Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΗΣΑΪΑΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32 (ΛΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΙΔΟΥ γὰρ βασιλεὺς δίκαιος βασιλεύσει, καὶ ἄρχοντες μετὰ κρίσεως ἄρξουσι. 1 Διότι ιδού, βασιλεύς δίκαιος θα βασιλεύση εις την Ιερουσαλήμ και οι άρχοντες αυτού θα κρίνουν και θα αποφασίζουν μετά δικαιοσύνης και ευθύτητος. 1 Εἶναι δὲ μακάριος, διότι ἰδού, θὰ βασιλεύσῃ βασιλεὺς δίκαιος, καὶ οἱ βοηθοῦντες αὐτὸν ἄρχοντες μετὰ δικαιοσύνης καὶ αὐτοὶ θὰ ἀσκήσουν τὴν ἀρχήν.
2 καὶ ἔσται ὁ ἄνθρωπος κρύπτων τοὺς λόγους αὐτοῦ καὶ κρυβήσεται ὡς ἀφ᾿ ὕδατος φερομένου· καὶ φανήσεται ἐν Σιὼν ὡς ποταμὸς φερόμενος ἔνδοξος ἐν γῇ διψώσῃ. 2 Τοτε ο άνθρωπος θα κρύπτη και θα φυλάττη στο βάθος της καρδίας του ως θησαυρόν τους λόγους της δικαιοσύνης και προστατευόμενος δια την δικαιοσύνην του από τον Θεόν, θα αποφύγη τα δεινά, τα οποία σαν πλημμύρα ύδατος θα επέρχωνται εναντίον του. Και θα φανή εις την Ιερουσαλήμ σαν πλούσιος ποταμός, περίφημος εις ξηράν και διψασμένην γην. 2 Καὶ θὰ συμβῇ, ὥστε ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ κρύπτῃ εἰς τὸ βάθος τοῦ ἐσωτερικοῦ του τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης του, νὰ κρυβῇ προστατευόμενος ὡσὰν ἀπὸ πλημμύραν ὕδατος ἐπερχομένου κατ’ αὐτοῦ.Καὶ θὰ φανῇ εἰς τὴν Σιὼν ὡσὰν ποταμὸς πλούσιος καὶ ἑξακουστὸς εἰς γῆν ξηρὰν καὶ διψῶσαν.
3 καὶ οὐκέτι ἔσονται πεποιθότες ἐπ᾿ ἀνθρώποις, ἀλλὰ τὰ ὦτα ἀκούειν δώσουσι. 3 Τοτε οι άνθρωποι δεν θα έχουν πλέον την πεποίθησίν των εις άλλους ανθρώπους, αλλά θα ανοίξουν τα αυτιά των να ακούουν τα λόγια του Κυρίου. 3 Καὶ δὲν θὰ στηρίξουν πλέον τὴν πεποίθησίν των εἰς ἀνθρώπους, ἀλλὰ θὰ δώσουν προθύμως τὰ ὦτα των διὰ νὰ ἀκούουν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.
4 καὶ ἡ καρδία τῶν ἀσθενούντων προσέξει τοῦ ἀκούειν, καὶ αἱ γλῶσσαι αἱ ψελλίζουσαι ταχὺ μαθήσονται λαλεῖν εἰρήνην. 4 Αι καρδίαι εκείνων, που προηγουμένως ήσαν ασθενείς και τρέμοντες, όταν ήκουαν τον θείον λόγον, τώρα θα προσέξουν να ακούουν αυτόν. Και αι γλώσσαι αι οποίαι φοβισμένα προηγουμένως εψέλλιζαν τα θεία λόγια, τώρα θα μάθουν να ομιλούν με καθαρότητα τα περί της ειρήνης του Θεού. 4 Καὶ ἡ καρδία τῶν ἀσθενούντων, ἐπειδὴ δὲν ἐτρέφετο μὲ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, θὰ προσέχῃ ἤδη νὰ ἀκούῃ τοῦτον καὶ αἱ γλῶσσαι, αἱ ὁποῖαι προηγουμένως ἐψέλλιζον καὶ ἐτραύλιζον ἀνίκανοι νὰ λαλήσουν, γρήγορα θὰ μάθουν νὰ ὁμιλοῦν τοὺς λόγους τῆς θείας εἰρήνης.
5 καὶ οὐκέτι μὴ εἴπωσι τῷ μωρῷ ἄρχειν, καὶ οὐκέτι μὴ εἴπωσιν οἱ ὑπηρέται σου· σίγα. 5 Τοτε οι άνθρωποι δεν θα είπουν πλέον στον μωρόν και ανόητον να γίνη ο αρχηγός των και ούτε οι υπηρέται έφθασουν μέχρι της αυθαδείας να λέγουν στον κύριον των· Παψε. 5 Καὶ δὲν θὰ εἴπουν πλέον εἰς τὸν μωρὸν καὶ ἀνόητον νὰ γίνῃ ἀρχηγὸς καὶ νὰ ἄρχῃ· καὶ δὲν θὰ εἴπουν πλέον αὐθαδιάζοντες πρὸς σὲ οἱ ὑπηρέταί σου· σιώπα σὺ διὰ νὰ ὁμιλήσω ἐγώ.
6 ὁ γὰρ μωρὸς μωρὰ λαλήσει, καὶ ἡ καρδία αὐτοῦ μάταια νοήσει τοῦ συντελεῖν ἄνομα καὶ λαλεῖν πρὸς Κύριον πλάνησιν, τοῦ διασπεῖραι ψυχὰς πεινώσας καὶ τὰς ψυχὰς τὰς διψώσας κενὰς ποιῆσαι. 6 Διότι ο μωρός μωρίας θα λαλή και η καρδία αυτού θα είναι κούφια και μωρά. Αυτός θα σκέπτεται πάντοτε τα μάταια και τα μωρά δια να πράττη εκείνα, τα οποία δεν ειναι σύμφωνα με το θείον θέλημα, και να λέγη πλανεμένας και μωράς διδασκαλίας δια τον Κυριον, δια να διασκορπίση ψυχάς, αι οποίαι πεινούν δια την αλήθειαν, και ψυχάς, αι οποίαι διψούν δια την αλήθειαν, να τας κάμη περισσότερον αδειανάς και διψασμένας. 6 Καὶ θὰ ἀποκλεισθῇ τῆς ἀρχῆς ὁ μωρὸς καὶ ἀσεβής, διότι ὁ μωρὸς θὰ λαλήσῃ ἀνόητα καὶ ἐπιβλαβῆ· καὶ ἡ καρδία του θὰ νοῇ πάντοτε τὰ μάταια καὶ τὰ πεπλανημένα, διὰ νὰ πράττῃ τὰ μὴ σύμφωνα μὲ τὸν θεῖον Νόμον καὶ νὰ λαλῇ διὰ τὸν Κύριον πεπλανημένην διδασκαλίαν διὰ νὰ διασκορπίζῃ ψυχάς, αἱ ὁποῖαι πεινοῦν τὴν ἀλήθειαν, καὶ τὰς ψυχὰς ποὺ διψοῦν νὰ τὰς κάμῃ ἀδειανὰς καὶ περισσότερον διψώσας.
7 ἡ γὰρ βουλὴ τῶν πονηρῶν ἄνομα βουλεύσεται καταφθεῖραι ταπεινοὺς ἐν λόγοις ἀδίκοις καὶ διασκεδάσαι λόγους ταπεινῶν ἐν κρίσει. 7 Διότι η διάνοια των πονηρών ανθρώπων σκέπτεται πάντοτε τα πονηρά και τα παράνομα· να καταστρέψη με λόγια άδικα τους ταπεινούς και απλοϊκούς ανθρώπους, να διαλύση και αχρηστεύση στο δικαστήριον τους λόγους των ταπεινών ανθρώπων. 7 Διότι αἱ συσκέψεις καὶ τὰ συμβούλια τῶν πονηρῶν θὰ λάβουν ἀποφάσεις ἀντιθέτους πρὸς τὸν Νόμον, πρὸς τὸν σκοπὸν νὰ καταστρέψουν μὲ λόγους ἀδίκους τοὺς ἐν ταπεινώσει ὑποτασσομένους εἰς τὸν Θεὸν καὶ νὰ ἐκμηδενίσουν τοὺς λόγους τῶν ταπεινῶν τούτων ἐν τῷ δικαστηρίῳ.
8 οἱ δὲ εὐσεβεῖς συνετὰ ἐβουλεύσαντο, καὶ αὕτη ἡ βουλὴ μενεῖ. 8 Οι ευσεβείς όμως άνθρωποι κατά την ημέρα εκείνην θα σκεφθούν συνετά και σοφά, δι'αυτό και η βουλή των θα μείνη. 8 Οἱ εὐσεβεῖς ὅμως, παρὰ τὰς ἀντιδράσεις ταύτας τῶν πονηρῶν καὶ ἀσεβῶν, κατέληξαν εἰς ἀποφάσεις συνετάς, ἐμπνεομένας ὑπὸ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ· καὶ ἡ βουλή των αὕτη καὶ ἀπόφασις θὰ παραμείνῃ.
9 Γυναῖκες πλούσιαι, ἀνάστητε, καὶ ἀκούσατε τῆς φωνῆς μου· θυγατέρες ἐν ἐλπίδι, εἰσακούσατε λόγους μου. 9 Σεις αι πλούσιαι γυναίκες, σηκωθήτε, ακούστε την φωνήν μου. Θυγατέρες της Ιουδαίας, αι οποίαι βαυκαλίζεσθε με ψευδείς ελπίδας, βάλτε εις τα αυτιά σας τα λόγια μου. 9 Σεῖς, ὦ πλούσιαι καὶ ὑπὸ τοῦ πλούτου σας εἰς ματαιότητας δουλωθεῖσαι Ἰσραηλίτιδες γυναῖκες, ἐξυπνήσατε καὶ ἀκούσατε τὴν φωνήν μου· θυγατέρες τῆς Ἰουδαίας ἀναπαυόμεναι εἰς ψευδεῖς ἐλπίδας, βάλετε εἰς τὰ ὦτα σας τοὺς λόγους μου.
10 ἡμέρας ἐνιαυτοῦ μνείαν ποιήσασθε ἐν ὀδύνῃ μετ᾿ ἐλπίδος· ἀνήλωται ὁ τρυγητός, πέπαυται ὁ σπόρος καὶ οὐκέτι μὴ ἔλθῃ. 10 Μετά την πάροδον των ημερών ενός έτους, να ενθυμηθήτε με οδύνην τα λόγια μου· σεις, αι οποίαι τρέφεσθε τώρα με ματαίας ελπίδας. Θα έχη καταστραφή ο τρυγητός των αμπέλων, θα έχεη σταματήσει και χαθή η σπορά, και δεν θα έλθη πλέον θερισμός και συγκομιδή, των προϊόντων. 10 Μετὰ πάροδον ἡμερῶν ἐνὸς ἔτους θὰ ἐνθυμηθῆτε μὲ ὀδύνην σεῖς, αἱ τρεφόμεναι τώρα μὲ ματαίας ἐλπίδας, τοὺς σημερινοὺς λόγους μου· διότι θὰ εἶναι κατεστραμμένος ὁ τρυγητός, θὰ ἔχῃ παύσει ὁ θερισμὸς τῆς σπορᾶς καὶ δὲν θὰ ἔλθῃ πλέον.
11 ἔκστητε, λυπήθητε, αἱ πεποιθυῖαι, ἐκδύσασθε, γυμναὶ γένεσθε, περιζώσασθε σάκκους τὰς ὀσφύας 11 Τρομάξατε εμπρός εις την συμφοραν που σας περιμένει. Καταληφθήτε από πένθος και λύπην σεις αι οποίαι σήμερον έχετε πεποίθησιν στον πλούτον και την επιτυχίαν Βγάλτε τα πολυτελή ενδύματά σας, γυμνωθήτε και φορέσατε σάκκους μετανοίας γύρω από την μέσην σας. 11 Καταπλάγητε, λυπήθητε σεῖς, ποὺ ἔχετε σήμερον πεποίθησιν στηριζόμεναι εἰς τὸν πλοῦτον σας· βγάλετε τὰ πολύτιμα ἐνδύματά σας, γυμνωθῆτε, ζωσθῆτε γύρω ἀπὸ τὰς ὀσφύας σας σάκκους
12 καὶ ἐπὶ τῶν μαστῶν κόπτεσθε ἀπὸ ἀγροῦ ἐπιθυμήματος καὶ ἀμπέλου γεννήματος. 12 Κτυπήσατε τα στήθη σας με λύπην και πένθος διότι έχουν καταστραφή οι περιπόθητοι αγροί σας και οι καρποφόροι αμπελώνες σας. 12 καὶ κτυπήσατε τὰ στήθη σας διὰ τὸν ἐπιθυμητὸν ἀγρὸν καὶ τὴν εὔφορον ἄμπελον, τὰ ὁποῖα κατεστράφησαν.
13 ἡ γῆ τοῦ λαοῦ μου, ἄκανθα καὶ χόρτος ἀναβήσεται, καὶ ἐκ πάσης οἰκίας εὐφροσύνη ἀρθήσεται· 13 Η χώρα του λαού μου έχει γεμίσει αγκάθια, χορτάρια πλέον φυτρώνουν εις αυτήν. Λογω δε της αφορίας και την πείνας, που θα επικράτηση, θα φύγη χαρά και η ευφροσύνη από κάθε σπίτι. 13 Εἰς τὴν χώραν τοῦ λαοῦ μου ἀγκαθιὲς καὶ χορτάρι θὰ φυτρώσουν, καὶ λόγῳ τῆς δυστυχίας, ἡ ὁποία θὰ ἐπακολουθήσῃ εἰς τὴν ἀφορίαν ταύτην τῆς γῆς, ἀπὸ κάθε οἰκίαν θὰ ἀφαιρεθῇ καὶ θὰ φυγαδευθῇ ἡ εὐφροσύνη καὶ ἡ χαρά.
14 πόλις πλουσία, οἶκοι ἐγκαταλελειμμένοι πλοῦτον πόλεως καὶ οἴκους ἐπιθυμήματος ἀφήσουσι· καὶ ἔσονται αἱ κῶμαι σπήλαια ἕως τοῦ αἰῶνος, εὐφροσύνη ὄνων ἀγρίων, βοσκήματα ποιμένων, 14 Πολις μέχρι προ ολίγου πλουσία και ευημερούσα, θα είναι τώρα σπίτια έρημα και εγκαταλελειμμένα. Οι ίδιοι οι κάτοικοι τρομοκρατημένοι θα αφήσουν τα πλούτη της πόλεως και θα εγκαταλείψουν τους ωραίους επιθυμητούς οίκους των. Τα ερημωμένα χωριά των θα γίνουν παντοτεινά σπήλαια, όπου θα ευφραίνωνται άγριοι όνοι· θα γίνουν βοσκότοποι των ποιμένων. 14 Πόλις πλουσία εἶναι ἤδη οἶκοι ἔρημοι καὶ ἐγκαταλελειμμένοι· θὰ ἀφήσουν οἱ κάτοικοί της τὸν πλοῦτον τῆς πόλεως εἰς διαρπαγὴν καὶ τοὺς ὡραίους καὶ ἐπιθυμητοὺς οἴκους.Καὶ θὰ μεταβληθοῦν αἱ κῶμαι εἰς σπήλαια ἐπὶ χρόνον μακράν, ἅτινα θὰ εἶναι εὐφροσύνη ἀγρίων ὄνων καὶ τόποι βοσκῆς ποιμένων,
15 ἕως ἂν ἔλθῃ ἐφ᾿ ὑμᾶς πνεῦμα ἀφ᾿ ὑψηλοῦ. καὶ ἔσται ἔρημος ὁ Χέρμελ, καὶ ὁ Χέρμελ εἰς δρυμὸν λογισθήσεται. 15 Εως ότου έλθη εις σας Πνεύμα του Θεού από τον ουρανόν, και τότε η έρημος θα γίνη πλουσία και εύφορος, όπως ο Καρμηλος, και. το όρος Καρμηλος θα μεταβληθή εις πυκνόν δάσος. 15 μέχρις ὅτου ἔλθῃ ἐφ’ ὑμᾶς τὸ θεῖον Πνεῦμα ἐκ τοῦ ὕψους τοῦ οὐρανοῦ.Καὶ τότε ἡ ἔρημος θὰ γίνῃ εὔφορος ὡσὰν τὸ ὄρος Κάρμηλος, καὶ ὁ Κάρμηλος θὰ μεταβληθῇ εἰς ἄγριον καὶ πυκνὸν δάσος.
16 καὶ ἀναπαύσεται ἐν τῇ ἐρήμῳ κρίμα, καὶ δικαιοσύνη ἐν τῷ Καρμήλῳ κατοικήσει· 16 Και εις την έρημον ακόμη τότε θα επικρατήση δικαιοσύνη και εις αυτό το ορός Καρμηλος δικαιοσύνη· και εις αυτό το όρος Καρμηλος δικαιοσύνη θα κατοική. 16 Καὶ θὰ ἐγκαθιδρυθῇ μονίμως εἰς τὴν ἔρημον, τὴν εἰς εὔφορον γῆν ὑπὸ τοῦ Πνεύματος μεταβληθεῖσαν, τὸ δίκαιον, καὶ δικαιοσύνη θὰ κατοικήσῃ εἰς τὴν ἐξ ἐρήμου ὡς εὔφορον Κάρμηλον ἀναδειχθεῖσαν πεδιάδα.
17 καὶ ἔσται τὰ ἔργα τῆς δικαιοσύνης εἰρήνη, καὶ κρατήσει ἡ δικαιοσύνη ἀνάπαυσιν, καὶ πεποιθότες ἕως τοῦ αἰῶνος· 17 Εργον δε και αποτέλεσμα αυτής της δικαιοσύνης θα είναι η ειρήνη. Η δικαιοσύνη θα φέρη και θα απλώση μεταξύ των ανθρώπων την ανάπαυσιν και την ησυχίαν. Οι δε άνθρωποι θα προχωρούν πάντοτε, με πεποίθησιν στον Θεόν και την προστασίαν του. 17 Καὶ τὰ ἔργα καὶ αἱ συνέπειαι τῆς δικαιοσύνης θὰ εἶναι ἡ εἰρήνη· καὶ θὰ φέρῃ ἡ δικαιοσύνη ἐπικράτησιν τῆς ἀναπαύσεως καὶ ἡσυχίας· καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ ζοῦν ἐλεύθεροι ἀβεβαιότητος καὶ γεμᾶτοι πεποίθησιν καὶ θάρρος διαπαντός.
18 καὶ κατοικήσει ὁ λαὸς αὐτοῦ ἐν πόλει εἰρήνης καὶ ἐνοικήσει πεποιθώς, καὶ ἀναπαύσονται μετὰ πλούτου. 18 Ο λαός θα κατοικήση εις πόλεις ειρηνικάς, θα κατοικήση με πεποίθησιν εις την ασφάλειάν του και θα αναπαυθούν οι ότνθρωποι με τον πλούτον των. 18 Καὶ θὰ κατοικήσῃ ὁ λαὸς αὐτοῦ «τοῦ Κυρίου» εἰς πόλιν εἰρήνης, μὴ ἀπειλουμένην ὑπὸ τῆς ταραχῆς τοῦ πολέμου· καὶ θὰ οἰκήσῃ ἐντὸς αὐτῆς μετὰ θάρρους καὶ πεποιθήσεως, καὶ θὰ ἀναπαυθοῦν ἀποκτῶντες πλοῦτον.
19 ἡ δὲ χάλαζα ἐὰν καταβῇ, οὐκ ἐφ᾿ ὑμᾶς ἥξει. καὶ ἔσονται οἱ ἐνοικοῦντες ἐν τοῖς δρυμοῖς πεποιθότες ὡς οἱ ἐν τῇ πεδινῇ. 19 Εάν δε και πέση χάλαζα, δεν θα επέλθη εναντίον σας. Εκείνοι οι οποίοι θα κατοικούν εις τα δάση, θα είναι τόσον ήσυχοι και ασφαλείς, όσον και εκείνοι, οι οποίοι κατοικούν εις τας πεδιάδας. 19 Ὅταν δὲ ὡς ἄλλη χάλαζα ἐκδηλωθῇ ἡ θεία ὀργή, δὲν θὰ ἔλθῃ αὕτη καθ’ ὑμῶν.Καὶ θὰ εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν μέσα εἰς τὰ πυκνὰ δάση, ἐξ ἴσου ἥσυχοι καὶ ἀσφαλεῖς, ὅσον καὶ οἱ εἰς τὰς πεδιάδας κατοικοῦντες.
20 μακάριοι οἱ σπείροντες ἐπὶ πᾶν ὕδωρ, οὗ βοῦς καὶ ὄνος πατεῖ. 20 Ευτυχείς θα είναι εκείνοι, οι οποίοι θα σπείρουν εις μέρη, που ποτίζονται από ύδατα, και είναι ομαλά, ώστε ελεύθερα να πατούν εις αυτά το βόϊδι και ο όνος. 20 Μακάριοι ἐκεῖνοι, ποὺ σπείρουν εἰς κάθε τόπον ποτιζόμενον ἀπὸ νερόν, εἰς τὸν ὁποῖον εἶναι δυνατὸν νὰ πατήσῃ καὶ νὰ ὀργώσῃ τοῦτον βοῦς καὶ ὄνος.