Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΜΗ οὐκ ἰσχύει ἡ χεὶρ Κυρίου τοῦ σῶσαί; ἢ ἐβάρυνε τὸ οὖς αὐτοῦ τοῦ μὴ εἰσακοῦσαι; | 1 Μηπως δεν έχει πλέον την δύναμιν η παντοδύναμος δεξιά του Κυρίου, δια να σώζη; Μηπως εβάρυνεν η ακοή του, ώστε να μη ακούη πλέον; | 1 Μήπως δὲν ἔχει τὴν δύναμιν ἡ χεὶρ τοῦ Κυρίου διὰ νὰ σᾶς σώσῃ; Ἡ ἔγινε βαρήκοον τὸ οὖς Αὐτοῦ, ὥστε νὰ μὴ σᾶς εἰσακούσῃ; |
2 ἀλλὰ τὰ ἁμαρτήματα ὑμῶν διϊστῶσιν ἀναμέσον ὑμῶν καὶ ἀναμέσον τοῦ Θεοῦ, καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀφ᾿ ὑμῶν τοῦ μὴ ἐλεῆσαι. | 2 Αλλά τα αμαρτήματά σας δημιουργούν χωρισμόν και εμπόδιον ανάμεσα εις σας και στον Θεόν, και δια τας αμαρτίας σας απέστρεψεν ο Κυριος το πρόσωπον του από σας, δια να μη σας ελεηση. | 2 Ἀλλὰ τὰ ἁμαρτήματά σας δημιουργοῦν χωρισμὸν καὶ διάστασιν μεταξὺ ὑμῶν καὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας σας ὁ Θεὸς ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπόν Του ἀπὸ σᾶς διὰ νὰ μὴ σᾶς ἐλεήσῃ. |
3 αἱ γὰρ χεῖρες ὑμῶν μεμολυσμέναι αἵματι καὶ οἱ δάκτυλοι ὑμῶν ἐν ἁμαρτίαις, τὰ δὲ χείλη ὑμῶν ἐλάλησεν ἀνομίαν, καὶ ἡ γλῶσσα ὑμῶν ἀδικίαν μελετᾷ. | 3 Διότι τα χέρια σας είναι μολυσμένα από αίμα, τα δάκτυλά σας βυθισμένα εις τας αμαρτίας, τα χείλη σας ελάλησαν και λαλούν παρανομίας και η γλώσσα σας μελετά και λέγει αδικίας. | 3 Διότι αἱ χεῖρες σας εἶναι μολυσμέναι ἀπὸ αἷμα καὶ οἱ δάκτυλοί σας μὲ ἁμαρτίας· τὰ χείλη σας δὲ ἐλάλησαν παράνομα ψεύδη καὶ ἡ γλῶσσα σας λαλεῖ συκοφαντικὰς καὶ δολίας ἐπινοήσεις, δι’ ὧν γίνονται μεγάλαι ἀδικίαι. |
4 οὐθεὶς λαλεῖ δίκαια, οὐδέ ἐστι κρίσις ἀληθινή· πεποίθασιν ἐπὶ ματαίοις καὶ λαλοῦσι κενά, ὅτι κύουσι πόνον καὶ τίκτουσιν ἀνομίαν. | 4 Κανείς από αυτούς δεν ομιλεί δίκαια πράγματα· ούτε υπάρχει εις αυτούς ορθή κρίσις και απονομή δικαιοσύνης. Εχουν στηρίξει την πεποίθησίν των εις τα μάταια είδωλα. Ομιλούν κενά και επιβλαβή, κυοφορούν το κακόν και γεννούν κατόπιν την παρανομίαν. | 4 Κανεὶς δὲν λαλεῖ δίκαια, οὔτε ὑπάρχει εἰς αὐτοὺς κρίσις καὶ ἀπονομὴ δικαιοσύνης ἀληθινή· ἔχουν ἐστηριγμένην τὴν πεποίθησίν των εἰς τὰ εἴδωλα καὶ λαλοῦν ψευδῆ καὶ ἀνυπόστατα, διότι συλλαμβάνουν καὶ κυοφοροῦν τὸ κακὸν καὶ γεννοῦν κατόπιν σκέψεως καὶ μελέτης τὴν παρανομίαν. |
5 ὠὰ ἀσπίδων ἔρρηξαν καὶ ἱστὸν ἀράχνης ὑφαίνουσι· καὶ ὁ μέλλων τῶν ὠῶν αὐτῶν φαγεῖν συντρίψας οὔριον εὗρε, καὶ ἐν αὐτῷ βασιλίσκος. | 5 Αυτοί επώασαν και έσπασαν αυγά ασπίδων, αι οποίαι θα τους θανατώσουν με τα δηλητηριώδη δόγματά των. Υφαίνουν εύθραυστον ιστόν αράχνης. Εκείνος, που θα θελήση να συντρίψη και να φάγη ένα από τα αυγά αυτά, θα εύρη βρωμερόν και θανατηφόρον περιεχόμενον. Θα εύρη εντός αυτού βασιλίσκον, δηλητηριώδες φίδι. | 5 Αὐτοὶ ἐξεκόλαψαν καὶ ἔσπασαν αὐγὰ ἀσπίδων καὶ ὑφαίνουν εὔθραυστον ἱστὸν ἀράχνης, μετὰ πολλῆς σκέψεως καὶ τέχνης τὴν ἐπιβουλὴν παρασκευάζοντες· καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ φάγῃ ἀπὸ τὰ αὐγὰ αὐτὰ ποὺ ἐπῳάζουν, ὅταν συνέτριψε ταῦτα, εὗρε δυσῶδες καὶ θανατηφόρον περιεχόμενον, διότι ἐντὸς τοῦ ᾠοῦ αὐτοῦ ὑπῆρχεν ὁ δηλητηριώδης ὄφις βασιλίσκος. |
6 ὁ ἱστὸς αὐτῶν οὐκ ἔσται εἰς ἱμάτιον, οὐδὲ μὴ περιβάλωνται ἀπὸ τῶν ἔργων αὐτῶν· τὰ γὰρ ἔργα αὐτῶν ἔργα ἀνομίας. | 6 Οπως της αράχνης ιστός δεν υφαίνεται ποτέ εις αργαλειόν δια να γίνη ένδυμα, έτσι δεν πρόκειται αυτοί να ενδυθούν και στολισθούν από τα καλά των έργα. Διότι τα έργα των είναι έργα παραβάσεως νόμου Θεού. | 6 Ὁ ἱστός, τὸν ὁποῖον ὑφαίνουν αἱ ἀράχναι, δὲν θὰ γίνῃ ποτὲ ἔνδυμα, οὐδὲ αὐτοί, οἵτινες ἐργάζονται ὅμοια πρὸς τὸν ἱστὸν τοῦτον ἔργα, θὰ ἐνδυθοῦν ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ θὰ παραμείνουν γυμνοί· διότι τὰ ἔργα των εἶναι ἔργα ἀνομίας. |
7 οἱ δὲ πόδες αὐτῶν ἐπὶ πονηρίαν τρέχουσι, ταχινοὶ ἐκχέαι αἷμα· καὶ οἱ διαλογισμοὶ αὐτῶν διαλογισμοὶ ἀφρόνων, σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν. | 7 Τα πόδια των τρέχουν προς το κακον· είναι ταχείς στο να χύνουν αίμα αθώον. Αι σκέψεις και αποφάσεις των είναι σκέψεις ασυνέτων πονηρών ανθρώπων. Εις τους δρόμους της ζωής των σωρεύουν συντρίμματα και ταλαιπωρίας. | 7 Οἱ δὲ πόδες των τρέχουν εἰς τὸ κακόν, εἶναι ταχεῖς διὰ νὰ χύσουν αἷμα· καὶ αἱ ἐσκεμμέναι ἀποφάσεις των εἶναι τεχνάσματα ἀνθρώπων τυφλωμένων ἀπὸ τὸ κακόν.Ἀπὸ ὁπουδήποτε καὶ ἂν περάσουν, σκορποῦν καταστροφὰς καὶ δυστυχίαν. |
8 καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ οἴδασι, καὶ οὐκ ἔστι κρίσις ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν· αἱ γὰρ τρίβοι αὐτῶν διεστραμμέναι, ἃς διοδεύουσι, καὶ οὐκ οἴδασιν εἰρήνην. | 8 Ζωήν ειρήνης δεν γνωρίζουν, δεν υπάρχει δικαία κρίσις εις τας πορείας της ζωής των. Οι δρόμοι, δια των οποίων διέρχονται, είναι διεστραμμένοι. Ουδέποτε εγνώρισαν την αληθινήν ειρήνην. | 8 Καὶ δὲν γνωρίζουν ζωὴν εἰρήνης· οὔτε ὑπάρχει δικαία κρίσις εἰς τὴν συμπεριφοράν των διότι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς των δὲν εἶναι εὐθύς, καὶ ἢ διαγωγή των εἶναι διεστραμμένη. |
9 διὰ τοῦτο ἀπέστη ἡ κρίσις ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ οὐ μὴ καταλάβῃ αὐτοὺς δικαιοσύνη· ὑπομεινάντων αὐτῶν φῶς ἐγένετο αὐτοῖς σκότος, μείναντες αὐγὴν ἐν ἀωρίᾳ περιεπάτησαν. | 9 Δια τούτο έχει απομακρυνθή από αυτούς η δικαιοσύνη. Δεν θα κυριαρχήση εις την ζωήν των η δικαιοσύνη και τα αγαθά, που αυτή φέρει. Ενῷ επερίμεναν, όπως ήλπιζαν, το φως της ζωής, τους κατέλαβε το σκοτάδι της δυστυχίας. Επερίμεναν την ανατολήν της αυγής και περιπλανήθησαν στο σκοτάδι της νυκτός. | 9 Διὰ τοῦτο ἀπεμακρύνθη ἀπ' αὐτῶν ἡ προστατεύουσα κατὰ τῶν ἀδικούντων αὐτοὺς ἐχθρῶν δικαιοσύνη καὶ δὲν θὰ καταλάβῃ αὐτοὺς ἡ ἐκ τῆς ἀνταποδόσεως τοῦ δικαίου ἀπαλλαγὴ καὶ σωτηρία· καθ’ ὃν χρόνον ἀνέμειναν οὖτοι φῶς καὶ χαράν, ἐπῆλθεν ἐπ’ αὐτοὺς δυστυχία, ἐνῷ περιέμειναν τὴν αὐγήν, περιεπάτησαν εἰς τὸ σκότος σκοντάπτοντες. |
10 ψηλαφήσουσιν ὡς τυφλοὶ τοῖχον καὶ ὡς οὐχ ὑπαρχόντων ὀφθαλμῶν ψηλαφήσουσι· καὶ πεσοῦνται ἐν μεσημβρίᾳ ὡς ἐν μεσονυκτίῳ, ὡς ἀποθνήσκοντες στενάξουσιν, | 10 Τυφλοί πνευματικώς θα ψηλαφούν ως οι τυφλοί τον τοίχον. Ωσάν άνθρωποι, στους οποίους δεν υπάρχουν οφθαλμοί, θα ψηλαφούν τα πάντα με τα χέρια των· και ενώ θα είναι πλήρης μεσημβρία, αυτοί, πνευματικώς τυφλοί καθώς είναι, θα σκοντάπτουν και θα πίπτουν, ως εάν ευρίσκωνται εις μεσονύκτιον. Θα στενάζουν ως άνθρωποι πνέοντες τα λοίσθια. | 10 Εἰς τόσον σκότος θὰ ἐμπέσουν, ὥστε θὰ εἶναι ὅμοιοι πρὸς τοὺς τυφλοὺς καὶ θὰ ψηλαφοῦν ὡσὰν αὐτοὺς τοῖχον, καὶ ἐπειδὴ δὲν θὰ ἔχουν ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς, θὰ ψηλαφοῦν καὶ θὰ πίπτουν ἐν πλήρει μεσημβρίᾳ, ὡσὰν νὰ ἦτο μεσονύκτιον, θὰ στενάζουν ὡσὰν ἄνθρωποι ποὺ πεθαίνουν, |
11 ὡς ἄρκος καὶ ὡς περιστερὰ ἅμα πορεύσονται· ἀνεμείναμεν κρίσιν, καὶ οὐκ ἔστι· σωτηρία μακρὰν ἀφέστηκεν ἀφ᾿ ἡμῶν. | 11 Οπως στενάζει η άρκτος και η περιστερά, που τους έχουν πάρει τα μικρά των, έτσι και αυτοί θα διέρχωνται την ζωήν των. Θα λέγουν δέ· “Επεριμέναμεν απόδοσιν δικαιοσύνης, αλλά αυτή δεν υπάρχει. Η σωτηρία έχει απομακρυνθή πλέον από ημάς! | 11 ὡσὰν ἄρκτος, ποὺ τῆς ἥρπασαν τὰ μικρά, καὶ ὡσὰν περιστερὰ συγχρόνως στενάζοντες θὰ διέρχωνται τὴν ζωήν των.Περιεμείναμεν ἀπόδοσιν δικαιοσύνης, θὰ λέγουν, καὶ δὲν ὑπάρχει· ἡ σωτηρία ἔχει πολὺ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ ἡμᾶς. |
12 πολλὴ γὰρ ἡ ἀνομία ἐναντίον σου, καὶ αἱ ἁμαρτίαι ἡμῶν ἀντέστησαν ἡμῖν· αἱ γὰρ ἀνομίαι ἡμῶν ἐν ἡμῖν, καὶ τὰ ἀδικήματα ἡμῶν ἔγνωμεν. | 12 Και τούτο, διότι πολλή και μεγάλη είναι η παρανομία ημών ενώπιόν σου, Κυριε. Αι αμαρτίαι μας ώσαν ένα ανυπέρβλητον πρόσκομμα ίστανται απέναντι μας. Πράγματι αι ανομίαι μας είναι ενώπιον μας. Εγνωρίσαμεν και ομολογούμεν τα αδικήματα μας. | 12 Δικαίως δὲ ἀπεμακρύνθη ἀπὸ ἡμᾶς ἡ σωτηρία, διότι εἶναι πολλὴ ἡ παρανομία μας ἐνώπιόν Σου, καὶ αἱ ἁμαρτίαι μας ἐστάθησαν ὡς ἄλλοι κατήγοροι ἐναντίον μας.Πράγματι αἱ ἀνομίαι μας εἶναι ἐνώπιόν μας, καὶ ἐγνωρίσαμεν καὶ ὁμολογοῦμεν τὰ ἀδικήματά μας. |
13 ἠσεβήσαμεν καὶ ἐψευσάμεθα καὶ ἀπέστημεν ἀπὸ ὄπισθεν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἐλαλήσαμεν ἄδικα καὶ ἠπειθήσαμεν, ἐκύομεν καὶ ἐμελετήσαμεν ἀπὸ καρδίας ἡμῶν λόγους ἀδίκους· | 13 Ησεβησαμεν, εφανήκαμεν ψεύσται εις τας προς τον Θεόν υποσχέσεις μας· ως εκ του αμαρτωλού βίου μας απεμακρύνθημεν από τον Θεόν. Ελαλήσαμεν αδικίας, εδείξαμεν ανυπακοήν στο θείον θέλημα. Εκυοφορήσαμεν και εμελετήσαμεν εις τα βάθη των καρδιών μας αδικίας. | 13 Ἠσεβήσαμεν καὶ ἠθετήσαμεν ὡς ψεῦσται τὰς πρὸς τὸν Θεὸν ὑποσχέσεις μας καὶ ἀπεμακρύνθημεν ἀπὸ τὸν Θεόν, μὴ ἀκολουθήσαντες ὄπισθεν αὐτοῦ· ἐλαλήσαμεν ἄδικα καὶ ἠπειθήσαμεν εἰς τὸν Θεὸν ἐκυοφορήσαμεν καὶ ἐμελετήσαμεν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδίας μας λόγους δολίους καὶ ἀδίκους. |
14 καὶ ἀπεστήσαμεν ὀπίσω τὴν κρίσιν, καὶ ἡ δικαιοσύνη μακρὰν ἀφέστηκεν, ὅτι κατηναλώθη ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν ἡ ἀλήθεια, καὶ δι᾿ εὐθείας οὐκ ἐδύναντο διελθεῖν. | 14 Απωθήσαμεν και ερρίψαμεν όπισθεν ημών την δικαίαν κρίσιν. Και έτσι η δικαιοσύνη του Θεού έχει απομακρυνθή από ημάς”. Εβεβηλώθη πράγματι και εσπαταλήθη η αλήθεια του Θεού εις τας πορείας της ζωής των. Δια τούτο και δεν υμπρούσαν να διέλθουν δια της ευθείας οδού. | 14 Καὶ ἐρρίψαμεν ὀπίσω τὴν δικαίαν κρίσιν, περιφρονήσαντες αὐτήν, καὶ ἡ δικαιοσύνη ἔχει σταθῇ μακρὰν ἀπὸ ἡμᾶς, ἐγκαταλιποῦσα ἡμᾶς νὰ ἀδικούμεθα· διότι κατεσπαταλήθη καὶ δὲν ὑπάρχει εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ τὰ ἔργα των ἡ ἀλήθεια, καὶ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ βαδίσουν καὶ νὰ περάσουν ἀπὸ εὐθὺν δρόμον. |
15 καὶ ἡ ἀλήθεια ᾖρται, καὶ μετέστησαν τὴν διάνοιαν τοῦ συνιέναι· καὶ εἶδε Κύριος, καὶ οὐκ ἤρεσεν αὐτῷ, ὅτι οὐκ ἦν κρίσις. | 15 Η αλήθεια έχει αφαιρεθή εκ μέσου αυτών. Μετέστρεψαν την διάνοιάν των, ώστε να μη ημπορή αυτή να εννοήση την αλήθειαν. Και ο Κυριος είδε την θλιβεράν αυτήν κατάπτωσιν. Δεν του ήρεσε, διότι δεν υπήρχε εις αυτούς δικαιοσύνη. | 15 Καὶ ἡ ἀλήθεια ἔχει ἀρθῆ καὶ ἀγνοεῖται ὅλως ὑπ' αὐτῶν μετέθεσαν δὲ τὴν διάνοιάν των, δώσαντες εἰς αὐτὴν μόνιμον κλίσιν, ὥστε νὰ μὴ ἐννοῇ τὴν ἀλήθειαν.Καὶ εἶδεν ὁ Κύριος, καὶ δὲν τοῦ ἤρεσε, διότι δὲν ὑπῆρχεν εἰς αὐτοὺς δικαία κρίσις. |
16 καὶ εἶδε καὶ οὐκ ἦν ἀνήρ, καὶ κατενόησε καὶ οὐκ ἦν ὁ ἀντιληψόμενος, καὶ ἠμύνατο αὐτοὺς τῷ βραχίονι αὐτοῦ καὶ τῇ ἐλεημοσύνῃ ἐστηρίσατο. | 16 Είδεν ο Κυριος, ότι δεν υπήρχεν άνθρωπος, δια να τους σώση. Ενόησεν ότι δεν υπήρχε κανείς, να προστατεύση τον λαόν του. Δια τούτο αυτός ούτος ο Κυριος τους υπερήσπισε με την παντοδύναμον δεξιάν του και τους εστήριξε με τυ έλεός του. | 16 Καὶ εἶδεν ὁ Κύριος καὶ δὲν ὑπῆρχεν ἀνὴρ ἀντάξιος τῶν περιστάσεων, καὶ κατενόησε πλήρως ὅτι δὲν ὑπῆρχε κανεὶς δυνάμενος νὰ προστατεύσῃ τὸν Ἰσραήλ.Καὶ ὑπερησπίσθη αὐτοὺς διὰ τῆς κραταιᾶς δυνάμεώς Του καὶ διὰ τοῦ ἐλέους Του τοὺς ἐστήριξε. |
17 καὶ ἐνεδύσατο δικαιοσύνην ὡς θώρακα καὶ περιέθετο περικεφαλαίαν σωτηρίου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καὶ περιεβάλετο ἱμάτιον ἐκδικήσεως καὶ τὸ περιβόλαιον | 17 Ο Θεός, ως ακατανίκητος μαχητής, εφόρεσεν αντί θώρακος την δικαιοσύνην, αντί περικεφαλαίας εις την κεφαλήν του έθεσε την σωτηρίαν του λαού του. Περιεβλήθη στρατιωτικόν χιτώνα εκδικήσεως, εφόρεσε τον στρατιωτικόν του επενδύτην, | 17 Καὶ ἐνεδύθη ὡσὰν θώρακα τὴν δικαιοσύνην καὶ ἔθεσε τριγύρω ἐπὶ τῆς κεφαλῆς Του ἀντὶ περικεφαλαίας τὴν σωτηρίαν καὶ περιεβλήθη τὸ στρατιωτικὸν χιτώνιον τῆς ἐκδικήσεως καὶ τὸν στρατιωτικὸν μανδύαν, |
18 ὡς ἀνταποδώσων ἀνταπόδοσιν ὄνειδος τοῖς ὑπεναντίοις. | 18 Δια να ανταποδώση ως δικαίαν τιμωρίαν στους εχθρούς το όνειδος και την καταισχύνην. | 18 διὰ νὰ ἀνταποδώσῃ ὡς τιμωρίαν ὄνειδος καὶ καταισχύνην εἰς τοὺς ἐχθρούς. |
19 καὶ φοβηθήσονται οἱ ἀπὸ δυσμῶν τὸ ὄνομα Κυρίου καὶ οἱ ἀπ᾿ ἀνατολῶν ἡλίου τὸ ὄνομα τὸ ἔνδοξον· ἥξει γὰρ ὡς ποταμὸς βίαιος ἡ ὀργὴ παρὰ Κυρίου, ἥξει μετὰ θυμοῦ. | 19 Ετσι δε θα φοβηθούν το όνομα του Κυρίου οι εχθροί του, που ευρίσκονται προς δυσμάς, όπως επίσης και εκείνοι που ευρίσκονται προς ανατολάς, θα φοβηθούν τυ ένδοξον Ονομα του. Διύτι η οργή του Κυρίου θα επέλθη εναντίον των ως ορμητικός μεγάλος ποταμός· θα έλθη ο Κυριος με θυμόν εναντίον των. | 19 Καὶ θὰ φοβηθῦν οἱ ἀπὸ δυσμῶν προερχόμενοι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καί οἱ ἀπὸ ἀνατολῶν θὰ φοβηθοῦν τὴν ἔνδοξον παρουσίαν Του.Διότι θὰ ἔλθῃ ἡ ὀργὴ παρὰ τοῦ Κυρίου ὡσὰν ποταμὸς ὁρμητικὸς καὶ βίαιος, θὰ ἔλθῃ μὲ θυμὸν πολύν. |
20 καὶ ἥξει ἕνεκεν Σιὼν ὁ ρυόμενος καὶ ἀποστρέψει ἀσεβείας ἀπὸ ᾿Ιακώβ. | 20 Αλλα θα έλθη ως λυτρωτής ο Θεός, χάριν της Σιών, και θα εξαλείψη τας αμαρτίας των απογόνων του Ιακώβ. | 20 Καὶ θὰ ἔλθῃ χάριν τῆς Σιὼν ὁ Λυτρωτὴς καὶ θὰ ἀπομακρύνῃ τὰς ἀσεβείας ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ. |
21 καὶ αὕτη αὐτοῖς ἡ παρ᾿ ἐμοῦ διαθήκη, εἶπε Κύριος· τὸ πνεῦμα τὸ ἐμόν, ὅ ἐστιν ἐπὶ σοί, καὶ τὰ ρήματα, ἃ ἔδωκα εἰς τὸ στόμα σου, οὐ μὴ ἐκλίπῃ ἐκ τοῦ στόματός σου καὶ ἐκ τοῦ στόματος τοῦ σπέρματός σου· εἶπε γὰρ Κύριος, ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸν αἰῶνα. | 21 Και αυτή θα είναι η νέα παρ' εμού διαθήκη προς αυτούς, είπεν ο Κυριος. Το ιδικόν μου πνεύμα, το οποίον θα είναι επάνω εις σέ, τον λυτρωμένον ισραηλιτικόν λαόν, και οι λόγοι, τους οποίους εγώ θα δώσω στο στόμα σου, δεν θα λείψουν ποτέ από τα χείλη σου και από το στόμα των απογόνων σου, από τώρα και στον αιώνα, διότι αυτό είπεν ο Κυριος. | 21 Καὶ αὕτη εἶναι ἡ διαθήκη ἡ παρ’ Ἐμοῦ πρὸς αὐτούς, εἶπεν ὁ Κύριος: Τὸ ἰδικόν μου Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον θὰ εἶναι ἐπὶ σοῦ, τοῦ λυτρωθέντος Ἰσραήλ, καὶ οἱ λόγοι, τοὺς ὁποίους σὲ ἐδίδαξα καὶ ἔδωκα εἰς τὸ στόμα σου, δὲν θὰ ἐκλείψουν ἀπὸ τὸ στόμα σου καὶ ἀπὸ τὸ στόμα τῶν ἀπογόνων σου ἀπὸ τώρα καὶ εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα.Δὲν θὰ ἐκλείψουν δέ, διότι τὸ εἶπεν ὁ Κύριος. |