Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΑΚΟΥΣΑΤΕ μου, νῆσοι, καὶ προσέχετε, ἔθνη· διὰ χρόνου πολλοῦ στήσεται, λέγει Κύριος. ἐκ κοιλίας μητρός μου ἐκάλεσε τὸ ὄνομά μου | 1 Ακούσατέ με, νήσοι και παράλιοι περιοχαί· δώσατε προσοχήν εις τα λόγιά μου, έθνη ειδωλολατρικά. Επειτα από πολύν χρόνον θα συμβούν αυτά, λέγει ο Κυριος. Εκ κοιλίας μητρός μου με εκάλεσεν ονομαστικώς ο Κυριος. | 1 Ακούσατέ με, ὦ νῆσοι, καὶ προσέχετε, ὦ ἔθνη· μετὰ πολὺν χρόνον θὰ πραγματοποιηθοῦν ταῦτα, λέγει ὁ Κύριος.Ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου, πρὶν ἢ ἀκόμη γεννηθῶ, μὲ ἐκάλεσε μὲ τὸ ὄνομά μου. |
2 καὶ ἔθηκε τὸ στόμα μου ὡσεὶ μάχαιραν ὀξεῖαν καὶ ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς χειρὸς αὐτοῦ ἔκρυψέ με, ἔθηκέ με ὡς βέλος ἐκλεκτὸν καὶ ἐν τῇ φαρέτρᾳ αὐτοῦ ἔκρυψέ με. | 2 Ωσάν οξείαν κοπτερήν μάχαιραν έκαμε το στόμα μου. Κατω από την προστατευτικήν του χείρα με έκρυψεν από κινδύνους και απειλάς. Με έκαμε βέλος εύστοχον, με έκρυψεν εις την φαρέτραν του | 2 Καὶ ἔκαμε τὸ στόμα μου ὡσὰν μάχαιραν ὀξεῖαν καὶ ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς χειρός Του μὲ ἔκρυψε· μὲ κατέστησεν ὡσὰν βέλος ἐκλεκτὸν καὶ μὲ ἔκρυψεν ἐν τῇ βελοθήκῃ. |
3 καὶ εἶπέ μοι· δοῦλός μου εἶ σύ, ᾿Ισραήλ, καὶ ἐν σοὶ δοξασθήσομαι. | 3 και μου είπε· Συ είσαι δούλος μου, εγώ δε δια σου θα δοξασθώ. | 3 Καὶ μοῦ εἶπεν ὁ Θεός: Δοῦλος μου εἶσαι σύ, ὦ γενάρχα τοῦ νέου Ἰσραὴλ τῆς χάριτος, καὶ διὰ σοῦ θὰ δοξασθῶ. |
4 καὶ ἐγὼ εἶπα· κενῶς ἐκοπίασα, εἰς μάταιον καὶ εἰς οὐδὲν ἔδωκα τὴν ἰσχύν μου· διὰ τοῦτο ἡ κρίσις μου παρὰ Κυρίῳ, καὶ ὁ πόνος μου ἐναντίον τοῦ Θεοῦ μου. | 4 Και εγώ είπα τότε· πως, Κυριε, θα δοξασθής από εμέ; Εγώ εις τα χαμένα εκοπίασα. Ματαίως και προς κανένα αγαθόν έργον και αποτέλεσμα δεν διέθεσα την δύναμίν μου. Δια τούτο το δίκαιόν μου και την κρίσιν μου αναθέτω στον Κυριον. Η θλίψίς μου είναι ενώπιον του Θεού. | 4 Καὶ ἐγὼ εἶπα: Πῶς θὰ δοξασθῇς ἐν ἐμοί; Ἐγὼ ἐκοπίασα στὰ κούφια, ματαίως καὶ δι’ οὐδὲν ἀποτέλεσμα ἔδωκα τὴν δύναμίν μου.Διὰ τοῦτο τὸ δίκαιόν μου ἀναθέτω εἰς τὸν Κύριον, καὶ ὁ κόπος μου καὶ ἡ δι’ αὐτὸν ἀνταμοιβή μου ὑπάρχει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μου. |
5 καὶ νῦν οὕτως λέγει Κύριος ὁ πλάσας με ἐκ κοιλίας δοῦλον ἑαυτῷ τοῦ συναγαγεῖν τὸν ᾿Ιακὼβ πρὸς αὐτὸν καὶ ᾿Ισραὴλ - συναχθήσομαι καὶ δοξασθήσομαι ἐναντίον Κυρίου, καὶ ὁ Θεός μου ἔσται μοι ἰσχὺς - | 5 Και τώρα έτσι λέγει ο Κυριος, αυτός που με επλασεν ευθύς εξ αρχής και με ώρισεν ως υπηρετήν του, δια να συγκεντρώσω πλησίον του τους απογόνους του Ιακώβ, τον Ισραηλιτικόν λαόν. Θα συγκεντρωθώμεν, λοιπόν, και θα δοξασθώμεν ενώπιον του Κυρίου και Κυριος ο Θεός μας θα είναι η δύναμίς μας. | 5 Καὶ τώρα οὕτω λέγει ὁ Κύριος, ὅστις μὲ ἔπλασεν ἐκ τῆς κοιλίας τῆς μητρός μου δοῦλον αὐτοῦ, διὰ νὰ συναγάγω καὶ συναθροίσω τὸν Ἰακὼβ πρὸς Αὐτὸν καὶ τὸν Ἰσραήλ: Θὰ συναχθῶ - λέγει ὁ νέος Ἰσραὴλ τῆς χάριτος - καὶ θὰ δοξασθῶ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ ὁ Θεός μου θὰ εἶναι δύναμίς μου. |
6 καὶ εἶπέ μοι· μέγα σοί ἐστι τοῦ κληθῆναί σε παῖδά μου τοῦ στῆσαι τὰς φυλὰς ᾿Ιακὼβ καὶ τὴν διασπορὰν τοῦ ᾿Ισραὴλ ἐπιστρέψαι· ἰδοὺ δέδωκά σε εἰς διαθήκην γένους, εἰς φῶς ἐθνῶν τοῦ εἶναί σε εἰς σωτηρίαν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. - | 6 Ο Κυριος μου είπεν ακόμη· Είναι μεγάλη δια σε τιμή, να ονομασθής δούλος και υπηρέτης μου. Να αποκαταστήσης ελευθέρας τας φυλάς του Ιακώβ και να επαναφέρης τους ανά τα διάφορα έθνη διεσκορπισμένους Ισραηλίτας. Ιδού, εγώ σε έχω δώσει εις εκπλήρωσιν της διαθήκης μου προς το γένος το Ισραηλιτικόν. Ως φως δι' όλα τα έθνη. Να είσαι συ ο σωτήρ εις όλους τους λαούς, μέχρι και των περάτων της γης. | 6 Καὶ εἶπε πρὸς ἐμὲ ὁ Κύριος, συνεχίζων τὸν λόγον αὐτοῦ: Εἶναι μέγα διὰ σὲ νὰ ὀνομασθῇς δοῦλος μου πρὸς τὸν σκοπὸν νὰ ἀνορθώσῃς τὰς φυλάς, τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοὺς διεσπαρμένους ἀνὰ τὰ ἔθνη Ἰσραηλίτας νὰ τοὺς ἐπαναφέρῃς πλησίον τοῦ Θεοῦ.Ἰδοὺ σὲ ἔδωκα εἰς ἐκπλήρωσιν τῆς Διαθήκης μου πρὸς τὸ γένος τοῦ Ἰσραήλ, εἰς τὸ νὰ φωτίσῃς τὰ ἔθνη, διὰ νὰ εἶσαι εἰς σωτηρίαν πάντων τῶν ἀνθρώπων μέχρι τῶν ἐσχατιῶν τῆς γῆς. |
7 Οὕτως λέγει Κύριος ὁ ρυσάμενός σε, ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· ἁγιάσατε τὸν φαυλίζοντα τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, τὸν βδελυσσόμενον ὑπὸ τῶν ἐθνῶν τῶν δούλων τῶν ἀρχόντων· βασιλεῖς ὄψονται αὐτὸν καὶ ἀναστήσονται, ἄρχοντες καὶ προσκυνήσουσιν αὐτῷ ἕνεκεν Κυρίου· ὅτι πιστός ἐστιν ὁ ἅγιος ᾿Ισραήλ, καὶ ἐξελεξάμην σε. | 7 Αυτά λέγει ο Κυριος, ο λυτρωτής και ελευθερωτής σου, ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού· Ως άγιον τιμήσατε και δοξάσατε αυτόν, ο οποίος καταφρονεί και παραδίδει εις θάνατον την ζωήν του. Αυτόν, τον οποίον βδελύσσονται τα αμαρτωλά έθνη, οι δούλοι των αρχόντων. Βασιλείς όμως θα τον ίδουν και θα εγερθούν μετά σεβασμού ενώπιόν του και άρχοντες, οι οποίοι και θα τον προσκυνήσουν ένεκεν Κυρίου του Θεού, διότι ο άγιος Θεός του Ισραηλιτικού λαού, είναι κατά πάντα αληθής και αξιόπιστος εις τας υποσχέσστου. Και εγώ ο Κυριος σε εξέλεξα. | 7 Οὕτω λέγει ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος σὲ ἐλύτρωσεν ἐπανειλημμένως, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ: Ὡς ἅγιον τιμήσατε Αὐτόν, ὁ Ὁποῖος περιφρονεῖ καὶ παραδίδει εἰς θάνατον τὴν ζωήν Του, τὸν Ὁποῖον βδελύσσονται τὰ ἔθνη, οἱ δοῦλοι τῶν ἀρχόντων· βασιλεῖς θὰ ἴδουν Αὐτὸν καὶ θὰ ἐγερθοῦν μετὰ σεβασμοῦ, ἄρχοντες καὶ θὰ Τὸν προσκυνήσουν, ἕνεκεν τοῦ ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μετ’ Αὐτοῦ.Διότι εἶναι ἀξιόπιστος καὶ τηρεῖ τὰς ὑποσχέσεις Του ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ἐγὼ ὁ Κύριος σὲ ἐξέλεξα. |
8 οὕτως λέγει Κύριος· καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι καὶ ἔπλασά σε καὶ ἔδωκά σε εἰς διαθήκην ἐθνῶν τοῦ καταστῆσαι τὴν γῆν καὶ κληρονομῆσαι κληρονομίας ἐρήμους, | 8 Αυτά λέγει ο Κυριος· Εις κατάλληλον και ευπρόσδεκτον καιρόν εγώ ήκουσα την προσευχήν σου, εις ημέραν σωτηρίας σε εβοήθησα. Εγώ σε έπλασα. Εδωκα σε ως νέαν διαθήκην μετά των εθνών, δια να αποκαταστήσης τους ανθρώπους της γης, και να απόκτησης ως ίδικήν σου μόνιμον ιδιοκτησίαν τους έως τώρα ερήμους από χάριν Θεού λαούς. | 8 Οὕτω λέγει ὁ Κύριος: Εἰς τὸν κατάλληλον καὶ εὐνοϊκὸν καιρὸν σὲ ἐπήκουσα καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας σὲ ἐβοήθησα καὶ σὲ ἔπλασα καὶ σὲ ἔδωκα διὰ νὰ συναφθῇ Διαθήκη μὲ τὰ ἔθνη, διὰ να ἀποκατασταθῇ ἡ γῆ μὲ τοὺς κατοίκους της καὶ νὰ κληρονομήσῃς ἐρημωμένας ἐκτάσεις καὶ λαοὺς ὡς μόνιμον κτῆμα κληρονομίας ἠθικῆς. |
9 λέγοντα τοῖς ἐν δεσμοῖς· ἐξέλθετε, καὶ τοῖς ἐν τῷ σκότει· ἀνακαλυφθῆναι. ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς βοσκηθήσονται, καὶ ἐν πάσαις ταῖς τρίβοις ἡ νομὴ αὐτῶν· | 9 Συ, ο δούλος μου, θα είπης στους δεσμίους· Εξέλθετε ελεύθεροι από τα δεσμά σας· και εις αυτούς, που ευρίσκονται στο σκότος της αγνοίας και της πλάνης να φανερωθούν, να έλθουν στο φως της αληθείας. Οσοι θα σε υπακούσουν και θα έλθουν κοντά σου, θα γίνουν ιδικόν σου ποίμνιον. Εις όλας τας πορείας της ζωής των θα ευρίσκουν πλουσίαν τροφήν. Εις όλας τας οδούς, που θα πορεύωνται, θα υπάρχη πάντοτε η διατροφή των. | 9 Σὲ ἔδωκα λέγοντα εἰς τοὺς δεσμίους: Ἐξέλθετε ἐλεύθεροι ἀπὸ τὰ δεσμά σας.Καὶ εἰς τοὺς ἐν τῷ σκότει τῆς πλάνης νὰ φανερωθοῦν εἰς τὸ φῶς.Ὅλοι αὐτοί, ὅσοι θὰ σὲ ὑπακούσουν καὶ θὰ γίνουν ποίμνιόν σου, εἰς ὅλας τὰς ὁδούς, ὅπου καὶ ἂν ὑπάγουν, θὰ βοσκήσουν, καὶ εἰς ὅλας τὰς τρίβους τῶν θὰ εὐρίσκουν νομήν. |
10 οὐ πεινάσουσιν οὐδὲ διψήσουσιν, οὐδὲ πατάξει αὐτοὺς καύσων, οὐδὲ ὁ ἥλιος, ἀλλ᾿ ὁ ἐλεῶν αὐτοὺς παρακαλέσει καὶ διὰ πηγῶν ὑδάτων ἄξει αὐτούς· | 10 Δεν θα πεινάσουν πλέον, ούτε και θα διψήσουν. Δεν θα τους κτυπήση πλέον ούτε το καύμα, ούτε ο ήλιος, αλλά ο γεμάτος έλεος και ευσπλαγχνίαν προς αυτούς Θεός θα τους παρηγόρηση και θα τους οδηγή δια μέσου πηγών αφθόνων υδάτων. | 10 Δὲν θὰ πεινάσουν οὔτε θὰ διψάσουν, οὔτε ἡ ζέστη θὰ κτυπήσῃ αὐτοὺς οὔτε ὁ ἥλιος· ἀλλ’ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εὐσπλαγχνίζεται αὐτούς, θὰ τοὺς ἀνακουφίσῃ καὶ θὰ τοὺς ὁδηγῇ διὰ μέσου πηγῶν ὑδάτων. |
11 καὶ θήσω πᾶν ὄρος εἰς ὁδὸν καὶ πᾶσαν τρίβον εἰς βόσκημα αὐτοῖς. | 11 Θα μεταβάλω δι' αυτούς κάθε βουνόν εις δρόμον βατόν, και κάθε δρόμον πλούσιον εις διατροφήν των. | 11 Καὶ θὰ μεταβάλω κάθε βουνὸν εἰς δρόμον εὔκολον διὰ πορείαν καὶ κάθε δρόμον εἰς βόσκημα δι’ αὐτούς. |
12 ἰδοὺ οὗτοι πόρρωθεν ἔρχονται, οὗτοι ἀπὸ βορρᾶ καὶ οὗτοι ἀπὸ θαλάσσης, ἄλλοι δὲ ἐκ γῆς Περσῶν. | 12 Ιδού, αυτοί έρχονται από μακρυνάς περιοχάς. Αλλοι έρχονται από τον βορράν, άλλοι από δυσμάς και άλλοι από την χώραν των Περσών. | 12 Ἰδοὺ αὐτοὶ ἔρχονται ἀπὸ μακρὰν ἄλλοι ἀπὸ τὰ βόρεια μέρη καὶ ἄλλοι ἐκ δυσμῶν, ἄλλοι δὲ ἐκ τῆς Περσίας. |
13 εὐφραίνεσθαι, οὐρανοί, καὶ ἀγαλλιάσθω, ἡ γῆ, ρηξάτωσαν τὰ ὄρη εὐφροσύνην, ὅτι ἠλέησεν ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ τοὺς ταπεινοὺς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ παρεκάλεσεν. - | 13 Ευφραίνεσθε οι ουρανοί, ας χαίρη και ας αγαλλεται η γη. Τα όρη ας έκσπάσουν εις χαρμοσύνους κραυγάς, διότι ο Κυριος ηλέησε τον λαόν του, παρηγόρησε και ενίσχυσε τους ταπεινούς ανθρώπους του λαού του. | 13 Εὐφραίνεσθε, ὦ οὐρανοί, καὶ ἂς γεμίσῃ ἀγαλλίασιν ἡ γῆ· τὰ ὅρη ἂς ἐκβάλουν κραυγὰς εὐφροσύνης, διότι ἠλέησεν ὁ Θεὸς τὸν λαόν Του καὶ τοὺς ταπεινωμένους τοῦ λαοῦ Του παρηγόρησεν. |
14 Εἶπε δὲ Σιών· ἐγκατέλιπέ με Κύριος, καὶ ὁ Κύριος ἐπελάθετό μου. | 14 Παρά τας πλουσίας όμως αυτάς ευλογίας η Σιών είπε· Ο Κυριος με εγκατέλειψε, ο Κυριος με ελησμονησε. | 14 Εἶπε παρὰ ταῦτα ἡ Σιών: Ὁ Κύριος μὲ ἐγκατέλιπε καὶ ὁ Κύριος μὲ ἐλησμόνησε. |
15 μὴ ἐπιλήσεται γυνὴ τοῦ παιδίου αὐτῆς τοῦ μὴ ἐλεῆσαι τὰ ἔκγονα τῆς κοιλίας αὐτῆς; εἰ δὲ καὶ ταῦτα ἐπιλάθοιτο γυνή, ἀλλ᾿ ἐγὼ οὐκ ἐπιλήσομαί σου, εἶπε Κύριος. | 15 Αλλα, μήπως είναι δυνατόν μια μητέρα να λησμονήση το παιδί της, να μη σπλαγχνισθή και ελεηση τους καρπούς των σπλάγχνων της; Εάν δε και, έστω, μια μητέρα λησμονήση και απαρνηθή τα παιδιά της, εγώ ποτέ δεν θα σε λησμονήσω, είπεν ο Κυριος. | 15 Μήπως εἶναι δυνατὸν μία γυναῖκα νὰ λησμονήσῃ τὸ παιδί της, ὥστε νὰ μὴ λυπηθῇ καὶ εὐσπλαγχνισθῇ τὰ γεννήματα τῆς κοιλίας της; Ἐπὶ τέλους ὅμως, ἐὰν καὶ τὰ τέκνα ταῦτα ἤθελε λησμονήσει ποτὲ μία γυναῖκα, ἀλλ’ Ἐγὼ δὲν θὰ σὲ ξεχάσω, εἶπεν ὁ Κύριος. |
16 ἰδοὺ ἐπὶ τῶν χειρῶν μου ἐζωγράφηκά σου τὰ τείχη, καὶ ἐνώπιόν μου εἶ διαπαντός· | 16 Ιδού, έχω ζωγραφίσει εις τα χέρια μου τα τείχη σου, Ιερουσαλήμ, και έτσι ευρίσκεσαι δια παντός προ των οφθαλμών μου. | 16 Ἰδοὺ ἔχω ζωγραφίσει ἐπὶ τῶν χειρῶν μου τὰ τείχη σου, ὦ Ἱερουσαλήμ, καὶ εἶσαι διὰ παντὸς ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια μου. |
17 καὶ ταχὺ οἰκοδομηθήσῃ ὑφ᾿ ὧν καθῃρέθης, καὶ οἱ ἐρημώσαντές σε ἐξελεύσονται ἐκ σοῦ. | 17 Συντόμως θα ανοικοδομηθής από εκείνους μάλιστα, οι οποίοι σε εκρήμνισαν. Και οι εχθροί σου, οι οποίοι σε κατέλαβαν και σε ερήμωσαν, θα φύγουν από την περιοχήν σου. | 17 Καὶ γρήγορα θὰ οἰκοδομηθῇς ἀπὸ αὐτούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους κατεστράφης, καὶ αὐτοὶ ποὺ σὲ ἐρήμωσαν, θὰ ἐξέλθουν καὶ θὰ φύγουν ἀπὸ σέ. |
18 ἆρον κύκλῳ τοὺς ὀφθαλμούς σου καὶ ἰδὲ πάντας, ἰδοὺ συνήχθησαν καὶ ἤλθοσαν πρός σε· ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ὅτι πάντας αὐτοὺς ὡς κόσμον ἐνδύσῃ καὶ περιθήσῃ αὐτοὺς ὡς κόσμον νύμφης. | 18 Υψωσε τα μάτιά σου, ω Ιερουσαλήμ· στρέψε ολόγυρά σου και ιδέ όλους. Ιδού, έχουν συναχθή και ήλθαν προς σέ. Ορκίζομαι, λέγει ο Κυριος, ότι θα ενδυθής ως στολισμόν όλους αυτούς. Θα τους περιβληθής ωσάν στολισμόν νύμφης, | 18 Σήκωσε τριγύρω τὰ μάτια σου καὶ ἰδὲ ὅλους.Ἰδού, ἐμαζεύθησαν καὶ ἦλθαν πρὸς σέ.Ὁρκίζομαι, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι ὅλους αὐτοὺς θὰ ἐνδυθῇς ὡς στολισμὸν καὶ θὰ περιβληθῇς αὐτοὺς ὡσὰν στολισμὸν νύμφης. |
19 ὅτι τὰ ἔρημά σου καὶ τὰ διεφθαρμένα καὶ τὰ πεπτωκότα νῦν στενοχωρήσει ἀπὸ τῶν κατοικούντων, καὶ μακρυνθήσονται ἀπὸ σοῦ οἱ καταπίνοντές σε. | 19 διότι αι ερημωθείσαι περιοχαί σου, τα καταστραφέντα και εις ερείπια κείμενα μέρη σου, θα αποδειχθούν τώρα πολύ στενά, δια να περιλάβουν τους νέους κατοίκους σου. Εκείνοι δέ, οι οποίοι σε κατέστρεψαν και ήθελαν να σε καταπιούν, θα απομακρυνθούν πλέον από σέ. | 19 Θὰ στολισθῇς πράγματι, διότι τὰ ἐρημωθέντα καὶ καταστραφέντα καὶ καταπεσόντα εἰς ἐρείπια μέρη σου θὰ στενοχωρηθοῦν τώρα καὶ θὰ παρουσιασθοῦν στενὰ λόγῳ τοῦ πλήθους αὐτῶν, ποὺ κατοικοῦν πλέον εἰς σέ.Καὶ θὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ σὲ αὐτοί, οἱ ὁποῖοι σὲ καταστρέφουν ἑκάστοτε. |
20 ἐροῦσι γὰρ εἰς τὰ ὦτά σου οἱ υἱοί σου, οὓς ἀπολώλεκας· στενός μοι ὁ τόπος, ποίησόν μοι τόπον, ἵνα κατοικήσω. | 20 Τα παιδιά σου δέ, τα οποία συ εθεώρησες ως χαμένα, άλλα τώρα έχουν επανέλθει, θα είπουν εις τα αυτιά σου· Στενός είναι ο τόπος αυτός δι ημάς. Ετοίμασε τόπον, δια να κατοικήσωμέν με μεγαλυτέραν άνεσιν. | 20 Θὰ εἶναι στενὸς ὁ χῶρος, διότι οἱ υἱοί σου, τοὺς ὁποίους ἐνόμιζες χαμένους, θὰ λέγουν - καὶ ἡ φωνή των θὰ φθάνῃ δυνατὴ εἰς τὰ αὐτιά σου: Εἶναι στενὸς ὁ τόπος αὐτὸς δι’ ἐμέ· κάμε μου τόπον, διὰ νὰ κατοικήσω. |
21 καὶ ἐρεῖς ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τίς ἐγέννησέ μοι τούτους; ἐγὼ δὲ ἄτεκνος καὶ χήρα, τούτους δὲ τίς ἐξέθρεψέ μοι; ἐγὼ δὲ κατελείφθην μόνη, οὗτοι δέ μοι ποῦ ἦσαν; | 21 Και τότε συ, γεμάτη χαράν θα είπης από μέσα σου· Ποιός προς χάριν εμού έγεννησεν αυτούς τους υιούς; Εγώ ήμουνα άτεκνος και χήρα. Αυτά τα παιδιά μου ποιός τα ανέθρεψε; Εγώ είχα εγκαταλειφθή μόνη και έρημος. Αυτοί δέ, που ήλθαν τώρα προς εμέ, που ευρίσκοντο προηγουμένως; | 21 Καὶ θὰ εἴπῃς καθ’ ἑαυτὴν ἐκπληττομένη: Ποῖος μοῦ ἐγέννησεν αὐτούς; Ἐγὼ ἤμουν ἄτεκνος καὶ χήρα· αὐτοὺς δὲ ποῖος μοῦ τοὺς ἐξέθρεψεν; Ἐγὼ ἐγκατελείφθην μόνη· αὐτοὶ δὲ ποὺ ἦσαν τότε δι’ ἐμέ, διὰ νὰ μὲ παρηγορήσουν καὶ ἐνισχύσουν; |
22 Οὕτως λέγει Κύριος Κύριος· ἰδοὺ αἴρω εἰς τὰ ἔθνη τὴν χεῖρά μου καὶ εἰς τὰς νήσους ἀρῶ σύσσημόν μου, καὶ ἄξουσι τοὺς υἱούς σου ἐν κόλπῳ, τὰς δὲ θυγατέρας σου ἐπ᾿ ὤμων ἀροῦσι, | 22 Ούτω λέγει ο Κυριος, ο Κυριος· Ιδού εγώ υψώνω εις τα ειδωλολατρικά έθνη την χείρα μου, εις τας νήσους και εις τας παραλίους χώρας θα υψώσω την σημαίαν μου και οι κάτοικοι αυτών θα φέρουν τους υιούς σου, ω Ιερουσαλήμ, εις την αγκάλην των, τας δε θυγατέρας σου θα υψώσουν επάνω στους ώμους των. | 22 Οὕτω λέγει ὁ Κύριος· ναὶ ὁ Κύριος· Ἰδοὺ ὑψώνω εἰς τὰ ἔθνη τὴν χεῖρα μου καὶ εἰς τὰς λατρευούσας τὰ εἴδωλα νήσους θὰ ὑψώσω τὴν σημαίαν μου· καὶ θὰ φέρουν αὐτοὶ τοὺς υἱούς σου, ὦ Ἱερουσαλήμ, εἰς τὴν ἀγκάλην των, τὰς δὲ θυγατέρας σου θὰ σηκώσουν ἐπὶ τῶν ὤμων των. |
23 καὶ ἔσονται βασιλεῖς τιθηνοί σου, αἱ δὲ ἄρχουσαι τροφοί σου· ἐπὶ πρόσωπον τῆς γῆς προσκυνήσουσί σε καὶ τὸν χοῦν τῶν ποδῶν σου λείξουσι· καὶ γνώσῃ ὅτι ἐγὼ Κύριος, καὶ οὐκ αἰσχυνθήσονται οἱ ὑπομένοντές με. | 23 Βασιλείς θα είναι οι τροφείς σου και αι αρχόντισσαι θα είναι αι παραμάναι σου. Θα πέσουν στο πρόσωπον της γης και θα σε προσκυνήσουν, θα γλύψουν το χώμα των ποδών σου, και έτσι θα πληροφορηθής και θα μάθης, ότι εγώ είμαι ο Κυριος και όλοι εκείνοι, οι οποίοι στηρίζουν με επιμονήν τας ελπίδας των εις σέ, δεν θα εντραπούν. | 23 Καὶ θὰ εἶναι βασιλεῖς τροφοί σου, καὶ αἱ ἀρχόντισσαι παραμάναι σου.Θὰ πέσουν κατὰ πρόσωπον τῆς γῆς καὶ θὰ σὲ προσκυνήσουν καὶ θὰ γλείψουν τὸ χῶμα τῶν ποδῶν σου.Καὶ θὰ πληροφορηθῇς ὅτι Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος· καὶ δὲν θὰ καταισχυνθοῦν οἱ μεθ' ὑπομονῆς ἐλπίζοντες εἰς Ἐμέ. |
24 μὴ λήψεταί τις παρὰ γίγαντος σκῦλα; καὶ ἐὰν αἰχμαλωτεύσῃ τις ἀδίκως, σωθήσεται; | 24 Ισως όμώς κάποιος θα ερωτήση· Μηπως είναι δυνατόν να πάρη κανείς λάφυρα από γίγαντα; Εάν δηλαδή αιχμαλωτισθή κανείς από σκληρόν και ισχυρόν αυθέντην, είναι δυνατόν να σωθή από την αιχμαλωσίαν του; | 24 Μήπως ἠμπορεῖ νὰ λάβῃ κανεὶς λάφυρα ἀπὸ γίγαντα καὶ ἰσχυρόν; Καὶ θὰ σωθῇ ἄραγε, ἐὰν αἰχμαλωτίσω ἀδίκως; |
25 οὕτως λέγει Κύριος· ἐάν τις αἰχμαλωτεύσῃ γίγαντα, λήψεται σκύλα· λαμβάνων δὲ παρὰ ἰσχύοντος σωθήσεται· ἐγὼ δὲ τὴν κρίσιν σου κρινῶ, καὶ ἐγὼ τοὺς υἱούς σου ρύσομαι· | 25 Ούτω όμως απαντά ο Κυριος προς αυτόν· Εάν κανείς με την ιδικήν μου δύναμιν συλλάβη ως αιχμάλωτον γίγαντα, θα πάρη χωρίς φόβον λάφυρα από αυτόν. Λαμβάνων δε τα λάφυρα και τα όπλα εκείνου του ισχυρού, θα σωθή και δεν θα πάθη τίποτε. Εγώ θα δικάσω και θα αποδώσω εις σε το δίκαιον, εναντίον των Βαβυλωνίων, του γίγαντος αυτού που σε εταλαιπώρησε! Εγώ θα γλυτώσω τους δούλους σου από την αιχμαλωσίαν. | 25 Ναί· οὕτω λέγει ὁ Κύριος: Ἐὰν κανεὶς αἰχμαλωτίσει γίγαντα, θὰ λάβῃ ἀκινδύνως λάφυρα ἀπὸ αὐτὸν λαμβάνων δὲ λάφυρα ἀπὸ ἰσχυρὸν θὰ σωθῇ καὶ δὲν θὰ πάθη τίποτε.Ἐγὼ δὲ θὰ κρίνω τὴν δικαίαν ὑπόθεσίν σου καὶ θὰ σοῦ ἀποδώσω τὸ δίκαιον καὶ Ἐγὼ θὰ ἐλευθερώσω ἀπὸ πᾶσαν αἰχμαλωσίαν τοὺς υἱούς σου. |
26 καὶ φάγονται οἱ θλίψαντές σε τὰς σάρκας αὐτῶν καὶ πίονται ὡς οἶνον νέον τὸ αἷμα αὐτῶν καὶ μεθυσθήσονται, καὶ αἰσθανθήσεται πᾶσα σάρξ ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ ρυσάμενός σε καὶ ἀντιλαμβανόμενος ἰσχύος ᾿Ιακώβ. | 26 Εκείνοι δέ, οι οποίοι σε εταλαιπώρησαν και σε έθλιψαν, θα φαγωθούν αναμεταξύ των, θα αλληλοεξοντωθούν, θα πιουν το αίμα των ωσάν νέον κρασί, και θα μεθυσθούν από την μανίαν του φόνου και του μίσους. Και τότε κάθε άνθρωπος θα εννοήση και θα αισθανθή, ότι εγώ ο Κυριος είμαι ο λυτρωτής σου, ο παρέχων δύναμιν εις σέ, τον Ιακώβ. | 26 Καὶ θὰ φάγουν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι σὲ ἔθλιψαν, τὰς σάρκας τῶν ἀλληλοεξοντούμενοι καὶ θὰ πιοῦν τὸ αἷμα των ὡς νέον οἶνον· καὶ θὰ μεθυσθοῦν, καταλαμβανόμενοι ὑπὸ λυσσώδους μίσους κατ’ ἀλλήλων· καὶ θὰ αἰσθανθῇ πᾶς ἄνθρωπος ὅτι Ἐγὼ ὁ Κύριος εἶμαι ὁ λυτρωτής σου καὶ ὁ παρέχων βοήθειαν εἰς τὴν ἰσχὺν τοῦ Ἰακώβ. |