Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· | 1 Ο Κυριος ωμίλησεν εις εμέ και είπε· | 1 Ωμίλησε δὲ πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ καὶ εἶπεν: |
2 υἱὲ ἀνθρώπου, δύο γυναῖκες ἦσαν θυγατέρες μητρὸς μιᾶς | 2 “υιέ ανθρώπου, ήσαν δύο γυναίκες θυγατέρες της αυτής μητρός | 2 Ὑπῆρχαν, ἄνθρωπε, δύο γυναῖκες, θυγατέρες τῆς ἰδίας μητέρας, |
3 καὶ ἐξεπόρνευσαν ἐν Αἰγύπτῳ ἐν τῇ νεότητι αὐτῶν· ἐκεῖ ἔπεσον οἱ μαστοὶ αὐτῶν, ἐκεῖ διεπαρθενεύθησαν. | 3 και αι οποίαι εζετράπησαν εις πορνείαν εν τη Αιγύπτω κατά την νεότητα των. Εκεί έχασαν την παρθενίαν των και εκρέμασαν οι μαστοί των. | 3 αἱ ὁποῖαι ἔχασαν τὴν καθαρότητά των καὶ διεφθάρησαν κατὰ τὴν νεανικήν των ἡλικίαν εἰς τὴν Αἴγυπτον.Εἰς τὴν χώραν αὐτὴν κατέπεσαν τὰ στήθη των καὶ ἔχασαν τὴν παρθενίαν των. |
4 καὶ τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἦν ᾿Οολὰ ἡ πρεσβυτέρα καὶ ᾿Οολιβὰ ἡ ἀδελφὴ αὐτῆς. καὶ ἐγένοντό μοι καὶ ἔτεκον υἱοὺς καὶ θυγατέρας, καὶ τὰ ὀνόματα αὐτῶν· Σαμάρεια ἦν ᾿Οολὰ καὶ ῾Ιερουσαλὴμ ἦν ᾿Οολιβά. | 4 Τα ονόματα των ήσαν Οολά της μεγαλυτέρος και Οολιβά της νεωτέρας αδελφής της. Εγώ τας επήρα ως συζύγους δια τον εαυτόν μου και εγέννησαν υιούς και θυγατέρας. Και τα ονόματα των ήσαν· της μεν Οολά Σαμάρεια, της δε Οολιδά Ιερουσαλήμ. | 4 Τὰ δὲ ὀνόματά των ἦσαν τὰ ἑξῆς: Ἡ μεγαλυτέρα ἐλέγετο Ὀολὰ καὶ ἡ ἀδελφή της Ὀολιβά.Ἔγιναν δὲ κατόπιν ἰδικαί μου καὶ ἀπέκτησαν υἱοὺς καὶ θυγατέρας.Τὰ ὀνόματά των ἀντιστοιχοῦν ὡς ἐξῇς: Ἡ Ὀολὰ ταυτίζεται μὲ τὴν Σαμάρειαν καὶ ἡ Ὀολιβὰ μὲ τὴν Ἱερουσαλήμ. |
5 καὶ ἐξεπόρνευσεν ἡ ᾿Οολὰ ἀπ' ἐμοῦ καὶ ἐπέθετο ἐπὶ τοὺς ἐραστὰς αὐτῆς, ἐπὶ τοὺς ᾿Ασσυρίους τοὺς ἐγγίζοντας αὐτῇ, | 5 Η Οολά απεστάτησεν από εμέ, έγινε πόρνη και παρεδόθη στους εραστάς αυτής, στους γείτονάς της τους Ασσυρίους. | 5 Ἡ Ὀολὰ λοιπόν, ὡσὰν μοιχαλὶς σύζυγος, ἄφησε Ἐμὲ καὶ προσεκολλήθη εἰς τοὺς ἐραστάς της, τοὺς γείτονάς της Ἀσσυρίους. |
6 ἐνδεδυκότας ὑακίνθινα, ἡγουμένους καὶ στρατηγούς· νεανίσκοι καὶ ἐπίλεκτοι πάντες, ἱππεῖς ἱππαζόμενοι ἐφ' ἵππων. | 6 Αυτοί εφορούσαν ενδύματα χρώματος υακίνθου (κυανού) και ήσαν άρχοντες λαών και στρατηγοί. Ησαν νέοι κατά την ηλικίαν, όλοι εκλεκτοί ιππείς, οι οποίοι ίππευαν ίππους. | 6 Οἱ Ἀσσύριοι ἐφοροῦσαν φανταχτερὰ ὑακίνθινα « κυανόχρωμα» ἐνδύματα, εἶχαν ἄρχοντας καὶ στρατηγοὺς ἐπιβλητικούς· ἦσαν νεαροὶ καὶ διάλεκτοι ὅλοι οἱ στρατιῶται των, καὶ ἱππεῖς ποὺ ἔτρεχαν ἀνεβασμένοι εἰς τοὺς ἵππους των. |
7 καὶ ἔδωκε τὴν πορνείαν αὐτῆς ἐπ' αὐτούς· ἐπίλεκτοι υἱοὶ ᾿Ασσυρίων πάντες, καὶ ἐπὶ πάντας, οὓς ἐπέθετο, ἐν πᾶσι τοῖς ἐνθυμήμασιν αὐτοῖς ἐμιαίνετο. | 7 Εξετράπη αυτή εις πορνείαν μαζή των. Ολοι αυτοί ήσαν επίλεκτοι Ασσύριοι και προς όλους αυτούς παρεδόθη και εις όλα τα είδωλα αυτών εμολύνετο. | 7 Ἐντυπωσιάσθη δὲ ἡ Ὀολὰ ἀπὸ τὸν πλοῦτον καὶ τὴν δύναμίν των καὶ παρέδωσε τὸν ἑαυτόν της ὡς μοιχαλὶς εἰς αὐτούς· ἦσαν ὅλοι των ἐκλεκτοὶ πολεμισταὶ οἱ Ἀσσύριοι.Μὲ ὅλους δὲ αὐτούς, τοὺς ὁποίους ἠγάπησε μὲ πάθος, καὶ μὲ ὅλα τὰ εἴδωλα ποὺ αὐτοὶ ἐλάτρευαν ἐμολύνετο διαρκῶς ἡ Ὀολά. |
8 καὶ τὴν πορνείαν αὐτῆς ἐξ Αἰγύπτου οὐκ ἐγκατέλιπεν, ὅτι μετ' αὐτῆς ἐκοιμῶντο ἐν νεότητι αὐτῆς, καὶ αὐτοὶ διεπαρθένευσαν αὐτὴν καὶ ἐξέχεαν τὴν πορνείαν αὐτῶν ἐπ' αὐτήν. | 8 Δεν εγκατέλειψε όμως και την από την Αίγυπτον πορνείαν της, διότι μαζή της εκοιμώντο από της νεανικής της ακόμη ηλικίας οι Αιγύπτιοι και αυτοί της αφήρεσαν την παρθενίαν και εξετράπησαν μαζή της εις την πορνείαν αυτών. | 8 Δὲν εἶχεν ἀφήσει ὅμως ἐν τῷ μεταξὺ καὶ τὴν ἁμαρτωλὴν σχέσιν της μὲ τοὺς Αἰγυπτίους, οἱ ὁποῖοι, ὡς γνωστόν, συζοῦσαν μαζί της ἀπὸ τὴν νεανικὴν ἡλικίαν της.Αὐτοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ διέφθειραν τὴν παρθενίαν της καὶ μετέδωσαν τὴν διαφθοράν των εἰς αὐτήν. |
9 διὰ τοῦτο παρέδωκα αὐτὴν εἰς χεῖρας τῶν ἐραστῶν αὐτῆς, εἰς χεῖρας υἱῶν ᾿Ασσυρίων, ἐφ' οὓς ἐπετίθετο. | 9 Δια τούτο την παρέδωσα εις τα χέρια των εραστών της, εις τα χέρια των Ασσυρίων ανδρών, προς τους οποίους αυτή επετίθετο με ακόλαστον επιθυμίαν. | 9 Διὰ τοῦτο τὴν παρέδωσα πρὸς τιμωρίαν εἰς τὰ χέρια τῶν νέων ἐραστῶν της, εἰς τὰ χέρια δηλαδὴ τῶν Ἀσσυρίων, εἰς τοὺς ὁποίους εἶχε δώσει τὴν καρδιά της. |
10 αὐτοὶ ἀπεκάλυψαν τὴν αἰσχύνην αὐτῆς, υἱοὺς καὶ θυγατέρας αὐτῆς ἔλαβον καὶ αὐτὴν ἐν ρομφαίᾳ ἀπέκτειναν. καὶ ἐγένετο λάλημα εἰς γυναῖκας, καὶ ἐποίησαν ἐκδικήσεις ἐν αὐτῇ εἰς τὰς θυγατέρας. - | 10 Αυτοί απεκάλυψαν την γυμνότητα της, συνέλαβαν τους υιούς και τας θυγατέρας της. Και αυτήν την ιδίαν με ρομφαίαν την εφόνευσαν. Ετσι η γυναίκα αυτή, που συμβολίζει την Σαμάρειαν, έγινε μολόγημα εις τας άλλας γυναίκας, εις τας άλλας πόλεις, αφού και αυτοί ούτοι οι φίλοι και ερασταί της την ετιμώρησαν· και όχι μόνον αυτήν, αλλά και τας θυγατέρας της, τας εξαρτωμένας δηλαδή από αυτήν κωμοπόλεις. | 10 Αὐτοὶ τὴν ἀπεγύμνωσαν καὶ τὴν ἐξευτέλισαν αἰχμαλώτισαν τοὺς υἱοὺς καὶ τὰς θυγατέρας της καὶ ἐθανάτωσαν τὴν ἰδίαν μὲ ρομφαίαν.Ἔτσι ἔγινε ἀντικείμενον συζητησεως μεταξὺ τῶν ἄλλων γυναικῶν διὰ τὸ κατάντημά της καὶ τὴν ἐκδικήθηκαν μὲ τὸ νὰ κτυπήσουν καὶ τὰς θυγατέρας της, δηλαδὴ τὰς ἄλλας μικροτέρας πόλεις, ποὺ ἐξηρτῶντο ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν. |
11 Καὶ εἶδεν ἡ ἀδελφὴ αὐτῆς ᾿Οολιβὰ καὶ διέφθειρε τὴν ἐπίθεσιν αὐτῆς ὑπὲρ αὐτὴν καὶ τὴν πορνείαν αὐτῆς ὑπὲρ τὴν πορνείαν τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς. | 11 Η αδελφή της η Οολιβά, η οποία συμβολίζει την Ιερουσαλήμ, είδε το κατάντημα της αδελφής της, δεν εσυνετίσθη, αλλά παρεδόθη με ακολασίαν εις διαφθοράν μεγαλυτέραν από την διαφθοράν εκείνης, εις αποστασίαν και πορνείαν μεγαλυτέραν από την αποστασίαν της αδελφής της. | 11 Ἡ δὲ ἀδελφὴ τῆς Ὀολιβὰ εἶδε τὸ κατάντημά της, ἐν τούτοις ὅμως ἔγινε περισσότερον ἀδιάντροπη ἀπὸ ἐκείνην ὡς πρὸς τὴν στροφήν της εἰς τὴν διαφθοράν· διέπραξε δὲ μεγαλυτέραν καὶ χειροτέραν συζυγικὴν ἀπιστίαν ἀπὸ ἐκείνην ποὺ διέπραξεν ἡ ἀδελφή της. |
12 ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ᾿Ασσυρίων ἐπέθετο, ἡγουμένους καὶ στρατηγοὺς τοὺς ἐγγὺς αὐτῆς ἐνδεδυκότας εὐπάρυφα, ἱππεῖς ἱππαζομένους ἐφ' ἵππων· νεανίσκοι ἐπίλεκτοι πάντες. | 12 Εφέρετο με ακόλαστον και ακόρεστον επιθυμίαν προς τους άνδρας των Ασσυρίων, προς τους άρχοντας των λαών και τους διοικητάς στρατευμάτων, τους γείτονάς της, οι οποίοι ήσαν ενδεδυμένοι με ενδύματα, που είχαν ωραίας παρυφάς, ωραίους γύρους, ιππείς οι οποίοι ίππευαν με τέχνην πολλήν ίππους. Ολοι δε ήσαν νέοι εκλεκτοί. | 12 Ἐστράφη μὲ ἐρωτικὴν μανίαν πρὸς τοὺς ἄνδρας τῶν Ἀσσυρίων, τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς στρατηγούς των, ποὺ ἦσαν γείτονές της καὶ ἐφοροῦσαν μεγαλοπρεπῆ ἐνδύματα μὲ ἐντυπωσιακὰ κράσπεδα· ἐστράφη πρὸς τοὺς ἱππεῖς ποὺ ἐπροχωροῦσαν καὶ ἔτρεχαν ἀνεβασμένοι εἰς τοὺς ἵππους· ὅλοι των ἦσαν ἐκλεκτοὶ καὶ δυνατοὶ νέοι. |
13 καὶ εἶδον ὅτι μεμίανται· ὁδὸς μία τῶν δύο. | 13 Είδα, λοιπόν, ότι αι δύο αδελφαί είχαν μολυνθή και εμολύνοντο συνεώώς. Ενας και δια τας δύο ήτο ο τρόπος και ο δρόμος της ζωής των, η αμαρτωλότης. | 13 Καὶ εἶδα ὅτι καὶ αἱ δύο εἶχαν μολυνθῆ.Ἡ ζωὴ καὶ συμπεριφορὰ καὶ τῶν δύο ἦτο ἰδία. |
14 καὶ προσέθετο πρὸς τὴν πορνείαν αὐτῆς καὶ εἶδεν ἄνδρας ἐζωγραφημένους ἐπὶ τοῦ τοίχου, εἰκόνας Χαλδαίων, ἐζωγραφημένους ἐν γραφίδι, | 14 Ηύξησεν αυτή την πορνικήν επιθυμίαν της, όταν είδε ζωγραφισμένους άνδρας στους τοίχους, εικόνας των Χαλδαίων, αι οποίαι ήσαν ζωγραφισμένοι με χρωστήρα. | 14 Ἡ Ὀολιβὰ ὅμως προσέθεσε καὶ ἄλλην ἀπιστίαν εἰς τὴν ἕως τότε διαφθοράν της.Εἶδε καὶ εἱλκύσθη ἀπὸ τοὺς ἄνδρας ποὺ ἦσαν ζωγραφισμένοι ἐπάνω εἰς τὸν τοῖχον, ἀπὸ τὰς μορφὰς δηλαδὴ τῶν Χαλδαίων « Βαβυλωνίων» ποὺ εἶχαν ζωγραφισθῆ μὲ εἰδικὴν γραφίδα εἰς τὰ τείχη καὶ τὰ ἀνάκτορα τῆς Βαβυλῶνος. |
15 ἐζωσμένους ποικίλματα ἐπὶ τὰς ὀσφύας αὐτῶν, καὶ τιάραι βαπταὶ ἐπὶ τῶν κεφαλῶν αὐτῶν, ὄψις τρισσὴ πάντων, ὁμοίωμα υἱῶν Χαλδαίων, γῆς πατρίδος αὐτῶν, | 15 Αυτοί παριστάνοντο ζωσμένοι εις τας οσφύας των με ζώνας γεμάτας από ποικίλματα, εφορούσαν πολυχρώμους τιάρας εις τας κεφαλάς των, η μορφή των τους παρουσίαζεν ισχυρούς και επισήμους και ωμοίαζον προς τους υιούς της χώρας των Χαλδαίων, η οποία άλλως τε ήτο και η πατρίς των. | 15 Οἱ ζωγραφιστοὶ αὐτοὶ ἄνδρες ἦσαν ζωσμένοι εἰς τὴν μέσην των μὲ στολισμένας ζώνας, ἐφοροῦσαν δὲ εἰς τὰ κεφάλια των καλύμματα βαμμένα μὲ διάφορα χρώματα· ἡ ὄψις των ἔδειχνε ὅτι ἦσαν πολὺ μεγαλοπρεπεῖς· εἶχαν ὅλοι ἐμφάνισιν ἐπιβλητικὴν καὶ ἀρχοντικήν, χαρακτηριστικὸν γνώρισμα τῶν Βαβυλωνίων, γέννημα γνήσιον τῆς πλουσίας καὶ ὑπερηφάνου πατρίδας των. |
16 καὶ ἐπέθετο ἐπ' αὐτοὺς τῇ ὁράσει ὀφθαλμῶν αὐτῆς καὶ ἐξαπέστειλεν ἀγγέλους πρὸς αὐτοὺς εἰς γῆν Χαλδαίων. | 16 Αμέσως μόλις είδε την μορφήν των, εφλογίσθη από πορνικήν επιθυμίαν και έστειλεν αγγελιαφόρους προς αυτούς εις την χώραν των Χαλδαίων. | 16 Ὅταν εἶδε τὰς ζωγραφιστὰς μορφάς των, τοὺς ἐπόθησε πολὺ καὶ ἔστειλε πρέσβεις πρὸς αὐτοὺς εἰς τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων, διὰ νὰ συνάψουν σχέσεις. |
17 καὶ ἤλθοσαν πρὸς αὐτὴν υἱοὶ Βαβυλῶνος εἰς κοίτην καταλυόντων καὶ ἐμίαινον αὐτὴν ἐν τῇ πορνείᾳ αὐτῆς, καὶ ἐμιάνθη ἐν αὐτοῖς· καὶ ἀπέστη ἡ ψυχὴ αὐτῆς ἀπ' αὐτῶν. | 17 Και αυτοί, οι Βαβυλώνιοι, ήλθαν προς αυτήν. Εισήλθαν και κατέλυσαν στον κοιτώνα της και εμόλυναν αυτήν εκτραπέντες μαζή της εις πορνείαν. Ετσι δε εκείνη εμολύνθη μαζή με αυτούς. Αλλά εξ αιτίας του βάθους της διαφθοράς, στο οποίον κατέπεσεν, η ψυχή της τους αηδίασε. | 17 Καὶ ἐσχετίσθηκαν μαζί της οἱ Βαβυλώνιοι καὶ ἐμοιράσθηκαν τὴν κλίνην τῆς ἀναπαύσεώς της καὶ τὴν ἐμόλυναν μὲ τὴν πορνικὴν διάθεσίν της.Ἔτσι ἐμολύνθη μαζί των ἀλλ' ὅμως ἔδειξε καὶ πάλιν τὴν διαφθορὰν τῆς καρδίας της καὶ ἐπρόδωσε καὶ ἐγκατέλειψε καὶ τοὺς νέους ἐραστάς της. |
18 καί ἀπεκάλυψε τὴν πορνείαν αὐτῆς καὶ ἀπεκάλυψεν αἰσχύνην αὐτῆς, καὶ ἀπέστη ἡ ψυχή μου ἀπ' αὐτῆς, ὃν τρόπον ἀπέστη ἡ ψυχή μου ἀπὸ τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς. | 18 Εφανέρωσε με αναίδειαν την πορνείαν της, απεκάλυψε γυμνήν την αναισχυντίαν της. Δια τούτο η ψυχή μου απεμακρύνθη από αυτήν, όπως και από την αδελφήν της. | 18 Ἐφανέρωσε δὲ τὴν διαφθοράν της καὶ ἔκαμε γνωστὴν δημοσίως τὴν ἀναισχυντίαν καὶ γυμνότητά της.Διὰ τοῦτο ἀηδίασα καὶ ἐστράφη μακριά της ἡ ψυχή μου, ὅπως ἀκριβῶς ἀπεστράφη ἡ ψυχή μου καὶ ἀπὸ τὴν ἀδελφήν της, τὴν Ὀολά. |
19 καὶ ἐπλήθυνας τὴν πορνείαν σου τοῦ ἀναμνῆσαι ἡμέραν νεότητός σου, ἐν αἷς ἐπόρνευσας ἐν Αἰγύπτῳ, | 19 Επολλαπλασίασες συ τα αμαρτήματα της πορνείας σου, ώστε να ενθυμηθής την εποχήν της νεότητάς σου, όταν είχες παραδοθή εις πορνείαν εκεί εις την Αίγυπτον. | 19 Ηὔξησες ὅμως σύ, Ὀολιβά, περισσότερον τὴν διαφθοράν σου, διὰ νὰ ἐνθυμηθῇς καὶ τὴν ἐποχὴν τῆς νεότητός σου, τότε ποὺ ἐζοῦσες ὡς πόρνη εἰς τὴν Αἴγυπτον. |
20 καὶ ἐπέθου ἐπὶ τοὺς Χαλδαίους, ὧν ὡς ὄνων αἱ σάρκες αὐτῶν καὶ αἰδοῖα ἵππων τὰ αἰδοῖα αὐτῶν. | 20 Ωρμούσες με ακόλαστον επιθυμίαν προς τους Βαβυλωνίους, των οποίων αι σάρκες είναι όμοιαι με τας σάρκας των όνων, και τα αιδοία των, όπως τα αιδοία των ίππων. | 20 Καὶ ἔκαμες περισσότερα μὲ τοὺς Χαλδαίους, τῶν ὁποίων αἱ σάρκες ὁμοιάζουν μὲ ἐκείνας τῶν ὄνων καὶ τὰ γεννητικά των ὄργανα ὁμοιάζουν μὲ ἐκεῖνα τῶν ἵππων. |
21 καὶ ἐπεσκέψω τὴν ἀνομίαν νεότητός σου, ἃ ἐποίεις ἐν Αἰγύπτῳ ἐν τῷ καταλύματί σου, οὗ οἱ μαστοὶ νεότητός σου. - | 21 Επραγματοποίησες πάλιν τας αμαρτίας της νεότητάς σου, τας οποίας διέπραττες παραμένουσα εις την Αίγυπτον, εκεί όπου εξ αιτίας της διαφθοράς σου εκρέμασαν οι μαστοί της νεότητός σου. | 21 Ἐπανῆλθες δὲ καὶ διέπραξες τὴν παρανομίαν τῆς νεανικῆς σου ἡλικίας, ὅλα ὅσα ἔκαμνες εἰς τὴν Αἴγυπτον, ὅπου διέμενες, ἐκεῖ ὅπου ἐταπεινώθησαν τὰ παρθενικά σου στήθη. |
22 Διὰ τοῦτο ᾿Οολιβά, τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐξεγείρω τοὺς ἐραστάς σου ἐπὶ σέ, ἀφ' ὧν ἀπέστη ἡ ψυχή σου ἀπ' αὐτῶν, καὶ ἐπάξω αὐτοὺς ἐπὶ σὲ κυκλόθεν, | 22 Δια τούτο, ω Οολιβά, αυτά λέγει ο Κυριος. Ιδού εγώ θα εξεγείρω και θα επιφέρω εναντίον σου τούς εραστάς σου, από τους οποίους αηδιασμένη απεμακρύνθη πλέον η ψυχή σου. Θα τους επιφέρω ολόγυρα εναντίον σου· | 22 Διὰ τοῦτο, Ὀολφά, αὐτὰ λέγει διὰ σὲ ὁ Κύριος: Ἰδοὺ Ἐγὼ θὰ ξεσηκώσω ἐναντίον σου τοὺς ἐραστάς σου, διότι τοὺς ἐπρόδωσες καὶ ἔφυγες μακριά των· καὶ θὰ τοὺς ὁδηγήσω πρὸς σὲ ἔτσι, ὥστε νὰ σὲ περικυκλώσουν. |
23 υἱοὺς Βαβυλῶνος καὶ πάντας τοὺς Χαλδαίους, Φακοὺδ καὶ Σουὲ καὶ Κουὲ καὶ πάντας υἱοὺς ᾿Ασσυρίων μετ' αὐτῶν, νεανίσκους ἐπιλέκτους, ἡγεμόνας καὶ στρατηγοὺς πάντας, τρισσοὺς καὶ ὀνομαστοὺς ἱππεύοντας ἐφ' ἵππων· | 23 τους Βαβυλωνίους και όλους τους Χαλδαίους, τους κατοίκους Φακούδ και Σουέ και Κουέ και μαζή με αυτούς όλους τους Ασσυρίους, νέους κατά την ηλικίαν, εκλεκτούς, άρχοντας, όλους διοικητάς στρατευμάτων, επισήμους και ονομαστούς, οι οποίοι με τέχνην ιππεύουν τους ίππους. | 23 Θὰ φέρω δηλαδὴ τοὺς Βαβυλωνίους καὶ ὅλους τοὺς ὑπολοίπους Χαλδαίους, τοὺς κατοίκους τῶν περιοχῶν Φακούδ, Σουὲ καὶ Κουέ, καὶ ὅλους τοὺς Ἀσσυρίους μαζί των.Ὅλοι των θὰ εἶναι νέοι διάλεκτοι, ἄρχοντες καὶ στρατηγοί, μεγαλοπρεπεῖς ἀξιωματικοὶ καὶ ἐξακουστοὶ ἱππεῖς μὲ τοὺς ἵππους των. |
24 καὶ πάντες ἥξουσιν ἐπὶ σὲ ἀπὸ βορρᾶ, ἅρματα καὶ τροχοὶ μετ' ὄχλου λαῶν, θυρεοὶ καὶ πέλται, καὶ βαλοῦσι φυλακὴν ἐπὶ σὲ κύκλῳ. | 24 Ολοι θα έλθουν εναντίον σου από τας βορείους περιοχάς, με άρματα και με μεταγωγικάς αμάξας, με όχλον πολύν, ωπλισμένοι με μεγάλας και μικράς ασπίδας. Θα σε περικυκλώσουν και θα θέσουν στρατιωτικάς φρουράς ολόγυρά σου. | 24 Θὰ ἔλθουν δὲ ὅλοι ἐναντίον σου ἀπὸ τὸν βορρᾶν μὲ πολεμικὰ ἅρματα καὶ ἄλλα τροχοφόρα μέσα μὲ πλήθη στρατιωτῶν.Θὰ ἔχουν μεγάλας καὶ μικρὰς ἀσπίδας καὶ θὰ τοποθετήσουν φρουρὰν ὁλόγυρά σου, διὰ νὰ σὲ κυριεύσουν μὲ πολιορκίαν. |
25 καὶ δώσω πρὸ προσώπου αὐτῶν κρίμα, καὶ ἐκδικήσουσί σε ἐν τοῖς κρίμασιν αὐτῶν. καὶ δώσω τὸν ζῆλόν μου ἐν σοί, καὶ ποιήσουσι μετὰ σοῦ ἐν ὀργῇ θυμοῦ· μυκτῆρά σου καὶ ὦτά σου ἀφελοῦσι καὶ τοὺς καταλοίπους σου ἐν ρομφαίᾳ καταβαλοῦσιν. αὐτοὶ υἱούς σου καὶ θυγατέρας σου λήψονται, καὶ τοὺς καταλοίπους σου πῦρ καταφάγεται. | 25 Θα σε παραδώσω εις τα χέρια των προς καταδίκην σου και αυτοί θα σε τιμωρήσουν σύμφωνα με τους ιδικούς των νόμους. Θα εμβάλω εις αυτούς την κατά σου αγανάκτησίν μου και εκείνοι θα συμπεριφερθούν εναντίον σου με μεγάλην οργήν και θυμόν. Θα σε ακρωτηριάσουν, θα σου κόψουν τους ρώθωνας, θα σου αφαιρέσουν τα αυτιά. Τους δε υπολοίπους θα κατασφάζουν με την ρομφαίαν των. Αυτοί θα πάρουν αιχμαλώτους τους υιούς και τας θυγατέρας σου και τους υπολοίπους θα τους καταφάγη το πυρ. | 25 Θὰ παραδώσω εἰς αὐτοὺς τὴν ἐξουσίαν τῆς καταδίκης καὶ τιμωρίας σου, καὶ θὰ σὲ ἐκδικηθοῦν μὲ τὰς ἀποφάσεις των εἰς βάρος σου.Θὰ τοὺς δώσω ἐπίσης τὸν θυμόν μου ἐναντίον σου, ὥστε νὰ ἐνεργοῦν ὅπως θὰ ἐνεργοῦσα μὲ τὴν δικαίαν ὀργήν μου Ἐγώ, καὶ θὰ σοῦ φερθοῦν μὲ πολὺν θυμόν.Θὰ σοῦ κόψουν τὴν μύτη καὶ τὰ αὐτιά σου, ὅπως εἰς τὰς μοιχαλίδας, καὶ τὸν ὑπόλοιπον πληθυσμόν σου θὰ θανατώσουν μὲ ρομφαίαν.Οἱ ἴδιοι ἐπίσης θὰ αἰχμαλωτίσουν τοὺς υἱοὺς καὶ τὰς θυγατέρας σου καὶ ὅσους ἀπομείνουν θὰ τοὺς καταφάγῃ ἡ φωτιά, τὴν ὁποίαν ἐκεῖνοι θὰ ἀνάψουν. |
26 καὶ ἐκδύσουσί σε τὸν ἱματισμόν σου καὶ λήψονται τὰ σκεύη τῆς καυχήσεώς σου. | 26 Θα σε γυμνώσουν από τον λαμπρόν ιματισμόν σου και θα πάρουν μαζή των τα ωραία στολίδια σου, δια τα οποία εκαυχάσο. | 26 Θὰ βγάλουν δὲ καὶ τὰ ἐνδύματά σου καὶ θὰ πάρουν ὅλα τὰ σκεύη, διὰ τὰ ὁποῖα ἐκαυχᾶσο, τὰ τιμαλφῆ δηλαδὴ καὶ ἱερὰ σκεύη τοῦ Ναοῦ σου. |
27 καὶ ἀποστρέψω τὰς ἀσεβείας σου ἐκ σοῦ καὶ τὴν πορνείαν σου ἐκ γῆς Αἰγύπτου, καὶ οὐ μὴ ἄρῃς τοὺς ὀφθαλμούς σου ἐπ' αὐτούς, καὶ Αἰγύπτου οὐ μὴ μνησθῇς οὐκέτι. | 27 Ετσι θα απομακρύνω από σε τας ασεβείας σου και την πορνείαν, που διέπραξες εις την χώραν της Αιγύπτου, δια να μη σηκώσης ποτέ τα μάτια σου προς τους εραστάς σου και να μη ενθυμηθής πλέον την εν Αιγύπτω αμαρτωλότητά σου. | 27 Ἔτσι θὰ σὲ ἀπομακρύνω κατ' ἀνάγκην ἀπὸ τὰς ἀσεβείας σου καὶ ἀπὸ τὴν διεφθαρμένην ζωήν σου εἰς τὴν Αἴγυπτον.Λόγῳ τῆς ἀθλιότητός σου δὲν θὰ σηκώσῃς εἰς τὸ ἑξῆς τὰ μάτια σου μὲ λαγνείαν πρὸς αὐτοὺς καὶ δὲν θὰ ἐνθυμηθῇς πλέον τὴν Αἴγυπτον. |
28 διότι τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ παραδίδωμί σε εἰς χεῖρας ὧν μισεῖς, ἀφ' ὧν ἀπέστη ἡ ψυχή σου ἀπ' αὐτῶν. | 28 Διότι αυτά λέγει ο Κυριος Κυριος· Ιδού, εγώ σε παραδίδω εις τα χέρια εκείνων, τους οποίους συ μισείς εις τα χέρια εκείνων, τους οποίους με αηδίαν έχει αποστραφή η καρδία σου. | 28 Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος καὶ ὁ ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων: Ἰδοὺ Ἐγὼ σὲ παραδίδω πλέον εἰς τὰ χέρια ἐκείνων τοὺς ὁποίους μισεῖς, εἰς τὰ χέρια ἐκείνων ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀπεστράφη ἡ ψυχή σου, δηλαδὴ τοὺς Βαβυλωνίους. |
29 καί ποιήσουσιν ἐν σοὶ ἐν μίσει καὶ λήψονται πάντας τοὺς πόνους σου καὶ τοὺς μόχθους σου, καὶ ἔσῃ γυμνὴ καὶ αἰσχύνουσα, καὶ ἀποκαλυφθήσεται αἰσχύνη πορνείας σου καὶ ἀσέβειά σου. καὶ ἡ πορνεία σου | 29 Και εκείνοι θα φερθούν εναντίον σου με μίσος και θα πράξουν έργα μίσους κατά σου. Θα πάρουν αυτοί όλους τους καρπούς των πονών και των κόπων σου, θα μείνης γυμνή και κατεντροπιασμένη. Ετσι θα φανερωθή και θα γίνη γνωστή η εντροπή της πορνείας σου και η ασέβεια, την οποίαν έδειξες προς εμέ. Ολαι αυταί αι συμφοραί σου συνέβησαν εξ αιτίας της αποστασίας σου. | 29 Θὰ κινηθοῦν δὲ καὶ θὰ ἐνεργήσουν ἐναντίον σου μὲ μῖσος καὶ θὰ κάμουν ἰδικούς των ὅλους τοὺς καρποὺς τῶν κόπων καὶ τῶν μόχθων σου.Θὰ παραμείνῃς πλέον γυμνὴ καὶ ἐξευτελισμένη, καὶ θὰ φανερωθῇ ἡ αἰσχύνῃ τῆς διαφθορᾶς σου καὶ ἡ ἀσέβειά σου.Ἡ πορνεῖα καὶ ἀπιστία σου |
30 ἐποίησε ταῦτά σοι ἐν τῷ ἐκπορνεῦσαί σε ὀπίσω ἐθνῶν καὶ ἐμιαίνου ἐν τοῖς ἐνθυμήμασιν αὐτῶν. | 30 Επειδή παρεδόθης εις πορνείαν ανάμεσα εις τα έθνη και εμολύνεσο συνεχώς με τα είδωλά των. | 30 θὰ γίνουν αἰτία δι' ὅσα θὰ ἐπέλθουν εἰς σέ· διότι ἐγκατέλειψες τὸν Κύριον ὡσὰν μοιχαλὶς σύζυγος καὶ ἠκολούθησες τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη· καὶ ἐμολύνεσο μὲ τὰ εἴδωλα ποὺ ἐλάτρευαν ὡς θεοὺς οἱ εἰδωλολάτραι. |
31 ἐν τῇ ὁδῷ τῆς ἀδελφῆς σου ἐπορεύθης, καὶ δώσω τὸ ποτήριον αὐτῆς εἰς χεῖράς σου. | 31 Εβάδισες και συ τον δρόμον της αδελφής σου. Δια τούτο και θα δώσω να πιής και συ το ποτήριον εκείνης. | 31 Ἐμιμήθης τὸν τρόπον ζωῆς τῆς ἀδελφῆς σου· διὰ τοῦτο θὰ δώσω εἰς τὰ χέρια σου, διὰ νὰ πιῇς καὶ σύ, τὸ ποτήριον τῆς τιμωρίας, ποὺ ἤπιε καὶ ἐκείνη. |
32 τάδε λέγει Κύριος· τὸ ποτήριον τῆς ἀδελφῆς σου πίεσαι, τὸ βαθὺ καὶ τὸ πλατύ, τὸ πλεονάζον τοῦ συντελέσαι μέθην, | 32 Αυτά λέγει ο Κυριος. Το κατάπικρον ποτήριον της αδελφής σου θα το πιής, το βαθύ και το πλατύ, το υπερπλήρες, ώστε να ολοκληρώση την μέθην σου· | 32 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Θὰ πιῇς τὸ ποτήριον τῆς τιμωρίας τῆς ἀδελφῆς σου τὸ βαθὺ καὶ τὸ πλατύ, ποὺ ἔχει ξεχειλίσει, καὶ θὰ σὲ κάμῃ νὰ μεθύσῃς ἐντελῶς ἀπὸ τὸν πόνον καὶ νὰ διαλυθῇς. |
33 καὶ ἐκλύσεως πλησθήσῃ· καὶ τὸ ποτήριον ἀφανισμοῦ, ποτήριον ἀδελφῆς σου Σαμαρείας, | 33 και θα περιπέσης εις πλήρη παράλυσιν. Το ποτήριον αυτό είναι ο εξαφανισμός σου, Ιερουσαλήμ, όμοιον προς το ποτήριον της αδελφής σου, της Σαμαρείας. | 33 Θὰ χάσῃς τελείως τὰς δυνάμεις σου.Θὰ πιῇς τὸ ποτήριον τῆς καταστροφῆς, τὸ ποτήριον ποὺ ἤπιε καὶ ἢ ἀδελφὴ σοῦ Σαμάρεια. |
34 καὶ πίεσαι αὐτό· καὶ τὰς ἑορτὰς καὶ τὰς νουμηνίας αὐτῆς ἀποστρέψω· διότι ἐγὼ λελάληκα, λέγει Κύριος. | 34 Θα το πίης. Εγώ θα καταργήσω τας εορτάς σου, όπως και την εορτήν της πρώτης εκάστου μηνός. Εγώ ωμίλησα και θα πραγματοποιήσω αυτά που είπα”, λέγει ο Κυριος. | 34 Θὰ τὸ πίῃς ὁπωσδήποτε! Ἔτσι θὰ καταργήσω καὶ θὰ στρέψω εἰς λύπην τὰς ἑορτὰς καὶ τὰς ἐκδηλώσεις ποὺ κάμνουν οἱ Ἰουδαῖοι εἰς τὴν ἀρχὴν κάθε μηνός, εἰς τὰς ὁποίας μιμοῦνται πλέον ὅσα κάμνουν οἱ εἰδωλολάτραι.Θὰ παύσουν αὐτά, διότι τὸ εἶπα ἤδη Ἐγώ, λέγει ὁ μόνος Κύριος τῶν πάντων. |
35 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἀνθ' ὧν ἐπελάθου μου καὶ ἀπέρριψάς με ὀπίσω τοῦ σώματός σου, καὶ σὺ λαβὲ τὴν ἀσέβειάν σου καὶ τὴν πορνείαν σου. - | 35 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· “Επειδή, με ελησμόνησες και με επέταξες πίσω σου, πάρε και συ τώρα την τιμωρίαν σου δια την ασέβειάν σου και την διαφθοράν σου”. | 35 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἐπειδὴ μὲ ἐλησμόνησες καὶ μὲ ἐπέταξες εἰς τὰ ὀπίσθιά σου, πάρε τώρα καὶ σὺ τὴν πληρωμὴν διὰ τὴν ἀσέβειάν σου καὶ διὰ τὴν ἀπιστίαν ποὺ ἔδειξες πρὸς Ἐμὲ ὡσὰν μοιχαλὶς σύζυγος. |
36 Καὶ εἶπε Κύριος πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, οὐ κρινεῖς τὴν ᾿Οολὰν καὶ τὴν ᾿Οολιβάν, καὶ ἀναγγελεῖς αὐταῖς τὰς ἀνομίας αὐτῶν; | 36 Ο Κυριος είπε προς εμέ· “υιέ ανθρώπου, συ δεν θα κρίνης και δεν θα δικάσης την Οολάν και την Οολιβάν, και δεν θα καταδείξης εις αυτάς τας παρανομίας των; | 36 Καὶ εἶπε πρὸς ἐμὲ ὁ Κύριος: Ἄνθρωπε, δὲν θὰ κρίνῃς τὴν Ὀολὰν καὶ τὴν Ὀολιβάν, καὶ δὲν θὰ γνωστοποιήσῃς εἰς αὐτὰς τὰς παρανομίας των; |
37 ὅτι ἐμοιχῶντο, καὶ αἷμα ἐν χερσὶν αὐτῶν· τὰ ἐνθυμήματα αὐτῶν ἐμοιχῶντο, καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, ἃ ἐγέννησάν μοι, διήγαγον αὐτοῖς δι' ἐμπύρων. | 37 Διότι αυταί παρεδίδοντο αναισχύντως εις την μοιχείαν και είχαν βάψει τα χέρια των με αίμα αθώων. Αποστατούσαν από εμέ και προσκυνούσαν τα είδωλα των εθνών, και τα παιδιά των, τα οποία εγέννησαν δι' εμέ, τα κατέκαιαν στο πυρ προς τιμήν των ειδώλων. | 37 Πρέπει νὰ ὁμιλήσῃς, διότι διέπρατταν μοιχείαν, καὶ τὰ χέρια τῶν ἦσαν γεμᾶτα μὲ αἷμα.Μὲ τὴν λατρείαν τῶν εἰδώλων ποὺ ἀκολούθησαν μὲ ἐπρόδωσαν καὶ ἐφέροντο ὡς μοιχαλίδες σύζυγοι· καὶ τὰ παιδιά των, ποὺ τὰ ἐγέννησαν δι’ Ἐμέ, τὰ ἐθανάτωναν μὲ τὸ νὰ τὰ ρίπτουν εἰς τὰ πυρωμένα ἀγάλματα τοῦ Μολόχ, τὸν ὁποῖον ἐλάτρευαν ὡς θέον. |
38 ἕως καὶ ταῦτα ἐποίησάν μοι· τὰ ἅγιά μου ἐμίαινον καὶ τὰ σάββατά μου ἐβεβήλουν· | 38 Εφθασαν μέχρι του σημείου να διαπράξουν και αυτάς τας ασεβείας. Τους αγίους δηλαδή τόπους, και τα ιερά σκεύη του ναού τα εμόλυναν, την αργίαν και τον αγιασμόν του Σαββάτου μου εβεβήλωσαν. | 38 Ἔφθασαν μάλιστα καὶ ἕως τὸ σημεῖον αὐτό: Ἐμόλυναν τοὺς ἁγίους τόπους τῆς λατρείας μου καὶ ἐβεβήλωναν τὰς ἁγίας μου ἡμέρας τῶν Σαββάτων. |
39 καὶ ἐν τῷ σφάζειν αὐτοὺς τὰ τέκνα αὐτῶν τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν καὶ εἰσεπορεύοντο εἰς τὰ ἅγιά μου τοῦ βεβηλοῦν αὐτά· καὶ ὅτι οὕτως ἐποίουν ἐν μέσῳ τοῦ οἴκου μου. | 39 Και το φοβερόν, όταν έσφαζαν τα τέκνα των προς χάριν των ειδώλων, μετέβαιναν αμέσως στον ναόν μου και το θυσιαστήριόν μου, δια να τα βεβηλώσουν ! Διέπρατταν αυτάς τας βεβηλώσεις μέσα στον οίκον μου, στον ναόν μου ! | 39 Ἐνῷ δηλαδὴ ἔσφαζαν τὰ παιδιά των, διὰ νὰ τὰ προσφέρουν θυσίαν εἰς τὰ εἴδωλα τῶν, εἰσήρχοντο καὶ εἰς τοὺς ἁγίους τόπους τῆς λατρείας μου « διὰ νὰ μὲ λατρεύσουν, ὅπως ἐνόμιζαν» καὶ τοὺς ἐβεβήλωναν μὲ τὰ αἵματά των.Εἶναι γνωστὸν ὅτι αὐτὰ ἔκαμναν μέσα εἰς τὸν ἅγιον Οἶκον τῆς λατρείας μου. |
40 καὶ ὅτι τοῖς ἀνδράσι τοῖς ἐρχομένοις μακρόθεν, οἷς ἀγγέλους ἐξαπέστειλαν πρὸς αὐτούς, καὶ ἅμα τῷ ἔρχεσθαι αὐτοὺς εὐθὺς ἐλούου καὶ ἐστιβίζου τοὺς ὀφθαλμούς σου καὶ ἐκόσμου κόσμῳ | 40 Εφθασαν μέχρι του σημείου να στέλλουν αγγελιαφόρους και να προσκαλούν άνδρας έραστάς των από μακρυνάς χώρας. Και όταν εκείνοι ήρχοντο, συ ελούεσο, έβαφες μαύρους τους οφθαλμούς σου και εστολίζεσο με διάφορα κοσμήματα. | 40 Γνωστὸν ἐπίσης εἶναι ὅτι σύ, ὁ λαός μου, ἔστρεφες τὴν καρδία σου πρὸς τοὺς ἄνδρας ποὺ ἤρχοντο ἀπὸ μακρινὰς χώρας, πρὸς τοὺς ὁποίους σὺ εἶχες ἀποστείλει ἀγγελιαφόρους, διὰ νὰ τοὺς καλέσῃς κοντά σου.Καὶ ὅταν ἐπλησίαζαν, ὡσὰν ἁμαρτωλὴ γυναῖκα ἔλουζες τὸ σῶμα σου, ἔβαφες τὰ μάτια σου καὶ ἐστόλιζες τὸν ἑαυτόν σου μὲ διάφορα στολίδια. |
41 καὶ ἐκάθου ἐπὶ κλίνης ἐστρωμένης, καὶ τράπεζα κεκοσμημένη πρὸ προσώπου αὐτῆς, καὶ τὸ θυμίαμα καὶ τὸ ἔλαιόν μου εὐφραίνοντο ἐν αὐτοῖς. | 41 Εκάθησο επάνω εις την στρωμένην κλίνην σου, είχες εμπρός σου κοσμημένην τράπεζαν και επάνω εις αυτήν υπήρχε το ιδικόν μου θυμίαμα και το έλαιον, με τα οποία οι ερασταί σου ηυφραίνοντο. | 41 Ἐκαθόσουν δὲ ἐπάνω εἰς στρωμένον καὶ φροντισμένον κρεββάτι, ἐμπρὸς εἰς τὸ ὁποῖον ὑπῆρχε στολισμένον τραπέζι· καὶ τὸ θυμίαμα καὶ τὸ λάδι ποὺ ἀνήκαν εἰς Ἐμέ, διότι εἶχαν προσφερθῆ εἰς τὸν Ναόν μου, τὰ ἐχρησιμοποιοῦσες διὰ νὰ εὐφραίνωνται αὐτοί, οἱ ξένοι ἐρασταί σου. |
42 καὶ φωνὴν ἁρμονίας ἀνεκρούοντο, καὶ πρὸς ἄνδρας ἐκ πλήθους ἀνθρώπων ἥκοντας ἐκ τῆς ἐρήμου, καὶ ἐδίδοσαν ψέλλια ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ στέφανον καυχήσεως ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν. | 42 Μουσικά όργανα έπαιζαν αρμονίας. Προς δε το πλήθος των ανδρών, οι οποίοι ήρχοντο από την έρημον, εδίδοντο βραχιόλια, δια να τα φορέσουν εις τας χείρας των και λαμπρός στέφανος δια τας κεφαλάς των. | 42 Ἀντηχοῦσαν δὲ ἁρμονικαὶ φωναὶ πανηγυρικαί, διὰ νὰ εὐχαριστοῦνται οἱ ἄνδρες, ποὺ ἦσαν πολυάριθμοι καὶ εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴν ἔρημον.Τοὺς ἔδιδαν μάλιστα νὰ φορέσουν βραχιόλια εἰς τὰ χέρια των καὶ λαμπρὸν στεφάνι εἰς τὰ κεφάλια των. |
43 καὶ εἶπα· οὐκ ἐν τούτοις μοιχεύουσι; καὶ ἔργα πόρνης καὶ αὐτὴ ἐξεπόρνευσε. | 43 Και είπα· λοιπόν, με όλα αυτά δεν διέπρατταν μαζή της μοιχείαν οι ερασταί της; Εργα πορνικά αυτή εξεπόρνευσε. | 43 Καὶ εἶπα: Δὲν διαπράττονν αὐτοί, μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ κάμνουν, μοιχείαν; Πράγματι τὰ ἔργα της ἦσαν ἔργα πόρνης.Ὁ ἐκλεκτός μου λαὸς ἐπρόδωσε, ὡσὰν μοιχαλὶς σύζυγος, Ἐμέ, τὸν Κύριον καὶ Θεόν του. |
44 καὶ εἰσεπορεύοντο πρὸς αὐτήν, ὃν τρόπον εἰσπορεύονται πρὸς γυναῖκα πόρνην, οὕτως εἰσεπορεύοντο πρὸς ᾿Οολὰν καὶ πρὸς ᾿Οολιβὰν τοῦ ποιῆσαι ἀνομίαν. | 44 Οι ξένοι ερασταί της εισήρχοντο στο σπίτι της, όπως εισήρχοντο προς μίαν κοινήν γυναίκα, πόρνην. Ετσι εισήρχοντο στον οίκον της Οολάς, της Σαμαρείας, και της Οολιβάς, της Ιερουσαλήμ, δια να διαπράξουν μαζή της παρανόμους πράξεις. | 44 Ἐπήγαιναν δὲ μέσα εἰς τὴν χώραν τοῦ λαοῦ μου οἱ ξένοι καὶ ἀλλόθρησκοι, ὅπως πηγαίνουν οἱ πελάται εἰς μίαν πόρνην γυναῖκα· ἔτσι ἐπήγαιναν εἰς τὸν τόπον κατοικίας, ὅπου διέμεναν ἡ Ὀολὰ καὶ ἡ Ὀολιβά, διὰ νὰ διαπράξουν ἀσεβείας καὶ παρανομίας. |
45 καὶ ἄνδρες δίκαιοι αὐτοὶ καὶ ἐκδικήσουσιν αὐτὰς ἐκδικήσει μοιχαλίδος καὶ ἐκδικήσει αἵματος, ὅτι μοιχαλίδες εἰσί, καὶ αἷμα ἐν χερσὶν αὐτῶν. | 45 Αλλα, άνδρες δίκαιοι θα καταδικάσουν αυτάς με την τιμωρίαν, που επιβάλλεται εις τας μοιχαλίδας και τους φονείς. Θα τας τιμωρήσουν, διότι είναι πράγματι μοιχαλίδες και αίμα αθώων ανθρώπων υπάρχει εις τα χέρια των”. | 45 Θὰ ἔλθουν ὅμως ἄνδρες, ἐκπρόσωποι τῆς δικαιοσύνης, οἱ ὁποῖοι θὰ τιμωρήσουν καὶ τὰς δύο μὲ τὴν ποινὴν ποὺ ὡρίσθη διὰ τὰς μοιχαλίδας συζύγους καὶ δι' ὅσους χύνουν αἷμα ἀθῶον· διότι εἶναι μοιχαλίδες, καὶ τὰ χέρια των ἔχουν βαφῆ μὲ τὸ αἷμα ἀθώων ὑπάρξεων. |
46 τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ἀνάγαγε ἐπ' αὐτὰς ὄχλον καὶ δὸς ἐν αὐταῖς ταραχὴν καὶ διαρπαγὴν | 46 Αυτά λέγει ο Κυριος Κυριος, προς τους εχθρούς της Σαμαρείας και της Ιερουσαλήμ. “Οδηγήσατε εναντίον αυτών στρατόν πολύν, σκορπίσατε εις αυτάς αναταραχήν και λεηλασίαν. | 46 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος καὶ μόνος ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων: Σήκωσε καὶ φέρε ἐναντίον των πολὺν λαὸν καὶ τιμώρησέ τους, μὲ τὸ νὰ κυριευθοῦν ἀπὸ πανικὸν καὶ νὰ διαρπαγοῦν ὅλα τὰ ἀγαθά των. |
47 καὶ λιθοβόλησον ἐπ' αὐτὰς λίθοις ὄχλων καὶ κατακέντει αὐτὰς ἐν τοῖς ξίφεσιν αὐτῶν· υἱοὺς αὐτῶν καὶ θυγατέρας αὐτῶν ἀποκτενοῦσι καὶ τοὺς οἴκους αὐτῶν ἐμπρήσουσι. | 47 Λιθοβολήσατέ τας με λίθους πολλών ανθρώπων, διαπεράσατέ τας με τα ξίφη σας. Οι άνδρες αυτοί θα φονεύσουν τους υιούς και τας θυγατέρας αυτών και θα θέσουν πυρ εις τα οικήματά των. | 47 Καὶ λιθοβόλησε ἐναντίον των μὲ λίθους ποὺ θὰ ρίψουν ὄχλοι πολλοί, καὶ κατατρύπησε τὸ σῶμα των μὲ τὰ ξίφη των.Οἱ ἄνδρες αὐτοὶ θὰ θανατώσουν τοὺς υἱοὺς καὶ τὰς θυγατέρας των καὶ θὰ πυρπολήσουν τὰς οἰκίας των. |
48 καὶ ἀποστρέψω ἀσέβειαν ἐκ τῆς γῆς, καὶ παιδευθήσονται πᾶσαι αἱ γυναῖκες καὶ οὐ μὴ ποιήσουσι κατὰ τὰς ἀσεβείας αὐτῶν. | 48 Ετσι εγώ θα απομακρύνω από την χώραν την ασέβειαν, που έδειξαν προς εμέ, και όλαι αι γυναίκες, αι διάφοροι πόλεις και κωμοπόλεις, θα διδαχθούν και δεν θα διαπράξουν τας αυτάς ασεβείας απέναντί μου. | 48 Θὰ ἐξαφανίσω ἔτσι τὴν ἀσέβειαν ἀπὸ τὴν γῆν, καὶ θὰ παραδειγματισθοῦν ὅλαι αἱ γυναῖκες καὶ δὲν θὰ μιμοῦνται τὰς ἀσεβεῖς πράξεις ἐκείνων. |
49 καὶ δοθήσεται ἡ ἀσέβεια ὑμῶν ἐφ' ὑμᾶς, καὶ τὰς ἁμαρτίας τῶν ἐνθυμημάτων ὑμῶν λήψεσθε· καὶ γνώσεσθε διότι ἐγὼ Κύριος. | 49 Με τον τρόπον αυτόν θα πέση η ασέβειά σας επάνω εις τας κεφαλάς σας και θα λάβετε την πρέπουσαν τιμωρίαν δια τας αμαρτίας σας και δια την ποσκύνησιν των ειδώλων. Και θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κυριος. | 49 Ἡ δὲ τιμωρία διὰ τὴν ἀσέβειάν σας θὰ πέσῃ ἐπάνω σας, καὶ θὰ λάβετε τὴν δικαίαν πληρωμὴν διὰ τὴν ἁμαρτίαν τῆς εἰδωλολατρίας σας.Καὶ τότε θὰ μάθετε ὅτι Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων. |