Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· | 1 Ο Κυριος ωμίλησε προς εμέ και είπεν· | 1 Ωμίλησε δὲ ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ καὶ εἶπεν: |
2 υἱὲ ἀνθρώπου, προφήτευσον ἐπὶ τοὺς ποιμένας τοῦ ᾿Ισραήλ, προφήτευσον καὶ εἰπὸν τοῖς ποιμέσι· τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ὦ ποιμένες ᾿Ισραήλ, μὴ βόσκουσι ποιμένες ἑαυτούς; οὐ τὰ πρόβατα βόσκουσιν οἱ ποιμένες; | 2 “υιέ ανθρώπου, προφήτευσε εναντίον των πνευματικών ποιμένων του ισραηλιτικού λαού. Προφήτευσε και ειπέ στους ποιμένας αυτούς αυτά· λέγει ο Κυριος· Αλλοίμονον εις σας, ποιμένες του Ισραηλιτικού λαού. Μηπως τον εαυτόν των μόνον περιθάλπουν και δια τον εαυτόν των μόνον ενδιαφέρονται οι ποιμένες; Οι αληθινοί ποιμένες δεν βόσκουν τα πρόβατα των; | 2 Ἄνθρωπε, πρυφήτευσε διὰ τοὺς ποιμένας, τοὺς ἡγέτας τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, προφήτευσε καὶ νὰ εἰπῇς τὰ ἑξῆς εἰς αὐτοὺς τοὺς ποιμένας: Αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός: Σεῖς, ποιμένες τοῦ Ἰσραήλ, ἄραγε τοὺς ἑαυτούς των βόσκουν καὶ φροντίζουν συνήθως οἱ ποιμένες; Δὲν εἶναι ἔργον τῶν ποιμένων νὰ βόσκουν καὶ νὰ φροντίζουν τὰ πρόβατά των; |
3 ἰδοὺ τὸ γάλα κατέσθετε καὶ τὰ ἔρια περιβάλλεσθε καὶ τὸ παχὺ σφάζετε καὶ τὰ πρόβατά μου οὐ βόσκετε. | 3 Ιδού όμως, ότι σστο γάλα των προβάτων τρώγετε, με τα μαλλιά αυτών κατασκευάζετε ενδύματα και ενδύεσθε. Το παχύτερον από αυτά το σφάζετε· και εν τούτοις τα πρόβατά μου δεν τα βόσκετε. | 3 Ἰδοὺ ὅμως σεῖς, οἱ ποιμένες τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, τρώγετε τὸ γάλα τῶν ποιμνίων σας, παίρνετε τὰ μαλλιά των καὶ κάμνετε ἐνδύματα μὲ αὐτὰ καὶ τὰ φορεῖτε· κάθε δὲ παχὺ πρόβατον τὸ σφάζετε διὰ λογαριασμόν σας καὶ δὲν φροντίζετε νὰ θρέψετε τὰ πρόβατά μου αὐτά, τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ. |
4 τὸ ἠσθενηκὸς οὐκ ἐνισχύσατε καὶ τὸ κακῶς ἔχον οὐκ ἐσωματοποιήσατε καὶ τὸ συντετριμμένον οὐ κατεδήσατε καὶ τὸ πλανώμενον οὐκ ἐπεστρέψατε καὶ τὸ ἀπολωλὸς οὐκ ἐζητήσατε καὶ τὸ ἰσχυρὸν κατηργάσασθε μόχθῳ. | 4 Το εξησθενημένον πρόβατον δεν το ενισχύσατε. Το πάσχον δεν εφροντίσατε, ώστε να αναλάβη σωματικώς. Αυτό που έχει κάταγμα, δεν το επεδέσατέ με επιδέσμους. Το περιπλανηθέν δεν εφροντίσατε να το επαναφέρετε. Το χαμένον προβάτον δεν το ανεζητήσατε. Εχετε δε ενεργήσει με σκληρότητα και βίαν εναντίον του ζωηρού. | 4 Δὲν ἐφροντίσατε νὰ ἐνδυναμωθῇ κάποιο ἄρρωστον πρόβατον, καὶ ἄλλο ποὺ εἶχε κάποιαν πληγὴν δὲν ἐνδιεφέρθητε νὰ θεραπευθῇ καὶ νὰ εἶναι τελείως ὑγιές· δι' ἐκεῖνο ἐπίσης ποὺ εἶχε κτυπηθῆ καὶ τσακισθῆ δὲν ἐκάματε κάτι, ὥστε νὰ δέσετε καὶ θεραπεύσετε τὰ τραύματά του· αὐτὸ ποὺ εἶχε ξεφύγει ἀπὸ τὴν πορείαν του δὲν ἐσπεύσατε νὰ τὸ ἐπαναφέρετε κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα· αὐτὸ ποὺ εἶχε χαθῆ δὲν ἐπήγατε νὰ τὸ ἀναζητήσετε.Ὁποιοδήποτε δὲ ἀπὸ τὰ πρόβατά μου αὐτὰ ἦτο ὑγιὲς καὶ ἰσχυρὸν τὸ κατεπιέσατε μὲ ἔργα κοπιαστικά. |
5 καὶ διεσπάρη τά πρόβατά μου διὰ τὸ μὴ εἶναι ποιμένας καὶ ἐγενήθη εἰς κατάβρωμα πᾶσι τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ. | 5 Και έτσι τα λογικά μου πρόβατα διεσκορπίσθησαν, διότι δεν υπάρχουν οι στοργικοί ποιμένες. Εγιναν τροφή εις όλα τα άγρια θηρία της υπαίθρου. | 5 Διεσκορπίσθησαν δὲ τὰ πρόβατά μου, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχαν ἄξιοι ποιμένες, καὶ τὰ κατέφαγαν ὅλα τὰ ἄγρια θηρία τῆς ὑπαίθρου. |
6 καὶ διεσπάρη τά πρόβατά μου ἐν παντὶ ὄρει καὶ ἐπὶ πᾶν βουνὸν ὑψηλὸν καὶ ἐπὶ προσώπου πάσης τῆς γῆς διεσπάρη, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐκζητῶν οὐδὲ ὁ ἀποστρέφων. | 6 Διεσκορπίσθησαν τα πρόβατά μου εις κάθε όρος, εις κάθε υψηλόν λόφον. Εις όλην την έκτασιν της γης διεσκορπίσθησαν, διότι δεν υπήρχε πραγματικός και στοργικός ποιμήν, να τα επαναφέρη εις την ποίμνην και εις την μάνδραν. | 6 Διεσκορπίσθησαν λοιπὸν τὰ πρόβατά μου εἰς κάθε ὄρος καὶ εἰς κάθε ὑψηλὸν λόφον· διεσκορπίσθησαν εἰς ὅλην τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, καὶ δὲν ὑπῆρχε κάποιος νὰ τὰ ἀναζητήσῃ, οὔτε ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἠμπορουσε νὰ τὰ ἐπαναφέρῃ εἰς τὸν τόπον των. |
7 διὰ τοῦτο, ποιμένες, ἀκούσατε λόγον Κυρίου· | 7 Δια τούτο σεις, οι κακοί ποιμένες, ακούσατε, την απόφασιν του Κυρίου· | 7 Διὰ τοῦτο, σεῖς, ποιμένες τοῦ Ἰσραήλ, ἀκούσατε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου. |
8 ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος Κύριος, εἰ μὴν ἀντὶ τοῦ γενέσθαι τὰ πρόβατά μου εἰς προνομὴν καὶ γενέσθαι τὰ πρόβατά μου εἰς κατάβρωμα πᾶσι τοῖς θηρίοις τοῦ πεδίου, παρὰ τὸ μὴ εἶναι ποιμένας, καὶ οὐκ ἐξεζήτησαν οἱ ποιμένες τὰ πρόβατά μου, καὶ ἐβόσκησαν οἱ ποιμένες ἑαυτούς, τὰ δὲ πρόβατά μου οὐκ ἐβόσκησαν, | 8 ορκίζομαι λέγει ο Κυριος Κυριος και ενόρκως εξαγγέλλω την εναντίον σας απόφασίν μου· Επειδή τα λογικά μου πρόβατα εγκατελείφθησαν και αφέθησαν εις λεηλασίαν και κατεφαγώθησαν από όλα τα θηρία της υπαίθρου, διότι δεν υπήρχον καλοί ποιμένες, και όσοι ποιμένες υπήρχον ένεκα της αστοργίας των δεν ανεζήτησαν τα πρόβατά μου, αλλά εφρόντισαν δια τον εαυτόν των μόνον, εκμεταλλευόμενοι το ποίμνιόν μου, δεν έβγαλαν δε εις βοσκήν τα πρόβατά μου, | 8 Σᾶς βεβαιώνω ἐνόρκως εἰς τὴν ζωήν μου, λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός, ὅτι, ἐπειδὴ τὰ πρόβατά μου κατήντησαν νὰ γίνουν λάφυρα διὰ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἔγιναν τὰ πρόβατά μου χορταστικὴ τροφὴ δι’ ὅλα τὰ ἄγρια θηρία τῆς ὑπαίθρου ἕνεκα τῆς ἀπουσίας τῶν ἀξίων καὶ καλῶν ποιμένων· ἐπειδὴ ἐπίσης οἱ ποιμένες ἀδιαφόρησαν καὶ δὲν ἀνεζήτησαν τὰ πρόβατά μου, ποὺ εἶχαν πλανηθῇ, καὶ ἐπειδὴ ἐφρόντισαν αὐτοὶ οἱ ποιμένες μόνον διὰ τοὺς ἑαυτούς των καὶ δὲν ἐφρόντισαν νὰ θρέψουν τὰ πρόβατά μου, |
9 ἀντὶ τούτου, ποιμένες, | 9 δια την παρανομίαν σας αυτήν, ω ποιμένες, | 9 διὰ τοῦτο, ποιμένες, |
10 τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐπὶ τοὺς ποιμένας καὶ ἐκζητήσω τὰ πρόβατά μου ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν καὶ ἀποστρέψω αὐτοὺς τοῦ μὴ ποιμαίνειν τὰ πρόβατά μου, καὶ οὐ βοσκήσουσιν ἔτι οἱ ποιμένες αὐτά· καὶ ἐξελοῦμαι τὰ πρόβατά μου ἐκ τοῦ στόματος αὐτῶν. καὶ οὐκ ἔσονται αὐτοῖς ἔτι εἰς κατάβρωμα. | 10 αυτά λέγει ο Κυριος Κυριος· Θα επέλθω εγώ τιμωρός εναντίον των αστόργων ποιμένων και θα ζητήσω τα πρόβατά μου από τα χέρια των, θα τους καθαιρέσω και θα τους εκδιώξω, ώστε να μη ποιμαίνουν πλέον τα πρόβατά μου και οι κακοί αυτοί ποιμένες δεν θα τα βοσκήσουν. Θα αποσπάσω τα πρόβατά μου από την εκμετάλλευσίν των και δεν θα τα κατατρώγουν πλέον αυτοί. | 10 αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστής του παντός: Ἰδοὺ στρέφομαι Ἐγὼ ἐναντίον τῶν ἀναξίων ποιμένων καὶ θὰ ζητήσω τὰ πρόβατά μου ἕνα πρὸς ἕνα ἀπὸ τὰ χέρια των θὰ τοὺς ἀπομακρύνω δὲ ἀπὸ τὴν ποίμνην, ὥστε νὰ μὴ ποιμαίνουν πλέον τὰ πρόβατά μου εἰς τὸ ἑξῆς δὲν θὰ βοσκήσουν ἄλλην φορὰν οἱ ἀνάξιοι αὐτοὶ ποιμένες αὐτὰ τὰ πρόβατα, θὰ βγάλω τὰ πρόβατά μου ἀπὸ τὸ στόμα των, καὶ δὲν πρόκειται πλέον νὰ τὰ κατατρώγουν αὐτοί. |
11 διότι τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐκζητήσω τὰ πρόβατά μου καὶ ἐπισκέψομαι αὐτά. | 11 Διότι αυτά λέγει ο Κυριος Κυριος· Ιδού, εγώ θα αναζητήσω και θα φροντίσω και θα επισκεφθώ τα λογικά μου πρόβατα. | 11 Θὰ ἁπαλλαγοῦν τὰ πρόβατά μου ἀπὸ τοὺς κακοὺς ποιμένας, διότι αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τὸν παντός: Ἰδοὺ θὰ ἀναζητήσω Ἐγὼ τὰ πρόβατά μου θὰ τὰ ἐπισκεφθῶ καὶ θὰ τὰ φροντίσω. |
12 ὥσπερ ζητεῖ ὁ ποιμὴν τὸ ποίμνιον αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ, ὅταν ᾖ γνόφος καὶ νεφέλη ἐν μέσῳ προβάτων διακεχωρισμένων, οὕτως ἐκζητήσω τά πρόβατά μου καὶ ἀπελάσω αὐτὰ ἀπὸ παντὸς τόπου, οὗ διεσπάρησαν ἐκεῖ ἐν ἡμέρᾳ νεφέλης καὶ γνόφου. | 12 Οπως δε ένας στοργικός ποιμήν εις ημέραν σκότους και πυκνής νεφώσεως αναζητεί να εέρη το ποίμνιόν των ανάμεσα εις άλλα σκορπισμένα πρόβατα, έτσι και εγώ θα αναζητήσω τα πρόβατά μου. Θα τα περισυλλέξω και θα τα επαναφέρω εις την μάνδραν των από κάθε τόπον, στον οποίον έχουν διασκορπισθή κατά την ημέραν εκείνην της πυκνής νεφώσεως και του σκότους. | 12 Ὅπως ὁ βοσκὸς ἀναζητεῖ τὸ ποίμνιόν του, ὅταν μία ἡμέρα εἶναι σκοτεινὴ καὶ συννεφιασμένη, καὶ τὰ πρόβατα ἔχουν διασκορπισθῆ καὶ ἀναμειχθῆ μὲ ἄλλα, ἔτσι θὰ ἀναζητήσω καὶ Ἐγὼ τὰ ἰδικά μου πρόβατα· καὶ θὰ τὰ βγάλω ἀπὸ κάθε τόπον ὅπου διεσκορίσθησαν κατὰ τὴν σκοτεινὴν καὶ συννεφιασμένην ἡμέραν τῆς ἐθνικῆς τῶν συμφορᾶς. |
13 καὶ ἐξάξω αὐτοὺς ἐκ τῶν ἐθνῶν καὶ συνάξω αὐτοὺς ἀπὸ τῶν χωρῶν καὶ εἰσάξω αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν αὐτῶν καὶ βοσκήσω αὐτοὺς ἐπὶ τὰ ὄρη ᾿Ισραὴλ καὶ ἐν ταῖς φάραγξι καὶ ἐν πάσῃ κατοικίᾳ τῆς γῆς· | 13 Θα βγάλω, δηλαδή, τους Ισραηλίτας από τα ειδωλολατρικά έθνη, εις τα οποία είναι διασκορπισμένοι, θα τους συγκεντρώσω από τας διαφόρους χώρας και θα τους επαναφέρω εις την πατρίδα των. Θα ποιμάνω αυτούς εις τα όρη του Ισραήλ, εις τας φάραγγας της περιοχής των, εις κάθε κατοικήσιμον τόπον της χώρας των. | 13 Θὰ βγάλω λοιπὸν τοὺς Ἰσραηλίτας ἀπὸ τὰ ἔθνη, θὰ τοὺς μαζεύσω ἀπὸ τὰς διαφόρους χώρας, εἰς τὰς ὁποίας ἦσαν διεσκορπισμένοι, καὶ θὰ τοὺς ὁδηγήσω μέσα εἰς τὴν χώραν των.Θὰ τοὺς φέρω δὲ ὡσὰν ποίμνιον νὰ τραφοῦν εἰς τὰ βουνὰ τοῦ Ἰσραήλ, εἰς τὰ φαράγγια καὶ εἰς κάθε κατοικημένον τόπον τῆς χώρας των. |
14 ἐν νομῇ ἀγαθῇ βοσκήσω αὐτοὺς καὶ ἐν τῷ ὄρει τῷ ὑψηλῷ ᾿Ισραὴλ ἔσονται αἱ μάνδραι αὐτῶν· ἐκεῖ κοιμηθήσονται καὶ ἐκεῖ ἀναπαύσονται ἐν τρυφῇ ἀγαθῇ, καὶ ἐν νομῇ πίονι βοσκηθήσονται ἐπὶ τῶν ὀρέων ᾿Ισραήλ. | 14 Θα τους βοσκήσω και θα τους θρέψω εις κάθε πλουσίαν νομήν. Εις τα υψηλά όρη της χώρας του Ισραήλ θα υπάρχουν αι μάνδραι των δι' ασφάλειαν των. Εκεί, εις την πατρίδα των, θα κοιμηθούν και θα αναπαυθούν εις πολλήν τρυφήν. Θα βοσκήσουν εις πλούσια βοσκοτόπια επάνω εις τα όρη του Ισραήλ. | 14 Θὰ τοὺς θρέψω μὲ καλὴν τροφὴν καὶ θὰ ἐγκατασταθοῦν εἰς τὸ ὑψηλὸν ὄρος τοῦ Ἰσραήλ.Ἐκεῖ θὰ κοιμηθοῦν, ἐκεῖ θὰ ἀναπαυθοῦν καὶ θὰ ἀπολαυάνουν καλῶς τὰ ἀγαθὰ ποὺ θὰ ἔχουν.Θὰ βόσκουν, θὰ τρέφωνται μὲ πλουσίαν τροφὴν ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ τοῦ Ἰσραήλ. |
15 ἐγὼ βοσκήσω τὰ πρόβατά μου καὶ ἐγὼ ἀναπαύσω αὐτά, καὶ γνώσονται ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος. τάδε λέγει Κύριος Κύριος· | 15 Εγώ θα βοσκήσω τα πρόβατά μου, εγώ θα τα αναπαύσω και θα μάθουν, ότι εγώ είμαι ο Κυριος. Αυτά ακόμη λέγει ο Κυριος Κυριος. | 15 Ἐγὼ θὰ ποιμάνω τὰ πρόβατά μου καὶ Ἐγὼ θὰ τὰ ἀναπαύσω· καὶ τότε θὰ μάθουν ὅτι ποιμήν των εἶμαι Ἐγώ, ὁ Κύριος τῶν πάντων.Αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός. |
16 τὸ ἀπολωλὸς ζητήσω καὶ τὸ πλανώμενον ἐπιστρέψω καὶ τὸ συντετριμμένον καταδήσω καὶ τὸ ἐκλεῖπον ἐνισχύσω καὶ τὸ ἰσχυρὸν φυλάξω καὶ βοσκήσω αὐτὰ μετὰ κρίματος. | 16 Το χαμένον προβάτον θα το αναζητήσω, το περιπλανηθέν θα το επαναφέρω εις την μάνδραν, αυτό που έχει υποστή κάταγμα θα το περιποιηθώ με επιδέσμους. Το εξησθενημένον και έτοιμον να σβήση θα το ενισχύσω. Το υγιές και ισχυρόν θα το προφυλάξω, και θα ποιμάνω αυτά μετά δικαιοσύνης. | 16 Θὰ ἀναζητήσω τὸ χαμένον πρόβατον· θὰ ἐπαναφέρω αὐτὸ ποὺ ἔχει πλανηθῇ καὶ ἔχασε τὸν δρόμον του· θὰ δέσω καλὰ τὰ τραύματα αὐτοῦ ποὺ ἔχει συντριβῆ καὶ τσακισθῆ· θὰ ἐνδυναμώσω αὐτὸ ποὺ κινδυνεύει νὰ πέσῃ κάτω ἀπὸ τὴν ἐξάντλησιν· αὐτὸ δὲ ποὺ εἶναι ἰσχυρὸν θὰ τὸ προφυλάξω, διὰ νὰ μὴ πληγωθῇ.Θὰ ποιμάνω τὰ πρόβατά μου ὀρθῶς, μὲ διάκρισιν καὶ δικαιοσύνην. |
17 καὶ ὑμεῖς, πρόβατα, τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ διακρινῶ ἀναμέσον προβάτου καὶ προβάτου, κριῶν καὶ τράγων. | 17 Και σεις, ω πρόβατα του Ισραήλ, ακούσατε· αυτά λέγει ο Κυριος Κυριος· Ιδού εγώ θα ξεχωρίσω πρόβατα από πρόβατα και κριους από τράγους. Προς τα καλοθρεμμένα και ισχυρά θα είπω· | 17 Ἀκούσατε καὶ σεῖς, πρόβατα, αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός: Ἰδού, θὰ ξεχωρίσω Ἐγὼ τὰ πρόβατα μεταξύ των, θὰ ξεχωρίσω ἐπίσης τὰ κριάρια ἀπὸ τοὺς τράγους. |
18 καὶ οὐχ ἱκανὸν ὑμῖν ὅτι τὴν καλὴν νομὴν ἐνέμεσθε, καὶ τὰ κατάλοιπα τῆς νομῆς ὑμῶν κατεπατεῖτε τοῖς ποσὶν ὑμῶν; καὶ τὸ καθεστηκὸς ὕδωρ ἐπίνετε, καὶ τὸ λοιπὸν τοῖς ποσὶν ὑμῶν ἐταράσσετε; | 18 Δεν σας είναι αρκετόν ότι εβόσκετε την καλυτέραν νομήν, διατί κατεπατούσατε με τα πόδια σας τα υπόλοιπα της καλής βοσκής σας; Δεν είναι αρκετόν ότι το υπάρχον νερό επίνατε; Διατί το υπόλοιπον, που υπήρχεν εις την ποτίστραν το ανεταράσσατε με τα πόδια σας και το εθολώνατε; | 18 Δὲν σᾶς ἀρκοῦσε ὅτι ἐτρώγατε σεῖς, τὰ ἰσχυρὰ πρόβατα, τὴν καλὴν τροφήν; Διατὶ λοιπὸν κατεπατούσατε μὲ τὰ πόδια σας τὴν τροφὴν ποὺ ἀπέμενεν ὅταν ἐχορταίνατε; Ἐπίνατε ἐπίσης τὸ καθαρὸν νερό, ποὺ εἶχε κατακαθήσει καὶ ἠρεμήσει· διατὶ ὅμως ἐταράσσατε καὶ ἐθολώνατε τὸ νερὸ ποὺ ἀπέμενε μετὰ τὸ ἰδικόν σας ξεδίψασμα; |
19 καὶ τὰ πρόβατά μου τὰ πατήματα τῶν ποδῶν ὑμῶν ἐνέμοντο καὶ τὸ τεταραγμένον ὕδωρ ὑπὸ τῶν ποδῶν ὑμῶν ἔπινον; | 19 Ητο ορθόν και πρέπον τα άλλα πρόβατά μου να βόσκουν εις την πατημένην από τα πόδια σας χλόην και να πίνουν το θολωμένον από τα πόδια σας νερό; | 19 Μὲ αὐτὸ ποὺ ἐκάμνατε δὲν ἦσαν ὑποχρεωμένα τὰ πρόβατά μου νὰ τρέφωνται μὲ αὐτὰ ποὺ εἶχαν καταπατήσει τὰ πόδια σας καὶ νὰ πίνουν τὸ νερὸ ποὺ εἶχαν ἀναταράξει καὶ θολώσει τὰ πόδια σας; |
20 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ διακρινῶ ἀναμέσον προβάτου ἰσχυροῦ καὶ ἀναμέσον προβάτου ἀσθενοῦς. | 20 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος Κυριος· Εγώ θα ξεχωρίσω ανά μέσον ισχυρών και καλοθρεμμένων προβάτων και ανά μέσον ασθενικών προβάτων. | 20 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός: Ἰδού, θὰ ξεχωρίσω Ἐγὼ τὸ δυνατὸν ἀπὸ τὸ ἀδύνατον πρόβατον. |
21 ἐπὶ ταῖς πλευραῖς καὶ τοῖς ὤμοις ὑμῶν διωθεῖσθε καὶ τοῖς κέρασιν ὑμῶν ἐκερατίζετε καὶ πᾶν τὸ ἐκλεῖπον ἐξεθλίβετε. | 21 Σεις, τα ισχυρά και καλοθρεμμένα πρόβατα, με τας πλευράς σας και με τους ώμους σας απωθείτε τα ασθενικά, με τα κέρατά σας τα κτυπάτε και συνθλίβετε όλα τα αδύνατα πρόβατα. | 21 Σεῖς, τὰ ἰσχυρὰ πρόβατα, μὲ τὰ πλευρὰ καὶ τοὺς ὤμους σας ἐσπρώχνατε τὰ ἀδύνατα, καὶ μὲ τὰ κέρατά σας τὰ ἐκτυπούσατε καὶ κάθε ἀδύνατον πρόβατον τὸ κατεπιέζατε. |
22 καὶ σώσω τὰ πρόβατά μου, καὶ οὐ μὴ ὦσιν ἔτι εἰς προνομήν, καὶ κρινῶ ἀναμέσον κριοῦ πρὸς κριόν. | 22 Εγώ όμως θα προφυλάξω και θα σώσω τα πρόβατά μου και δεν θα είναι πλέον εις λεηλασίαν και διαρπαγήν. Θα κάμω διάκρισιν μεταξύ ισχυρού κριου και ασθενούς και το ασθενές πρόβατον εγώ θα το περιβάλλω με ιδιαιτέραν φροντίδα. | 22 Θὰ σώσω λοιπὸν τὰ πρόβατά μου, καὶ δὲν θὰ εἶναι πλέον ὡσὰν λάφυρα εἰς τὴν διάθεσιν τῶν ἰσχυρῶν καὶ θὰ ξεχωρίσω τὸ ἕνα κριάρι ἀπὸ τὸ ἄλλο. |
23 καὶ ἀναστήσω ἐπ' αὐτοὺς ποιμένα ἕνα καὶ ποιμανεῖ αὐτούς, τὸν δοῦλόν μου Δαυίδ, καὶ ἔσται αὐτῶν ποιμήν· | 23 Θα αναδείξω δια τους Ισραηλίτας ένα καλόν ποιμένα, ο οποίος θα ποιμάνη αυτούς. Ο ποιμήν αυτός θα είναι ο δούλος μου Δαυΐδ, ο κατά σάρκα ένδοξος απόγονος του Δαυΐδ, ο Χριστός. Αυτός θα είναι ο στοργικός ποιμήν. | 23 Θὰ ἀναδείξω δὲ εἰς αὐτούς, εἰς τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ, ἕνα ποιμένα, ὁ ὁποῖος θὰ τοὺς ποιμαίνη εἰς τὸ ἑξῆς.Θὰ εἶναι ὁ νέος δοῦλος μου Δαβὶδ καὶ θὰ γίνῃ ὁ ποιμήν των. |
24 καὶ ἐγὼ Κύριος ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, καὶ Δαυὶδ ἄρχων ἐν μέσῳ αὐτῶν· ἐγὼ Κύριος ἐλάλησα. | 24 Εγώ τότε, ο Κυριος, θα είμαι Θεός των Ισραηλιτών, ο δε Δαυίδ θα είναι αρχηγός εν μέσω αυτών. Εγώ ο Κυριος ωμίλησα και ετσι θα γίνη. | 24 Ἐγὼ δὲ ὁ Κύριος τῶν πάντων θὰ εἶμαι δι’ αὐτοὺς ὁ Θεός, ὁ δὲ νέος Δαβὶδ θὰ ἄρχῃ ἀνάμεσά των.Τὰ εἶπα αὐτὰ Ἐγώ, ὁ Κύριος τῶν πάντων. |
25 καὶ διαθήσομαι τῷ Δαυὶδ διαθήκην εἰρήνης καὶ ἀφανιῶ θηρία πονηρὰ ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ κατοικήσουσιν ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ὑπνώσουσιν ἐν τοῖς δρυμοῖς. | 25 Θα συνάψω με τον Δαυΐδ αυτόν συμφωνίαν ειρήνης και θα εξαφανίσω τα δόλια και άγρια θηρία από την χώραν του Ισραήλ. Και θα κατοικήσουν τότε οι Ισραηλίται εν ασφάλεία εις ερήμους τόπους, θα πέσουν τότε και θα κοιμηθούν και εις αυτά ακόμη τα δάση, χωρίς κανένα φόβον. | 25 Θὰ συνάψω δὲ διαθήκην εἰρήνης μὲ τὸν νέον Δαβὶδ καὶ θὰ ἐξαφανίσω τὰ ἄγρια καὶ τρομερὰ θηρία ἀπὸ τὴν γῆν των.Θὰ ἐπικρατῆ πλέον ἀσφάλεια καὶ ἔτσι θὰ κατοικοῦν οἱ ἄνθρωποι χωρὶς κανένα φόβον εἰς τὴν ἔρημον καὶ θὰ κοιμοῦνται εἰς τὰ δάση χωρὶς ἀνησυχίαν. |
26 καὶ δώσω αὐτοὺς περικύκλῳ τοῦ ὄρους μου· καὶ δώσω τὸν ὑετὸν ὑμῖν, ὑετὸν εὐλογίας. | 26 Θα εγκαταστήσω αυτούς γύρω από το άγιον όρος μου. Θα στείλω εις σας την βροχήν, βροχήν ευλογίας προς καρποφορίαν. | 26 Θὰ τοὺς βάλω γύρω - γύρω ἀπὸ τὸ ὄρος μου, τὸν λόφον Σιών.Καὶ θὰ σᾶς στείλω τὴν βροχήν, ἄφθονον βροχὴν εὐλογίας. |
27 καὶ τὰ ξύλα τὰ ἐν τῷ πεδίῳ δώσει τὸν καρπὸν αὐτῶν, καὶ ἡ γῆ δώσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς, καὶ κατοικήσουσιν ἐπὶ τῆς γῆς αὐτῶν ἐν ἐλπίδι εἰρήνης, καὶ γνώσονται ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ἐν τῷ συντρίψαι με τὸν ζυγὸν αὐτῶν· καὶ ἐξελοῦμαι αὐτοὺς ἐκ χειρὸς τῶν καταδουλωσαμένων αὐτούς. | 27 Τα δένδρα, που ευρίσκονται εις τας πεδιάδας, θα δώσουν πλουσίους τους καρπούς των. Η γη θα αποδώση πλούσια τα προϊόντα της και οι άνθρωποι θα κατοικήσουν εις τας χώρας των με ειρήνην και καλάς ελπίδας. Και θα μάθουν ότι εγώ είμαι ο Κυριος, όταν θα συντρίψω τον ζυγόν των και θα τους ελευθερώσω. Θα τους βγάλω από τα χέρια εκείνων, οι οποίοι τους έχουν υποδουλώσει. | 27 Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς βροχῆς τὰ δένδρα τῆς ὑπαίθρου θὰ δώσουν κανονικῶς τοὺς καρπούς των καὶ ἡ γῆ θὰ προσφέρῃ τὰ πλούσια προϊόντα της.Θὰ κατοικήσουν δὲ εἰς τὴν χώραν των μὲ τὴν βεβαιότητα τῆς εἰρήνης διὰ τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον.Ὅταν λοιπὸν συντρίψω τὸν ζυγὸν τῆς σκλαβιᾶς των, θὰ μάθουν ὅτι Ἐγώ, ὁ Θεός των, εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων.Θὰ τοὺς βγάλω ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὰ χέρια ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τοὺς ἔχουν ὑποδουλώσει. |
28 καὶ οὐκ ἔσονται ἔτι ἐν προνομῇ τοῖς ἔθνεσι, καὶ τὰ θηρία τῆς γῆς οὐκέτι μὴ φάγωσιν αὐτούς· καὶ κατοικήσουσιν ἐν ἐλπίδι, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς. | 28 Δεν θα είναι πλέον ανυπεράσπιστοι από λεηλασίαν εκ μέρους των εθνών και τα θηρία της γης δεν θα τους κατατρώγουν πλέον. Θα κατοικήσουν ήσυχοι με βεβαίαν ελπίδα εις την προστασίαν του Θεού και δεν θα υπάρχη κανείς, ο οποίος θα τους προξενή φόβον. | 28 Δὲν θὰ εἶναι πλέον ὡσὰν λάφυρα εἰς τὴν διάθεσιν τῶν διαφόρων ἐθνῶν, καὶ δὲν πρόκειται νὰ τοὺς καταφάγουν πλέον τὰ θηρία τῆς γῆς.Θὰ κατοικοῦν μὲ ἀσφάλειαν, ποὺ χαρίζει ἡ βεβαία ἐλπὶς εἰς Ἐμέ, καὶ δὲν πρόκειται νὰ τοὺς φοβερίσῃ καὶ ἀπειλήσῃ κανείς. |
29 καὶ ἀναστήσω αὐτοῖς φυτὸν εἰρήνης, καὶ οὐκέτι ἔσονται ἀπολλύμενοι λιμῷ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὀνειδισμὸν ἐθνῶν οὐ μὴ ἐνέγκωσιν ἔτι. | 29 Θα αναδείξω και θα εγκαταστήσω εν μέσω αυτών ευλογημένον φυτόν, άνθρωπον εκ του γένους των, ο οποίος θα εξασφάλιση εις αυτούς ειρηνικήν ζωήν και ποτέ πλέον δεν θα εξολοθρεύωνται από λιμόν εις την χώραν των, ούτε και θα υποστούν πλέον εμπαιγμούς και εξευτελισμούς από τα ειδωλολατρικά έθνη. | 29 Θὰ ἀναδείξω εἰς αὐτοὺς ἄρχοντα, ποὺ ὡσὰν φυτὸν θὰ καρποφορῇ εἰρήνην· καὶ δὲν πρόκειται πλέον νὰ ἀποθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖναν εἰς τὴν χώραν των, οὔτε θὰ ὑποφέρουν εἰς τὸ ἑξῆς ὀνειδισμὸν καὶ ἐμπαιγμοὺς ἀπὸ τὰ ἔθνη. |
30 καὶ γνώσονται ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς αὐτῶν, καὶ αὐτοὶ λαός μου, οἶκος ᾿Ισραήλ, λέγει Κύριος Κύριος. | 30 Ετσι θα μάθουν ότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός των και αυτοί, οι Ισραηλίται, ότι είναι λαός μου, λέγει ο Κυριος Κυριος. | 30 Θὰ γνωρίσουν ἔτσι ὅτι Ἐγώ, ὁ Θεός των, εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων, καὶ αὐτοί, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, εἶναι ὁ λαός μου, λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός. |
31 πρόβατά μου καὶ πρόβατα ποιμνίου μού ἐστε, καὶ ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, λέγει Κύριος Κύριος. | 31 Πρόβατά μου, πρόβατα του ιδικού μου ποιμνίου είσθε σεις, ω Ισραηλίται, και εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας”, λέγει ο Κυριος Κυριος. | 31 Πρόβατα ἰδικά μου, πρόβατα τοῦ ποιμνίου μου εἶσθε σεῖς· καὶ Ἐγώ, ὁ Κύριος τῶν πάντων, εἶμαι ὁ Θεός σας, λέγει διὰ τοὺς Ἰσραηλίτας ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός. |