Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:07
Δύση: 17:14
Σελ. 14 ημ.
320-46
16ος χρόνος, 6117η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΖΕΚΙΗΛ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 (Κ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο ἐν τῷ ἔτει τῷ ἑβδόμῳ, ἐν τῷ πέμπτῳ μηνί, δεκάτῃ τοῦ μηνός, ἦλθον ἄνδρες ἐκ τῶν πρεσβυτέρων οἴκου ᾿Ισραὴλ ἐπερωτῆσαι τὸν Κύριον καὶ ἐκάθισαν πρὸ προσώπου μου. 1 Κατά το έβδομον έτος, τον πέμπτον μήνα, την δεκάτην του μηνός, ήλθον μερικοί άνδρες από τους πρεσβυτέρους του ισραηλιτικού λαού, να ερωτήσουν τον Κυριον και εκάθισαν ενώπιόν μου. 1 Κατὰ τὸ ἕβδομον ἔτος τῆς παραμονῆς μᾶς εἰς τὴν χώραν τῆς Βαβυλῶνος, καὶ συγκεκριμένως τὴν δεκάτην ἡμέράν του πέμπτου μηνὸς τοῦ ἔτους αὐτοῦ, ἤλθαν μερικοὶ ἄνδρες ἀπὸ τοὺς προκρίτους τῶν Ἰσραηλιτῶν διὰ νὰ ἐρωτησουν τὸν Κύριον διὰ κάποιο θέμα καὶ ἐκαθησαν ἐμπρός μου.
2 καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· 2 Ο Κυριος ομίλησε προς εμέ και είπε· 2 Ὡμίλησε δὲ ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ καὶ μοῦ εἶπεν:
3 υἱὲ ἀνθρώπου, λάλησον πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ οἴκου ᾿Ισραὴλ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος· εἰ ἐπερωτῆσαί με ὑμεῖς ἔρχεσθε; ζῶ ἐγὼ εἰ ἀποκριθήσομαι ὑμῖν, λέγει Κύριος· 3 “υιέ ανθρώπου, ομίλησε προς τους πρεσβυτέρους του Ιουδαϊκού λαού και είπε προς αυτούς· αυτά λέγει ο Κυριος· Αληθώς έρχεσθε να με ερωτήσετε; Ορκίζομαι στον εαυτόν μου, ότι δεν θα αποκριθώ κατά τας διαθέσεις σας, λέγει ο Κυριος. 3 Ἄνθρωπε, νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς τοὺς προκρίτους τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἔρχεσθε διὰ νὰ μὲ ἐρωτήσετε ἄραγε; Σᾶς διαβεβαιώνω ἐνόρκως ὅτι δὲν πρόκειται νὰ λάβετε τὴν ἀπάντησιν ποὺ περιμένετε, λέγει ὁ Κύριος.
4 εἰ ἐκδικήσω αὐτοὺς ἐκδικήσει, υἱὲ ἀνθρώπου, τὰς ἀνομίας τῶν πατέρων αὐτῶν διαμάρτυραι αὐτοῖς 4 Υιέ ανθρώπου, να διαμαρτυρηθής ζωηρώς δια τας αμαρτίας των προγόνων των και ειπέ ότι και αυτούς τους ιδίους θα τιμωρήσω δια τας ιδικάς των αμαρτίας. 4 Ἐπειδὴ ὅμως θὰ τιμωρηθοῦν ὁπωσδήποτε οἱ Ἰσραηλῖται αὐτοί, παρουσίασε, ἄνθρωπε, μὲ ἔντονον τρόπον τὰς ἁμαρτίας τῶν πατέρων των ὡς ἄλλην ἀπάντησίν μου.
5 καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος· ἀφ' ἧς ἡμέρας ᾑρέτισα τὸν οἶκον ᾿Ισραὴλ καὶ ἐγνωρίσθην τῷ σπέρματι οἴκου ᾿Ιακὼβ καὶ ἐγνώσθην αὐτοῖς ἐν γῇ Αἰγύπτου καὶ ἀντελαβόμην τῇ χειρί μου αὐτῶν λέγων· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, 5 Ειπέ, λοιπόν, προς αυτούς· Αυτά λέγει ο Κυριος. Από την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν ανάμεσα από όλους τους λαούς εξέλεξα τον ισραηλιτικόν λαόν και κατέστησα τον εαυτόν μου γνωστόν στους απογόνους του Ιακώβ, και εγνωρίσθην εις αυτούς εις την χώραν της Αιγύπτου και τους επήρα με την παντοδύναμον δεξιάν μου, τους είπα· εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας, 5 Νὰ εἰπῇς λοιπὸν πρὸς αὐτούς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Σκεφθῆτε τί συνέβη ἀπὸ τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἐξέλεξα τοὺς Ἰσραηλίτας ὡς περιούσιον λαόν μου καὶ ἐγνωρίσθην ὡς Θεός των εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ· τότε ποὺ τοὺς ἀπεκάλυψα τὸν Ἑαυτόν μου εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ τοὺς ἀνέλαβα μὲ τὸ παντοδύναμον χέρι μου καὶ τοὺς εἶπα: Ἐγὼ ὁ Κύριος τῶν πάντων εἶμαι ὁ Θεός σας.
6 ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἀντελαβόμην τῇ χειρί μου αὐτῶν τοῦ ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου εἰς τὴν γῆν, ἣν ἡτοίμασα αὐτοῖς, γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι, κηρίον ἐστὶ παρὰ πᾶσαν τὴν γῆν. 6 Κατά την ημέραν εκείνην τους επήρα με την παντοδύναμον δεξιάν μου, δια να βγάλω αυτούς ελευθέρους από την χώραν της Αιγύπτου και να τους οδηγήσω εις χώραν, την οποίαν ητοίμασα προς χάριν αυτών· χώραν, η οποία ρέει γάλα και μέλι, χώραν η οποία δια την μεγάλην ευφορίαν της, ομοιάζει με κηρήθραν περισσότερον από κάθε άλλην περιοχήν. 6 Κατὰ τὴν ἡμέραν λοιπὸν ἐκείνην τοὺς ἀνέλαβα μὲ τὸ παντοδύναμον χέρι μου, διὰ νὰ τοὺς βγάλω ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσω εἰς τὴν χώραν τὴν ὁποίαν ἐτοίμασα δι' αὐτούς, μίαν χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν ρέει γάλα καὶ μέλι, ποὺ εἶναι ὡσὰν κηρήθρα, πλουσία δηλαδὴ καὶ εὔφορος περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλην χώραν.
7 καὶ εἶπα πρὸς αὐτούς· ἕκαστος βδελύγματα τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ἀπορριψάτω, καὶ ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν Αἰγύπτου μὴ μιαίνεσθε, ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. 7 Είπα προς αυτούς· ο καθένας από σας ας πετάξη μακρυά τα βδελυρά είδωλα, τα οποία εβλέπατε εις την χώραν της Αιγύπτου, και μη μολύνεσθε με τας πονηράς και μολυσμένας πράξεις των κατοίκων της Αιγύπτου. Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας. 7 Καὶ τοὺς εἶπα: Νὰ πετάξῃ καθένας σας τὰ βδελυκτὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα ἐλκύουν τὴν προσοχήν σας, καὶ νὰ μὴ μολύνεσθε μὲ ὅσα κάμνουν οἱ Αἰγύπτιοι.Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος καὶ Θεός σας.
8 καὶ ἀπέστησαν ἀπ' ἐμοῦ καὶ οὐκ ἠθέλησαν εἰσακοῦσαί μου, τὰ βδελύγματα τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν οὐκ ἀπέρριψαν καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα Αἰγύπτου οὐκ ἐγκατέλιπον. καὶ εἶπα τοῦ ἐκχέαι τὸν θυμόν μου ἐπ' αὐτοὺς τοῦ συντελέσαι τὴν ὀργήν μου ἐν αὐτοῖς ἐν μέσῳ γῆς Αἰγύπτου. 8 Αυτοί όμως επεμακρύνθησαν από εμέ, δεν ηθέλησαν να υπακούσουν εις την φωνήν μου. Τα βδελυρά είδωλα, που έβλεπαν εις την χώραν της Αιγύπτου, δεν τα απέρριψαν. Τα αμαρτωλά έργα των Αιγυπτίων δεν τα απηρνήθησαν και δεν τα εγκατέλειψαν. Είπα να αφήσω να εκσπάση ο θυμός μου κατ' αυτών και να ολοκληρώσω την οργήν μου εναντίον των, όταν ακόμη ευρίσκοντο εις την Αίγυπτον. 8 Αὐτοὶ ὅμως ἀντέδρασαν ἐναντίον μου καὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ μὲ ἀκούσουν.Δὲν ἀπηρνήθησαν τὰ βδελυκτὰ εἴδωλά των καὶ δὲν ἐγκατέλειψαν τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα τῶν Αἰγυπτίων.Εἶπα τότε μέσα μου νὰ ξεχύσω τὸν θυμόν μου ἐναντίον των καὶ νὰ τοὺς ἐξοντώσω μὲ τὴν ὀργήν μου, ἐνῷ εὑρίσκοντο ἀκόμη αὐτοὶ μέσα εἰς τὴν Αἴγυπτον.
9 καὶ ἐποίησα ὅπως τὸ ὄνομά μου τὸ παράπαν μὴ βεβηλωθῇ ἐνώπιον τῶν ἐθνῶν, ὧν αὐτοί εἰσιν ἐν μέσῳ αὐτῶν, ἐν οἷς ἐγνώσθην πρὸς αὐτοὺς ἐνώπιον αὐτῶν τοῦ ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου. 9 Επραξα όμως και έδειξα έλεος και συγκατάβασιν προς αυτούς, δια να μη κατηγορηθή και βεβηλωθή καθόλου το Ονομά μου μεταξύ των ειδωλολατρικών λαών, εν μέσω των οποίων αυτοί εζούσαν και ενώπιον των οποίων κατέστησα εις αυτούς γνωστόν το Ονομά μου και υπεσχέθην να τους βγάλω ελευθέρους από την χώραν της Αιγύπτου. 9 Ἐνήργησα ὅμως διαφορετικά, διὰ νὰ μὴ βεβηλωθῇ καὶ ὑποτιμηθῇ καθόλου τὸ Ὄνομά μου μεταξὺ τῶν ἐθνῶν, μέσα εἰς τὰ ὁποῖα εὑρίσκοντο αὐτοί.Ἦτο ἤδη γνωστὸν εἰς τὰ ἔθνη ὅτι εἶχα ἀποκαλυφθῆ εἰς αὐτούς « τοὺς Ἰσραηλίτας», μὲ σκοπὸν νὰ τοὺς βγάλω ἀπὸ τὴν δουλείαν τῆς Αἰγύπτου.
10 καὶ ἤγαγον αὐτοὺς εἰς τὴν ἔρημον 10 Και πράγματι, τους εβγαλα ελευθέρους από την Αίγυπτον, τους ωδηγησα εις έρημον περιοχήν 10 Τοὺς ἔβγαλα λοιπὸν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ τοὺς ἔφερα εἰς τὴν ἔρημον.
11 καὶ ἔδωκα αὐτοῖς τὰ προστάγματά μου καὶ τὰ δικαιώματά μου ἐγνώρισα αὐτοῖς, ὅσα ποιήσει αὐτὰ ἄνθρωπος καὶ ζήσεται ἐν αὐτοῖς. 11 και εκεί έδωκα εις αυτούς τας εντολάς μου. Κατέστησα εις αυτούς γνωστά τα προστάγματά μου, τα οποία, εάν ο άνθρωπος τα εφαρμόση εις την ζωήν του, θα ζήση ειρηνικός και ασφαλής. 11 Τοὺς ἔδωσα δὲ ἐκεῖ τὰς ἐντολάς μου καὶ τοὺς ἀπεκάλυψα τὰ θελήματά μου, τὰ ὁποῖα, ὅταν τηρῇ ὁ ἄνθρωπος, ὁδηγοῦν εἰς τὴν ζωὴν τῆς μακαριότητος.
12 καὶ τὰ σάββατά μου ἔδωκα αὐτοῖς τοῦ εἶναι εἰς σημεῖον ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ μέσον αὐτῶν τοῦ γνῶναι αὐτοὺς διότι ἐγὼ Κύριος ὁ ἁγιάζων αὐτούς. 12 Εδωσα εις αυτούς την εορτήν και την αργίαν του Σαββάτου, να αγιάζουν το Σαββατον, δια να είναι αυτό σημείον συνδέσμου μεταξύ εμού και μεταξύ αυτών, ώστε να γνωρίζουν και να αισθάνωνται, ότι εγώ είμαι ο Κυριος, ο οποίος τους εξεχώρισα από τα αλλά έθνη, δια να τους αναδείξω λαόν άγιον. 12 Τοὺς ἔδωσα ἐπίσης τὰ Σάββατά μου, τοὺς καθόρισα δηλαδὴ τὴν ἱερὰν ἡμέραν ποὺ ἀνήκει εἰς Ἐμέ, διὰ νὰ εἶναι ἡ τήρησις τῆς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου ὡς σημεῖον σχέσεως μεταξὺ Ἐμοῦ καὶ αὐτῶν.Μὲ τὸ Σάββατον θὰ ἐννοοῦσαν ὅτι Ἐγώ, ὁ Κύριος, εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἁγιάζω καὶ τοὺς ξεχωρίζω ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαούς.
13 καὶ εἶπα πρὸς τὸν οἶκον τοῦ ᾿Ισραὴλ ἐν τῇ ἐρήμῳ· ἐν τοῖς προστάγμασί μου πορεύεσθε· καὶ οὐκ ἐπορεύθησαν καὶ τὰ δικαιώματά μου ἀπώσαντο, ἃ ποιήσει αὐτὰ ἄνθρωπος καὶ ζήσεται ἐν αὐτοῖς, καὶ τὰ σάββατά μου ἐβεβήλωσαν σφόδρα. καὶ εἶπα τοῦ ἐκχέαι τὸν θυμόν μου ἐπ' αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ τοῦ ἐξαναλῶσαι αὐτούς. 13 Είπα ακόμη στον Ισραηλιτικόν λαόν, όταν ευρίσκετο εις την έρημον· να ζήτε και να πορεύεσθε σύμφωνα με τας εντολάς μου. Εκείνοι όμως δεν επορεύθησαν σύμφωνα με αυτάς και απέρριψαν τα προστάγματά μου, τα οποία εάν ο άνθρωπος εφαρμόση θα ζήση δι' αυτών ειρηνικός και ασφαλής. Εβεβήλωσαν κατά τον χειρότερον τρόπον την αγιότητα και αργίαν του Σαδδάτου. Είπα τότε να αφήσω να εκσπάση ο θυμός μου εναντίον αυτών και εκεί εις την έρημον, που ευρίσκοντο, να τους εξολοθρεύσω τελείως. 13 Εἶπα δὲ πρὸς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ εὑρίσκοντο πλέον εἰς τὴν ἔρημον: Νὰ ζῆτε συμφώνως πρὸς τὰ προστάγματά μου.Αὐτοὶ ὅμως δὲν συνεμορφώθησαν πρὸς τὴν ἐντολήν μου καὶ περιεφρόνησαν τὰ θελήματά μου, τὰ ὁποῖα, ὅταν τὰ ἐφαρμόζῃ ὁ ἄνθρωπος, γίνονται αἰτία νὰ ζῇ εὐτυχισμένος μὲ αὐτά.Ἐβεβήλωσαν δὲ ἐπὶ πλέον καὶ κατεπάτησαν τὰ Σάββατά μου.Εἶπα τότε καὶ πάλιν μέσα μου νὰ ξεχύσω τὴν ὀργήν μου ἐναντίον των ἐκεῖ εἰς τὴν ἔρημον καὶ νὰ τοὺς ἐξαφανίσω.
14 καὶ ἐποίησα ὅπως τὸ ὄνομά μου τὸ παράπαν μὴ βεβηλωθῇ ἐνώπιον τῶν ἐθνῶν, ὧν ἐξήγαγον αὐτοὺς κατ' ὀφθαλμοὺς αὐτῶν. 14 Δεν έκαμα όμώς αυτό, δια να μη διαβληθή το Ονομά μου ουδ' επ' ελάχιστον από τα έθνη, ενώπιον των οφθαλμών των οποίων έβγαλα αυτούς ελευθέρους από την Αίγυπτον. 14 Ἐνήργησα ὅμως διαφορετικά, διὰ νὰ μὴ βλασφημηθῇ καὶ ὑποτιμηθῇ καθόλου τὸ Ὄνομά μου μέσα εἰς τὰ ἔθνη, ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τῶν ὁποίων τοὺς ἔβγαλα ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
15 καὶ ἐγὼ ἐξῇρα τὴν χεῖρά μου ἐπ' αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ τὸ παράπαν τοῦ μὴ εἰσαγαγεῖν αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, ἣν ἔδωκα αὐτοῖς, γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι, κηρίον ἐστὶ παρὰ πᾶσαν τὴν γῆν, 15 Αλλά, εκεί εις την έρημον, εσήκωσα το χέρι μου και ωρκίσθην εις αυτούς και είπα, ότι κατ' ουδένα τρόπον και λόγον θα τους οδηγήσω εις την χώραν, την οποίαν είχα προορίσει δι' αυτούς, χώραν που ρέει γάλα και μέλι. Είναι κηρήθρα ευφορωτέρα και πλουσιωτέρα από κάθε άλλην χώραν. 15 Ὑψωσα ὅμως τὸ χέρι μου πρὸς αὐτοὺς ἐκεῖ εἰς τὴν ἔρημον, ὡς ἄλλον ὅρκον, διὰ νὰ βεβαιώσω ὅτι κατ' οὐδένα τρόπον πρόκειται νὰ εἰσέλθουν αὐτοὶ εἰς τὴν χώραν τὴν ὁποίαν εἶχα ξεχωρίσει δι’ αὐτούς· χώραν εἰς τὴν ὁποίαν ρέει γάλα καὶ μέλι, ποὺ εἶναι ὡσὰν κηρήθρα, πλουσία καὶ εὔφορος περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλην χώραν.
16 ἀνθ' ὧν τὰ δικαιώματά μου ἀπώσαντο καὶ ἐν τοῖς προστάγμασί μου οὐκ ἐπορεύθησαν ἐν αὐτοῖς καὶ τὰ σάββατά μου ἐβεβήλουν καὶ ὀπίσω τῶν ἐνθυμημάτων καρδίας αὐτῶν ἐπορεύοντο. 16 Θα τους τιμωρήσω δε έτσι, είπα, διότι αυτοί απέρριψαν τας εντολάς μου, δεν επορεύθησαν και δεν έζησαν σύμφωνα με τα προστάγματά μου. Εβεβήλωσαν δε την αργίαν και αγιότητα του Σαββάτου μου και σύμφωνα με την επιθυμίαν των καρδιών των επορεύθησαν οπίσω των ειδώλων. 16 Θὰ τιμωρηθοῦν δέ, διότι περιεφρόνησαν τὰς ἐντολάς μου, ἀπέρριψαν τὰ προστάγματά μου καὶ δὲν συνεμορφώθησαν πρὸς αὐτά· ἐβεβήλωναν δὲ συνεχῶς τὰ Σάββατά μου· ἄφησαν τὴν καρδίαν των νὰ ἑλκυσθῇ ἀπὸ τὰ εἴδωλα καὶ ἐζοῦσαν ὡς εἰδωλολάτραι.
17 καὶ ἐφείσατο ὁ ὀφθαλμός μου ἐπ' αὐτοὺς τοῦ ἐξαλεῖψαι αὐτοὺς καὶ οὐκ ἐποίησα αὐτοὺς εἰς συντέλειαν ἐν τῇ ἐρήμῳ. 17 Ο σπλαγχνικός όμως οφθαλμός μου τους ελυπήθη και δεν τους εξηφάνισα, δεν τους εξωλόθρευσα μέσα εις την έρημον. 17 Παρὰ ταῦτα ὅμως τοὺς ἐλυπήθη ὁ ὀφθαλμός μου καὶ δὲν τοὺς ἐξώντωσα, δὲν τοὺς ἐξηφάνισα ἐντελῶς ἐκεῖ εἰς τὴν ἔρημον.
18 καὶ εἶπα πρὸς τὰ τέκνα αὐτῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ· ἐν τοῖς νομίμοις τῶν πατέρων ὑμῶν μὴ πορεύεσθε καὶ τὰ δικαιώματα αὐτῶν μὴ φυλάσσεσθε καὶ ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν αὐτῶν μὴ συναναμίσγεσθε καὶ μὴ μιαίνεσθε. 18 Είπα προς τα απολειφθέντα τέκνα των εις την έρημον· μη πορευθήτε και μη ζήσετε σύμφωνα με τας πονηράς παραδόσεις των πατέρων σας. Τους νόμους των να μη τους τηρήσετε και με τα έργα των να μη έχετε καμμίαν επικοινωνίαν· να μη μολυνθήτε με αυτά. 18 Εἶπα δὲ πρὸς τὰ τέκνα των, ποὺ εἶχαν ἤδη μεγαλώσει Ἐκεῖ εἰς τὴν ἔρημον: Μὴ ζῆτε ὅπως εἶχαν συνηθίσει νὰ ζοῦν οἱ πατέρες σας· μὴ τηρεῖτε τὰ ἁμαρτωλὰ ἔθιμά των καὶ μὴ ἀναμειγνύεσθε καὶ μολύνεσθε μὲ ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχαν μολυνθῆ αὐτοί.
19 ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, ἐν τοῖς προστάγμασί μου πορεύεσθε καὶ τὰ δικαιώματά μου φυλάσσεσθε, καὶ ποιεῖτε αὐτά· 19 Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας. Να βαδίζετε σύμφωνα με τα προστάγματά μου και να τηρήτε τας εντολάς μου και να τας εφαρμόζετε. 19 Ἑγώ, ὁ Θεός σας, εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων.Νὰ ζῆτε συμφώνως πρὸς τὰ προστάγματά μου, νὰ τηρῆτε τὰ θελήματά μου καὶ νὰ τὰ ἐφαρμόζετε.
20 καὶ τὰ σάββατά μου ἁγιάζετε, καὶ ἔστω εἰς σημεῖον ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν τοῦ γινώσκειν διότι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν. 20 Να τηρήτε την αργίαν του Σαββάτου και να αγιάζετε αυτό. Τούτο θα είναι σήμείον συνδετικόν μεταξύ εμού και υμών, ώστε να γνωρίζετε, ότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας. 20 Προσέχετε ἐπίσης νὰ τιμᾶτε ὡς ἅγια τὰ Σάββατά μου.Ἂς εἶναι ἡ τήρησις τῆς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου ὡς ἁγίας, σημεῖον σχέσεως μεταξὺ Ἐμοῦ καὶ μεταξύ σας, διὰ νὰ ἐννοῆτε ὅτι Ἐγώ, ὁ Κύριος τῶν πάντων, εἶμαι ὁ Θεός σας.
21 καὶ παρεπίκρανάν με καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, ἐν τοῖς προστάγμασί μου οὐκ ἐπορεύθησαν, καὶ τὰ δικαιώματά μου οὐκ ἐφυλάξαντο τοῦ ποιεῖν αὐτά, ἃ ποιήσει ἄνθρωπος καὶ ζήσεται ἐν αὐτοῖς, καὶ τὰ σάββατά μου ἐβεβήλουν. καὶ εἶπα τοῦ ἐκχέαι τὸν θυμόν μου ἐπ' αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ τοῦ συντελέσαι τὴν ὀργήν μου ἐπ' αὐτούς· 21 Παρ' όλα όμως αυτά, και τα τέκνα των με παρεπίκραναν. Δεν έζησαν και δεν επορεύθησαν σύμφωνα με τα προστάγματά μου, δεν ηθέλησαν και δεν προσεπάθησαν να τηρήσουν τας εντολάς μου, τας οποίας, εάν ο άνθρωπος τηρήση, θα ζήση δι' αυτών ειρηνικός και ασφαλής. Τουναντίον εβεβήλωσαν την αργίαν και τον αγιασμόν του Σαββάτου. Είπα, να αφήσω να εκσπάση ο θυμός μου εναντίον των και να ολοκληρώσω την οργήν μου εναντίον αυτών εκεί εις την έρημον. 21 Παρὰ ταῦτα ὅμως καὶ τὰ τέκνα των μὲ ἐπίκραναν πολύ.Δὲν συνεμορφώθησαν πρὸς τὰ προστάγματά μου καὶ δὲν ἐπρόσεξαν νὰ τηροῦν τὰς ἐντολάς μου, αἱ ὁποῖαι, ὅταν τὰς ἐφαρμόζῃ ὁ ἄνθρωπος, γίνονται αἰτία νὰ ζῇ εὐτυχῇς.Ἐβεβήλωναν ἐπὶ πλέον τὰ Σάββατά μου.Εἶπα δὲ μέσα μου νὰ ξεχύσω τὸν θυμόν μου ἐπάνω των ἐκεῖ εἰς τὴν ἔρημον καὶ νὰ τοὺς ἐξαφανίσω ἐντελῶς μὲ ὅλην τὴν ὀργήν μου.
22 καὶ ἐποίησα ὅπως τὸ ὄνομά μου τὸ παράπαν μὴ βεβηλωθῇ ἐνώπιον τῶν ἐθνῶν, ὧν ἐξήγαγον αὐτοὺς κατ' ὀφθαλμοὺς αὐτῶν. 22 Δεν έπραξα όμως έτσι, δια να μη διαβληθή ούτε επ' ελάχιστον το Ονομά μου ενώπιον των εθνών, εμπρός από τα μάτια των οποίων εβγαλα αυτούς ελευθέρους από την Αίγυπτον. 22 Ἐνήργησα ὅμως διαφορετικά, διὰ νὰ μὴ βλασφημηθῇ καὶ ὑποτιμηθῇ καθόλου τὸ Ὄνομά μου μέσα εἰς τὰ ἔθνη, ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τῶν ὁποίων τοὺς ἔβγαλα ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
23 καὶ ἐξῇρα τὴν χεῖρά μου ἐπ' αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ τοῦ διασκορπίσαι αὐτοὺς ἐν τοῖς ἔθνεσι καὶ διασπεῖραι αὐτοὺς ἐν ταῖς χώραις, 23 Υψωσα όμως το χέρι μου και ωρκίσθην εναντίον των εκεί εις την έρημον, ότι θα τους διασκορπίσω εις τα εθνη· θα τους διασπείρω εις τας διαφόρους χώρας. 23 Ὑψωσα δὲ τὸ χέρι μου, ὡς ἄλλον ὅρκον, ἐπάνω των ἐκεῖ εἰς τὴν ἔρημον, διὰ νὰ βεβαιώσω ὅτι θὰ τοὺς διασκορπίσω εἰς τὰ ἔθνη καὶ θὰ τοὺς διασπείρω εἰς διαφόρους χώρας.
24 ἀνθ' ὧν τὰ δικαιώματά μου οὐκ ἐποίησαν καὶ τὰ προστάγματά μου ἀπώσαντο καὶ τὰ σάββατά μου ἐβεβήλουν, καὶ ὀπίσω τῶν ἐνθυμημάτων τῶν πατέρων αὐτῶν ἦσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν. 24 Τούτο δέ, διότι δεν ετήρησαν τας εντολάς μου. Τα δε προστάγματά μου τα κατεφρόνησαν, τα Σαββατα μου τα εβεβήλωσαν και τα μάτια των παρακολουθούσαν με αμαρτωλούς πόθους τας ειδωλολατρικάς επιθυμίας των πατέρων των. 24 Θὰ τιμωρηθοῦν δέ, διότι δὲν ἐφήρμοσαν τὰς ἐντολάς μου καὶ ἀπέρριψαν τὰ προστάγματά μου· ἐβεβήλωναν δὲ τὰ Σάββατά μου καὶ εἶχαν προσηλώσει τὰ βλέμματά των εἰς τὰ ποθητὰ εἴδωλα τῶν πατέρων των.
25 καὶ ἐγὼ ἔδωκα αὐτοῖς προστάγματα οὐ καλὰ καὶ δικαιώματα, ἐν οἷς οὐ ζήσονται ἐν αὐτοῖς. 25 Δια τούτο εγώ ενομοθέτησα προστάγματα, οχι ευχάριστα δι' αυτούς, αλλά απειλητικά, και εντολάς, δια των οποίων δεν πρόκειται να ζήσουν ειρηνικοί και ασφαλείς εις την χώραν των. 25 Διὰ τοῦτο καὶ Ἐγὼ τοὺς ἔδωσα προστάγματα δυσάρεστα καὶ πικρά, καὶ ἐντολὰς ποὺ δὲν ἠμποροῦσαν μὲ αὐτὰς νὰ ζήσουν εὐτυχεῖς.
26 καὶ μιανῶ αὐτοὺς ἐν τοῖς δόμασιν αὐτῶν ἐν τῷ διαπορεύεσθαί με πᾶν διανοῖγον μήτραν, ὅπως ἀφανίσω αὐτούς. 26 Θα τους θεωρήσω μολυσμένους εις τας προσφοράς των, διότι κάθε πρωτοτόκον, που ανήκει εις εμέ, το προσφέρουν θυσίαν στο πυρ των ειδώλων και έτσι με παροργίζουν, δια να τους εξαφανίσω. 26 Ἀπεφάσισα ἐπίσης νὰ τοὺς ἀφήσω νὰ μολύνωνται μὲ τὸ νὰ περνοῦν μέσα ἀπὸ τὴν φωτιὰ κάθε πρωτότοκον τέκνον των, ὅπως κάμνουν οἱ εἰδωλολάτραι, μὲ σκοπὸν νὰ τοὺς ἐξαφανίσω.
27 Διὰ τοῦτο λάλησον πρὸς τὸν οἶκον τοῦ ᾿Ισραήλ, υἱὲ ἀνθρώπου, καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος· ἕως τούτου παρώργισάν με οἱ πατέρες ὑμῶν ἐν τοῖς παραπτώμασιν αὐτῶν, ἐν οἷς παρέπεσον εἰς ἐμέ. 27 Δια τούτο λάλησε προς τους Ισραηλίτας, υιέ ανθρώπου, και ειπέ προς αυτούς· αυτά λέγει ο Κυριος· Μέχρι τέτοιου σημείου με εξώργισαν οι πατέρες σας με τας παραβάσεις των, εις τας οποίας περιέπεσαν ενώπιόν μου! 27 Διὰ τοῦτο, συνεχίζει ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ὁμίλησε, ἄνθρωπε, πρὸς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραὴλ καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Μέχρις αὐτοῦ του βαθμοῦ μὲ παρώργισαν οἱ πατέρες σας μὲ τὰ παραπτώματά των, μὲ τὰ ὁποῖα ἔδειξαν τὴν ἀντίδρασίν των πρὸς Ἐμὲ καὶ παρέβησαν τὰς ἐντολάς μου.
28 καὶ εἰσήγαγον αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, ἣν ᾖρα τὴν χεῖρά μου τοῦ δοῦναι αὐτὴν αὐτοῖς, καὶ εἶδον πάντα βουνὸν ὑψηλὸν καὶ πᾶν ξύλον κατάσκιον καὶ ἔθυσαν ἐκεῖ τοῖς θεοῖς αὐτῶν καὶ ἔταξαν ἐκεῖ ὀσμὴν εὐωδίας καὶ ἔσπεισαν ἐκεῖ τὰς σπονδὰς αὐτῶν. 28 Και όμως εγώ τους ωδήγησα και τους εισήγαγον εις την χώραν, δια την οποίαν ύψωσα το χέρι μου και ωρκίσθην, ότι θα την δώσω εις αυτούς. Εκεί δε αυτοί έστρεψαν τα βλέμματά των και είδαν κάθε υψηλόν λόφον και κάθε βαθύσκιον δένδρον και εκεί προσέφεραν θυσίας στους ειδωλικούς θεούς των· προσέφεραν θυμίαμα και εκαμαν τας σπονδάς των. 28 Τοὺς ἔβαλα δηλαδὴ μέσα εἰς τὴν χώραν τὴν ὁποῖον ὑπεσχέθην ἐνόρκως ὅτι θὰ τοὺς χαρίσω, καὶ ἀντὶ εὐγνωμοσύνης αὐτοὶ εἶδαν ἐκεῖ κάθε βουνὸν ὑψηλὸν καὶ κάθε βαθύσκιον δένδρον ὡς τόπους ἱερούς, ὅπως οἱ κάτοικοι τῆς Χαναάν.Προσέφεραν δὲ ἐκεῖ θυσίας εἰς τοὺς θεοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ καθώρισαν θυσίας εὐπροσδέκτους ὡς ὀσμὴν εὐωδίας καὶ θυμιάματος καὶ ἔκαμαν ἐκεῖ τὰς σπονδάς των, ἔχυναν δηλαδὴ κρασὶ εἰς τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων πρὸς τιμήν των.
29 καὶ εἶπον πρὸς αὐτούς· τί ἐστιν ᾿Αβαμά, ὅτι ὑμεῖς εἰσπορεύεσθε ἐκεῖ; καὶ ἐπεκάλεσαν τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Αβαμὰ ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας. 29 Είπα τότε προς αυτούς· τι είναι αυτός ο Αβαμά, ο υψηλός τόπος στον οποίον σεις μεταβαίνετε, δια να λατρεύσετε τα είδωλα; Αυτοί δε ωνόμασαν τον τόπον εκείνον Αβαμά και το όνομα αυτό μένει έως την σημερινήν ημέραν. 29 Εἶπα δὲ πρὸς αὐτούς: Τί εἶναι ὁ Ἀβαμά, ὃ ὑψηλὸς δηλαδὴ τόπος, πρὸς τὸν ὁποῖον πηγαίνετε; Τὶ σᾶς ὠφελεῖ; Καὶ ὠνόμασαν τὸν τόπον Ἀβαμὰ ἕως σήμερον.
30 διὰ τοῦτο εἰπὸν πρὸς τὸν οἶκον τοῦ ᾿Ισραήλ· τάδε λέγει Κύριος· εἰ ἐν ταῖς ἀνομίαις τῶν πατέρων ὑμῶν ὑμεῖς μιαίνεσθε καὶ ὀπίσω τῶν βδελυγμάτων αὐτῶν ὑμεῖς ἐκπορνεύετε, 30 Δια τούτο είπε προς τους Ισραηλίτας· αυτά λέγει ο Κυριος· Εάν και εφ' όσον και σεις μολύνεσθε με τας αυτάς παρανομίας των προγόνων σας και πορεύεσθε οπίσω από τα βδελυρά είδωλά των, ώστε να αποστατήτε από εμέ με την πίστιν σας αυτήν εις τα είδωλα, 30 Διὰ τοῦτο, προσθέτει ὁ Θεός, νὰ εἰπῇς, ἄνθρωπε, πρὸς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραὴλ τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἐφ' ὅσον καὶ σεῖς μολύνεσθε μὲ τὰς ἰδίας παρανομίας ποὺ διέπρατταν οἱ πατέρες σας, καὶ καταπίπτετε καὶ διαφθείρεσθε μὲ τὸ νὰ ἀκολουθῆτε τὰ εἴδωλα ποὺ ἐλάτρευαν ἐκεῖνοι·
31 καὶ ἐν ταῖς ἀπαρχαῖς τῶν δομάτων ὑμῶν, ἐν τοῖς ἀφορισμοῖς, οἷς ὑμεῖς μιαίνεσθε ἐν πᾶσι τοῖς ἐνθυμήμασιν ὑμῶν ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας, καὶ ἐγὼ ἀποκριθῶ ὑμῖν, οἶκος τοῦ ᾿Ισραήλ; ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, εἰ ἀποκριθήσομαι ὑμῖν, καὶ εἰ ἀναβήσεται ἐπὶ τὸ πνεῦμα ὑμῶν τοῦτο. 31 εφ' όσον προσφέρετε και ορίζετε τας προσφοράς των απαρχών σας δια τα είδωλα και μολύνεσθε με όλας αυτάς τας προσφοράς κατά τας πονηράς ειδωλολατρικάς επιθυμίας των καρδιών σας μέχρι της ημέρας αυτής, εγώ τι πρέπει να αποκριθώ εις σας, Ισραηλίται; Ορκίζομαι στον εαυτόν μου, λέγει ο Κυριος, ότι δεν θα δώσω ευνοϊκάς προς σας απαντήσεις και δεν θα γίνη εκείνο, το οποίον σεις με τον νουν σας σκέπτεσθε και επιθυμείτε. 31 ἐφ’ ὅσον ἐπίσης προσφέρετε τοὺς πρώτους καρποὺς τῶν προϊόντων σας, ποὺ τοὺς ξεχωρίζετε ὡς ἱερούς, εἰς τοὺς θεοὺς ποὺ λατρεύουν οἱ εἰδωλολάτραι, καὶ μολύνεσθε μὲ ὅλα τὰ εἴδωλά σας μέχρι σήμερον, διατὶ νὰ σᾶς ἀπαντήσω, ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ; Ὁρκίζομαι εἰς τὸν Ἑαυτόν μου καὶ βεβαιώνω ὅτι δὲν πρόκειται νὰ σᾶς ἀπαντήσω καὶ δὲν θὰ εὐοδωθῇ αὐτὸ ποὺ σκέπτεσθε.
32 καὶ οὐκ ἔσται ὃν τρόπον ὑμεῖς λέγετε· ἐσόμεθα ὡς τὰ ἔθνη καὶ ὡς αἱ φυλαὶ τῆς γῆς τοῦ λατρεύειν ξύλοις καὶ λίθοις. 32 Δεν θα πραγματοποιηθή εκείνο, το οποίον σεις λέγετε. “Θα γίνωμεν και ημείς όπως τα αλλά ειδωλολατρικά έθνη, όπως και αι άλλαι φυλαί της γης, αι οποίαι λατρεύουν ως θεούς ξύλα και λίθους”. 32 Δὲν θὰ πραγματοποιηθῇ δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ λέγετε μεταξύ σας: Θὰ γίνωμεν ὅπως τὰ ἄλλα ἔθνη καὶ αἱ φυλαὶ τῆς γῆς, ὥστε νὰ λατρεύωμεν καὶ ἡμεῖς ὡς θεοὺς τὰ ξύλα καὶ τοὺς λίθους.
33 διὰ τοῦτο, ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ καὶ ἐν θυμῷ κεχυμένῳ βασιλεύσω ἐφ' ὑμᾶς· 33 Δια τούτο ορκίζομαι, λέγει ο Κυριος, ότι με την παντοδύναμον δεξιάν μου και με τον ισχυρόν βραχίονά μου και με θυμόν, τον οποίον θα αφήσω να εκσπάση εναντίον σας, θα γίνω βασιλεύς και εξουσιαστής εις σας. 33 Διὰ τοῦτο, ὁρκίζομαι εἰς τὴν ζωήν μου καὶ βεβαιώνω, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι μὲ τὸ παντοδύναμον χέρι μου καὶ μὲ τὸν ἔνδοξον καὶ ἀκαταμάχητον βραχίονά μου καὶ μὲ διάχυτον τὸν θυμόν μου θὰ εἶμαι ὁ βασιλεύς σας.
34 καὶ ἐξάξω ὑμᾶς ἐκ τῶν λαῶν καὶ εἰσδέξομαι ὑμᾶς ἐκ τῶν χωρῶν, οὗ διεσκορπίσθητε ἐν αὐταῖς, ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ καὶ ἐν θυμῷ κεχυμένῳ. 34 Θα σας βγάλω, βέβαια, από τους λαούς και από τας χώρας, εις τας οποίας σας έχω διασκορπίσει και θα σας υποδεχθώ και πάλιν με την παντοδύναμον δεξιάν μου και τον ισχυρόν βραχίονά μου, και θα αφήσω να εκσπάστη ο θυμός μου εναντίον των εχθρών σας. 34 Θὰ σᾶς βγάλω δὲ μέσα ἀπὸ τοὺς διαφόρους λαοὺς καὶ θὰ σᾶς συγκεντρώσω ἀπὸ τὰς χώρας, εἰς τὰς ὁποίας εἴχατε διασκορπισθῇ, μὲ τὸ παντοδύναμον χέρι μου καὶ τὸν ἔνδοξον καὶ ἀκαταμάχητον βραχίονά μου καὶ μὲ διάχυτον τὸν θυμόν μου.
35 καὶ ἄξω ὑμᾶς εἰς τὴν ἔρημον τῶν λαῶν, καὶ διακριθήσομαι πρὸς ὑμᾶς ἐκεῖ πρόσωπον κατὰ πρόσωπον. 35 Θα σας οδηγήσω όμως εις την έρημον των λαών περιοχήν και εκεί θα δικασθώ μαζή σας πρόσωπον προς πρόσωπον. 35 Θὰ σᾶς ὁδηγήσω δὲ εἰς τὴν ἔρημον τῶν λαῶν καὶ θὰ σᾶς κρίνω Ἐκεῖ ἕνα πρὸς ἕνα προσωπικῶς, ἀναλόγως πρὸς τὰ ἔργα του.
36 ὃν τρόπον διεκρίθην πρὸς τοὺς πατέρας ὑμῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Αἰγύπτου, οὕτως κρινῶ ὑμᾶς, λέγει Κύριος· 36 Οπως έχω κρίνει και ενεργήσει προς τους πατέρας σας, όταν ευρίσκοντο εις την Αίγυπτον, κατά παρόμοιον τρόπον θα κρίνω και σας, λέγει ο Κυριος. 36 Ὅπως ἔκρινα καὶ ἐφέρθην πρὸς τοὺς πατέρας σας εἰς τὴν ἔρημον τῆς Αἰγύπτου, ἔτσι θὰ κρίνω καὶ σᾶς, λέγει ὁ Κύριος.
37 καὶ διάξω ὑμᾶς ὑπὸ τὴν ράβδον μου καὶ εἰσάξω ὑμᾶς ἐν ἀριθμῷ 37 Θα σας περάσω κάτω από την ποιμενικήν μου ράβδον και εις ολίγον αριθμόν θα σας εισαγάγω εις την πατρίδα σας, 37 Θὰ σᾶς περάσω δέ, ὅπως ὁ ποιμήν, κάτω ἀπὸ τὴν ράβδον μου, ὡσὰν νὰ μετρῶ ἕνα - ἕνα ποὺ ἀνήκει εἰς Ἐμὲ πράγματι, καὶ θὰ σᾶς ὁδηγήσω μετρημένους, ὀλίγους δηλαδή, εἰς τὴν Σιών.
38 καὶ ἐκλέξω ἐξ ὑμῶν τοὺς ἀσεβεῖς καὶ τοὺς ἀφεστηκότας, διότι ἐκ τῆς παροικεσίας αὐτῶν ἐξάξω αὐτούς, καὶ εἰς τὴν γῆν τοῦ ᾿Ισραὴλ οὐκ εἰσελεύσονται· καὶ ἐπιγνώσεσθε διότι ἐγὼ Κύριος Κύριος. 38 διότι θα διαλέξω και θα αφαιρέσω από ανάμεσά σας τους ασεβείς, αυτούς που έχουν απομακρυνθή από εμέ. Από τον τόπον της εξορίας θα βγάλω αυτούς, άλλα εις την χώραν της Ιουδαίας δεν θα εισέλθουν. Και θα μάθετε, ότι εγώ είμαι ο Κυριος Κυριος. 38 Θὰ ξεχωρίσω δὲ καὶ θὰ βγάλω τοὺς ἀσεβεῖς ἀπὸ σᾶς, καθὼς καὶ ὅσους ἀπεστάτησαν ἀπὸ τὴν πίστιν πρὸς Ἐμέ.Θὰ τοὺς βγάλω ἀπὸ τὴν περιοχὴν τῆς ἐξορίας των, ἀλλ' ὅμως δὲν θὰ ἐπιστρέψουν νὰ κατοικήσουν εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ.Ἔτσι θὰ γνωρίσετε καλά, ἐπάνω εἰς τὰ πράγματα, ὅτι Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος καὶ ὁ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός.
39 καὶ ὑμεῖς οἶκος ᾿Ισραήλ, τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ἕκαστος τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ ἐξάρατε· καὶ μετὰ ταῦτα εἰ ὑμεῖς εἰσακούετέ μου καὶ τὸ ὄνομά μου τὸ ἅγιον οὐ βεβηλώσετε οὐκέτι ἐν τοῖς δώροις ὑμῶν καὶ ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ὑμῶν· 39 Ακούσατε σεις, οι Ισραηλίται. Αυτά λέγει ο Κυριος Κυριος ο καθένας από σας, ας αποκήρυξη και ας πετάξη μακρυά από τον εαυτόν του τα πονηρά έργα του. Κατόπιν σεις απηλλαγμένοι από τα πονηρά σας έργα θα υπακούσετε εις εμέ. Δεν θα βεβηλώσετε πλέον το Ονομά μου με τας δωρεάς σας στους ειδωλικούς ναούς και με τα πονηρά έργα σας. 39 Καὶ σεῖς, ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, ἀκούσατε αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός: Καθένας σας ἂς βγάλῃ καὶ ἂς ἀπορρίψῃ ἀπὸ ἐπάνω του τὰ παράνομα ἔργα του.Καὶ μετὰ ταῦτα, ἐὰν ὑπακούετε εἰς Ἐμὲ καὶ δὲν βεβηλώσετε πλέον τὸ ἅγιον Ὄνομά μου μὲ τὰ δῶρα ποὺ προσφέρετε εἰς τὰ εἴδωλα, ὡσὰν νὰ τὰ προσφέρετε δῆθεν εἰς Ἐμέ, καὶ μὲ τὴν ὅλην συμπεριφοράν σας, « θὰ βραβευθῆτε».
40 διότι ἐπὶ τοῦ ὄρους τοῦ ἁγίου μου, ἐπ' ὄρους ὑψηλοῦ, λέγει Κύριος Κύριος, ἐκεῖ δουλεύσουσί μοι πᾶς οἶκος ᾿Ισραὴλ εἰς τέλος, καὶ ἐκεῖ προσδέξομαι καὶ ἐκεῖ ἐπισκέψομαι τὰς ἀπαρχὰς ὑμῶν καὶ τὰς ἀπαρχὰς τῶν ἀφορισμῶν ὑμῶν ἐν πᾶσι τοῖς ἁγιάσμασιν ὑμῶν· 40 Διότι επάνω στο άγιον όρος μου, επάνω στο υψηλόν όρος, λέγει ο Κυριος Κυριος, εκεί θα με υπηρετούν όλοι οι Ισραηλίται εξ ολοκλήρου. Εκεί θα σας υποδεχθώ, εκεί θα δεχθώ ευχαρίστως τας προσφοράς σας, τας εκλεκτάς προσφοράς, που θα ορίσετε δι εμέ, όλα τα προς εμέ αφιερώματά σας. 40 Διότι εἰς τὸ ἅγιον ὄρος μου, εἰς τὸ ὑψηλὸν ὄρος « τῆς Σιών», λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός, ἐκεῖ ἐπάνω θὰ μὲ λατρεύσουν τελικῶς ὡς ἀφωσιωμένοι δοῦλοι μου ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται ποὺ θὰ ἀπομείνουν.Ἐκεῖ λοιπὸν θὰ ὑποδεχθῶ καὶ σᾶς· καὶ θὰ ἰδῶ καὶ θὰ προσέξω τὰς προσφορὰς τῶν πρώτων καρπῶν τῶν προϊόντων σας, καθὼς καὶ τὰ πρῶτα δῶρα σας ποὺ ἐξεχωρίσατε δι’ Ἐμέ, ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ θέλετε νὰ ἀφιερώσετε ὡς ἅγια καὶ ἱερὰ εἰς Ἐμέ.
41 ἐν ὀσμῇ εὐωδίας προσδέξομαι ὑμᾶς ἐν τῷ ἐξαγαγεῖν με ὑμᾶς ἐκ τῶν λαῶν καὶ εἰσδέχεσθαι ὑμᾶς ἐκ τῶν χωρῶν, ἐν αἷς διεσκορπίσθητε ἐν αὐταῖς, καὶ ἁγιασθήσομαι ἐν ὑμῖν κατ' ὀφθαλμοὺς τῶν λαῶν. 41 Θα σας υποδεχθώ ευχάριστα ως ευωδίαν. Οταν θα σας βγάλω ελευθέρους από τους λαούς, θα σας υποδεχθώ από τας χώρας, εις τας οποίας είχατε διασκορπισθή. Θα δοξασθώ έτσι εν μέσω υμών, ώστε να ίδουν και οι άλλοι λαοί. 41 Θὰ σᾶς δεχθῶ ὡς ὀσμὴν εὐωδίας τότε ποὺ θὰ σᾶς βγάλω μέσα ἀπὸ τοὺς διαφόρους λαοὺς καὶ θὰ σᾶς συνάξω ἀπὸ τὰς χώρας εἰς τὰς ὁποίας εἴχατε διασκορπισθῆ.Καὶ ἔτσι θὰ δοξασθῇ τὸ Ὄνομά μου μὲ ὅσα θὰ κάμω διὰ σᾶς, ἐνώπιον τῶν ἄλλων λαῶν.
42 καὶ ἐπιγνώσεσθε διότι ἐγὼ Κύριος ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν με ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν τοῦ ᾿Ισραήλ, εἰς τὴν γῆν, εἰς ἣν ᾖρα τὴν χεῖρά μου τοῦ δοῦναι αὐτὴν τοῖς πατράσιν ὑμῶν. 42 Και θα μάθετε, ότι εγώ είμαι ο Κυριος, όταν θα σας εισαγάγω εις την χώραν του Ισραήλ· εις την χώραν, δια την οποίαν ύψωσα την χείρα μου και ωρκίσθην, να την δώσω στους προγόνους σας. 42 Καὶ τότε ποὺ θὰ σᾶς ὁδηγήσω μέσα εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ, τὴν χώραν πρὸς τὴν ὁποίαν ὕψωσα τὸ χέρι μου, ὡς ἄλλον ὅρκον, καὶ ὑπεσχέθην ὅτι θὰ τὴν δώσω εἰς τοὺς πατέρας σας, θὰ γνωρίσετε καλὰ ὅτι Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων.
43 καὶ μνησθήσεσθε ἐκεῖ τὰς ὁδοὺς ὑμῶν καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν, ἐν οἷς ἐμιαίνεσθε ἐν αὐτοῖς, καὶ κόψεσθε τὰ πρόσωπα ὑμῶν ἐν πάσαις ταῖς κακίαις ὑμῶν. 43 Εκεί θα αναλογισθήτε τους αμαρτωλούς δρόμους της ζωής σας και τα πονηρά σας έργα, με τα οποία είχατε μολυνθήή. Θα θρηνήσουν και θα πενθήσουν τα πρόσωπά σας δι' όλας τας κακίας, τας οποίας προηγουμένως είχατε. 43 Θὰ ἐνθυμηθῆτε δὲ ἐκεῖ τοὺς τρόπους τῆς συμπεριφορᾶς σας καὶ τὰ ἔργα σας, μὲ τὰ ὁποῖα ἐμολύνατε τοὺς ἑαυτούς σας, καὶ θὰ ἐντρέπεσθε· θὰ κτυπᾶτε τὸ πρόσωπόν σας ἐξ αἰτίας ὅλων τῶν κακιῶν σας.
44 καὶ ἐπιγνώσεσθε διότι ἐγὼ Κύριος ἐν τῷ ποιῆσαί με οὕτως ὑμῖν, ὅπως τὸ ὄνομά μου μὴ βεβηλωθῇ κατὰ τὰς ὁδοὺς ὑμῶν τὰς κακὰς καὶ κατὰ τὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν τὰ διεφθαρμένα, λέγει Κύριος. (Μασ. ΚΑ´ 1). 44 Και θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κυριος, όταν κατ αυτόν τον τρόπον ενεργήσω απέναντι σας. Θα πράξω δε έτσι, δια να μη διαβληθή και μολυνθή το Ονομά μου εξ αιτίας των πονηρών δρόμων και τρόπων της ζωής σας και των διεφθαρμένων έργων σας”, λέγει ο Κυριος. (Μασ. ΚΑ', 1) 44 Καὶ ὅταν Ἐγὼ ἐνεργήσω ἔτσι ὥστε νὰ μὴ βλασφημηθῇ τὸ Ὄνομά μου καὶ νὰ μὴ ὑποτιμηθῇ ἕνεκα τῆς κακῆς συμπεριφορᾶς σας καὶ τῶν διεφθαρμένων ἔργων σας, θὰ μάθετε καλὰ καὶ θὰ ἀναγνωρίσετε, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων.
45 καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· 45 Ο Κυριος ωμίλησε προς εμέ και είπε· 45 Ὡμίλησε δὲ πάλιν ὁ Κύριος καὶ μοῦ εἶπε:
46 υἱὲ ἀνθρώπου, στήρισον τὸ πρόσωπόν σου ἐπὶ Θαιμὰν καὶ ἐπίβλεψον ἐπὶ Δαρὸμ καὶ προφήτευσον ἐπὶ δρυμὸν ἡγούμενον Ναγὲβ 46 “υιέ ανθρώπου, στρέψε το πρόσωπόν σου απειλητικόν εναντίον της Θαιμάν, ρίψε βλέμμα απειλητικόν εναντίον της Δαρόμ και προφήτευσε εναντίον του μεγάλου δάσους του Ναγέβ. 46 Στρέψε ἀπειλητικὸν τὸ πρόσωπόν σου, ἄνθρωπε, ἐναντίον τῆς Θαιμάν, στήριξε τὸ βλέμμα σου ἐναντίον τῆς Δαρὸμ καὶ προφήτευσε κατὰ τοῦ δάσους ποὺ δεσπόζει εἰς τὴν Ναγέβ.
47 καὶ ἐρεῖς τῷ δρυμῷ Ναγέβ· ἄκουε λόγον Κυρίου· τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἀνάπτω ἐν σοὶ πῦρ, καὶ καταφάγεται ἐν σοὶ πᾶν ξύλον χλωρὸν καὶ πᾶν ξύλον ξηρόν, οὐ σβεσθήσεται ἡ φλὸξ ἡ ἐξαφθεῖσα, καὶ κατακαυθήσεται ἐν αὐτῇ πᾶν πρόσωπον ἀπὸ ἀπηλιώτου ἕως βορρᾶ· 47 Ειπέ στο δάσος αυτό του Ναγέβ· αυτά λέγει Κυριος Κυριος· Ιδού εγώ ανάπτω εις σε φωτιάν και η φωτιά θα καταφάγη όλα τα δένδρα σου, χλωρά και ξηρά, και δεν θα σβησθή η αναφθείσα φλόγα, αλλά μέσα εις αυτήν θα κατακαούν όλοι οι άνθρωποι, από ανατολών μέχρι βορρά. 47 Νὰ εἰπῇς δὲ τὰ ἑξῆς πρὸς τὸ δάσος Ναγέβ « ποὺ συμβολίζει τὴν Ἰουδαίαν».Αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός: Ἰδοὺ Ἐγὼ θὰ ρίψω φωτιὰ ἐπάνω σου καὶ θὰ σοῦ καταφάγῃ κάθε χλωρὸν δένδρον καθὼς καὶ κάθε ξηρὸν δένδρον, τοὺς πάντας δηλαδὴ καὶ τὰ πάντα ἀνεξαιρέτως.Ἡ φλόγα αὐτὴ ποὺ θὰ ἀνάψῃ δὲν θὰ σβήνῃ μὲ τίποτε.Θὰ κατακαῇ δὲ μέσα εἰς αὐτὴν τὴν φωτιὰ κάθε ἄνθρωπος ποὺ ζῇ ἐκεῖ, ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν ἕως τὸν βορρᾶν.
48 καὶ ἐπιγνώσεται πᾶσα σὰρξ ὅτι ἐγὼ Κύριος ἐξέκαυσα αὐτὸ καὶ οὐ σβεσθήσεται. 48 Και τότε κάθε άνθρωπος θα μάθη ότι εγώ ο Κυριος και Θεός ήναψα την φωτιάν αυτήν, η οποία και δεν θα σβήση”. 48 Καὶ θὰ μάθῃ κάθε ἄνθρωπος ὅτι Ἐγώ, ὁ Κύριος τῶν πάντων, κατέκαυσα τὸ δάσος τοῦτο, καὶ δὲν θὰ σβήσῃ ἡ φωτιὰ μὲ τίποτε.
49 καὶ εἶπα· μηδαμῶς Κύριε Κύριε· αὐτοὶ λέγουσι πρός με· οὐχὶ παραβολή ἐστι λεγομένη αὕτη; 49 Εγώ είπα τότε· “οχι Κυριε· ποτέ να μη γίνη έτσι”. Εκείνοι όμως αδιάφοροι προς την φωνήν του Κυρίου μου είπαν με επιπολαιότητα· “απλή παραβολή δεν είναι αυτά;” 49 Εἶπα δὲ τότε ἐγώ, λέγει ὁ Ἰεζεκιήλ: Κύριε, Κύριε, ἂς μὴ γίνῃ ποτὲ κάτι τέτοιο! Οἱ πρόκριτοι ὅμως, ποὺ μὲ ἤκουαν, μοῦ λέγουν ἀδιάφοροι: « Διατὶ ταράττεσαι; Παραβολὴ δὲν εἶναι τὰ λόγια σου;»