφόρος ὁ πρωΐ ἀνατέλλων; συνετρίβη εἰς τὴν γῆν ὁ ἀποστέλλων πρὸς πάντα τὰ ἔθνη. | 12 Πως εξέπεσε στον αφανισμόν και την εξουδενωσιν ο βασιλεύς της Βαβυλώνος, ο οποίος εφαίνετο ώσαν αυγερινός, που πρωϊ-πρωϊ ανατέλλει στον ουρανόν; Συνετρίβη επάνω εις την γην αυτός, ο οποίος έστειλε νικηφόρα τα στρατεύματα του εναντίον όλων των εθνών. | 12 Πῶς ἔπεσε κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ὅπου ἐφαίνετο ὑψωμένος, ὁ βασιλεὺς τῆς Βαβυλῶνος, ὁ ὅμοιος πρὸς τὸν αὐγερινόν, πρὸς τὸν ἀστέρα ποὺ ἀνατέλλει τὸ πρωΐ; Συνετρίβη ἐπὶ τῆς γῆς αὐτός, ὁ ὁποῖος ἀπέστελλε τὰ στρατεύματά του εἰς ὅλα τὰ ἔθνη. |
13 σὺ δὲ εἶπας ἐν τῇ διανοίᾳ σου· εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβήσομαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τὸν θρόνον μου, καθιῶ ἐν ὄρει ὑψηλῷ, ἐπὶ τὰ ὄρη τὰ ὑψηλὰ τὰ πρὸς Βορρᾶν, | 13 “Συ, αλαζονικέ βασιλεύ της Βαβυλώνος, δταν εζούσες, είπες με τον νουν σου· Θα ανεβώ στον ουρανόν, επάνω εις τα αστέρια του ουρανού θα στήσω τον θρόνον μου, θα καθίσω ένδοξος βασιλεύς εις όρος υψηλόν, εις τα όρη τα υψηλά, που ευρίσκονται βορείως της Βαβυλώνος. | 13 Σὺ δὲ εἶπες μέσα σου καὶ μὲ τὴν διάνοιάν σου: Θὰ ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, θὰ θέσω τὸν θρόνον μου ἐπάνω ἀπὸ τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ, θὰ καθήσω εἰς ὄρος ὑψηλόν, εἰς τὰ ὅρη τὰ ὑψηλά, ποὺ κεῖνται βορείως τῆς Βαβυλῶνος. |
14 ἀναβήσομαι ἐπάνω τῶν νεφῶν, ἔσομαι ὅμοιος τῷ ῾Υψίστῳ. | 14 Θα ανεβώ, είπες, επάνω από τα σύννεφα, θα γίνω όμοιος προς τον Υψιστον Θεόν”! | 14 Θὰ ἀναβῶ, ἐφαντάσθης, ἐπάνω ἀπὸ τὰ σύννεφα, θὰ γίνω ὅμοιος πρὸς τὸν Ὕψιστον. |
15 νῦν δὲ εἰς ᾅδην καταβήσῃ καὶ εἰς τὰ θεμέλια τῆς γῆς. | 15 Τωρα ιδού, θα κατεβής στον άδην, εις τα βάθη, όπου υπάρχουν τα θεμέλια της γης. | 15 Τώρα ὅμως θὰ καταβῇς εἰς τὸν Ἅδην καὶ εἰς τὰ θεμέλια τῆς γῆς, ὅπου νοεῖται εὑρισκόμενος ὁ Ἅδης. |
16 οἱ ἰδόντες σε θαυμάσονται ἐπὶ σοὶ καὶ ἐροῦσιν· οὗτος ὁ ἄνθρωπος ὁ παροξύνων τὴν γῆν, ὁ σείων βασιλεῖς; | 16 Οι άνθρωποι, οι οποίοι θα ίδουν το κατάντημά σου, θα καταπλαγούν και θα πουν· “αυτός, λοιπόν, είναι ο άνθρωπος, ο οποίος ο ανετάρασσε και ετρομοκρατούσε την οικουμένην, συνεκλόνιζε και εκρήμνιζε τους βασιλείς; | 16 Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι σὲ εἶδαν νεκρόν, θὰ καταληφθοῦν ἐξ αἰτίας σου ἀπὸ ἔκπληξιν καὶ θὰ εἴπουν: Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἐνέσπειρε τὸν τρόμον εἰς τοὺς ἐν τῇ γῇ καὶ ὁ ὁποῖος ἔσειε καὶ ἀνέτρεπε βασιλεῖς; |
17 ὁ θεὶς τὴν οἰκουμένην ὅλην ἔρημον καὶ τὰς πόλεις αὐτοῦ καθεῖλε, τοὺς ἐν ἐπαγωγῇ οὐκ ἔλυσε. | 17 Αυτός, ο οποίος είχεν ερημώσει την οικουμένην, και κατέστρεφε τας πόλεις και τα τείχη των, τους δε εν αιχμαλωσία εκρατούσεν εις δεσμά. | 17 Αὐτὸς εἶναι, ποὺ μετέβαλεν ὅλην τὴν οἰκουμένην εἰς ἔρημον καὶ τὰς πόλεις τοῦ κατοικουμένου κόσμου κατέστρεψε καὶ τοὺς ἐν αἰχμαλωσίᾳ δὲν ἔλυσεν! |
18 πάντες οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν ἐκοιμήθησαν ἐν τιμῇ, ἄνθρωπος ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ· | 18 Ολοι οι βασιλείς των εθνών απέθαναν και ετάφησαν μετά τιμών, ο καθένας στον οίκον του, στο βασίλειόν του. | 18 Ὅλοι οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν ἀπέθαναν καὶ ἐτάφησαν μὲ τιμὴν ἕκαστος ἄνθρωπος εἰς τὸ σπίτι του ἀποθνῄσκει καὶ ἀξιοῦται ταφῆς. |
19 σὺ δὲ ριφήσῃ ἐν τοῖς ὄρεσιν ὡς νεκρὸς ἐβδελυγμένος μετὰ πολλῶν τεθνηκότων ἐκκεκεντημένων μαχαίραις, καταβαινόντων εἰς ᾅδου. ὃν τρόπον ἱμάτιον ἐν αἵματι πεφυρμένον οὐκ ἔσται καθαρόν, | 19 Συ όμως, παράνομε βασιλεύ, θα φονευθής και θα ριφθής άταφος εις τα όρη, σαν σιχαμένος και ακάθαρτος νεκρός μαζή με πολλούς άλλους νεκρούς, οι οποίοι θα έχουν φονευθή διαπερασμένοι από μαχαίρας, και θα καταβαίνουν στον άδην σαν ένδυμα, που έχει βαφή εις ανθρώπινον αίμα και δεν είναι καθαρόν. | 19 Σὺ ὅμως θὰ ριφθῇς εἰς τὰ ὄρη, παραμένων ἄταφος σὰν νεκρὸς σιχαμένος καὶ ἀκάθαρτος μαζὶ μὲ πολλοὺς πεθαμένους, ποὺ θὰ ἔχουν διαπερασθῆ μὲ μαχαίρας καὶ θὰ καταβαίνουν εἰς τὸν Ἅδην· σὰν ροῦχον ποὺ ἔχει βαφῆ εἰς τὸ ἀνθρώπινον αἷμα καὶ δὲν εἶναι καθαρόν. |
20 οὕτως οὐδὲ σὺ ἔσῃ καθαρός, διότι τὴν γῆν μου ἀπώλεσας καὶ τὸν λαόν μου ἀπέκτεινας· οὐ μὴ μείνῃς εἰς τὸν αἰῶνα χρόνον, σπέρμα πονηρόν. | 20 Ετσι και συ δεν θα είσαι καθαρός και άνε-νοχος, διότι την χώραν μου την Ιουδαίαν κατέστρεψες και τον λαόν μου εφόνευσες· η γενεά σου, σπέρμα πονηρόν, δεν πρόκειται να διαιωνισθή επάνω εις την γην. | 20 Τοιουτοτρόπως οὔτε σὺ θὰ εἶσαι καθαρὸς καὶ ἀνένοχος, διότι τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας μου κατέστρεψες καὶ τὸν εὐλογημένον λαόν μου, τὸν Ἰσραήλ, ἐφόνευσες.Δὲν θὰ μείνῃς σὺ καὶ ἡ γενεά σου καὶ ἡ βασιλεία σου αἰωνίως καὶ παντοτινά, ὦ ἀπόγονε πονηρὲ γονέων πονηρῶν. |
21 ἑτοίμασον τὰ τέκνα σου σφαγῆναι ταῖς ἁμαρτίαις τοῦ πατρὸς αὐτῶν, ἵνα μὴ ἀναστῶσι καὶ κληρονομήσωσι τὴν γῆν καὶ ἐμπλήσωσιν τὴν γῆν πολέμων. | 21 Ετοίμασε τα παιδιά σου να σφαγούν εξ αιτίας των αμαρτιών του πατρός των, ίνα μη πονηρά παιδιά αμαρτωλού πατρός ανδρωθούν και κληρονομήσουν την χώραν και γεμίσουν την οικουμένην με πολέμους. | 21 Ἐτοίμασε τὰ παιδιά σου νὰ σφαγοῦν διὰ τὰς ἁμαρτίας τοῦ πατρός των, διὰ νὰ μὴ μεγαλώσουν καὶ ἀνδρωθοῦν μὲ τὰς πονηρὰς ροπάς, ποὺ τοὺς μετέδωκες, καὶ κατακτήσουν τὴν γῆν καὶ γεμίσουν τὴν γῆν μὲ πολέμους. |
22 Καὶ ἐπαναστήσομαι αὐτοῖς, λέγει Κύριος σαβαώθ, καὶ ἀπολῶ αὐτῶν ὄνομα καὶ κατάλειμμα καὶ σπέρμα - τάδε λέγει Κύριος - | 22 Εναντίον αυτών θα σηκωθώ επάνω, λέγει ο Κυριος των δυνάμεων, θα εξαφανίσω το όνομά των από την γην, καθένα που κατάγεται και απέμεινεν από αυτούς, κάθε απόγονον των αυτά λέγει ο Κυριος· | 22 Καὶ θὰ σηκωθῶ ἐπάνω διὰ νὰ ἐπιτεθῶ κατ' αὐτῶν, λέγει ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων, καὶ θὰ ἐξαφανίσω τὸ ὄνομά των καὶ καθένα ποὺ θὰ καταλειφθῇ ὡς καταγόμενος ἀπὸ αὐτοὺς καὶ κάθε ἀπόγονον.Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος. |
23 καὶ θήσω τὴν Βαβυλωνίαν ἔρημον, ὥστε κατοικεῖν ἐχίνους, καὶ ἔσται εἰς οὐδέν· καὶ θήσω αὐτὴν πηλοῦ βάραθρον εἰς ἀπώλειαν. | 23 θα μεταβάλω και θα καταστήσω την Βαβυλώνα έρημον, ώστε να κατοικούν εις αυτήν ακανθόχοιροι, και θα είναι αυτή ως ένα τίποτε, θα μεταβάλω αυτήν εις ένα βορβορώδες βάραθρον προς αφανισμόν και καταστροφήν. | 23 Καὶ θὰ μεταβάλω τὴν Βαβυλῶνα εἰς ἔρημον, ὥστε νὰ κατοικοῦν εἰς αὐτὴν ἀκανθόχοιροι, καὶ θὰ ἐκμηδενισθῇ· καὶ θὰ καταστήσω αὐτὴν βάραθρον λάσπης καὶ βορβόρου πρὸς ἀφανισμόν. |
24 τάδε λέγει Κύριος σαβαώθ· ὃν τρόπον εἴρηκα, οὕτως ἔσται, καὶ ὃν τρόπον βεβούλευμαι, οὕτως μενεῖ, | 24 Αυτά λέγει Κυριος των δυνάμεων, ο παντοκράτωρ· όπως είπα και όπως απεφάσισα, έτσι και θα γίνη και έτσι θα μείνη. | 24 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων: Ὅπως ἔχω εἴπει, ἔτσι θὰ γίνῃ, καὶ ὅπως ἔχω ἀποφασίσει, ἔτσι καὶ θὰ μείνῃ ἀμετάκλητος ἡ ἀπόφασίς μου |
25 τοῦ ἀπολέσαι τοὺς ᾿Ασσυρίους ἀπὸ τῆς γῆς τῆς ἐμῆς καὶ ἀπὸ τῶν ὀρέων μου, καὶ ἔσονται εἰς καταπάτημα, καὶ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ ζυγὸς αὐτῶν, καὶ τὸ κῦδος αὐτῶν ἀπὸ τῶν ὤμων ἀφαιρεθήσεται. | 25 Θα καταστρέψω τους Ασσυρίους από την χώραν μου την Ιουδαίαν και από τα ιδικά μου όρη· θα νικηθούν και θα καταπατηθούν με περιφρόνησιν από τους ανθρώπους, θα αφαιρεθή από τον λαόν μου ο ζυγός της δουλείας των. Ο εξευτελισμός και το όνειδός των, που ώσαν βαρύ φορτίον εβαρυνε τους ώμους των, θα αφαιρεθή”. | 25 νὰ ἐξοντώσω τοὺς Ἀσσυρίους ἀπὸ τὴν χώραν τὴν κατ' ἐξοχὴν ἰδικήν μου, τὴν Παλαιστίνην δηλαδή, καὶ ἀπὸ τὰ βουνὰ τὰ ἰδικά μου· καὶ θὰ εἶναι οὗτος εἰς καταπάτημα αὐτῶν ποὺ θὰ τοὺς νικήσουν· καὶ θὰ ἀφαιρεθῇ ἀπὸ τὸν λαόν μου ὁ ζυγὸς τῆς δουλείας των, καὶ θὰ ἀφαιρεθῇ ἀπὸ τοὺς ὤμους των τὸ ὄνειδος των, ποὺ ὡς ἀλλο βαρὺ φορτίον τοὺς πιέζει. |
26 αὕτη ἡ βουλή, ἣν βεβούλευται Κύριος ἐπὶ τὴν ὅλην οἰκουμένην, καὶ αὕτη ἡ χεὶρ ἡ ὑψηλὴ ἐπὶ πάντα τὰ ἔθνη. | 26 Αυτή είναι η απόφασις, την οποίαν έχει λάβει και αποφασίσει ο Κυριος, σχετικά με όλην την οικουμένην. Η παντοδύναμος τιμωρός δεξιά του είναι σηκωμένη εναντίον όλων των αμαρτωλών εθνών. | 26 Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόφασις, τὴν ὁποίαν ἔχει ἀποφασίσει ὁ Κύριος δι' ὅλην τὴν οἰκουμένην, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ χείρ, ποὺ εἶναι ὑψωμένη πολὺ ὑψηλὰ ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη. |
27 ἃ γὰρ ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος βεβούλευται, τίς διασκεδάσει; καὶ τὴν χεῖρα αὐτοῦ τὴν ὑψηλὴν τίς ἀποστρέψει; | 27 Αυτά δε τα οποία ο Θεός ο άγιος έχει αποφασίσει, ποιός είναι δυνατόν να τα εμποδίση και να τα ματαίωση; Και την παντοδύναμον δεξιάν του, που έχει υψωθή δια να επιπέση επί των αμαρτωλών, ποιός ημπορεί να την στρέψη αλλού; | 27 Ἀσφαλῶς θὰ πραγματοποιηθῇ ἡ ἀπόφασις αὐτή.Διότι ἐκεῖνα, ποὺ ὁ ἅγιος Θεὸς ἔχει ἀποφασίσει, ποῖος θὰ ἔχῃ τὴν δύναμιν νὰ τὰ ματαιώσῃ; Καὶ τὴν χεῖρα Του, ποὺ εἶναι πολὺ ὑψηλὰ σηκωμένη, ποῖος θὰ τὴν στρέψῃ ἀλλοῦ; |
28 Τοῦ ἔτους, οὗ ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς ῎Αχαζ, ἐγενήθη τὸ ρῆμα τοῦτο. | 28 Ο προφητικός αυτός λόγος έγινε το έτος, κατά το οποίον απέθανεν ο βασιλεύς Αχαζ. | 28 Κατὰ τὸ ἔτος, κατὰ τὸ ὁποῖον ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Ἄχαζ, ἔγινεν ὁ προφητικὸς αὐτὸς λόγος. |
29 μὴ εὐφρανθείητε οἱ ἀλλόφυλοι πάντες, συνετρίβη γὰρ ὁ ζυγὸς τοῦ παίοντος ὑμᾶς· ἐκ γὰρ σπέρματος ὄφεως ἐξελεύσεται ἔκγονα ἀσπίδων, καὶ τὰ ἔκγονα αὐτῶν ἐξελεύσονται ὄφεις πετόμενοι | 29 Μη χαίρετε και μη πανηγυρίζετε όλοι σεις, οι Φιλισταίοι, επειδή συνετρίβη ο ζυγός της δουλείας του μονάρχου, ο οποίος σας εκτύπα και σας έθλιβε. Διότι από τους απογόνους του φαρμακερού αυτού όφεως, θα βγουν παιδιά αντάξιά του, δηλητηριώδεις οχιές, θα βγουν ως απόγονοι του φίδια φτερωτά. | 29 Μὴ εὐφραίνεσθε, ὅλοι οἱ Φιλισταίοι, διότι συνετρίβη ὁ ζυγὸς τῆς δουλείας τοῦ Ἄχαζ, ὁ ὁποῖος σᾶς ἐκτύπα καὶ σᾶς κατενίκα· διότι ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ μονάρχου αὐτοῦ, ποὺ ἦτο διὰ σᾶς ὄφις φαρμακερός, θὰ βγοῦν τέκνα ὅμοια πρὸς τὰ δηλητηριώδη σαϊτόφιδα, καὶ οἱ ἀπόγονοί των θὰ γεννηθοῦν χειρότεροι, ὅμοιοι πρὸς φίδια ποὺ πετοῦν. |
30 καὶ βοσκηθήσονται πτωχοὶ δι᾿ αὐτοῦ, πτωχοὶ δὲ ἄνθρωποι ἐπὶ εἰρήνης ἀναπαύσονται· ἀνελεῖ δὲ λιμῷ τὸ σπέρμα σου καὶ τὸ κατάλειμμά σου ἀνελεῖ. | 30 Και ενώ αυτά θα συμβαίνουν εις βάρος του αμαρτωλού μονάρχου και άλλων εθνών, οι πτωχοί άνθρωποι του λαού θα διατρέφωνται και θα ποιμαίνωνται από τον θεόν και έτσι οι πτωχοί αυτοί και καταφρονημένοι τότε, θα αναπαύωνται εν ειρήνη. Αλλά τους ιδικούς σας απογόνους, ω Φιλισταίοι, θα εξολοθρεύση ο Κυριος με φοβεράν πείναν και εκείνους, που τυχόν θα απομείνουν, θα τους εξόντωση ο Κυριος. | 30 Καὶ θὰ διατραφοῦν οἱ πτωχοὶ καὶ ταπεινοὶ δι’ αὐτοῦ, ὡς ἀγαθοῦ καὶ προνοητικοῦ τούτων Ποιμένος, αὐτοὶ δὲ οἱ πτωχοὶ καὶ ταπεινοί, μὴ παρασυρόμενοι εἰς πολεμικὰς ἐπιχειρήσεις, θὰ ἀπολαύσουν τὰ ἀγαθὰ τῆς εἰρήνης· σοῦ δέ, ὦ Φιλισταῖε, τοὺς ἀπογόνους θὰ ἐξοντώσῃ ὁ Κύριος διὰ πείνης, καὶ κάθε τι, ποὺ θὰ περισωθῇ ἀπὸ σέ, θὰ τὸ θανατώσῃ. |
31 ὀλολύξατε, πύλαι πόλεων, κεκραγέτωσαν πόλεις τεταραγμέναι, οἱ ἀλλόφυλοι πάντες, ὅτι ἀπὸ Βορρᾶ καπνὸς ἔρχεται, καὶ οὐκ ἔστι τοῦ εἶναι. | 31 Κλαύσατε, λοιπόν, με ολολυγμούς αι οχυραί πύλαι των πόλεων των Φιλισταίων· ας κράξουν οι αναστατωμένοι και ταραγμένοι κάτοικοι των, όλοι οι αλλόφυλοι, διότι ο καπνός των πόλεων, που καίονται, κατεβαίνει από τον βορράν και δεν πρόκειται κανείς να διαφύγη την καταστροφήν και να σωθή! | 31 Θρηνήσατε γοερῶς, ὦ πύλαι τῶν πόλεων, ἂς κράξουν μετὰ κλαυθμῶν αἱ τεταραγμέναι ἐκ τῆς προτέρας εἰσβολῆς πόλεις· ὅλοι οἱ Φιλισταῖοι ἂς κλαύσουν, διότι ἔρχεται ἀπὸ τὸν Βορρᾶν καπνὸς καὶ καταστροφή, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξῃ πλέον κανεὶς καὶ νὰ σωθῇ. |
32 καὶ τί ἀποκριθήσονται βασιλεῖς ἐθνῶν; ὅτι Κύριος ἐθεμελίωσε Σιών, καὶ δι᾿ αὐτοῦ σωθήσονται οἱ ταπεινοὶ τοῦ λαοῦ. | 32 Οι βασιλείς, λοιπόν, των διαφόρων εθνών, όταν θα βλέπουν τα γεγονότα αυτά, την ολοσχερή καταστροφήν των 'Ασσυριων και την σωτηρίαν του Ισραήλ, ποίον απάντησιν τάχα θα έχουν να δώσουν; Θα απαντήσουν φυσικά, ότι ο Κυριος εθεμελιωσε την Ιερουσαλήμ και ότι δι' αυτού εσώθησαν και θα σωθούν οι ταπεινοί εκ του λαού, οι οποίοι εξαρτούν και ζητούν από αυτόν την σωτηρίαν των. | 32 Καὶ τί θὰ ἀποκριθοῦν εἰς τοὺς ζητοῦντας συμμαχίαν βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν; Ὅτι ὁ Κύριος ἐθεμελίωσε τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ δι’ αὐτοῦ, οὐχὶ δὲ διὰ συμμαχιῶν, θὰ σωθοῦν οἱ ταπεινοὶ ἐκ τοῦ λαοῦ, οἱ ἀπ’ αὐτοῦ τὴν σωτηρίαν των ἐξαρτῶντες. |