Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΗΣΑΪΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22 (ΚΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Τὸ ρῆμα τῆς φάραγγος Σιών. Προφητικός λόγος εναντίον της κοιλάδας Σιων, εναντίον της Ιερουσαλήμ.
1 ΤΙ ἐγένετό σοι νῦν, ὅτι ἀνέβητε πάντες εἰς δώματα μάταια; 1 Τι σας συνέβη τώρα, ώστε όλοι έχετε ανέβη εις τα ανωφελή ηλιακωτά των οικιών σας; 1 Τί σᾶς συνέβη τώρα καὶ ὅλοι ἀνεβήκατε εἰς τὰς ταράτσας τῶν σπιτιῶν σας, ἀπὸ τὰς ὁποίας καμμία ὠφέλεια δὲν προέρχεται εἰς σᾶς;
2 ἐνεπλήσθη ἡ πόλις βοώντων· οἱ τραυματίαι σου οὐ τραυματίαι μαχαίρας, οὐδὲ οἱ νεκροί σου νεκροὶ πολέμων. 2 Η πόλις σας εγέμισεν από κραυγάς βοώντων ανθρώπων. Οι τραυματίαι σου δεν είναι τραυματίαι, που επλήγησαν με μαχαίρας εις πολεμικάς μάχας, ούτε οι νεκροί σου είναι νεκροί πολέμων. 2 Ἐγέμισεν ἡ πόλις ἀπὸ κραυγάζοντας ἐν ἀλογίστῳ ἒνθουσιασμῷ· οἱ τραυματίαι σου ὅμως, τοὺς ὁποίους μετ’ ὀλίγον θὰ ἔχῃς, δὲν θὰ εἶναι τραυματίαι μαχαίρας ἐν μάχῃ, οὔτε οἱ νεκροί σου θὰ εἶναι νεκροί, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν ἐνδόξως εἰς πολέμους.
3 πάντες οἱ ἄρχοντές σου πεφεύγασι, καὶ οἱ ἁλόντες σκληρῶς δεδεμένοι εἰσί, καὶ οἱ ἰσχύοντες ἐν σοὶ πόρρω πεφεύγασι. 3 Ολοι οι άρχοντές σου έχουν τραπή εις φυγήν, όσοι δε περιέπεσαν αιχμάλωτοι εις χείρας των εχθρών, είναι δεμένοι εις σκληρά δεσμά. Οσοι δε είχαν κάποιαν δύναμιν μεταξύ σας, έχουν φύγει τώρα μακράν. 3 Ὅλοι οἱ ἄρχοντές σου ἔχουν φύγει πρὸ τοῦ εἰσβολέως, ἐγκαταλίποντες ἀπροστάτευτον τὸν λαόν, καὶ ὅσοι συνελήφθησαν ἀπὸ αὐτούς, εἶναι δεμένοι σκληρά, καὶ οἱ ἔχοντες δύναμιν καὶ ἐξουσίαν μεταξύ σου ἔχουν φύγει μακράν.
4 διὰ τοῦτο εἶπα· ἄφετέ με, πικρῶς κλαύσομαι, μὴ κατισχύσητε παρακαλεῖν με ἐπὶ τὸ σύντριμμα τῆς θυγατρὸς τοῦ γένους μου. 4 Δια τούτο είπα λέγει ο προφήτης· αφήσατέ με να κλαύσω πικρώς. Μη προσπαθήτε να με παρηγορήσετε δια την καταστροφήν της Ιερουσαλήμ, της πολυαγαπημένης αυτής θυ-γατρός του γένους μου. 4 Διὰ τοῦτο εἶπα: Ἀφήσατέ με καὶ μὴ προσπαθεῖτε νὰ μὲ παρηγορήσετε.Θὰ κλαύσω πικρά.Μὴ καταβάλετε δύναμιν νά μὲ παρηγορῆτε διὰ τὴν συντριβὴν τῆς πολυποθήτου μου ὡς θυγατρὸς τοῦ γένους μου.
5 ὅτι ἡμέρα ταραχῆς καὶ ἀπωλείας καὶ καταπατήματος καὶ πλάνησις παρὰ Κυρίου σαβαὼθ ἐν φάραγγι Σιών· πλανῶνται ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, πλανῶνται ἐπὶ τὰ ὄρη. 5 Αφήσατέ με ελεύθερον να χύσω πικρά δάκρυα, διότι έφθασεν η μεγάλη ημέρα της αναταραχής και πανωλεθρίας, του καταπατήματος της ιεράς πόλεως και όλων των εν αύτη ο διασκορπισμός και η περιπλάνησις των κατοίκων εις τας φάραγγας Σιών, γίνεται κατά παραχώρησιν Κυρίου του παντοκράτορας. Περιπλανώνται από μικρού έως μεγάλου, περιπλανώνται φοβισμένοι επάνω εις τα όρη. 5 Θὰ κλαύσω πικρά.Διότι ἡμέρα ταραχῆς καὶ ὀλέθρου καὶ καταπατήματος τῆς πόλεως καὶ πάντων τῶν ἐν αὐτῇ καὶ διασκορπισμὸς κατὰ παραχώρησιν καὶ ὀργὴν παρὰ τοῦ Κυρίου τῶν Δυνάμεων ἐπέρχεται εἰς τὴν κοιλάδα Ἱερουσαλήμ· ὅλοι οἱ κάτοικοί της ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου διασκορπισμένοι εἰς τὰ βουνὰ πλανῶνται εἰς αὐτά, χωρὶς νὰ ξεύρουν ποὺ πηγαίνουν.
6 οἱ δὲ ᾿Ελαμῖται ἔλαβον φαρέτρας, ἀναβάται ἄνθρωποι ἐφ᾿ ἵπποις καὶ συναγωγὴ παρατάξεως. 6 Οι Ελαμίται όμως επήραν τας φαρέτρας των, είναι άνθρωποι ιππείς και πεζοί, ικανοί και πολεμικοί. 6 Οἱ δὲ Ἐλαμῖται ἔλαβον φαρέτρας, εἶναι δὲ οὔτοι ἄνθρωποι ἔφιπποι καὶ πεζοὶ συγκεκροτημένοι εἰς παράταξιν.
7 καὶ ἔσονται αἱ ἐκλεκταὶ φάραγγές σου πλησθήσονται ἁρμάτων, οἱ δὲ ἱππεῖς ἐμφράξουσι τὰς πύλας σου· 7 Αι εκλεκταί σου κοιλάδες, ω Ιερουσαλήμ, θα πλημμυρίσουν από τα πολεμικά άρματα των. Οι ιππείς των εχθρών σου θα φράξουν τας θύρας από τα τείχη σου. 7 Καὶ θὰ συμβῇ, ὥστε αἱ ἐκλεκταί σου κοιλάδες, ὦ Ἱερουσαλήμ, νὰ γεμίσουν ἀπὸ ἅρματα πολεμικά, οἱ δὲ ἱππεῖς θὰ φράξουν τὰς πύλας σου, ἐμποδίζοντες τὸν ἐφοδιασμόν σου,
8 καὶ ἀνακαλύψουσι τὰς πύλας ᾿Ιούδα· καὶ ἐμβλέψονται τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εἰς τοὺς ἐκλεκτοὺς οἴκους τῆς πόλεως 8 Θα ανοίξουν εν τέλει τας πύλας της πόλεμος της περιοχής Ιούδα. Και κατά την ημέραν εκείνην οι άνθρωποί σου θα στρέψουν με προσδοκίαν τα βλέμματα των και θα προστρέξουν στους καλοκτισμένους οχυρούς και ωλισμένους οίκους της πόλεως, με την ελπίδα να εύρουν σωτηρίαν και να αντιτάξουν άμυναν. 8 καὶ θὰ ἀνακαλύψουν τὰς πύλας τοῦ Ἰούδα, ὥστε φρουροῦντες αὐτὰς νὰ καταστήσουν τὸν ἀποκλεισμὸν πλήρη. Καὶ θὰ στρέψουν πλήρη ἐλπίδος τὰ βλέμματά των κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἰς τοὺς ἐξεπίτηδες καλοφτιασμένους οἴκους τῆς πόλεως, τοὺς περιλαμβάνοντας ἀσφαλῶς τὰ πρὸς ὑπεράσπισίν της πολεμεφόδια.
9 καὶ ἀνακαλύψουσι τὰ κρυπτὰ τῶν οἴκων τῆς ἄκρας Δαυίδ. καὶ εἴδοσαν ὅτι πλείους εἰσὶ καὶ ὅτι ἀπέστρεψε τὸ ὕδωρ τῆς ἀρχαίας κολυμβήθρας εἰς τὴν πόλιν 9 Θα αποκαλύψουν τα απόκρυφα των οίκων και των αποθηκών της ακροπόλεως Δαυίδ, δια να εξοπλισθούν με τα όπλα, που θα εύρουν εκεί. Οι άρχοντές σου και όλοι είδον ότι είναι παρά πολλοί οι εχθροί σου· ο δε βασιλεύς δια το ενδεχόμενον τούτο είχε διοχετεύσει το ύδωρ της αρχαίας δεξαμένης στο εσωτερικν της πόλεως. 9 Καὶ θὰ ἀποκαλύψουν τὰ ἀπόκρυφα τῶν οἴκων καὶ ἀποθηκῶν τῆς ἀκροπόλεως Δαβίδ, διὰ νὰ ἐξοπλισθοῦν ἐξ αὐτῶν.Καὶ εἶδαν οἱ ἄρχοντες τῆς Ἱερουσαλὴμ ὅτι οἱ ἐχθροὶ εἶναι περισσότεροι καὶ ὅτι εἶχε τὴν πρόβλεψιν ὁ βασιλεὺς νὰ διοχετεύσῃ τὸ ὕδωρ τῆς παλαιᾶς δεξαμενῆς μέσα εἰς τὴν πόλιν·
10 καὶ ὅτι καθείλοσαν τοὺς οἴκους ῾Ιερουσαλὴμ εἰς ὀχύρωμα τείχους τῇ πόλει. 10 Είδον ακόμη ότι κατεδάφισαν οίκους της Ιερουσαλήμ, δια να επιδιορθώσουν και οχυρώσουν το τείχος της πόλεως. 10 καὶ εἶδαν ἀκόμη ὅτι ἐκρήμνισαν τὰ σπίτια τῆς Ἱερουσαλήμ, ποὺ ἦσαν πλησίον τοῦ τείχους, διὰ νὰ ὀχυρώσουν τὸ τεῖχος τῆς πόλεως.
11 καὶ ἐποιήσατε ἑαυτοῖς ὕδωρ ἀναμέσον τῶν δύο τειχῶν ἐσώτερον τῆς κολυμβήθρας τῆς ἀρχαίας καὶ οὐκ ἐνεβλέψατε εἰς τὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς ποιήσαντα αὐτὴν καὶ τὸν κτίσαντα αὐτὴν οὐκ εἴδετε. 11 Ανάμεσα εις τα δύο τείχη της πόλεως σας εφερατε νερό στο εσωτερικόν μέρος από αρχαίαν δεξαμένην, ελαβατε τα μέτρα, που εκρίνατε, αλλά δεν υψώσατε το βλέμμα σας προς Εκείνον ο οποίος εξ αρχής εποίησε την πόλιν αυτήν, προς τον θεόν. Προς τον κτίστην της πόλεως δεν εστρέψατε το βλέμμα σας. 11 Καὶ ἐφτιάσατε διὰ τοὺς ἑαυτούς σας ὕδωρ μεταξὺ τῶν δύο τειχῶν, πιὸ μέσα ἀπὸ τὴν παλαιὰν δεξαμενήν, καὶ δὲν ἐστρέψατε τὰ βλέμματά σας εἰς Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος ἐξ ἀρχῆς ἐποίησε τὴν πόλιν, καὶ δὲν εἴδατε Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος ἔκτισεν αὐτήν.
12 καὶ ἐκάλεσε Κύριος Κύριος σαβαὼθ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ κλαυθμὸν καὶ κοπετὸν καὶ ξύρησιν καὶ ζῶσιν σάκκων, 12 Κατά δε την ημέραν εκείνην ο Κυριος, ο Κυριος των δυνάμεων, σας εκάλεσεν εις θρήνον και κοπετόν μετανοίας. Σας εκάλεσε να ξυρίσετε την κεφαλήν σας, να περιζωσθή-τε εις ένδειξιν πένθους σάκκινα ενδύματα. 12 Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Κύριος, ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων, κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἰς μετάνοιαν μετὰ κλαυθμοῦ καὶ κοπετοῦ καὶ εἰς βαθεῖαν ἐκδήλωσιν πένθους διὰ ξυρήσεως τῆς κεφαλῆς καὶ διὰ ζωσίματος σάκκων.
13 αὐτοὶ δὲ ἐποιήσαντο εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίαμα σφάζοντες μόσχους καὶ θύοντες πρόβατα, ὥστε φαγεῖν κρέατα καὶ πιεῖν οἶνον λέγοντες· φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν. 13 Σεις όμως ωργανώσατε και επεδόθητε εις συμπόσια ευφροσύνης και αγαλλιάσεως. Εσφάξατε μόσχους, εθυσιάσατε πρόβατα, ώστε να τρώγετε κρέατα και να πίνετε οίνον λέγοντες· “ας φάμε και ας πιούμε, διότι αύριον πεθαίνομε”! 13 Αὐτοὶ ὅμως ἐπεδόθησαν εἰς διασκεδάσεις, εἰς εὐφροσύνην καὶ εἰς ἀσυλλόγιστον χαράν, σφάζοντες μοσχάρια καὶ θυσιάζοντες πρόβατα, ὥστε προετοιμάζοντες συμπόσια νὰ τρώγουν κρέατα καὶ νὰ πίνουν οἶνον λέγοντες: Ἂς φάγωμεν καὶ ἂς πίωμεν.Διότι αὔριον πεθαίνομεν.
14 καὶ ἀνακεκαλυμμένα ταῦτά ἐστιν ἐν τοῖς ὠσὶ Κυρίου σαβαώθ, ὅτι οὐκ ἀφεθήσεται ὑμῖν αὕτη ἡ ἁμαρτία, ἕως ἂν ἀποθάνητε. 14 Ολα αυτά είναι φανερά και γνωστά ενώπιον του Κυρίου των δυνάμεων. Αυτή δε η μεγάλη σας αμαρτία δεν πρόκειται να συγχωρηθή μέχρι και του θανάτου σας. 14 Καὶ αὐτὰ ποὺ λέγουν καὶ πράττουν, εἶναι φανερὰ καὶ γνωστὰ εἰς τὰ ὦτα τοῦ Παντοδυνάμου Κυρίου, διότι Αὐτὸς ἔχει ἤδη ἀποφασίσει ὅτι δὲν θὰ σᾶς συγχωρηθῇ ἡ ἁμαρτία σας αὐτή, ἕως ὅτου ἀποθάνετε δι’ αὐτήν.
15 Τάδε λέγει Κύριος σαβαώθ· πορεύου εἰς τὸ παστοφόριον, πρὸς Σομνᾶν τὸν ταμίαν καὶ εἶπον αὐτῷ· 15 Αυτά λέγει ο Κυριος των δυνάμεων ο παντοκράτωρ στον Ησαΐαν· “πήγαινε στο κελλί του ναού, προς τον Σομνάν τον ταμίαν και είπε προς αυτόν· 15 Αὐτὰ λέγει εἰς ἐμὲ τὸν προφήτην ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων: Πήγαινε εἰς τὸ προσηρτημένον εἰς τὸν Ναὸν σκευοφυλάκων, εἰς τὸν Σομνάν, τὸν ταμίαν καὶ διαχειριστὴν τοΰ βασιλικοῦ καὶ ἱεροῦ χρήματος, καὶ εἰπὲ εἰς αὐτόν:
16 τί σὺ ὧδε, καὶ τί σοί ἐστιν ὧδε, ὅτι ἐλατόμησας σεαυτῷ ὧδε μνημεῖον καὶ ἐποίησας σεαυτῷ ἐν ὑψηλῷ μνημεῖον καὶ ἔγραψας σεαυτῷ ἐν πέτρα σκηνήν; 16 Διατί συ ευρίσκεσαι έδω; Ποίαν θέσιν και ποίον δικαίωμα έχεις συ εδώ; Σε ερωτώ, διότι εσκάλισες στον εδώ βράχον τάφον δια τον εαυτόν σου. Εφτιασες δια τον εαυτόν σου εις καταφανές και περίοπτον σημείον της πόλεως μνημείον. Εχάραξες εις την βραχώδη πέτραν κατοικίαν δια τον εαυτόν σου. 16 Διατὶ σὺ εἶσαι ἐδῶ; Καὶ ποία θέσις ὑπάρχει εἰς σὲ ἐδῶ; Σὲ ἐρωτῶ, διότι ἐσκάλισες μέσα εἰς τὸν ἐδῶ βράχον μνημεῖον διὰ τὸν ἑαυτόν σου καὶ ἔφτιασες διὰ τὸν ἑαυτόν σου εἰς ὑψηλὸν σημεῖον τῆς πόλεως μνημεῖον καὶ ἐχάραξες μέσα εἰς τὸ βάθος τῆς πέτρας διὰ τὸν ἑαυτόν σου κατοικίαν.
17 ἰδοὺ δὴ Κύριος σαβαὼθ ἐκβαλεῖ καὶ ἐκτρίψει ἄνδρα καὶ ἀφελεῖ τὴν στολήν σου καὶ τὸν στέφανόν σου τὸν ἔνδοξον 17 Ιδού, όμως ότι ο Κυριος των δυνάμεων ο παντοκράτωρ, θα σε εκδιώξη, ω άνθρωπε, θα σε εξαφανίση, θα αφαίρεση την πολυτελή στολήν σου και τον ένδοξον στέφανόν σου. 17 Καὶ ἰδοὺ λοιπὸν ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων θὰ ἐκβάλῃ καὶ θὰ ἀφανίσῃ σέ, τὸν ἄνδρα τὸν τόσον περίβλεπτον, καὶ θὰ ἀφαιρέσῃ τὴν στολήν σου καὶ τὸν λαμπρὸν στέφανον, τὸν ὁποῖον ὡσὰν στέμμα φορεῖς.
18 καὶ ρίψει σε εἰς χώραν μεγάλην καὶ ἀμέτρητον, καὶ ἐκεῖ ἀποθανῇ· καὶ θήσει τὸ ἅρμα σου τὸ καλὸν εἰς ἀτιμίαν καὶ τὸν οἶκον τοῦ ἄρχοντός σου εἰς καταπάτημα· 18 Θα σε απορρίψη ο Κυριος εις χώραν μεγάλην και απέραντον και εκεί θα αποθάνης έρημος. Το λαμπρόν και ωραίον άρμα σου θα το εξευτελίση και το σπίτι του άρχοντος, τον οποίον συ εθεωρούσες ιδικόν σου προστάτην, θα το παραδώση ο Κυριος στους επιδρομείς προς καταπάτησιν. 18 Καὶ θὰ σὲ ρίψῃ ὁ Κύριος εἰς χώραν μεγάλην καὶ ἀπέραντον, ποὺ δυσκόλα μετρεῖται, καὶ ἐκεῖ θὰ ἀποθάνῃς.Καὶ θὰ καταστήσῃ τὸ εὐπρεπὲς καὶ λαμπρὸν ἅρμα σου ἄτιμον, καὶ τὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντος, ποὺ σὲ ὑποστηρίζει, θὰ γίνῃ καταπάτημα τῶν εἰσβολέων.
19 καὶ ἀφαιρεθήσῃ ἐκ τῆς οἰκονομίας σου καὶ ἐκ τῆς στάσεώς σου. 19 Θα αποπεμφθής από την διαχείρισιν και από την θέσιν εις την οποίαν σήμερον φαίνεσαι, ότι στέκεσαι με σταθερότητα. 19 Καὶ θὰ σοῦ ἀφαιρεθῇ ἡ διαχείρισις καὶ θὰ ἀποβληθῇς ἐκ τῆς θέσεως, εἰς τὴν ὁποίαν σήμερον φαίνεσαι να στέκεσαι στερεά.
20 καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καλέσω τὸν παῖδά μου ᾿Ελιακεὶμ τὸν τοῦ Χελκίου 20 Και θα συμβή κατά την ημέραν εκείνην, που συ θα εκδιωχθής, εγώ θα καλέσω από την αιχμαλωσίαν τον δούλον μου τον Ελιακείμ, τον υιόν του Χελκίου. 20 Καὶ θὰ συμβῇ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τῆς ἐκδιώξεώς σου καὶ τῆς αἰχμαλωσίας σου νὰ καλέσω τὸν δοῦλόν μου Ἐλιακείμ, τὸν υἱὸν τοῦ Χελκίου.
21 καὶ ἐνδύσω αὐτὸν τὴν στολήν σου καὶ τὸν στέφανόν σου δώσω αὐτῷ καὶ κράτος καὶ τὴν οἰκονομίαν σου δώσω εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ, καὶ ἔσται ὡς πατὴρ τοῖς ἐνοικοῦσιν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ τοῖς ἐνοικοῦσιν ἐν ᾿Ιούδᾳ. 21 Θα τον ενδύσω με την ιδικήν σου λαμπράν στολήν, θα δώσω εις αυτόν τον ιδικόν σου στέφανον της δόξης. Θα παραδώσω εις τα χέρια του την εξουσίαν και την διαχείρισίν σου. Αυτός δε δια την αξιοπιστίαν και την αγάπην του θα είναι σαν πατέρας δι' εκείνους, που κατοικούν εις την Ιερουσαλήμ, και γενικώτερα δια τους κατοίκους της Ιουδαίας. 21 Καὶ θὰ τὸν ἐνδύσω τὴν ἐπίσημον στολήν, ποὺ φέρεις σύ, καὶ τὸ διάδημά σου θὰ δώσω εἰς αὐτὸν καὶ τὴν ἐξουσίαν καὶ τὴν διαχείρισίν σου θὰ δώσω εἰς τὰς χεῖρας του· καὶ θὰ εἶναι σὰν πατέρας εἰς αὐτούς, ποὺ κατοικοῦν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Ἰουδαίας.
22 καὶ δώσω τὴν δόξαν Δαυὶδ αὐτῷ, καὶ ἄρξει, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀντιλέγων. καὶ δώσω αὐτῷ τὴν κλεῖδα οἴκου Δαυὶδ ἐπὶ τῷ ὤμῳ αὐτοῦ καὶ ἀνοίξει, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀποκλείων, καὶ κλείσει καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀνοίγων. 22 Θα δώσω εις αυτόν την δόξαν του Δαδίδ, θα γίνη άρχων και δεν θα υπάρξη κανείς, ο οποίος θα αντιλέγη και θα άντιπράττη εις αυτόν. Θα του δώσω το κλειδί του οίκου του Δαδίδ. Αυτός μόνος θα το κατέχη. Θα το φέρη στους ώμους του ως δείγμα της εξουσίας του. Αυτός θα ανοίγη και κανείς δεν θα μπορή να κλείη. Θα κλείη και κανείς δεν θα ήμπορη να ανοίγη. 22 Καὶ θὰ δώσω εἰς αὐτὸν τὴν δόξαν τοῦ Δαβίδ, καὶ θὰ γίνῃ ἄρχων, καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανείς, ποὺ να ἀντιλέγῃ εἰς αὐτόν.Καὶ θὰ τοῦ δώσω τὴν κλεῖδα τοῦ οἴκου τοῦ Δαβίδ, τὴν ὁποίαν μόνος αὐτὸς θὰ κατέχῃ, φέρων αὐτὴν ἐπὶ τοῦ ὤμου του· εἰς τρόπον ὥστε, ὅταν αὐτὸς θὰ ἀνοίγῃ, δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανεὶς ποὺ νὰ κλείῃ· καὶ θὰ κλείῃ αὐτὸς καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ κανεὶς ποὺ νὰ ἀνοίγῃ.
23 καὶ στήσω αὐτὸν ἄρχοντα ἐν τόπῳ πιστῷ καὶ ἔσται εἰς θρόνον δόξης τοῦ οἴκου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. 23 θα τον αναδείξω και θα τον θέσω στερεόν και αμετακίνητον άρχοντα. Η εξουσία δέ που θα έχη, και ο θρόνος επί του οποίου θα κάθεται, θα είναι δόξα και καύχημα του πατρικού του οίκου. 23 Καὶ θὰ τὸν στερεώσω ὡς ἄρχοντα εἰς τόπον ἀμετακίνητον καὶ στερεόν, καὶ θὰ εἶναι ὁ θρόνος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ κάθεται, ἐγκαλλώπισμα καὶ καύχημα τοῦ πατρικοῦ τοῦ οἴκου.
24 καὶ ἔσται πεποιθὼς ἐπ᾿ αὐτὸν πᾶς ἔνδοξος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, καὶ ἔσονται ἐπικρεμάμενοι αὐτῷ. 24 Εις αυτόν θα έχη εστηριγμένην την πεποίθησίν του κάθε ένδοξος στον οίκον του πατρός του, από τον πιο μικρόν έως τον πιο μεγάλον. Από αυτόν θα εξαρτώνται και θα κρέμονται”. 24 Καὶ θὰ ἔχῃ στηριγμένην τὴν πεποίθησίν του ἐπ’ αὐτὸν κάθε ἔνδοξος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός του, ἀπὸ τὸν μικρὸν ἕως τὸν μεγάλον· καὶ θὰ ἐξαρτῶνται καὶ θὰ κρέμανται ἐξ αὐτοῦ.
25 ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ - τάδε λέγει Κύριος σαβαώθ - κινηθήσεται ὁ ἄνθρωπος ὁ ἐστηριγμένος ἐν τόπῳ πιστῷ καὶ ἀφαιρεθήσεται· καὶ πεσεῖται, καὶ ἐξολοθρευθήσεται ἡ δόξα ἡ ἐπ᾿ αὐτόν, ὅτι Κύριος ἐλάλησεν. 25 Εις μεταγενεστέραν όμως έποχην, προαναγγέλλει ο Κυριος των δυνάμεων ο παντοκράτωρ, απόγονοι του Ελιακείμ, που είχαν στηριχθή στον αμετακίνητον αυτόν τόπον της Ιερουσαλήμ, θα μετακινηθούν, θα αφαιρεθή από αυτούς ο τόπος των. Ετσι δε η δόξα, την οποίαν είχαν, θα πέση και θα εξαφανισθή. Αυτά δε θα πραγματοποιηθούν ασφαλώς και βεβαίως, διότι ο Κυριος τα απεκάλυψε. 25 Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τῆς εἰς Βαβυλῶνα ἐξορίας - αὐτὰ λέγει καὶ βεβαιώνει ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων - θὰ μετακινηθῇ ὁ ἄνθρωπος ὁ στηριγμένος καὶ στερεωμένος εἰς τόπον ἀμετακίνητον καὶ στερεόν, καὶ θὰ ἀφαιρεθῇ ἀπὸ τὸν τόπον αὐτὸν καὶ θὰ πέσῃ καὶ θὰ ἐξολοθρευθῇ ἡ δόξα, ποὺ ἦτο ἐπ’ αὐτοῦ, διότι τὸ εἶπεν ὁ Κύριος.