Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ σὺ λαβὲ θρῆνον ἐπὶ τὸν ἄρχοντα τοῦ ᾿Ισραὴλ | 1 Και συ, προφήτα, άρχισε να θρηνολογης δια τον βασιλέα του ιουδαϊκού λαού | 1 Καὶ τώρα, ἄνθρωπε, λέγει ὁ Θεός, θρήνησε διὰ τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσραήλ. |
2 καὶ ἐρεῖς· τί ἡ μήτηρ σου; σκύμνος· ἐν μέσῳ λεόντων ἐγενήθη, ἐν μέσῳ λεόντων ἐπλήθυνε σκύμνους αὐτῆς. | 2 και είπε· Ποιά είναι η μητέρα σου; Τέκνον λεαίνης, ανάμεσα εις άλλους λέοντας εγεννήθη και ανάμεσα εις άλλους λέοντας εγέννησε πολλούς μικρούς λέοντας. | 2 Νὰ εἰπῇς δὲ τὰ ἑξῆς: Τί ἦτο ἡ μητέρα σου, δηλαδὴ ἡ Ἰουδαία; Μία μικρὰ λέαινα.Ἐγεννήθη ἀνάμεσα εἰς ἄλλα λεοντάρια καὶ ἐπολλαπλασίασε τὰ μικρά της τέκνα ἀνάμεσα εἰς ἄλλα λεοντάρια « εἰς ἄλλα δηλαδὴ ἔθνη, ποὺ εἶχαν βασιλεῖς». |
3 καὶ ἀπεπήδησεν εἷς τῶν σκύμνων αὐτῆς, λέων ἐγένετο καὶ ἔμαθε τοῦ ἁρπάζειν ἁρπάγματα, ἀνθρώπους ἔφαγε. | 3 Ενας από τους λεοντιδείς ανεπτύχθη πολύ και δεκρίθη, έγινε λέων, έμαθε να αρπάζη τα θύματά του, έφαγεν ανθρώπους. | 3 Καὶ ἐτινάχθη καὶ ἀνεπτύχθη ἕνα ἀπὸ τὰ μικρά της λεοντάρια καὶ ἔγινε λεοντάρι ἰσχυρὸν καὶ ἔμαθε νὰ ἁρπάζῃ τὰ θύματά του· κατεσπάραξε δὲ καὶ ἀνθρώπους.« Πρόκειται διὰ τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων Ἰωαχάζ, ὁ ὁποῖος ἦτο δυσσεβὴς καὶ σκληρὸς μονάρχης»· |
4 καὶ ἤκουσαν κατ' αὐτοῦ ἔθνη, ἐν τῇ διαφθορᾷ αὐτῶν συνελήφθη, καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἐν κημῷ εἰς γῆν Αἰγύπτου. | 4 Τα άλλα έθνη ήκουσαν να γίνεται λόγος εναντίον αυτού, έστησαν δολίαν παγίδα και τον συνέλαβαν, τον εφίμωσαν και τον οδήγησαν εις την χώραν της Αιγύπτου. | 4 Ἔμαθαν διὰ τὴν σκληρότητά του τὰ ἄλλα ἔθνη καὶ ἀφοῦ συνέλαβαν μὲ παγίδα αὐτὸν τὸν λέοντα, ἔκλεισαν μὲ φίμωτρον τὸ στόμα του καὶ τὸν « ὁδήγησαν εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου. |
5 καὶ εἶδεν ὅτι ἀπῶσται ἀπ' αὐτῆς, ἀπώλετο ἡ ὑπόστασις αὐτῆς, καὶ ἔλαβεν ἄλλον ἐκ τῶν σκύμνων αὐτῆς, λέοντα ἔταξεν αὐτόν, | 5 Η μητέρα του, η λέαινα, είδεν ότι ο λέων αυτός απεσπάσθη και απεμακρύνθη από αυτήν. Εχασε κάθε ελπίδα δια την ύπαρξίν του και επήρεν έναν άλλον από τους σκύμνους της, τον ανέδειξε και τον εγκατέστησεν ως λέοντα. | 5 Ὅταν εἶδεν ἡ λέαινα μητέρα του ὅτι ἐξηφανίσθη τὸ λεοντάρι της καὶ ἐχάθη ἡ ἐλπὶς ποὺ ἐστήριξεν εἰς αὐτό, ἐπῆρε ἕνα ἄλλο ἀπὸ τὰ λεοντάρια της καὶ τὸ ἔκαμε βασιλέα τῶν ἄλλων.« Πρόκειται διὰ τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων Ἰωαχὶμ ἢ Ἰεχονίαν, ὁ ὁποῖος ἦτο βάναυσος καὶ ἄδικος μονάρχης». |
6 καὶ ἀνεστρέφετο ἐν μέσῳ λεόντων, λέων ἐγένετο καὶ ἔμαθεν ἁρπάζειν ἁρπάγματα, ἀνθρώπους ἔφαγε· | 6 Αυτός εζούσε ανάμεσα στους άλλους λέοντας, έγινε πραγματικός λέων, έμαθε να αρπάζη τα θύματά του και να τρώγη τους ανθρώπους. | 6 Τὸ νέον αὐτὸ λεοντάρι ἐζοῦσε ἀνάμεσα εἰς ἄλλα λεοντάρια « ἄρχοντας δηλαδὴ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ βασιλεῖς ἄλλων ἐθνῶν».Ἔγινε δυνατὸ λεοντάρι, ἔμαθε νὰ ἁρπάζῃ τὰ θύματα του καὶ κατεσπάραξεν ἀνθρώπους. |
7 καὶ ἐνέμετο τῷ θράσει αὐτοῦ καὶ τὰς πόλεις αὐτῶν ἐξηρήμωσε καὶ ἠφάνισε γῆν καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς ἀπὸ φωνῆς ὠρυώματος αὐτοῦ. | 7 Με θράσος πολύ ελυμαίνετο τα πάντα, ερήμωνε τας πόλεις των ανθρώπων, εξωλόθρευσε την χώραν, τους ανθρώπους και τα ζώα αυτής ετρομοκρατούσε με τους βρυχηθμούς του. | 7 Μὲ τὸ θράσος δὲ καὶ τὴν ἀγριότητά του κατέτρωγε τὰ πάντα· ἐρήμωσεν ἐντελῶς τὰς πόλεις των· κατέστρεψε δὲ τὴν χώραν καὶ τοὺς κατοίκους της μὲ τὰ τρομερὰ οὐρλιαχτὰ καὶ τοὺς βρυχηθμοὺς του « δηλαδὴ μὲ τοὺς σκληροὺς φόρους». |
8 καὶ ἔδωκαν ἐπ' αὐτὸν ἔθνη ἐκ χωρῶν κυκλόθεν καὶ ἐξεπέτασαν ἐπ' αὐτὸν δίκτυα αὐτῶν, ἐν διαφθορᾷ αὐτῶν συνελήφθη· | 8 Τα άλλα έθνη από τας γύρω χώρας των συνησπίσθησαν και εβάδισαν εναντίον αυτού. Ηπλωσαν δι' αυτόν τα δίκτυά των, τον συνέλαβαν εις την δολίαν παγίδα των. | 8 Ἐπετέθησαν ὅμως ἐναντίον τοῦ λαοὶ ἀπὸ τὰς χώρας ποὺ ἦσαν ὁλόγυρα καὶ ἅπλωσαν ἐπάνω του τὰ δίκτυά των καὶ συνελήφθη εἰς τὴν παγίδα των. |
9 καὶ ἔθεντο αὐτὸν ἐν κημῷ καὶ ἐν γαλεάγρᾳ, ἦλθε πρὸς βασιλέα Βαβυλῶνος, καὶ εἰσήγαγεν αὐτὸν εἰς φυλακήν, ὅπως μὴ ἀκουσθῇ ἡ φωνὴ αὐτοῦ ἐπὶ τὰ ὄρη τοῦ ᾿Ισραήλ. | 9 Τον εφίμωσαν, τον έβαλαν μέσα εις κλωβόν, τον έφεραν προς τον βασιλέα της Βαβυλώνος και εκείνος τον έρριψεν εις την φυλακήν, δια να μη ακουσθή πλέον η φωνή του επάνω εις τα όρη της γης Ισραήλ ! | 9 Καὶ ἀφοῦ ἔκλεισαν μὲ φίμωτρον τὸ στόμα του καὶ τὸν ἔβαλαν εἰς ἕνα εἰδικὸν κλουβί, ὠδηγήθη πρὸς τὸν βασιλέα τῆς Βαβυλῶνος, ὁ ὁποῖος τὸν ἔρριψεν εἰς τὴν φυλακήν, διὰ νὰ μὴ ἀκουσθῇ ἄλλην φορὰν ὁ βρυχηθμὸς αὐτοῦ τοῦ λέοντος εἰς τὰ βουνὰ τῆς χώρας τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
10 ἡ μήτηρ σου ὡς ἄμπελος καὶ ὡς ἄνθος ἐν ρόᾳ ἐν ὕδατι πεφυτευμένη, ὁ καρπὸς αὐτῆς καὶ ὁ βλαστὸς αὐτῆς ἐγένετο ἐξ ὕδατος πολλοῦ. | 10 Η μητέρα σου είναι ωσάν την άμπελον. Είναι ωσάν το άνθος της ροδιάς, η οποία έχει φυτευθή πλησίον εις ύδατα. Οι καρποί και οι βλαστοί της ήσαν άφθονοι, χάρις εις τα πλούσια ποτίσματα. | 10 Ἡ μητέρα σου ἦτο ὡσὰν μία ἄμπελος καὶ ὡσὰν ἄνθος ροδιᾶς φυτευμένης δίπλα εἰς ἄφθονα νερά.Οἱ καρποί της, ὅπως καὶ τὰ κλαδιά της, ἦσαν εὔχυμοι καὶ μεστωμένοι, διότι ἡ ἄμπελος ἐποτίζετο πολὺ « εἶχε πλοῦτον ἀγαθῶν». |
11 καὶ ἐγένετο αὐτῇ ράβδος ἐπὶ φυλὴν ἡγουμένων, καὶ ὑψώθη τῷ μεγέθει αὐτῆς ἐν μέσῳ στελεχῶν καὶ εἶδε τὸ μέγεθος αὐτῆς ἐν πλήθει κλημάτων αὐτῆς. | 11 Εβλάστησε και ανεπτύχθη εις αυτήν ισχυρύς βλαστός, σκήπτρον εις φυλήν αρχόντων. Και ο βλαστός αυτός υψώθη και ανεπτύχθη, διεκρίθη δια το μέγεθός του ανάμεσα εις άλλα στελέχη. Η μήτηρ σου είδε το μέγεθος του σκήπτρου αυτού μεταξύ του πλήθους των άλλων βλαστών της. | 11 Ἀνεπτύχθη δὲ ἰδιαιτέρως ἕνα κλαδί της, ἕνας ἀπόγονος δηλαδὴ τῆς βασιλικῆς φυλῆς τὸν Ἰούδα « πρόκειται διὰ τὸν βασιλέα Σεδεκίαν», καὶ ὑψώθη τὸ μέγεθος του μεταξὺ τῶν ἄλλων κλημάτων· καὶ εἶδεν ἡ μητέρα του ἄμπελος τὸ ὕψος καὶ τὸ μεγαλεῖον του μεταξὺ τῶν ἄλλων βλαστῶν της. |
12 καὶ κατεκλάσθη ἐν θυμῷ, ἐπὶ γῆν ἐρρίφη, καὶ ἄνεμος ὁ καύσων ἐξήρανε τὰ ἐκλεκτὰ αὐτῆς· ἐξεδικήθη καὶ ἐξηράνθη ἡ ράβδος ἰσχύος αὐτῆς, πῦρ ἀνήλωσεν αὐτήν. | 12 Αίφνης όμως συνετρίβη αυτή με θυμόν, ερρίφθη κάτω στο έδαφος. Ο καυστικός άνεμος εξήρανε τους εκλεκτούς βλαστούς της. Ετιμωρήθη και εξηράνθη η βασιλική ράβδος. Το πυρ την κατέφαγε. | 12 Ξαφνικὰ ὅμως κατεκόπη μὲ θυμὸν καὶ σφοδρότητα ἡ ἄμπελος, ἐρρίφθη εἰς τὴν γῆν καὶ ἄνεμος καυστικὸς ἐξήρανε τὰ ἐκλεκτὰ κλαδιά της.Ἐτιμωρήθη καὶ ἐξηράνθη ὁ βλαστὸς τῆς δυνάμεώς της, δηλαδὴ ὁ βασιλεὺς Σεδεκίας.Τὴν κατέφαγε δὲ τελικῶς ἡ φωτιά. |
13 καὶ νῦν πεφύτευκαν αὐτὴν ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐν γῇ ἀνύδρῳ· | 13 Τωρα είναι φυτευμένη εις μίαν έρημον και χωρίς νερό περιοχήν. | 13 Καὶ τώρα τὴν ἔχουν φυτεύσει εἰς τὴν ἔρημον, εἰς μίαν περιοχὴν ἄνυδρον καὶ ξηράν « ἐκτὸς τῆς Ἱερουσαλήμ». |
14 καὶ ἐξῆλθε πῦρ ἐκ ράβδου ἐκλεκτῶν αὐτῆς καὶ κατέφαγεν αὐτήν, καὶ οὐκ ἦν ἐν αὐτῇ ράβδος ἰσχύος. φυλὴ εἰς παραβολὴν θρήνου ἐστὶ καὶ ἔσται εἰς θρῆνον. | 14 Φωτιά εβγήκεν από την ράβδον ανάμεσα από τους άλλους εκλεκτούς βλαστούς της και την κατέφαγε. Και έτσι δεν υπάρχει εις αυτήν την άμπελον ο εξαιρετικός και ισχυρός εκείνος βλαστός. Η παραβολή αυτή αναφέρεται εις μίαν φυλήν αξιοθρήνητον, και θα είναι η φυλή αυτή αξία θρήνου επί πολύν χρόνον. | 14 Καὶ ἐξεπήδησε φωτιὰ ἀπὸ ἕνα κλαδὶ μεταξὺ τῶν ἐκλεκτῶν βλαστῶν της καὶ τὴν κατέφαγε.Δὲν ἀπέμεινε πλέον εἰς αὐτὴν κανένα δυνατὸ κλαδί.Ἡ βασιλικὴ αὐτὴ φυλὴ ἔγινε παράδειγμα ἀξιοθρήνητον καὶ θὰ παραμένῃ ἀξιοθρήνητος. |