Παρασκευή, 11 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:31
Δύση: 18:54
Σελ. 9 ημ.
285-81
16ος χρόνος, 6082η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΗΣΑΪΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 42 (ΜΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΙΑΚΩΒ ὁ παῖς μου, ἀντιλήψομαι αὐτοῦ· ᾿Ισραὴλ ὁ ἐκλεκτός μου, προσεδέξατο αὐτὸν ἡ ψυχή μου· ἔδωκα τὸ πνεῦμά μου ἐπ᾿ αὐτόν, κρίσιν τοῖς ἔθνεσιν ἐξοίσει. 1 Ο κατά σάρκα απόγονος του Ιακώβ, ο Μεσσίας είναι παις μου, τον οποίον εγώ θα κρατήσω και θα ενισχύσω αυτόν τον εκλεκτόν μου, που κατά σάρκα κατάγεται από τον Ισραήλ, τον εδέχθη με πλήρη ευαρέσκειαν η ψυχή μου. Εδωκα το Πνεύμα μου εις αυτόν, θα φέρη αυτός την αληθή πίστιν και γνώσιν εις όλα τα έθνη. 1 Ο δοῦλος μου Μεσσίας, ὁ κατὰ σάρκα ἐκ τοῦ Ἰακὼβ καταγόμενος, εἶναι αὐτός, τὸν ὁποῖον Ἐγὼ θὰ βοηθήσω καὶ θὰ κρατήσω ἰσχυρά· ὁ ἐκ τοῦ Ἰσραὴλ καταγόμενος ἐκλεκτός μου· τὸν ἐδέχθη λίαν εὐχαρίστως ἡ ψυχή μου· ἔδωκα τὸ Πνεῦμά μου ἐπ’ αὐτοῦ, καὶ θὰ φέρῃ οὗτος εἰς τὰ ἔθνη τὴν ἀληθῆ θρησκείαν καὶ γνῶσιν.
2 οὐ κεκράξεται οὐδὲ ἀνήσει, οὐδὲ ἀκουσθήσεται ἔξω ἡ φωνὴ αὐτοῦ. 2 Ηπιος και πράος δεν θα κραυγάση, ιύτε θα υψώση την φωνήν του, ούτε και θα ακουσθή η φωνή του έξω. 2 Δὲν θὰ κραυγάσῃ, οὔτε θὰ ὑψώσῃ τὴν φωνήν του, οὔτε θὰ ἀκουσθῇ ἡ φωνή του ἔξω εἰς τοὺς δρόμους.
3 κάλαμον τεθλασμένον οὐ συντρίψει καὶ λίνον καπνιζόμενον οὐ σβέσει, ἀλλὰ εἰς ἀλήθειαν ἐξοίσει κρίσιν. 3 Καλάμι σπασμένο δεν θα συντρίψη και λινάρι, που καπνίζει έτοιμον να σβήση, δεν θα το σβησ· άλλα θα φέρη εις φως και θα κηρύξη την αλήθειαν. 3 Ψυχὰς ἁμαρτωλὰς καὶ ἀδυνάτους, αἱ ὁποῖαι ὁμοιάζουν μὲ κάλαμον σπασμένον, δὲν θὰ συντρίψῃ, οὔτε ἄλλας, αἱ ὁποῖαι εἶναι ὅμοιαι πρὸς τὸ λινάρι ποὺ καπνίζει καὶ δὲν ἔχει πλέον φλόγα, θὰ τὰς σβήσῃ· ἀλλὰ φανερὰν θὰ καταστήσῃ καὶ θὰ διακηρύξῃ τὴν ἀληθῆ θρησκείαν.
4 ἀναλάμψει καὶ οὐ θραυσθήσεται, ἕως ἄνθῇ ἐπὶ τῆς γῆς κρίσιν· καὶ ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ἔθνη ἐλπιοῦσιν. 4 Ο εκλεκτός αυτός παις μου θα αναλάμψη και δεν θα συντριβή. Θα εγκαταστήση και θα απλώση εις την γην την σώζουσαν αλήθειαν. Εις το όνομα του θα στηρίξουν τας ελπίδας των έθνη πολλά. 4 Ὁ δοῦλος μου θὰ ἀναλάμψῃ καὶ δὲν θὰ θραυσθῇ, μέχρις ὅτου ἐγκαθιδρύσῃ ἐπὶ τῆς γῆς τὴν ἀληθῆ διδασκαλίαν καὶ θρησκείαν του.Καὶ εἰς τὸ ὄνομά του εἰδωλολατρικὰ ἔθνη θὰ ἐλπίσουν.
5 οὕτω λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ πήξας αὐτόν, ὁ στερεώσας τὴν γῆν καὶ τὰ ἐν αὐτῇ καὶ διδοὺς πνοὴν τῷ λαῷ τῷ ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ πνεῦμα τοῖς πατοῦσιν αὐτήν· 5 Αυτά λέγει Κυριος ο Θεός, ο οποίος εδημιούργησε και εθεμελίωσε τον ουρανόν, εστερέωσε την γην και όλα όσα υπάρχουν εις αυτήν. Αυτός ο οποίος δίδει ζωήν στον λαόν, που κατοικεί εις την γην, και πνοήν ζωής εις όλα, όσα περιπατούν επάνω εις αυτήν. 5 Οὕτω λέγει Κύριος ὁ Θεός, Αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὸν ἀνέπτυξε καὶ τὸν ἔστησεν ὡσὰν σκηνήν, ὁ Ὁποῖος ἐστερέωσε τὴν γῆν καὶ ὅλα τὰ φυόμενα ἐν αὐτῇ καὶ ὁ Ὁποῖος δίδει ἀναπνοὴν εἰς τὸν λαὸν τὸν εὑρισκόμενον ἐπ' αὐτῆς καὶ πνεῦμα ζωῆς εἰς ὅλα, ὅσα περιπατοῦν ἐπ’ αὐτῆς.
6 ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ἐκάλεσά σε ἐν δικαιοσύνῃ καὶ κρατήσω τῆς χειρός σου καὶ ἐνισχύσω σε καὶ ἔδωκά σε εἰς διαθήκην γένους, εἰς φῶς ἐθνῶν 6 Εγώ, ο Κυριος και Θεός, σε εκάλεσα δια την δικαιοσύνην· θα σε κρατήσω από το χέρι σου, θα σε ενισχύσω, θα σου δώσω νέαν διαθήκην δια το γένος των ανθρώπων, φως των εθνών· 6 Ἑγώ, ὁ Κύριος καὶ Θεός, σὲ ἐκάλεσα διὰ τὴν δικαιοσύνην καὶ θὰ σὲ κρατήσω ἀπὸ τὴν χεῖρα σου καὶ θὰ σὲ ἐνισχύσω· καὶ σὲ ἔδωκα διὰ νὰ εἶσαι μεσίτης διαθήκης τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων καὶ φῶς τῶν ἐθνῶν,
7 ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς τυφλῶν, ἐξαγαγεῖν ἐκ δεσμῶν δεδεμένους καὶ ἐξ οἴκου φυλακῆς καθημένους ἐν σκότει. 7 δια να ανοίξης τους οφθαλμούς της διανοίας των σκοτισμένων και τυφλωμένων ανθρώπων, να βγάλης καϊ ελευθερώσης τους δεμένους από τα δεσμά της αμαρτίας, και από την φυλακήν εκείνους, που κάθηνται στο πνευματικόν σκότος. 7 διὰ νὰ ἀνοίξῃς τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς διανοίας τυφλῶν, διὰ νὰ ἐξαγάγῃς ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας τοὺς δεμένους μὲ τὰς ἁλύσεις αὐτῆς καὶ ἀπὸ τὴν φυλακὴν ἐκείνους, ποὺ κάθηνται εἰς τὸ σκότος.
8 ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός, τοῦτό μού ἐστι τὸ ὄνομα· τὴν δόξαν μου ἑτέρῳ οὐ δώσω οὐδὲ τὰς ἀρετάς μου τοῖς γλυπτοῖς. 8 Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σου, αυτό είναι το Ονομά μου. Την άπειρον δόξαν μου δεν θα δώσω εις κανένα ψευδή θεόν, ούτε τον έπαινον των απείρων αρετών μου εις τα άψυχα είδωλα. 8 Ἐγὼ καὶ μόνος ὑπάρχω ἐξ ἑαυτοῦ ὡς Κύριος καὶ Θεός· αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνομά μου.Δὲν θὰ δώσω εἰς κανένα ἄλλον τὴν δόξαν μου, οὔτε τὸν ἔπαινον τῶν ἀπειροτελείων ἰδιοτήτων μου εἰς τὰ εἴδωλα.
9 τὰ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἰδοὺ ἥκασι, καὶ καινά, ἃ ἐγὼ ἀναγγέλλω, καὶ πρὸ τοῦ ἀναγγεῖλαι ἐδηλώθη ὑμῖν. 9 Ιδού, αρχαίαι και απ' αρχής προφητείαι έχουν εκπληρωθή. Νέα εγώ γεγονότα προαναγγέλλω εις σας και πριν αυτά πραγματοποιηθούν, εγώ προφητικώς σας τα προανήγγειλα. 9 Ἰδοὺ ἔχουν πληρωθῇ αἱ παλαιαὶ προφητεῖαι καὶ ἰδοὺ νέα γεγονότα, τὰ ὁποῖα Ἐγὼ προλέγω καί, πρὶν ἢ ταῦτα διὰ τῶν πραγμάτων ἀναγγελθοῦν, κατέστησαν εἰς σᾶς προφητικῶς φανερά.
10 ῾Υμνήσατε τῷ Κυρίῳ ὕμνον καινόν, ἡ ἀρχὴ αὐτοῦ· δοξάζετε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἀπ᾿ ἄκρου τῆς γῆς, οἱ καταβαίνοντες εἰς τὴν θάλασσαν καὶ πλέοντες αὐτήν, αἱ νῆσοι καὶ οἱ κατοικοῦντες αὐτάς. 10 Ψαλατε, λοιπόν, νέους ύμνους προς τον Κυριον· οι υπό την εξουσίαν αυτού από το ένα άκρον της γης έως το άλλο δοξάσατε το Ονομα του, όλοι όσοι καταβαίνετε εις την θάλασσαν και διασχίζετε με τα πλοία αυτήν, αι νήσοι που υπάρχουν εις την Μεσόγειον και όσοι κατοικούν εις αυτάς και εις τα άλλα παράλια της θαλάσσης. 10 Ὑμνήσατε τὸν Κύριον διὰ τὰ νέα θαυμάσιά Του μὲ ὕμνον νέον.Σεῖς, οἱ ἀποτελοῦντες τοὺς ὑπ’ αὐτοῦ ἀρχομένους, δοξάσατε τὸ ὄνομά Του ἀπὸ τὰς ἐσχατιὰς τῆς γῆς· ὅσοι καταβαίνετε εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἔχετε ἔργον νὰ διαπλέετε αὐτὴν διὰ μακρινῶν ταξιδίων, αἱ νῆσοι καὶ οἱ κατοικοῦντες εἰς αὐτὰς καὶ εἰς τὰ παράλια τῆς θαλάσσης ἐθνικοί.
11 εὐφράνθητι, ἔρημος, καὶ αἱ κῶμαι αὐτῆς, ἐπαύλεις καὶ οἱ κατοικοῦντες Κηδάρ· εὐφρανθήσονται οἱ κατοικοῦντες Πέτραν, ἀπ᾿ ἄκρων τῶν ὀρέων βοήσουσι· 11 Ας ευφρανθής συ, ω έρημος, και αι κωμοπόλεις σου. Ευφρανθήτε οι καταυλισμοί και όσοι κατοικείτε την Κηδάρ· θα ευφρανθούν οι κατοικούντες εις την Πέτραν, από τας κορυφάς των βουνών θα φωνάξουν δυνατά. 11 Εὐφράνθητι, ὦ ἔρημος τῆς Ἀραβίας καὶ αἱ κῶμαι αὐτῆς· εὐφράνθητε καὶ οἱ καταυλισμοὶ καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Κηδάρ· θὰ εὐφρανθοῦν καὶ αὐτοὶ ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν Πέτραν ἀπὸ τὰ ἄκρα τῶν βουνῶν θὰ φωνάξουν δυνατά.
12 δώσουσι τῷ Θεῷ δόξαν, τὰς ἀρετὰς αὐτοῦ ἐν ταῖς νήσοις ἀναγγελοῦσι. 12 Θα δοξάσουν τον Θεόν και θα διαλαλήσουν τας απειροτελείους αρετάς του εις τας ειδωλολατρικάς νήσους. 12 Θὰ δοξάσουν τὸν Θεὸν καὶ θὰ διακηρύξουν τὰς ἀξιοϋμνήτους ἰδιότητάς Του εἰς τὰς εἰδωλολατρικὰς νήσους, ἀναπέμποντες ὕμνον σύμφωνον μὲ τοὺς φωτισμένους τώρα κατοίκους τούτων.
13 Κύριος ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων ἐξελεύσεται καὶ συντρίψει πόλεμον, ἐπεγερεῖ ζῆλον καὶ βοήσεται ἐπὶ τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ μετὰ ἰσχύος. 13 Κυριος ο Θεός των δυνάμεων θα εξέλθη, θα συνάψη πόλεμον και θα συντρίψη τους εχθρούς· θα ανάψη ο ζήλος του και θα φωνάξη εναντίον των εχθρών με όλην του την δύναμιν. 13 Ὁ Κύριος καὶ Θεός, ὁ κατεξουσιάζων τῶν Δυνάμεων, θὰ ἐξέλθῃ ὡσὰν νὰ ἐκστρατεύῃ καὶ θὰ συνάψῃ συντριπτικὸν διὰ τοὺς ἐχθρούς Του πόλεμον, καὶ θὰ ἀνάψῃ ὁ ζῆλος Του καὶ θὰ φωνάξῃ μὲ δύναμιν, καταπτοῶν καὶ κατατροπώνων τοὺς ἐχθρούς Του.
14 ἐσιώπησα, μὴ καὶ ἀεὶ σιωπήσομαι καὶ ἀνέξομαι; ὡς ἡ τίκτουσα ἐκαρτέρησα, ἐκστήσω καὶ ξηρανῶ ἅμα. 14 Μέχρι σήμερον εσιώπησα και δεν ωμίλησα. Μηπως όμως πάντοτε θα σιωπώ και θα ανέχομαι τα αμαρτήματά σας; Οπως η επίτοκος γυνή, έτσι και εγώ έδειξα υπομονήν και καρτερίαν. Τωρα όμως θα σας ανασπάσω από την γην και θα σας ξηράνω συγχρόνως. 14 Ἐσιώπησα μακροθυμῶν, λέγει ὁ Κύριος.Μήπως καὶ πάντοτε θὰ σιωπῶ καὶ θὰ ἀνέχωμαι τὴν ἀδικίαν καὶ τὴν ἀσέβειαν; Ὡσὰν τὴν γυναῖκα, ποὺ γεννᾷ καὶ συγκρατεῖ μὲ πολλὴν καρτερίαν τοὺς πόνους της, ἐκαρτέρησα καὶ Ἐγώ.Τώρα ὅμως θὰ ξερριζώσω καὶ θὰ ξηράνω συγχρόνους.
15 ἐρημώσω ὄρη καὶ βουνοὺς καὶ πάντα χόρτον αὐτῶν ξηρανῶ, καὶ θήσω ποταμοὺς εἰς νήσους καὶ ἕλη ξηρανῶ. 15 Θα ερημώσω όρη και βουνά, θα ξηράνω όλα τα χορτάρια των, θα ελατώσω τα νερά των ποταμών και θα παρουσιάσω εν μέσω αυτών νήσους· και τας λίμνας και τα έλη θα ξηράνω. 15 Θὰ ἐρημώσω ὄρη καὶ βουνὰ καὶ θὰ ξηράνω ὅλον τὸν χόρτον των· θὰ μεταβάλω δὲ ποταμοὺς διὰ τῆς ἐλαττώσεως τῶν ὑδάτων των εἰς νήσους καὶ θὰ ξηράνω ἕλη.
16 καὶ ἄξω τυφλοὺς ἐν ὁδῷ, ᾗ οὐκ ἔγνωσαν, καὶ τρίβους ἃς οὐκ ᾔδεισαν, πατῆσαι ποιήσω αὐτούς· ποιήσω αὐτοῖς τὸ σκότος εἰς φῶς καὶ τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν· ταῦτα τὰ ρήματα ποιήσω καὶ οὐκ ἐγκαταλείψω αὐτούς. 16 Εξ αντιθέτου θα οδηγήσω τους τυφλούς στον ορθόν ασφαλή δρόμον, τον οποίον δεν εγνώρισαν ποτέ, και εις τρίβους τας οποίας δεν είχαν μάθει. Θα τους κάμω να πατήσουν και περιπατήσουν εις αυτάς. Θα μεταβάλω προς χάριν αυτών το σκοτάδι των εις φως και τα ανώμαλα και οφιοειδή εις ευθείαν και ομαλήν οδόν. Αυτά τα οποία λέγω, θα τα πραγματοποιήσω και δεν θα τους εγκαταλείψω. 16 Καὶ θὰ ὁδηγήσω τυφλοὺς εἰς δρόμον, τὸν ὁποῖον δὲν ἐγνώρισαν ποτέ· καὶ εἰς τρίβους, τὰς ὁποίας δὲν ἔμαθαν, θὰ κάμω νὰ πατήσουν οὗτοι.Θὰ μεταβάλω εἰς αὐτοὺς τὸ σκότος, εἰς τὸ ὁποῖον εἶναι βυθισμένοι, εἰς φῶς, καὶ τὰ ἀνώμαλα μέρη τοῦ δρόμου εἰς εὐθεῖαν καὶ ὁμαλὴν ὁδόν.Αὐτά, τὰ ὁποῖα διὰ λόγου ὑπόσχομαι, θὰ τὰ ἐκτελέσω, καὶ δὲν θὰ ἐγκαταλείψω αὐτούς.
17 αὐτοὶ δὲ ἀπεστράφησαν εἰς τὰ ὀπίσω· αἰσχύνθητε αἰσχύνην, οἱ πεποιθότες ἐπὶ τοῖς γλυπτοῖς, οἱ λέγοντες τοῖς χωνευτοῖς· ὑμεῖς ἐστε θεοὶ ἡμῶν. 17 Αυτοί όμως, που πιστεύουν εις τα είδωλα, εγύρισαν οπίσω, ετράπησαν εις φυγήν. Εντραπήτε σεις, οι οποίοι πιστεύετε εις τα είδωλα· σεις οι οποίοι λέγετε εις τα χωνευτά αγάλματά σας, “σεις είσθε οι θεοί μας”. 17 Οἱ ἐμμένοντες ὅμως εἰς τὰ εἴδωλα ἐτράπησαν εἰς φυγὴν καὶ κατενικήθησαν.Αἰσχυνθῆτε αἰσχύνην μεγάλην σεῖς, οἱ ὁποῖοι στηρίζετε τὴν πεποίθησίν σας εἰς τὰ λίθινα ἢ ξύλινα εἴδωλα, οἱ ὁποῖοι λέγετε εἰς τὰ χωνευτὰ ἀγάλματα: Σεῖς, τὰ ἄψυχα, εἶσθε οἱ θεοί μας.
18 Οἱ κωφοί, ἀκούσατε, καὶ οἱ τυφλοί, ἀναβλέψατε ἰδεῖν. 18 Οι κωφοί ακούσατε, και οι τυφλοί ανοίξατε τα μάτια σας, δια να ιδήτε. 18 Ὅσοι εἶσθε κωφοί, ἀνοίξατε τὰ ὦτα τῆς ψυχῆς σας καὶ ἀκούσατε, καὶ οἱ τυφλοὶ ἀνακτήσατε τὴν πνευματικήν σας δρᾶσιν διὰ νὰ ἴδητε.
19 καὶ τίς τυφλός, ἀλλ᾿ ἢ οἱ παῖδές μου καὶ κωφοί, ἀλλ᾿ ἢ οἱ κυριεύοντες αὐτῶν; καὶ ἐτυφλώθησαν οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ. 19 Και ποιοί είναι τυφλοί παρά οι δούλοι μου, και ποιοί είναι κωφοί παρά οι άρχοντες, οι οποίοι τους κυδερνούν; Δια τας αμαρτίας αυτών και την άγνοιαν του Νομου ετυφλώθησαν οι δούλοι του Θεού. 19 Καὶ ποῖος εἶναι τυφλός, παρὰ οἱ δοῦλοι μου Ἰσραηλῖται; Καὶ κωφοὶ ποιοῖ εἶναι, παρὰ οἱ ἄρχοντες καὶ προϊστάμενοι αὐτῶν; Ἐτυφλώθησαν καὶ αὐτοὶ οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ!
20 εἴδετε πλεονάκις, καὶ οὐκ ἐφυλάξασθε· ἠνοιγμένα τὰ ὦτα, καὶ οὐκ ἠκούσατε. 20 Πολλές φορές είδατε τα θαυμαστά έργα και τας ευεργεσίας του Θεού και δεν τας επροσέξατε. Είχατε ανοιγμένα τα αυτιά και δεν ηκούσατε το θείον θέλημα. 20 Εἴδατε πολλάκις τὰς θαυμαστὰς ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὰς ἐπροσέξατε· εἴχατε ἀνοιγμένα τὰ ὦτα καὶ δὲν ἠκούσατε, πεισμόνως ἀποστρέφοντες αὐτὰ ἀπὸ τὴν ἀκρόασιν τοῦ Νόμου.
21 Κύριος ὁ Θεὸς ἐβουλεύσατο, ἵνα δικαιωθῇ καὶ μεγαλύνῃ αἴνεσιν. 21 Κυριος ο Θεός ηθέλησε και απεφάσισε να ενεργήση έτσι, δια να αποδειχθή αυτός δίκαιος και να προκαλέση αίνους και δοξολογίας εκ μέρους σας. 21 Ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἔλαβε βουλὴν καὶ ἀπόφασιν, ἴνα ἀποδειχθῇ δίκαιος καὶ προκαλέσῃ μεγάλους αἴνους καὶ δοξολογίας εἰς Αὐτόν.
22 καὶ εἶδον, καὶ ἐγένετο ὁ λαὸς πεπρονομευμένος καὶ διηρπασμένος· ἡ γὰρ παγὶς ἐν τοῖς ταμιείος πανταχοῦ, καὶ ἐν οἴκοις ἅμα, ὅπου ἔκρυψαν αὐτούς· ἐγένοντο εἰς προνομήν, καὶ οὐκ ἦν ἐξαιρούμενος ἅρπαγμα, καὶ οὐκ ἦν ὁ λέγων· ἀπόδος. 22 Και είδον και ιδού, ότι ο λαός μου έγινεν αντικείμενον λεηλασίας και διαρπαγής, διότι αι παγίδες του εχθρού είχαν απλωθή παντού, εις τα σπίτια των, εις τα ιδιαίτερα κρυπτά δωμάτια των, όπου έκρυψαν ανθρώπους και θησαυρούς. Εγιναν θύματα λεηλασίας και δεν υπήρχε κανείς, να τους γλυτώση από την διαρπαγήν. Τους ελεηλατούσαν και δεν υπήρχε κανείς από αυτούς, που θα ετολμούσε να πη· “δώστε μας πίσω αυτό που μας αρπάξατε”. 22 Καὶ εἶδον, καὶ ἔγινεν ὁ λαὸς λαφυραγωγημένος καὶ διαρπαγμένος· διότι ἡ παγίς, ἡ καθιστῶσα αὐτὸν λείαν τοῦ ἐχθροῦ, ἦτο ἀπλωμένη παντοῦ εἰς τὰ ἰδιαίτερα δωμάτια καὶ συγχρόνως εἰς τὰ σπίτια, ὅπου ἔκρυψαν τοὺς ἀνθρώπους μετὰ τῶν θησαυρῶν των.Ἦσαν ἐκτεθειμένοι εἰς λαφυραγώγησιν, καὶ δὲν ὑπῆρχεν ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τοὺς ἠλευθέρωνε· τοὺς διήρπαζαν, καὶ δὲν ὑπῆρχεν ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἔλεγε: Δῶσε ὀπίσω τὸ ἀρπαγέν.
23 τίς ἐν ὑμῖν, ὃς ἐνωτιεῖται ταῦτα; εἰσακούσατε εἰς τὰ ἐπερχόμενα. 23 Ποιός από σας θα ακούση αυτά και θα συνετισθή; Δώστε προσοχήν και ακούσατε αυτά, τα οποία πρόκειται να επέλθουν. 23 Ποῖος ὑπάρχει μεταξύ σας, ὁ ὁποῖος θὰ βάλῃ βαθιὰ εἰς τὰ αὐτιά του ταῦτα; Ἀκούσατέ τα καλά, διὰ νὰ τὰ ἔχετε ὁδηγὸν καὶ διδασκαλίαν διὰ τὸ μέλλον.
24 τίς ἔδωκεν εἰς διαρπαγὴν ᾿Ιακὼβ καὶ ᾿Ισραὴλ τοῖς προνομεύουσιν αὐτόν; οὐχὶ ὁ Θεός, ᾧ ἡμάρτοσαν αὐτῷ, καὶ οὐκ ἠβούλοντο ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ πορεύεσθαι οὐδὲ ἀκούειν τοῦ νόμου αὐτοῦ; 24 Ποιός παρεχώρησεν εις διαρπαγήν και λεηλασίαν τους απογόνους του Ιακώβ, τους Ισραηλίτας, εις αυτούς που τους ελήστευσαν; Δεν είναι ο Θεός, απέναντι του οποίου αυτοί διέπραξαν αμαρτίας, και δεν ήθελαν να βαδίζουν στον δρόμον του θελήματός του, ούτε να ακούσουν τον Νομον του; 24 Ποῖος παρέδωκεν εἰς διαρπαγὴν τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ εὐλογημένου Ἰσραὴλ εἰς τοὺς λαφυραγωγούντας αὐτούς; Δὲν παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεός, εἰς τὸν Ὁποῖον ἡμάρτησαν καὶ δὲν ἤθελαν νὰ βαδίζουν εἰς τοὺς δρόμους Του, ἤτοι νὰ συμμορφώνουν τὴν ζωήν των πρὸς τὸ θέλημά Του, οὔτε ἤθελαν νὰ ὑπακούουν εἰς τὸν Νόμον Του;
25 καὶ ἐπήγαγεν ἐπ᾿ αὐτοὺς ὀργὴν θυμοῦ αὐτοῦ, καὶ κατίσχυσεν αὐτοὺς πόλεμος καὶ οἱ συμφλέγοντες αὐτοὺς κύκλῳ, καὶ οὐκ ἔγνωσαν ἕκαστος οὐδὲ ἔθεντο ἐπὶ ψυχήν. 25 Δια τούτο επέφερεν εναντίον αυτών ο Κυριος τιμωρόν την δικαίαν οργήν του. Εξεσπασε και υπερίσχυσεν εναντίον των ο πόλεμος των εχθρών των. Φοβεροί ολόγυρα των οι εχθροί όλοι μαζή άναβαν εναντίον των πυρκαϊάς. Και όμως αυτοί δεν κατενόησαν ούτε ησθάνθησαν το σφάλμα των. Ο καθένας των δεν έβαλε μέσα εις την ψυχήν του το μάθημα, που θα τους έφερεν εις μετάνοιαν. 25 Καὶ ἐπέφερε κατ' αὐτῶν σφοδρὰν τὴν ὀργήν Του, καὶ κατεπλάκωσεν αὐτοὺς δεινὸς πόλεμος, καὶ οἱ ἀπὸ συμφώνου καίοντες αὐτοὺς ἐχθροὶ εὑρίσκοντο τριγύρω των καὶ ὅμως δὲν συνῃσθάνθησαν ὁ καθένας των, οὔτε ἔβαλαν βαθιὰ εἰς τὴν καρδίαν των τὸ μάθημα, ποὺ τοὺς ὡδήγει εἰς μετάνοιαν.